Skip to main content Scroll Top

Νάντια | Αντρέ Μπρετόν

andrebretonnandia

εκδόσεις Ύψιλον

μτφ. Στέφανος Ν. Κουμανούδης

πρόλογος: Νάνος Βαλαωρίτης

 

 

Ο Αντρέ Μπρετόν (1896–1966) υπήρξε μία από τις πιο καθοριστικές μορφές της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας του 20ού αιώνα. Γεννημένος στο Τινσεμπραί (Tinchebray, νομός Όρν) της Νορμανδίας.Αρχικά σπούδασε ιατρική και ψυχιατρική, κάτι που τον έφερε σε επαφή με τον χώρο του ασυνείδητου και της ψυχανάλυσης – στοιχεία που αργότερα έγιναν η καρδιά του καλλιτεχνικού του οράματος. Πολύ νωρίς εντάχθηκε στους κύκλους των Ντανταϊστών στο Παρίσι, αλλά ήταν εκείνος που, γύρω στο 1924, θα διατυπώσει το Πρώτο Μανιφέστο του Σουρεαλισμού, σφραγίζοντας ένα ολόκληρο κίνημα που επηρέασε λογοτεχνία, τέχνη, κινηματογράφο και ποπ κουλτούρα.

Ο Μεσοπόλεμος είναι μια περίοδος έντονης αναζήτησης, πολιτικής αστάθειας αλλά και καλλιτεχνικής έκρηξης. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε γκρεμίσει σίγουρες αλήθειες και ιδεολογίες, κι έτσι οι νεότεροι καλλιτέχνες στράφηκαν όχι στο «έξω» αλλά στο «μέσα» τους – στο όνειρο, στο απρόλογο, στο τυχαίο. Ο σουρεαλισμός δεν ήταν απλώς ένα αισθητικό ρεύμα· ήταν μια προσπάθεια απελευθέρωσης του νου από την τυραννία της λογικής, μια επαναστατική πράξη μέσω της φαντασίας.

Σε αυτό το κλίμα, το 1928, ο Μπρετόν γράφει τη Νάντια (Nadja), ένα βιβλίο που μοιάζει με μυθιστόρημα, αλλά αρνείται να καταταχθεί σε είδος. Μισό ημερολόγιο, μισή ποιητική εξομολόγηση, μισό φιλοσοφικό ντοκουμέντο – και ναι, το μισό του είναι φωτογραφίες.

Το κείμενο ξεκινά με την περίφημη ερώτηση: «Ποιος είμαι;» – μια φράση που δηλώνει ότι δεν πρόκειται για μια κλασική αφήγηση αλλά για μια αναμέτρηση του συγγραφέα με τον ίδιο τον εαυτό του. Η Νάντια είναι μια μυστηριώδης γυναίκα που ο Μπρετόν συναντά τυχαία στο Παρίσι. Είναι πρόσωπο υπαρκτό, αλλά και σύμβολο∙ ένα είδος «ζωντανού ποιήματος» που κινείται μεταξύ τρέλας και διαύγειας.

Το βιβλίο λειτουργεί σαν περιπλάνηση στους δρόμους και στα υπόγεια στρώματα της πόλης – εκεί όπου τα βλέμματα, τα αρχιτεκτονικά σκιτσάρια, οι πινακίδες, ακόμα και οι λέξεις γίνονται αφορμές υπαινιγμών, σχεδόν χρησμικών. Ο Μπρετόν δεν ενδιαφέρεται για την πλοκή∙ ενδιαφέρεται για την εμπειρία, για τα τυχαία σημάδια που οδηγούν τον αναγνώστη σε μια αόρατη λογική.

Η Νάντια δεν διαβάζεται σαν κανονικό μυθιστόρημα – και αυτό είναι το μεγάλο της πλεονέκτημα. Είναι ένα βιβλίο που προκαλεί τον αναγνώστη να εγκαταλείψει την άνεση της κλασικής αφήγησης και να βουτήξει σε μια ποιητική γεωγραφία, όπου η πραγματικότητα και η φαντασία συγχωνεύονται. Το γεγονός ότι περιλαμβάνει φωτογραφίες ενισχύει αυτή τη ρευστότητα: η εικόνα γίνεται μαρτυρία αλλά και παγίδα, γιατί αποκαλύπτει ενώ ταυτόχρονα θολώνει.

Η φιγούρα της Νάντιας – εύθραυστη, ακατανόητη, αινιγματική – είναι ίσως η πιο αυθεντική ενσάρκωση του σουρεαλισμού: μια ύπαρξη που δεν υπακούει σε λογικά σχήματα, που υπάρχει περισσότερο ως παρουσία παρά ως χαρακτήρας. Σήμερα, όπου η κουλτούρα του ελέγχου και της ταξινόμησης κυριαρχεί (με αλγορίθμους, hashtags κ.λπ.), η Νάντια παραμένει ένα βιβλίο-πρόκληση: μια υπενθύμιση ότι το απρόβλεπτο είναι ακόμα ζωντανό, ότι το θαύμα μπορεί να προκύψει στη γωνία ενός δρόμου. Μας θυμίζει πως η πραγματικότητα είναι αυτό που μας διαφεύγει όταν προσπαθούμε να την ορίσουμε.

Η Νάντια είναι ένα βιβλίο που δεν το διαβάζεις – (το) περιπλανιέσαι.

 

 

Βαγγέλης Μπουμπάκης
Ηθοποιός
Νοέμβρης 2025

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ