Η Ζώνη του Λυκόφωτος
της Νόνα Φερνάντες
εκδόσεις Gutenberg
συζήτηση με τον μεταφραστή
Κώστα Αθανασίου
Β.Μ: Συστήστε μας την πολυσχιδή προσωπικότητα της Νόνα Φερνάντες.
Θα μπορούσαμε βέβαια να την αφήσουμε να αυτοσυστηθεί, με τον συμπυκνωμένο και χαρακτηριστικό τρόπο της που είναι, νομίζω, και ο καλύτερος: «Ηθοποιός επειδή μ’ αρέσει. Συγγραφέας για να τα πρήζω σε κάποιους, για να μην ξεχαστεί ό,τι δεν πρέπει να ξεχαστεί. Σεναριογράφος σίριαλ για να επιβιώνω. Ενοχλητική Χιλιανή, ενίοτε εξαγριωμένη».
Άνθρωπος πολύ ενεργός στην πολιτιστική ζωή της Χιλής, στο θέατρο, στη λογοτεχνία, η Φερνάντες με το έργο της σκαλίζει διαρκώς στιγμές πολύ επώδυνες της ιστορίας της χώρας της, πληγές που μόνο φαινομενικά μοιάζουν να έχουν κλείσει.
Όσοι και όσες γνωρίζουν, επιπλέον, και τη συνεχή παρουσία της στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα καθώς και στη διάρκεια του λαϊκού κινήματος που, από τον Οκτώβριο του 2019, άρχισε να αλλάζει τη χώρα, δεν θα εξεπλάγησαν από τη φωτογραφία της μαζί με τον νέο πρόεδρο της Χιλής, Γκαμπριέλ Μπόριτς, τη μέρα της ορκωμοσίας του.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν δύο βιβλία της Νόνα Φερνάντες, το Space Invaders και Η ζώνη του λυκόφωτος, από τις εκδόσεις Gutenberg.
Β.Μ: Ποια η θεματολογία που επιλέγει στα έργα της, τι φαίνεται να την απασχολεί περισσότερο, και γιατί κατά τη γνώμη σας επιστρέφει συνεχώς στη σκοτεινή περίοδο και την στυγνή δικτατορία του Πινοτσέτ;
Όπως είπαμε, η Φερνάντες σκαλίζει διαρκώς πληγές που, σε μια χώρα με τόσο ταραγμένη ιστορία όπως η Χιλή, μόνο φαινομενικά έχουν κλείσει. Καθώς ασχολείται συχνά με το τραύμα της δικτατορίας, αλλά και της προβληματικής επιστροφής στη δημοκρατία, επανέρχεται διαρκώς στο ζήτημα της μνήμης, της λήθης και της επιλεκτικής ή κατευθυνόμενης ή στρεβλωμένης μνήμης, που είναι χειρότερη από τη λήθη. Τα θέματα αυτά τα πραγματεύεται τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο και με τον τρόπο αυτό συζητάει τα θέματα της «επίσημης» ιστορίας, αλλά και του προσωπικού και συλλογικού τραύματος και της διαχείρισής του.
Έτσι, η Φερνάντες θίγει συχνά πράγματα που πολλοί έχουν προσπαθήσει να τα κρατήσουν στο σκοτάδι. Λέει, χαρακτηριστικά, σε μια συνέντευξή της: «Το Μουσείο της Μνήμης [για τη δικτατορία] στο Σαντιάγο είναι καρπός όλου αυτού. Το έχτισαν οι ίδιοι που πήγαν στον Πινοτσέτ και του ζήτησαν το πραξικόπημα του 1973».
Είναι λογικό άλλωστε να επανέρχεται. Τα σημάδια της δικτατορίας είναι ακόμα ζωντανά στη Χιλή.
Β.Μ: Στα έργα της λοιπόν θέτει το θέμα της προσωπικής και της συλλογικής μνήμης, αλλά και του συλλογικού τραύματος. Κάτι το οποίο παρατηρούμε και σε άλλους συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής. Γιατί συμβαίνει αυτό; Πιστεύετε ότι αυτή η γενιά των συγγραφέων έπαιξε τον ρόλο των ιστοριογράφων (ιστορικών) για τις χώρες τους;
Ναι, σε έναν βαθμό συμβαίνει αυτό, σε ένα πιο ευρύ πλαίσιο ίσως. Υπάρχουν πολλοί και πολλές συγγραφείς που συστηματικά ή σε κάποια φάση του έργου τους αποφάσισαν να καταπιαστούν με αυτά τα ζητήματα. Αυτό προφανώς οφείλεται σε διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων νομίζω πως είναι κυρίαρχο το θέμα της ιστορίας της ηπείρου, μιας ιστορίας με πολλές σκοτεινές ή συσκοτισμένες γωνιές, με πολλές αποσιωπημένες πλευρές, καθώς και το πώς ο κυρίαρχος και θεσμικός λόγος έχει πραγματευτεί αυτή την ιστορία.
Η λογοτεχνία, λοιπόν, έρχεται να συγκρουστεί με αυτές τις επίσημες και θεσμικές αφηγήσεις, έρχεται να σπάσει τον καθρέφτη, να χαλάσει αυτή τη γυαλιστερή, αλλά ψεύτικη, εικόνα.
Β.Μ: Τι θα διαβάσουμε λοιπόν στο νέο της βιβλίο Η Ζώνη του Λυκόφωτος που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Gutenberg σε δική σας μετάφραση; Ποια είναι η αληθινή ιστορία που έγινε αφορμή για αυτό το βιβλίο της Φερνάντες;
Στον πυρήνα της Ζώνης του λυκόφωτος βρίσκεται η πραγματική ιστορία του Αντρές Βαλενσουέλα Μοράλες, ενός μέλους των μυστικών υπηρεσιών του Πινοτσέτ που, μεσούσης της δικτατορίας ακόμα, εμφανίστηκε στα γραφεία ενός περιοδικού αποφασισμένος να μιλήσει για όλα όσα ήξερε, για τα βασανιστήρια, τις δολοφονίες, τα παράνομα κέντρα κράτησης. Να μιλήσει δηλαδή για πράγματα τα οποία γνώριζε από πρώτο χέρι, αφού είχε συμμετάσχει σε αυτά. Μια ομολογία που δημοσιεύθηκε με τον τίτλο «Εγώ βασάνισα» και αποτέλεσε ένα ισχυρότατο αποδεικτικό στοιχείο για τη βάρβαρη καταστολή που εφάρμοζε η χούντα του Πινοτσέτ.
Αυτή η ιστορία του βασανιστή, σε συνδυασμό με τη «βιογραφία» του βιβλίου και της έρευνας που βρίσκεται πίσω του, συνθέτουν αυτό το υβριδικό (όπως και το προηγούμενο, το Space Invaders) βιβλίο της Νόνα Φερνάντες.
Β.Μ: Και ένα μάλλον φιλοσοφικό ερώτημα! Αλήθεια πώς μπορούν να συμβιώσουν (μετά την πτώση του Πινοτσέτ αλλά και πριν) βασανιστής και βασανιζόμενος αλλά και ποια η αντιμετώπιση που τυγχάνει ο βασανιστής;
H μετάβαση από τη δικτατορία στη δημοκρατία ήταν μια «συναλλαγή» λέει η Φερνάντες, αλλά και πολλοί, πάρα πολλοί άλλοι για τη Χιλή. Μια «συμφωνημένη» μετάβαση, που εξασφάλιζε αφενός ατιμωρησία στον Πινοτσέτ και τους εγκληματίες της δικτατορίας και αφετέρου μια ορισμένη συνέχεια σε πλευρές της πολιτικής που εφάρμοσε η δικτατορία.
Αυτή η αίσθηση συνέχειας και ατιμωρησίας προφανώς περιπλέκει τη συζήτηση για το θέμα που θέτετε. Δεν είναι απλό για κάποιους που βασανίστηκαν ή έχασαν δικούς τους ανθρώπους στη δικτατορία να ξέρουν ότι οι εγκληματίες συνεχίζουν να κυκλοφορούν ατιμώρητοι, προσπαθώντας μάλιστα πολλές φορές ακόμα και να δικαιωθούν. Στη Λατινική Αμερική (και αλλού) υπάρχει βέβαια η αντιφατική εμπειρία των «Επιτροπών Αλήθειας (και Συμφιλίωσης)» μετά τις δικτατορίες. Ήταν επιτροπές που δημιουργήθηκαν με διαφορετικά σχέδια, πλαίσια και στόχους, και είχαν διαφορετικά, ασφαλώς, αποτελέσματα, και οι οποίες πάντως πολύ λίγο συνέβαλαν στον περιορισμό της ατιμωρησίας για τα φοβερά εγκλήματα που έκαναν οι δικτατορίες.
Κάποιες πληγές δεν κλείνουν ποτέ, όμως: «από την εξορία δεν γυρίζεις», γράφει ο κυνηγημένος από τη χούντα Λουίς Σεπούλβεδα, για να προσθέσει: «δεν ξεχνώ, δεν συγχωρώ».
Β.Μ: Τι δυσκολίες και τι προκλήσεις περιελάμβανε η διαδικασία της μετάφρασης;
Κάθε μετάφραση, προφανώς, έχει την ιδιαιτερότητά της. Στη μετάφραση της Φερνάντες, ιδιαίτερη προσοχή ήθελε αυτό το ξεχωριστό ύφος, σε ένα κείμενο γεμάτο πραγματολογικές αναφορές, που αλλάζει οπτική γωνία, ρυθμό, ένταση, και το οποίο δημιουργεί αυτό το κλίμα στο οποίο κινείται το βιβλίο.
Β.Μ: Είστε ένας άνθρωπος που μελετάτε την ιστορία, τα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα που λάμβαναν αλλά και λαμβάνουν χώρα στην Λατινική Αμερική. Πιστεύετε ότι μετά την ανάδειξη ενός αριστερού προέδρου θα είναι εύκολο να προχωρήσει σε θεσμικές και συνταγματικές αλλαγές που ισχύουν από την περίοδο της δικτατορίας του Πινοτσέτ;
Οι προβλέψεις τέτοιου είδους δεν είναι καλή ιδέα, αλλά νομίζω εύκολο δεν θα είναι. Η Δεξιά και ο πινοτσετισμός δεν θα αφήσουν εύκολα τα προνόμια δεκαετιών να φύγουν από τα χέρια τους. Είναι πολύ βαριά η κληρονομιά της χούντας και των κυβερνήσεων της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς που σε πολλά σημεία ακολούθησε την πολιτική της χούντας, ειδικά στην οικονομία. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι στις πρόσφατες εκλογές η (στενά συνδεόμενη με τον πινοτσετισμό) Δεξιά πήρε πάνω από 40%. Η μάχη που γίνεται για την αλλαγή, μετά από τόσα χρόνια, του χουντικού συντάγματος, μέσα σε έναν ορυμαγδό από φαιά παραπληροφόρηση και fake news που διαδίδουν τα γνωστά και μη εξαιρετέα ΜΜΕ, είναι χαρακτηριστική.
Η κυβέρνηση Μπόριτς έχει στείλει κάποια πολύ ισχυρά συμβολικά μηνύματα στην αρχή της θητείας της, αλλά σίγουρα βρισκόμαστε στην αρχή μιας μεγάλης και δύσκολης πορείας. Τα μέτωπα είναι πολλά, τα θέματα που έρχονται από το παρελθόν και έχει να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση είναι πολλά, και ήδη φάνηκε πως δεν έχει καμία περίοδο χάριτος. Άλλωστε, μετά από όσα έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια, οι προσδοκίες από την κυβέρνηση είναι πολύ μεγάλες.
Β.Μ: Μπορούν να συμβούν αυτές οι αλλαγές με έναν λαό που δεν θα είναι πια στους δρόμους, και με το βάρος πολλών νεκρών και ακόμα πιο πολλών τραυματιών (με μόνιμες βλάβες), των κινημάτων που έλαβαν χώρα τα προηγούμενα χρόνια για να ρίξουν τον προηγούμενο πρόεδρο Σεμπαστιάν Πινιέρα;
Η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι πολλά παραδείγματα κυβερνήσεων που έκαναν ριζικές τομές με αντοχή και διάρκεια χωρίς την ενεργή παρουσία της κοινωνίας και των κινημάτων (και αυτό βέβαια δεν έχει σχέση με τη γνώριμη εμπειρία στη Λατινική Αμερική, όπου η Δεξιά έχει κατά καιρούς πυροδοτήσει κινητοποιήσεις με στόχο την ανατροπή μιας αριστερής ή προοδευτικής κυβέρνησης). Τα κινήματα οφείλουν να αμφισβητούν και να διεκδικούν, να αγωνίζονται και να πιέζουν, και είναι ολέθριο αν αυτός θεωρείται λόγος για να τα βλέπει εχθρικά μια κυβέρνηση της Αριστεράς, που οφείλει να έχει «το ένα πόδι στους θεσμούς και το άλλο στον δρόμο», όπως έγραψε πρόσφατα στην εφημερίδα Εποχή ένας αναλυτής για την Κολομβία.
Η κοινωνία πρέπει να είναι πάντα ενεργή, ακόμα και η αμφισβήτηση κάποιων πολιτικών μιας κυβέρνησης της Αριστεράς μπορεί τελικά να βοηθήσει την κυβέρνηση. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τη Λατινική Αμερική, ισχύει παντού, και θα έπρεπε, νομίζω, να το θυμούνται πάντα οι κυβερνήσεις της Αριστεράς, είτε στη Λατινική Αμερική είτε στην Ευρώπη.
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Ιούνης 2022
Εκπομπή με τον Κώστα Αθανασίου και τον Δημήτρη Καλτσώνη για την Χιλή και την Νόνα Φερνάντες!