Scroll Top

Τα Βραβεία μου ~ Τόμας Μπέρνχαρντ | συζήτηση με τον Σπύρο Μοσκόβου

tavraveiamoybernharnd

Τα Βραβεία μου
του Τόμας Μπέρνχαρντ
εκδόσεις βιβλιοπωλείων της ΕΣΤΙΑΣ
συζήτηση με τον μεταφραστή
Σπύρο Μοσκόβου

 

Αφορμή για τη συνάντησή μας στάθηκε η μετάφρασή σας σε ένα πολύ σπουδαίο κατά τη γνώμη μου έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ, τα Βραβεία μου. Αλήθεια, έχοντας καταπιαστεί με το έργο αρκετών γερμανόφωνων συγγραφέων, ποιος είναι για εσάς ο Τόμας Μπέρνχαρντ;

Είναι ο συγγραφέας του θεατρικού «Τα φαινόμενα απατούν» που είδα πριν από πολλά χρόνια στη σκηνή Kammerspiele του Μονάχου. Δυο ηλικιωμένοι αδελφοί επισκέπτονται ο ένας τον άλλο δυο φορές την εβδομάδα. Τι έκτακτη οικογενειακή σχέση, σκέπτεται κανείς. Αλλά οι άνθρωποι είμαστε σαν νευρόσπαστα και κινούμαστε μηχανικά μέσα στους κατευθυνόμενους ρόλους μας. Μόλις σπάσουν τα νήματα που μας συγκρατούν αποκαλύπτεται το συχνά αποτρόπαιο πρόσωπό μας. Έτσι συμβαίνει και με τα δυο αδέρφια επί σκηνής. Μια αναπάντεχη κληροδοσία σπάει το νήμα, ο Ρόμπερτ και ο Κλάους δεν νιώθουν πια καμιά αναστολή και ξεδιπλώνουν το αβυσσαλέο μίσος που νιώθει ο ένας για τον άλλο. Ο Μπέρνχαρντ είχε την ικανότητα να φέρνει στο προσκήνιο την αποκρουστική αλήθεια των ανθρώπων, όλο του το έργο διαπνέεται από ένα σκοτεινό υπαρξισμό. Η ζωή τού επιδαψίλευσε τις προϋποθέσεις γι’ αυτή τη διεισδυτική ματιά, το βλέμμα του αποσυνάγωγου: ο άγνωστος πατέρας, η ψυχρή μητέρα, ο καλός παππούς, το οικοτροφείο, το σανατόριο. Ενστερνίσθηκε από νωρίς την προοπτική του απόβλητου.

Πώς θα περιέγραφε κανείς με δυο λόγια τον ρόλο που διαδραμάτισε στα γερμανικά και όχι μόνο γράμματα;

Ναι, ο Μπέρνχαρντ με το πεζογραφικό κυρίως και θεατρικό του έργο συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους συγγραφείς του γερμανόφωνου χώρου τον 20ό αιώνα. Ήταν μαστιγωτής του γερμανικού μικροαστισμού, στηλιτευτής της κοινωνικής υποκρισίας, «μισάνθρωπος». Με το λογοτεχνικό του έργο εξαΰλωσε τους καημούς της ζωής του, τις αρρώστιες, τη φτώχια, την κακοδαιμονία σε μια σαρκαστική υπαρξιακή μελαγχολία που διαποτίζει ανεξίτηλα όλα τα γραπτά του.

Τι θα διαβάσουμε λοιπόν στο βιβλίο που στάθηκε αφορμή για την συνάντησή μας τα Βραβεία μου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία σε δική σας μετάφραση;

Είναι μια συλλογή κειμένων με αφορμή τις λογοτεχνικές διακρίσεις που απονεμήθηκαν στον Μπέρνχαρντ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 60, και δεν ήταν λίγες, από το αυστριακό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας ως το Βραβείο Μπίχνερ, τη σημαντικότερη λογοτεχνική διάκριση στον γερμανόφωνο χώρο. Το βιβλίο αυτό διαπνέεται από μια βαθύτατη αηδία για τους ακαδημαϊκούς επαίνους και τις υπουργικές κολακείες, από μια αποστροφή για τους λογοτεχνικούς θεσμούς, τις κρατικές επιτροπές, τις βραβεύσεις και τις τελετές. Το μόνο που ενδιέφερε τον συγγραφέα ήταν τα έπαθλα των βραβείων. Με το ένα αγόρασε μια εγκαταλελειμμένη αγροικία, όπου έζησε ως το τέλος της ζωής του, με το άλλο ένα σπορ αμάξι, που έγινε παλιοσίδερα λίγους μήνες μετά, σε μια εκδρομή στην Ίστρια. Και μ’ ένα τρίτο έβαλε καινούργια παράθυρα στο σπίτι. Ο Μπέρνχαρντ δεν θεωρεί αντίφαση την αποδοχή ενός βραβείου που κατά βάθος περιφρονεί, μόνο και μόνο για να εισπράξει το χρηματικό ποσόν που το συνοδεύει. Μια τρισχαριτωμένη, μου φαίνεται, αγυρτεία.

Στο τέλος του βιβλίου δημοσιεύονται και τα κείμενα των υποτυπωδών ομιλιών που εκφώνησε ο Μπέρνχαρντ σε ορισμένες από τις τελετές βράβευσης. Αυτές δεν έχουν σχέση με τη λογοτεχνία του. Είναι ολιγόλογα κείμενα ενός ανθρώπου που βρίσκεται σε υπερένταση, σαν τις τελευταίες λέξεις κάποιου που τον οδηγούν στην εκτέλεση, μπερδεμένα λόγια με υπαρξιστικές φλυαρίες.

Μπορούμε να βρούμε στοιχεία επικαιρότητας στο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ; Και τι θέλει να πει (ή να πετύχει) με το συγκεκριμένο βιβλίο;

Τα πραγματικά καλά βιβλία είναι απομακρυσμένα από τις επιταγές ή τις υποβολές της όποιας επικαιρότητας. Αντλούν τη δύναμή τους από μια αντίθετη σκληραγωγία, από την εμμανή εμβάθυνση στο προσωπικό βίωμα. Και τότε αποκτούν τους αρμούς που τα καθιστούν ανά πάσα στιγμή «επίκαιρα». Τον Δεκέμβριο του 20 έμαθα τυχαία ότι το έργο Τα Βραβεία μου επρόκειτο να παρουσιαστεί με δύο ηθοποιούς σε σκηνοθετική επιμέλεια του Έκτορα Λυγίζου στο Ίδρυμα Νιάρχου. Η παράσταση με δυο έξοχους ηθοποιούς ήταν διαδικτυακή διά τον φόβον των κορωνοϊών. Την παρακολούθησα μαζί με άλλους διακόσιους θεατές και είχα την εντύπωση μιας απρόσμενης μυσταγωγίας.

Πώς δουλέψατε αλλά και πως βιώσατε τη μετάφραση του συγκεκριμένου έργου; Πως ήταν σε γενικές γραμμές όλο αυτό το μεταφραστικό ταξίδι;

Όταν άρχισα να μεταφράζω αυτό το βιβλίο, που εκδόθηκε από τα κατάλοιπα του συγγραφέα το 2009, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του, ο εκλεκτός μεταφραστής του στα ελληνικά Βασίλης Τομανάς μου είχε πει πως θεωρεί τυμβωρυχία τη μετά θάνατο κυκλοφορία ησσόνων πονημάτων που φέρουν την υπογραφή διάσημων συγγραφέων. Εν μέρει είχε δίκιο, οι εκδοτικοί οίκοι ελπίζουν στις καλές κυκλοφορίες των μεγάλων ονομάτων. Εξάλλου το βιβλίο εκτός από πνευματικό είναι και εμπορικό προϊόν. Πάντως το τομίδιο Τα βραβεία μου ήταν κιόλας σελιδοποιημένο από τον συγγραφέα και θα έπαιρνε την άγουσα για τον οίκο Suhrkamp, αν ο Μπέρνχαρντ δεν είχε πεθάνει πρόωρα. Αν εκδιδόταν τότε, θα ήταν ισχνό σαν παρακαταθήκη, μετά είκοσιν έτη ήταν πια η υπόμνηση μιας σημαντικής γραφίδας, μια πρόκληση προς νέους αναγνώστες να ανακαλύψουν εξ όνυχος τον λέοντα. Η γλώσσα του είναι εξαιρετικά απλή, ο μεταφραστής αρκεί να ακολουθήσει την ερεβώδη ιδιοσυγκρασία του κειμένου, χωρίς να καταφύγει σε φτιασίδια και μαλάματα.

Αγγίζει ενδεχομένως κάποια χορδή του Σπύρου Μοσκόβου το συγκεκριμένο έργο και ποια η δική σας σχέση με τα βραβεία και τις βραβεύσεις γενικότερα;

Δεν σας κρύβω ότι από το κείμενο του Μπέρνχαρντ για την απονομή του αυστριακού Κρατικού Βραβείου Λογοτεχνίας μου εντυπώθηκε η μορφή του κυρίου Πιφλ-Πέρτσεβιτς που πνέει μένεα κατά του συγγραφέα για όσα ανήκουστα λέει κατά την τελετή, «ένας πρώην γραμματέας του Αγροτικού Επιμελητηρίου της Στυρίας με μουστάκι, που τον είχαν πάρει από το πόστο του στη Στυρία και τον είχαν κάνει κατευθείαν υπουργό Πολιτισμού, Τεχνών και Παιδείας». Ο κύριος Πιφλ-Πέρτσεβιτς με ενέπνευσε αργότερα για να γράψω ένα δηκτικό σχόλιο για τον κύριο Κώστα Τζαβάρα, που έκλεισε εν μια νυκτί το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου πνέων μένεα για το έργο του ως αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού.

Το βιβλίο, για το οποίο συζητάμε, εμφανίστηκε ξαφνικά στη βραχεία λίστα των υπό βράβευση μεταφράσεων γερμανικής λογοτεχνίας του συχωρεμένου του ΕΚΕΜΕΛ. Προφανώς διασφάλισε αυτή τη θέση λόγω της βαριάς υπογραφής του συγγραφέα και όχι του ταπεινού ονόματος του μεταφραστή. Τελικά όμως υπερίσχυσαν άλλες νομοτέλειες και η μετάφραση δεν βραβεύθηκε. Έμεινα με άλλα λόγια χωρίς οικονομικό έπαθλο! Εκείνα τα χρόνια υπήρχαν δυο εξαιρετικοί μεταφραστές γερμανικής λογοτεχνίας, που συν τοις άλλοις θαύμαζαν ο ένας τον άλλο, κι έτσι τα ονόματά τους εναλλάσσονταν στις λίστες του ΕΚΕΜΕΛ. Όταν ο ένας συμμετείχε στην κριτική επιτροπή έπαιρνε το βραβείο ο άλλος. Την επόμενη χρονιά γινόταν το αντίστροφο. Ο άρτι βραβευθείς έμπαινε στην κριτική επιτροπή, οπότε βραβευόταν ο περσινός κριτής του. Ούτε ο Μπέρνχαρντ δεν στάθηκε ικανός να διαταράξει αυτή τη θεσπέσια αρμονία. Υποψιάζομαι μάλιστα πως συγχύστηκε εκεί στο υπερπέραν όπου βρίσκεται. Σίγουρα έτσι έγινε. Και τα κακοχρονίσματά του έπιασαν, αφού το ΕΚΕΜΕΛ μετά την τελευταία εκείνη βράβευση ανέστειλε τη λειτουργία του για πάντα.

 

συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Δεκέμβρης 2023

 

 

Ο Σπύρος Μοσκόβου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1960. Σπούδασε κλασσική φιλολογία, βυζαντινολογία και γλωσσολογία στα πανεπιστήμια Αθηνών και Κολωνίας. Από το 1983 έχει εγκατασταθεί στην Κολωνία. Το 1989 έγινε μόνιμος συντάκτης του Ελληνικού Προγράμματος της Deutsche Welle και το 2000 διευθυντής του Ελληνικού Τμήματος. Από το 1996 είναι συνεργάτης του ένθετου ΒΙΒΛΙΑ στην εφημερίδα «Το Βήμα». Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. Έχει μεταφράσει γερμανική πεζογραφία και ποίηση (P.Handke, H.M.Enzensberger, Th.Bernhard, G.Grass, J.Sartorius)

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ