Με αφορμή την κυκλοφορία της . . Ερωτικής Περιπέτειας του Αμπδόν Ουμπίδιαστα Ελληνικά, από τις εκδόσεις Printa-Ροές, συζητήσαμε με την μεταφράστρια του έργου Δήμητρα Παπαβασιλείου, για το Εκουαδόρ, τον Ουμπίδια αλλά και την «ρομαντική αρχή» που πρέπει να διέπει κάθε ερωτική μας περιπέτεια!
Β.Μ: Ποιος είναι ο Αμπδόν Ουμπίδια;
Ένας σύγχρονος κλασικός, ένας από τους ουσιαστικότερους και, συνάμα, πιο αναγνωρισμένους, στη χώρα του και παγκοσμίως, σύγχρονους συγγραφείς του Εκουαδόρ ή αλλιώς Ισημερινού, αυτής της μικρής, τυπικά λατινοαμερικάνικης (ως προς την –ταραχώδη– Ιστορία, τη γεωγραφική και πολιτισμική ποικιλομορφία, κτλ.) χώρας, που στα καθ’ ημάς είναι γνωστή κυρίως για τις… μπανάνες και το κακάο της, ίσως και για τα κοιτάσματα πετρελαίου της στον Αμαζόνιο (προσφάτως «μάθαμε» και τα τριαντάφυλλα Εκουαδόρ – μοναδικά, είναι η αλήθεια, λόγω γεωγραφικών και κλιματολογικών συνθηκών). Όμως το Εκουαδόρ έχει ταλανιστεί και ταλανίζεται (με πιο πρόσφατο παράδειγμα την υποδούλωσή του στο ΔΝΤ) από την κοινωνική ανισότητα και τις κάθε λογής καταχρήσεις εξουσίας. Στενά συνυφασμένη με αυτή την κοινωνική πραγματικότητα είναι και η πλούσια λογοτεχνία του, η οποία, διαχρονικά, μοιράζεται ανάμεσα στο καθρέφτισμα του πολιτικού και κοινωνικού γίγνεσθαι και στη «φυγή» από την πραγματικότητα που συνιστούν οι φανταστικές αφηγήσεις. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτού του δυϊσμού –ας θυμηθούμε και την αρχή του κεφαλαίου-επιλόγου της Ερωτικής περιπέτειας: «ο δυϊσμός βασιλεύει στον κόσμο»– αποτελεί ο Aμπδόν Ουμπίδια, ο οποίος γράφει «αστικά μυθιστορήματα», όπως τα χαρακτηρίζει ο ίδιος, όπου καταγράφεται (και) η κοινωνική πραγματικότητα, ή αν μη τι άλλο διαφαίνεται, και φανταστικά διηγήματα, θα τολμούσα να πω στο στιλ του Μπόρχες ή του Μπιόυ Κασάρες. Θα πρέπει όμως εδώ να επισημάνουμε ότι ο πολιτικός στοχασμός (τόσο δικαιολογημένα παρών και στην Ερωτική περιπέτεια) δεν απολείπει από το έργο του Ουμπίδια· θεωρώ ότι πρόκειται για έναν από τους συγγραφείς για τους οποίους η καταφυγή στο φανταστικό είναι μια διαμαρτυρία μάλλον παρά μια αδιάφορη προς την πραγματικότητα που βιώνουμε ενδοσκόπηση.
Β.Μ: Τι γνώμη σχημάτισες όταν τον γνώρισες από κοντά στα πλαίσια της παρουσίασης του βιβλίου στην Ελλάδα πριν από περίπου δυόμισι χρόνια;
Έχει μια βαθιά ευγένεια που γίνεται αμέσως εμφανής – την ευγένεια, την αβρότητα στους τρόπους και τη γλυκύτητα των Λατινοαμερικάνων, που όμως στην περίπτωσή του πηγαίνει πιο βαθιά κι έχει να κάνει με αυτό που λέμε «το ποιόν του ανθρώπου». Οξυδερκέστατος, ζεστός και άμεσος, είναι άλλο τόσο διακριτικός, ξέρει να ακούει και, μολονότι έχει πολλά και ενδιαφέροντα να πει, δεν «καπελώνει» τους συνομιλητές του.
Β.Μ: Τι θα διαβάσει κανείς στην Ερωτική περιπέτεια;
Μια τέλεια οργανωμένη και συνεκτική συλλογή –και όχι συρραφή– σκέψεων πάνω σε κάτι που όλοι έχουμε ζήσει, ζούμε ή ενδέχεται να (ξανα)ζήσουμε, αν όχι με την ιδιότητα του Εραστή ή του Ερώμενου (του αντικειμένου του πόθου, που μοιραία γίνεται με τη σειρά του Εραστής – ή Εράστρια!), ίσως μ’ εκείνη του Έμπιστου, του Προαγωγού (εκείνου δηλαδή που προάγει μια ερωτική περιπέτεια), κ.ο.κ. Γιατί το βιβλίο, πέρα από τη γένεση της ερωτικής περιπέτειας, που τόσο γλαφυρά και γοητευτικά περιγράφεται ως η αφύπνιση του Εραστή μέσα στον καθέναν από εμάς, πέρα από τις πιθανότητες όσον αφορά την εξέλιξή της και τις διάφορες μορφές που προσλαμβάνει το τέλος της, εξετάζει επίσης τους παραδειγματικούς της χαρακτήρες ή ρόλους, συχνά χρησιμοποιώντας παραδείγματα από τη λογοτεχνία (είτε πρόκειται για κλασικά και εμβληματικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας είτε για βιβλία λιγότερο γνωστά), αφού για τον Ουμπίδια «λογοτεχνία και ζωή είναι ένα και το αυτό».
Β.Μ: Σε ποιο φιλολογικό είδος θα την κατέτασσες;
Στο δοκίμιο με την ευρεία έννοια. Πρόκειται για μια άτυπη πραγματεία, για ένα «δοκίμιο λογοτεχνικής και όχι ακαδημαϊκής υφής», όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας, με την έλλειψη σοβαροφάνειας που τον διακρίνει. Μίλησα πριν για σκέψεις· ο ίδιος κάνει λόγο, ούτε λίγο ούτε πολύ, για «αρχικές σκέψεις», που ως στόχο έχουν να «ανοίξουν το δρόμο σε πιο ολοκληρωμένους και οξυδερκείς στοχασμούς». Σε αυτήν ακριβώς την απλότητα και την αμεσότητα (οι σκέψεις, συχνά αποφθεγματικές, «σκάνε» σαν κροτίδες) οφείλεται το γεγονός ότι, αν και τόσο ενδελεχές και πυκνό, το ιδιότυπο αυτό δοκίμιο διαβάζεται με τέτοια ευκολία και ευχαρίστηση.
Β.Μ: Έχοντας διαβάσει και τα τρία του βιβλία (Χειμωνιάτικη πόλη, Τερπινοήσεις, Ερωτική περιπέτεια) που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά παρατηρώ τρία διαφορετικά ύφη! Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα έγραψαν τρεις διαφορετικοί συγγραφείς. Ποια είναι η γνώμη σου γι’ αυτό;
Νομίζω ότι αν ο λυρικός τόνος της Χειμωνιάτικης πόλης έρχεται, φαινομενικά, σε αντίθεση με τη λογικοφάνεια, τον επιστημονικοφανή χαρακτήρα και το μετρημένο ύφος των Τερπινοήσεων (που όμως συχνά γεννούν –και γεννιούνται από– μια συγκίνηση υπόγεια και απροσδόκητη), η Ερωτική περιπέτεια είναι το βιβλίο που συνδυάζει, με αξιοθαύμαστο για μένα τρόπο, τις δύο αυτές τάσεις: τον πραγματισμό, που στις Τερπινοήσεις παίρνει τη μορφή ενός ψευδεπίγραφου ρεαλισμού, και το λυρισμό, ο οποίος εντοπίζεται τόσο στο ύφος πολλών αποσπασμάτων όσο και στην ίδια τη ρομαντική προδιάθεση που δεν κρύβει ο συγγραφέας (όχι τυχαία, άλλωστε, διαλέγει ως μότο του τελευταίου κεφαλαίου της Ερωτικής περιπέτειας, με τίτλο «Αρχή της πραγματικότητας και ρομαντική αρχή», τη φράση «έχω επικεντρώσει την προσοχή μου στο ρομαντικό ως στάση»).
Β.Μ: Διαβάζοντας την Ερωτική περιπέτεια του Ουμπίδια πιστεύεις ότι ανοίγουμε μια ρωγμή στην καθυποταγμένη «ερωτική μας περιπέτεια»;
Το βιβλίο απλώς θα μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε κάποιες αλήθειες τις οποίες ίσως διαισθανόμασταν μονάχα ή τις προσεγγίζαμε βιωματικά, χωρίς να τις έχουμε ξεκάθαρες στο μυαλό μας (o κατακερματισμένος, σήμερα, χρόνος μας, για τον οποίο κάνει λόγο και ο Ουμπίδια, συντελεί σ’ αυτό). Με αυτή την έννοια, ναι, οι επιλογές μας είναι πιο στέρεες (και έχουν άλλη βαρύτητα) όταν εν πλήρει συνειδήσει παραμένουμε πιστοί στη «ρομαντική αρχή» – αναγκαία συνθήκη για να ανθίσει μια ερωτική περιπέτεια και να τη ζήσουμε στα γεμάτα, ακόμη και με τις απογοητεύσεις και τον πόνο που θα μας φέρει.
Β.Μ: Έχεις μεταφράσει σπουδαίους ισπανόφωνους συγγραφείς: «μπαίνει» σε αυτή την… κατηγορία ο Αμπδόν Ουμπίδια;
Οπωσδήποτε! Σαν διηγηματογράφος φτάνει πολλές φορές στο ύψος ενός Οράσιο Κιρόγα, με μια νηφαλιότητα, όμως, μια κάθε άλλο παρά στείρα «εγκεφαλικότητα» και μια ευρυμάθεια που θυμίζουν Μπόρχες! Η αρχή της Χειμωνιάτικης πόλης βρίσκω ότι πιάνει τον αναγνώστη «απ’ το γιακά» όσο και η πρώτη παράγραφος από το Άγριο παραμύθι, το ψυχολογικό αφήγημα / ιστορία ζήλιας του Σέσαρ Βαγιέχο που είχα την τύχη να μεταφράσω. Η Ερωτική περιπέτεια μας χαρίζει διεισδυτικούς, καίριους στοχασμούς παντρεύοντας το δοκίμιο με τη λογοτεχνία. Στο αμετάφραστο στα ελληνικά Τiempo, πάλι, ο Ουμπίδια φτάνει στην υψηλότερη στιγμή του, ανάγοντας το (φανταστικό) διήγημα στο επίπεδο του στοχασμού και, συγχρόνως, της ποίησης.
Β.Μ: Τι μεταφράζεις αυτή την περίοδο;
Από τον 19ο αιώνα και την Ψηλή γυναίκατου Πέδρο Αντόνιο δε Αλαρκόν (μια επιλογή από τη συλλογή διηγημάτων του Αναληθοφανείς αφηγήσεις), που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μάγμα, γυρίζω πίσω στον… 17ο και στις μονόπρακτες κωμωδίες του Θερβάντες, που θα κυκλοφορήσουν από τις εκδόσεις Printa. Πρόκειται για μια σειρά από ιντερμέδια, δηλαδή σύντομα θεατρικά επεισόδια που προορίζονταν για να παιχτούν ανάμεσα στις πράξεις μιας εκτενέστερης κωμωδίας· μόνο που ο χρόνος έδειξε ότι τα μικρά σε έκταση αυτά διαμάντια αξίζουν περισσότερο από τα «κυρίως» έργα, καθώς ζωντανεύουν, με πνευματώδες ύφος και αιχμηρή σάτιρα, όλη τη ζέουσα κοινωνική πραγματικότητα της Ισπανίας της εποχής, που με το ρατσισμό, την υποκρισία, την αναξιοκρατία της και τα… ζευγάρια σε κρίση φαντάζει ιδιαίτερα οικεία στον σημερινό Έλληνα αναγνώστη.
Συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Μάρτης 2020
Δήμητρα Παπαβασιλείου
(Νάξος 1977). Μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Θεατρολογία και Μετάφραση – Μεταφρασεολογία και εργάζεται ως μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει μεταφράσει δοκίμια τέχνης και ιστορίας των πολιτισμών, λιμπρέτα, καθώς και ισπανόφωνη λογοτεχνία (Ρομπέρτο Αρλτ, Οράσιο Κιρόγα, Σέσαρ Βαγιέχο, Χοσέ Εουστάσιο Ριβερα, τους Διαλόγους του Χόρχε Λουίς Μπόρχες και Ερνέστο Σάμπατο, κ.ά).