Scroll Top

“Το ταξίδι μου στην Ινδία” της Άννας Σταματάκη

2.JPG (Demo)

Ζούμε ανάμεσα στη λήθη και τη μνήμη:
αυτή η στιγμή
είναι ένα νησί που το ανεμοδέρνει ο χρόνος
ο ατέρμων
Οκτάβιο Πας

 

Κάποτε οι δαίμονες ενοχλούσαν μερικούς ασκητές στην προσευχή τους και όταν τους κυνηγούσαν κρύβονταν στον ωκεανό, ξανάβγαιναν μετά και συνέχιζαν τα πειράγματά τους.

Οι ασκητές ζήτησαν βοήθεια από έναν ημίθεο, τον Αγκασθία, και αυτός κατάπιε όλο τον ωκεανό με τους δαίμονες μαζί. Από τότε το νερό έγινε ένα ουράνιο ποτάμι, ο Γάγγης, που έτρεχε σαν γαλαξίας στον ουρανό. Όμως η γη έμεινε χωρίς νερό και οι άνθρωποι για να λυθεί το πρόβλημα της ξηρασίας ζήτησαν την βοήθεια ενός άλλου ημίθεου, του Μπαγκιράτα. Αυτός μετά από χίλια χρόνια ασκητείας ζήτησε την βοήθεια του Βράχμα. Ο Βράχμα όμως του εξήγησε ότι αν έπεφτε το ποτάμι με την ορμή του στη γη θα γινόντουσαν πολλές καταστροφές, γι’ αυτό έπρεπε να βοηθήσει ο παντοδύναμος Σίβα με το να δεχτεί το βάρος του καταρράκτη στο κεφάλι του και να ανακόψει την δύναμη του νερού. Ο Σίβα δέχτηκε και άφησε το ουράνιο ποτάμι να κυλήσει από τα μαλλιά του στα Ιμαλάια και από εκεί στις πεδιάδες της Ινδίας.

Εμείς πήραμε ανάποδα αυτή την διαδρομή. Προσγειωθήκαμε στο Δελχί στις 15 Αυγούστου 2018, διασχίσαμε με το τρένο τις εύφορες από τα νερά του ποταμού πεδιάδες πηγαίνοντας στο Βαρανάσι, βρήκαμε εκεί το ποτάμι, τον Γάγγη, μάλλον την Γκάνγκα (είναι θηλυκός στην ινδική γλώσσα), και το ακολουθήσαμε μέχρι τα Ιμαλάια, τις πηγές του, ατενίζοντας το στερέωμα….

Ο κάμπος ατελείωτος, δραματικά επίπεδος, μάταια αναζητούσες κάποιο λοφίσκο. Όλα τα πράσινα μαζί, φωτεινά από τους μουσώνες που τα είχαν ξεπλύνει και αθώα, χωρίς τη βία της εντατικής καλλιέργειας. Σε όλη την διαδρομή ένα μόνο τρακτέρ είδαμε και αυτό ήταν μία έκπληξη! Ένιωθες τη γη και την χλωρίδα της ήσυχη και ζωντανή να αναδύει μια παραδείσια αίσθηση, παρόλο που γνωρίζουμε ότι η Monsanto έχει απλώσει τα πλοκάμια της στη γη και στους σπόρους της. Πού και πού έβλεπες καμμιά αγελάδα και κόκκινες πινελιές μέσα στο πράσινο, γυναίκες με κόκκινο σάρι να δουλεύουν κουκουβιστές στους ορυζώνες με τους άνδρες και τα παιδιά τους.

Στα χωριά τους φτώχια, λάσπη και πολύχρωμα σάρι. Οι σαντού, οι περιφερόμενοι ασκητές, είχαν στήσει σκηνές σχεδόν μέσα στις λάσπες σε μικρή απόσταση από το χωριό. Οι χωρικοί κοιμόντουσαν σε κρεβάτια με καλοπλεγμένο σκοινί στερεωμένο σε ξύλινο πλαίσιο, στο ύπαιθρο ή κάτω από αυτοσχέδια πρόχειρα υπόστεγα. Πλένανε τα δόντια τους τρίβοντάς τα με φύλλα από το δένδρο Νιμ. Αφοδεύαν αυτοί και τα παιδιά τους δυό δυό στα χωράφια κουβεντιάζοντας ανέμελα.

Και φτάσαμε στο Βαρανάσι ή Μπεναρές, στην ιερή πόλη της Ινδίας! Ήδη από τον σταθμό μπήκαμε στη δίνη της πόλης. Όλα διαφορετικά. Άνθρωποι, μυρωδιές, χρώματα, ήχοι. Αναζητήσαμε χαριτολογώντας το αντίστοιχο μηχάνημα, εκείνο που στο σιδηροδρομικό σταθμό στο Δελχί μας υποχρέωναν να περάσουμε τις βαλίτσες για έλεγχο ενώ δεν υπήρχε κάποιος υπάλληλος για να ελέγξει το περιεχόμενό τους! Φορτώσαμε τις βαλίτσες των 22 ανθρώπων της ομάδας σε ένα μικρό λεωφορείο και εμείς ανά τρία, τέσσερα άτομα ανεβήκαμε στα χαρακτηριστικά τους μέσα μεταφοράς, τα τουκ τουκ ή Riksha. Πολύχρωμα μικρά χρωματιστά μεταλλικά οχήματα με μία ρόδα μπροστά και δύο πίσω, τρίκυκλα, ο οδηγός με το γκάζι στο τιμόνι, ανοικτά στο πλάι με ένα ή δύο πάγκους πίσω για τους επιβάτες. Ξεκινήσαμε για το Diamond Hotel.

Ασύλληπτες εικόνες! Μία πραγματικότητα σαν παραμύθι. Μεθυστικά αρώματα και ριπές δυσωδίας, ζητιάνοι και περιφερόμενοι άγιοι, μισόγυμνοι ή πασαλειμμένοι μπογιές, άνδρες με βαμμένα πορτοκαλί μαλλιά, σοκάκια που τρέχεις να σωθείς από την βρωμιά, γυναίκες όμορφες τυλιγμένες στα κόκκινα, κίτρινα, πράσινα σάρι τους με την κοιλιά ελεύθερη, γυμνή και χρυσά κοσμήματα στα χέρια, στα αυτιά, στη μύτη, στους αστραγάλους, στα δάκτυλα των ποδιών, με την κόκκινη κουκίδα στο τρίτο μάτι και μαλλιά μαύρα, πλούσια και λαμπερά, πλεγμένα σε κοτσίδα, μισογκρεμισμένοι τοίχοι, μαθητές με τις στολές τους και πνιχτά γέλια, μικρόσωμοι, νευρώδεις μαγαζάτορες καθισμένοι για ώρα σταυροπόδι, κουκουβισμένοι ή ξαπλωμένοι στο πλευρό στα μικροσκοπικά χωρίς καρέκλες μαγαζιά τους, μαγαζιά πίσω από ανοικτά κανάλια αποχέτευσης, άνθρωποι να κοιμούνται στους δρόμους, γελαστά πρόσωπα παρόλη την ένδεια, σωροί σκουπιδιών, μικροπωλητές, πάγκοι στις μύγες με ινδική καρύδα, με μπανάνες και μήλα, σμήνη ξυπόλυτων παιδιών. Όλα αυτά μέσα σε αποπνιχτική ζέστη και υγρασία και ξαφνικές μπόρες των μουσώνων. Ο ιδρώτας άρχισε να τρέχει. Νομίζω ότι δεν στέγνωσε ποτέ τις 20 μέρες του ταξιδιού.

Η κυκλοφορία στους δρόμους πανζουρλισμός! Πληθώρα οχημάτων, στριμωγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, το ένα πίσω από το άλλο σε απόσταση αναπνοής. Υπάρχουν δύο λωρίδες ανόδου και καθόδου που ο ένας μπαίνει στη λωρίδα του άλλου και με αριστοτεχνικό τρόπο επιστρέφει τη δική του. Τρέχουν σαν δαιμονισμένοι, πώς όμως σιγά σιγά νιώθεις ότι υπάρχει ασφάλεια; Όλοι θαυμάσαμε τους Ινδούς σαν οδηγούς! Κορναρίσματα ατελείωτα, δεν μπορείς να καταλάβεις γιατί κορνάρουν. Αναρωτιέσαι αν υπάρχει λόγος ή αν είναι μία αυτόματη χωρίς νόημα κίνηση. Προφανώς θα υπάρχουν κάποιοι κώδικες στο κορνάρισμα αλλά δύσκολο να τους καταλάβεις. Η κυκλοφορία είναι μία αναρχία που όμως με κάποιους άφατους κανόνες μπορεί και λειτουργεί. Όπως και όλη η Ινδία….

Εκεί ανάμεσα στα μηχανοκίνητα δίκυκλα, τρίκυκλα, τετράκυκλα παλεύουν για λίγο χώρο και οι ποδηλάτες που σέρνουν ιδρωμένοι τα διθέσια όμορφα κουβούκλια πάνω σε δύο μεγάλες ρόδες ψάχνοντας για πελάτες. Και μέσα σε όλον αυτό τον φρενήρη ρυθμό των δρόμων, τον ακατάπαυτο θόρυβο, ανάμεσα στα οχήματα και στους ανθρώπους, αγελάδες ήσυχες, ατάραχες, περπατούν, ξαπλώνουν, τρώνε σκουπίδια, κουνάνε τις ουρές τους χωρίς κανένας να τους ενοχλεί. Μία ειρηνική συμβίωση ανθρώπων και αγελάδων με κόστος μία αφόρητη πολλές φορές δυσοσμία που έρχεται να προστεθεί στη δυσοσμία των σάπιων τροφών πεταμένων στους δρόμους.

Το Μπεναρές είναι ο Γάγγης. Εδώ πλαταίνει και αλλάζει τη ροή του, δηλαδή ρέει προς βορρά, προς τις πηγές του στα Ιμαλάια, κάνοντας μία στροφή στον εαυτό του, όπως λένε, πριν καταλήξει στο πολύκλαδο δέλτα της Βεγγάλης. Κάθε πρωί πριν την ανατολή και κάθε βράδυ πριν τη δύση του ήλιου γίνεται στα Ghat, στις πλατφόρμες πρόσβασης στον ποταμό, σαν αποβάθρες, το λεγόμενο aarti, μία τελετουργία λατρευτική του Γάγγη. Νεαροί μοναχοί ντυμένοι στα πορτοκαλιά πάνω σε χαμηλές εξέδρες, η μια δίπλα στην άλλη σε μακρόστενο σχηματισμό μπροστά στον ποταμό, εκτελούν συντονισμένες τελετουργικές κινήσεις σαν αργός χορός, βγάζουν ήχους φυσώντας κοχύλια, ψέλνουν ύμνους και καίνε αρωματικά θυμιάματα σε μεγάλα «θυμιατήρια» που καταλήγουν σε ανασηκωμένες μπρούτζινες κόμπρες. Κόσμος μαζεύεται και παρακολουθεί την τελετουργία καθισμένος ή σε καρέκλες ή στις αμφιθεατρικές πεζούλες. Στο τέλος της μπορεί κανείς να πάρει μέρος στα υπαίθρια μαθήματα γιόγκα πάνω σε βρώμικα χαλιά που απλώνουν ή να παρακολουθήσει μικρές συναυλίες. Παρακολούθησα, μετά από ένα aarti, μία γυναίκα που τραγουδούσε και την συνόδευε τάμπλα, σαράγκι και ένα είδος αρμόνιου. Μια άλλη μέρα παρακολούθησα, μετά από ένα απογευματινό aarti, ένα χορευτή που δεν καταλάβαινες αν ήταν άνδρας ή γυναίκα ή και τα δύο μαζί, που χόρευε υπέροχα, πολύχρωμα και φανταχτερά ντυμένος και μακιγιαρισμένος, δραματοποιώντας μία ιστορία! Κατακάλι κάτω από μία τέντα δίπλα στον Γάγγη!

Την πρώτη μας βαρκάδα στο Γάγγη την κάναμε 5 η ώρα το πρωί. Σκοτάδι ήταν όταν μπήκαμε στη Βάρκα. Είδαμε τη πόλη να ξυπνάει. Τα αμφιθεατρικά Ghat το ένα σε μικρή απόσταση από το άλλο, άλλα μεγάλα, άλλες μικρά. Χρωματιστές φιγούρες, άνδρες προσκυνητές στα πορτοκαλί, γυναίκες με πολύχρωμα σάρι μες στο χάραμα. Άνθρωποι να σαπουνίζονται στα θολά και βρώμικα νερά του, να λούζονται, να πλένουν τα δόντια τους, τα ρούχα τους, να κάνουν απολαυστικά το μπάνιο τους, να προσεύχονται, να διαλογίζονται. Ρούχα απλωμένα στο χώμα για να στεγνώσουν. Σπίτια μεγαλοπρεπή και παρηκμασμένα, παλάτια εγκαταλελειμένα. Παλαιότερα οι άρχοντες από όλα τα μέρη της Ινδίας κτίζανε την τελευταία τους κατοικία στο Μπεναρές, με θέα τον Γάγγη, για να πεθάνουν εκεί ώστε να ελευθερωθούν από τον κύκλο των μετενσαρκώσεων, για να σπάσει η αλυσίδα των επανόδων στη ζωή. Το τελευταίο Ghat που προσεγγίσαμε με τη βάρκα ήταν αυτό της καύσης των νεκρών. Εκεί κυριαρχεί το γκριζόμαυρο χρώμα της κάπνας και της στάχτης. Νεκρικές πυρές και ένα ελαφρό αεράκι να παρασύρει τον καπνό από τις υψηλές καπνοδόχους. Ξημέρωνε. Βουβά προσευχήθηκα στον ήλιο και στη ζωή…

Πριν επιστρέψουμε κάναμε μία στάση στο Lalita Ghat και επισκεφτήκαμε τον ταντρικό ναό Nepali Mandir, ενός βασιλιά του Νεπάλ που είχε έρθει ταξίδι στο Μπεναρές σαν ζητιάνος. Αρρώστησε όμως και τον περιέθαλψε ένας μοναχός. Όταν επέστρεψε στο Νεπάλ για να τον ευχαριστήσει του έστειλε χρήματα για να κτίσει τον ναό. Είναι ένας από τους πιο ωραίους και πιο παλαιούς ναούς στο Βαρανάσι, κτισμένος από ξύλο και πέτρα και είναι αφιερωμένος στο Σίβα. Το ενδιαφέρον εδώ είναι τα ξυλόγλυπτα με ερωτικές αναπαραστάσεις σεξουαλικών τελετουργικών. Στον ινδουισμό υπάρχει αυτή η ιδιαιτερότητα της συνύπαρξης του αισθησιασμού και του ασκητισμού. Σε ένα ύμνο στην Ατάρβα Βέδα διαβάζουμε: «Ο πόθος [κάμα] εμφανίστηκε στην αρχή, ήταν ο πρώτος σπόρος της σκέψης». Το κάμα είναι θεός γιατί ο πόθος, στην καθαρότερη και πιο δραστήρια μορφή του είναι ιερή ενέργεια και κοσμική δύναμη, ένας από τους παράγοντες κίνησης του σύμπαντος. Η δραστηριότητα του σύμπαντος αντιμετωπίζεται καμιά φορά ως μια τεράστια θεία συνουσία.

Επισκεφτήκαμε πολλούς ναούς. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν οι δύο ναοί των ζαϊνιστών, ο ένας του ενός κλάδου με την μονή, τέσσερις καλόγριες και την ηγουμένη και ο άλλος του άλλου κλάδου των γυμνών ασκητών. Ο Ζαϊνισμός είναι από τις αρχαιότερες θρησκείες του κόσμου, μοιάζει με τον Βουδισμό και προήλθε από τον ίδιο ετερόδοξο κλασικό ινδικό κόσμο της λεκάνης του Γάγγη πολλούς αιώνες πριν από τον Χριστό. Η λέξη ζαϊνισμός προέρχεται από το Ζίνα, που σημαίνει απελευθερωτής ή πνευματικός κατακτητής. Οι Ζίνα ή Τιρθάνκαρα –αυτοί που ανοίγουν δίοδο- ήταν είκοσι τέσσερις θνητοί δάσκαλοι, ηρωικές ασκητικές μορφές, που μέσω σωματικών στερήσεων ανακάλυψαν τον τρόπο διαφυγής από τον αιώνιο κύκλο θανάτου και αναγέννησης. Οι ζαϊνιστές δεν θεωρούν ότι οι Τιρθάνκαρα είναι παρόντες στα αγάλματα με τον τρόπο που οι ινδουιστές πιστεύουν πως οι θεότητές τους ενσαρκώνονται στις εικόνες των ναών και στα ειδώλια. Ο προσκυνητής μπορεί να τιμήσει, να λατρέψει και να μάθει από το παράδειγμα των Τριθάνκαρα, μπορεί επίσης να τους χρησιμοποιήσει ως επίκεντρο διαλογισμού. Ο Ζαϊνισμός δεν δέχεται θεούς δημιουργούς, είναι μία σχεδόν αθεϊστική θρησκεία.

Η ηγουμένη, μια νεαρή γυναίκα με καλυμένο το κεφάλι της με ένα λευκό πέπλο, φιλόξενη, με ένα γλυκό χαμόγελο και ευαίσθητο βλέμμα, μας δέχτηκε στο μοναστήρι και μας μίλησε στα αγγλικά για την θρησκεία της. Ασπάζονται μια ακραία μορφή μη βίας. Μας έδειξε την σκούπα που χρησιμοποιούν όταν περπατούν για να παραμερίζουν τα ζωύφια, ώστε να μην τα θανατώνουν πατώντας τα. Μπορούν να έχουν ακόμα και τα στόματά τους καλυμμένα μ’ ένα κομμάτι ύφασμα, έτσι ώστε να μην εισπνεύσουν κανένα έντομο και από απροσεξία το σκοτώσουν. Στο μοναστήρι δεν χρησιμοποιούν ηλεκτρικό ρεύμα γι’ αυτό και τρώνε ωμές τις τροφές. Οι κοσμικοί ζαϊνιστές μπορούν όμως να μαγειρέψουν την τροφή και να την προσφέρουν στους μοναχούς. Δεν τρώνε τις ρίζες των φυτών παρά μονάχα το μέρος αυτό που είναι στην επιφάνεια της γης, ώστε να μπορούν να ξαναβλαστήσουν. Δεν χρησιμοποιούν μηχανές και συσκευές. Τα μαλλιά τους δεν τα κόβουν αλλά κάθε έξι μήνες τα ξεριζώνουν. Πάντα χαμογελαστή παραμέρισε λίγο το πέπλο της και μας έδειξε το κρανίο της με πολύ αραιές μαλακές τρίχες. Οφείλουν να απαρνηθούν κάθε συναισθηματικό δεσμό. Μας γνώρισε την φυσική της μητέρα και μας εξομολογήθηκε μπροστά της ότι δεν την νιώθει πια σαν μητέρα της. Τέλος μας μίλησε για τον τρόπο που εγκαταλείπουν την ζωή, την σαλεκχάνα. Σιγά σιγά παραιτείσαι από διάφορα είδη τροφής. Στο τέλος δέχεσαι μόνο νερό και όταν είσαι έτοιμος το σταματάς και αυτό. Πιστεύουν ότι ο θάνατος δεν είναι ένα τέλος αλλά ένα πέρασμα, σαν μία επίσκεψη σε μία νέα χώρα.

Πήγαμε και στο ναό των Αγκόρι, των μοναχών αυτών που τρώνε τις σάρκες των μισοκαμένων πτωμάτων των κρεματορίων του Γάγγη. Μέσα από την κατανάλωση ανθρώπινης σάρκας και άλλων ακραίων συνηθειών επιδιώκουν να συμφιλιωθούν με οτιδήποτε τους προκαλεί φόβο και αποτροπιασμό. Η άρνηση του δυισμού, η αντιστροφή των κανόνων του τι είναι καλό και τι κακό, η κατάργηση των ορίων και των περιορισμών είναι η οδός προς την σωτηρία. Διαφαίνεται εδώ μία σύγχρονη λαϊκή ταντρική πρακτική, στην οποία βρίσκεται μια βαθιά ανατρεπτική και ετερόδοξη έννοια: η ιδέα της προσέγγισης του Θεού μέσω αντίθετων κανόνων, που αγνοούν τα κοινωνικά ήθη και διαλύουν τα ταμπού.

Οι Αγκόρι είναι μια από τις πιο αμφιλεγόμενες σέχτες των ιερών ανδρών, των σάντους, του Ινδουισμού. Κάποιοι πιστεύουν ότι κατέχουν μαγικές δυνάμεις και ιστορίες των Αγκόρι, οι οποίοι θεραπεύουν ανθρώπους που υποφέρουν από σοβαρές ασθένειες είναι συνηθισμένες στα χωριά της Ινδίας. Οι περισσότεροι τους αποδιώχνουν με απέχθεια. Έχουν καλυμμένο το κορμί τους με τέφρα νεκρών, πίνουν κρασί και ούρα από ανθρώπινα κρανία. Χρησιμοποιούν ανθρώπινα κόκαλα για να κατασκευάσουν αντικείμενα και κοσμήματα. Η νεκροφαγία δεν αφορά όλους τους Αγκόρι, συμβαίνει πολύ σπάνια, ίσως και μια μόνο φορά στη ζωή ενός Αγκόρι.

Αναρωτιέμαι αν οι σάντου, που συνάντησα στην επίσκεψή μας ένα βροχερό μεσημέρι στον χώρο αποτέφρωσης στο Γάγγη, ήταν Αγκόρι. Μισόγυμνα αποστεωμένα κορμιά, βαμένα με σκόνη ή σταχτιά, ποτισμένα με τη στάχτη της αποτέφρωσης, με μαλλιά μακρυές κοτσίδες τζίβα και με μάτια κόκκινα, απόκοσμα, αποκρουστικά και σαλεμένα. Μερικοί βουτηγμένοι μέχρι την μέση στα θολά νερά του Γάγγη δίπλα στις νεκρικές πυρές, άλλοι καθισμένοι ανάμεσα στα ντανιασμένα ξύλα του κρεματορίου καπνίζοντας στριφτά μυρωδικά τσιγάρα. Μέσα στο σκοτεινό τοπίο της αποτέφρωσης φάνταζαν σαν δαίμονες. Δεν άντεξα στη θέα τους. Αποτράβηξα το βλέμμα μου από πάνω τους…

Προσπαθήσαμε να μπούμε μέσα στον χώρο της αποτέφρωσης. Πήραμε βαθιά ανάσα και γρήγορα, κρατώντας την αναπνοή μας, ανεβήκαμε τη σκάλα που οδηγούσε σε ένα μεγάλο γιαπί χωρίς τοίχους, όπου ήταν η μία πυρά δίπλα στην άλλη. Δεν καταφέραμε από την ζέστη και τη μυρωδιά να παραμείνουμε ούτε δευτερόλεπτο. Παρέμεινα όμως αρκετή ώρα ασάλευτη στη θέα της γυναίκας που τυλιγμένη στα κόκκινα καιγόταν δίπλα στο ποτάμι. Τα μάτια μου δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν από το παραμορφωμένο από την καύση πρόσωπό της. Φώναξα τον Άγγελο να την δει…

Στο ναό των Αγκόρι υπήρχε και μία λίμνη που μία φορά τον μήνα, την πανσέληνο, μαζεύονται οι λεπροί για να θεραπευτούν στα νερά της. Η παράδοση λέει ότι ένας δάσκαλος, σχετικά πρόσφατα, βρέθηκε μπροστά σε μία γυναίκα που χόρευε και έτσι όπως φάνηκαν τα πόδια της, είδε ότι είχε λέπρα. Την παρότρυνε να κολυμπήσει στη λίμνη του άσραμ του και πράγματι η λέπρα έφυγε. Ο δάσκαλος αυτός έχει δημιουργήσει μία κοινότητα θεραπευμένων λεπρών στην απέναντι όχθη του Γάγγη, που ζουν και δουλεύουν εκεί απομονωμένοι γιατί, παρόλο που είναι θεραπευμένοι, οι άνθρωποι τους αποφεύγουν.

Στο ναό του Σίβα, ο ψηλότερος ναός στο Μπεναρές, στην πανεπιστημιούπολη, ήταν η πρώτη φορά που είδα να λατρεύουν το βασικό σύμβολο του Σίβα το λίγκαμ, ο φαλλός, που εκφράζει τη δύναμη της δημιουργίας. Αποτελείται από το αρσενικό αναπαραγωγικό όργανο (λίγκαμ) που στη βάση του έχει το αντίστοιχο θηλυκό (γιόνι), ένα κοίλο τρίγωνο από το κέντρο του οποίου ορθώνεται το λίγκαμ, και παριστάνουν την ένωση από την οποία αναβλύζει η ζωή και το σύμπαν. Είναι το πιο διαδεδομένο σύμβολο του Σίβα. Το συναντούσαμε συνέχεια μπροστά μας. Μέσα στους ναούς προστατευμένο πίσω από κιγκλιδώματα με λουλούδια και αφιερώματα, στα προαύλια των ναών σε διάφορα μεγέθη από πολύ μικρά μέχρι μεγάλα, σε σπηλιές ασκητών, στα σοκάκια του Μπεναρές σε μικρούς ναίσκους του ενός τετραγωνικού μέτρου που χωρούσε μόνο ένας άνθρωπος και ένα λίγκαμ, λίγκαμ-σταλαγμίτες σε σπηλιές που στάζανε νερά, λίγκαμ στους δρόμους.

Ο ναός ήταν πολύ μεγάλος. Πιο πολύ θύμιζε πλατεία ή αγορά παρά ναό. Πολυκοσμία χωρίς καμία μυσταγωγία. Ησυχία υπήρχε στην αίθουσα στον πάνω όροφο με το άγαλμα του Σίβα στο κέντρο της και ακριβώς κάτω από το άγαλμα, στον κάτω όροφο, το λίγκαμ. Εκεί πραγματικά είδα την λατρεία του λίγκαμ. Γυναίκες να προσεύχονται ψιθυριστά με μεγάλη εσωτερική ένταση και να απλώνουν την παλάμη τους μια στο λίγκαμ μια στο μέτωπό τους. Αξέχαστη θα μου μείνει μια γυναίκα σχεδόν γαντζωμένη με πάθος και αγωνία στο λίγκαμ, ο δε φύλακας, επειδή ο ναός έκλεινε, να προσπαθεί βίαια να την αποσπάσει.

Πριν φύγουμε από την περιοχή του πανεπιστημίου (Benaras Hindu University) που θύμιζε άλλη πόλη, μια πόλη καθαρή με φαρδείς δρόμους και πολλά δένδρα, επισκεφτήκαμε το μουσείο. Δεν είχαμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας, δυστυχώς, γιατί είχε πολύ ενδιαφέροντα ευρήματα, προϊστορικά και νεότερα. Ενδιαφέρουσα πολύ ήταν αίθουσα της Γερμανίδας γλύπτριας Alice Boner με στοιχεία από την ιστορία της πόλης και με τα πανέμορφα γλυπτά-χορευτές της.

Φτάσαμε στο άσραμ του Καμπίρ κουρασμένοι και καταϊδρωμένοι. Ξεκουραστήκαμε στα μάρμαρα ενός περιστυλίου. Δεν ξέρω ποιοι κατάφεραν να ακούσουν τον λόγο του μοναχού.

Σίγουρα όχι ο Άγγελος και ο Ακίρα που αφέθηκαν, ξαπλωμένοι με το πρόσωπό του ενός στα πόδια του άλλου, σε ένα γλυκό μεσημεριανό ύπνο. Πατώντας στις μύτες των ξυπόλυτων ποδιών μας για να μην τους ξυπνήσουμε ή για να μην χάσουμε από τα μάτια μας αυτή την υπέροχη, γαλήνια εικόνα των εφήβων απομακρυνθήκαμε, όταν τελείωσε η ομιλία, προς τους κήπους του ναού. Η λαϊκή κιτς διακόσμηση με τα άτεχνα αγάλματα δεν συνάδουν με ένα μεγάλο μυστικιστή ποιητή της Ινδίας, τον Καμπίρ (1440-1518). Ήταν μουσουλμανικής καταγωγής, ένας ποιητής κατώτερης κάστας, υφαντουργός από το Μπεναρές. Σε αντίθεση προς την πλειονότητα των ινδουιστών ποιητών, επαγγελόταν ένα αυστηρό δυισμό με στόχο να υπογραμμίσει την προσπάθειά του για την ενοποίηση των δύο θρησκειών.

Επισκεφτήκαμε την Θεοσοφική Εταιρεία και το σπίτι, όπου έμενε η Annie Besant και που τώρα μένει ο διευθυντής της Εταιρείας. Λιτό, ήσυχο σπίτι. Ήταν Αγγλίδα συγγραφέας και πρόεδρος της Θεοσοφικής Εταιρείας της Ινδίας ως τον θάνατό της το 1933. Γεννήθηκε στο Λονδίνο το 1847. Ήταν δημοσιογράφος και ασχολήθηκε και με την πολιτική ως ένθερμη σοσιαλίστρια και αφοσιωμένη οπαδός του εργατικού κινήματος. Στις αρχές του αιώνα εγκαταστάθηκε στην Ινδία, συμμετείχε στον αγώνα για την ανεξαρτησία, φυλακίστηκε και το 1917 εξελέγη πρόεδρος του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου. Ένα μεγάλο μέρος των προσπαθειών της το αφιέρωσε στην πολιτική και κοινωνική αναμόρφωση των Ινδιών, πρωτοστατώντας στους αγώνες για την προστασία των δικαιωμάτων των αυτοχθόνων Ινδών. Η προσφορά της υπήρξε ανεκτίμητη όσο αφορά τη δημιουργία ενός σημαντικού αριθμού σχολείων και ιδρυμάτων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το σημερινό πανεπιστήμιο του Μπεναρές.

Μια νησίδα σιωπής και ηρεμίας στο πολύβουο Βαρανάσι , το Κέντρο του Κρισναμούρτι! Είναι κτισμένο σε ένα καταπράσινο λοφίσκο με θέα τον Γάγγη και αποτελεί τμήμα του Κέντρου Εκπαίδευσης Rajghat που περιλαμβάνει το Σχολείο της Annie Besant, που ιδρύθηκε το 1928 και το Κολλέγιο θηλέων Vasanta. Το κέντρο αυτό, εκτός των άλλων, αποβλέπει στην ενδυνάμωση των γυναικών, κοινωνικά και οικονομικά, η οποία σύμφωνα με μελέτες τους οδηγεί στην βελτίωση του επιπέδου ζωής όλης της κοινωνία. Κάθε χρόνο ο Κρισναμούρτι από το 1948 μέχρι τον θάνατό του το 1986, 90 χρονών, επέστρεφε από τα ταξίδια του στο χώρο αυτό και μιλούσε σε ανθρώπους από όλο τον κόσμο. Σε μια πολύ ωραία αίθουσα του κεντρικού κτιρίου, ανοικτή στη θέα του κήπου, καθισμένοι στο πάτωμα, ο υπεύθυνος του Κέντρου μας μίλησε για την ζωή, την διδασκαλία, το έργο του Κρισναμούρτι και για την λειτουργία του Κέντρου. Όλη του η παρουσία και η μουσικότητα της φωνής του μετέδιδαν ηρεμία και διάθεση στοχασμού. Πριν αφήσουμε το κεντρικό κτίριο επισκεφτήκαμε την βιβλιοθήκη. Στα ράφια της όλα τα βιβλία του Κρισναμούρτι και στο βάθος μία μικρή αίθουσα με λίγα καθίσματα και μία τηλεόραση για να παρακολουθεί, όποιος θέλει, τα βίντεο με τις ομιλίες του και τους διαλόγους του. Μετά περπατήσαμε στους κήπους. Κρυμμένες μέσα στα δένδρα ανακαλύψαμε τους ξενώνες που διαθέτει το κέντρο σε ανθρώπους που θέλουν να μείνουν και να μελετήσουν τον Κρισναμούρτι. Ένας υπέροχος τόπος ησυχίας, συγκέντρωσης, περισυλλογής και ανανέωσης!

Πάρα πολλοί άνθρωποι είδαν στην Αμάνταμαϊ Μα (1896-1982) μια ζωντανή ενσάρκωση του θείου. Ο Sivananda Saraswati την περιέγραψε «σαν το πιο τέλειο λουλούδι που έχει παράγει η γη της Ινδίας». Παρόλο που προσέλκυσε και επηρέασε πάρα πολύ κόσμο με την πνευματικότητα και τις διδασκαλίες της, αυτή συνέχισε να περιγράφει τον εαυτό της σαν «ένα μικρό αγράμματο παιδί». Μου έκανε εντύπωση η μορφή της στη ασπρόμαυρη φωτογραφία που δεσπόζει στον ναό της. Μέσα στα άσπρα ανάλαφρα βαμβακερά της υφάσματα, όμορφη, με μακριά μαύρα μαλλιά, αισθησιακά χείλια και εκστατικό ύφος μαγνητίζει και τον πιο αδιάφορο επισκέπτη. Ήταν πολύ πρωί όταν φτάσαμε στο ναό και ο ήλιος δεν είχε προλάβει να πυρώσει τα μάρμαρα του προαύλιου. Ριπές από ένα ελαφρό αεράκι με ίχνη δροσιάς μας ξεκούραζαν και τροφοδοτούσαν το άνοιγμά μας και την ρέμβη μας προς τον Γάγγη που απλωνόταν στα μάτια μας. Αυτό το μέρος επέλεξε ένας συνταξιδιώτης για να τραγουδήσει Kirtans, ένα είδος αρχαίων ινδικών θρησκευτικών ύμνων. Φεύγοντας, η ηλικιωμένη γυναίκα που φιλόξενα μας είχε υποδεχτεί, μας έδειξε το κτίριο του οικοτροφείου της Αμάνταμαϊ, που στεγάζεται στον ίδιο χώρο με το ναό, και αργότερα στην πόλη είδαμε και το νοσοκομείο της που λειτουργεί με δωρεάν περίθαλψη.

Ένας πολύ ιδιαίτερος ναός είναι της Μητέρας Ινδίας. Δεν κατάλαβα γιατί τον ονομάζουν ναό. Για άλλη μια φορά συνειδητοποίησα αυτό το χαρακτηριστικό των Ινδών να αγιοποιούν πρόσωπα και πράγματα και να τα λατρεύουν σαν θεούς, στην περίπτωση αυτή μία κατασκευή ενός λεπτομερούς τοπογραφικού χάρτη της Ινδίας σε πραγματικές αναλογίες, σαν μακέτα, με τα βουνά και τις πεδιάδες, τους λόφους, τα ποτάμια, τις λίμνες και την θάλασσα που την διαβρέχει.

Ένα από τα αφόρητα ζεστά μεσημέρια βρεθήκαμε να περπατάμε στο χορταριασμένο μέχρι τη μέση μας χριστιανικό κοιμητήριο στο Βαρανάσι προς τον τάφο του Δημητρίου Γαλανού. Ο Δημήτριος Γαλανός ο «Αθηναίος» (1760-1833) είναι ο πρώτος Έλληνας Ινδολόγος των νεότερων χρόνων με πλούσιο συγγραφικό έργο και μεταφράσεις από τα σανσκριτικά. Προσέφερε πολλά στη γνώση μας για τις φιλολογικές, φιλοσοφικές και θρησκευτικές παραδόσεις της Ινδίας. Δίπλα στο τάφο του είδαμε και τον τάφο του ξεχωριστού, επιστήθιου Ρώσου φίλου του, Πιότρ Φεντέροφ, που ο ίδιος ο Γαλανός έφτιαξε. Η επιγραφή στην ταφόπλακα αναφέρει και ένα υπόμνημα στα ελληνικά: «Ο ΞΕΝΟΣ Δ. ΓΑΛΑΝΟΣ ΤΩ ΞΕΝΩ ΠΕΤΡΩ ΤΩ ΡΩΣΣΩ».

Δεν θυμάμαι αν εκείνο ήταν το βράδυ που έγινε η συναυλία κλασικής ινδικής μουσικής στο ξενοδοχείο. Πρώτα παρακολουθήσαμε μια ομιλία με θέμα «Η Ινδία και ο Κόσμος» από τον καθηγητή Deepak Malik, πρώην διευθυντή του Μαχάτμα Γκάντι Κέντρου Ερευνών στο Βαρανάσι και νυν του Κέντρου Σπουδών Ινδικών γλωσσών, το οποίο και επισκεφτήκαμε, και μετά ακολούθησε η συναυλία. Τότε ήταν που είδα για πρώτη φορά την χαρακτηριστική κίνηση σεβασμού των Ινδών. Μια νεαρή γυναίκα να σκύβει μπροστά σε ένα Ινδό, επίσημα ντυμένο, παραδοσιακά, και να ακουμπάει το χέρι της στην άκρη του παπουτσιού του. Νόμιζα ότι ήταν κάποιος ιερωμένος. Όμως ήταν ο μουσικός που έπαιξε τάμπλα, καθηγητής στη μουσική σχολή του πανεπιστημίου του Μπεναρές, και η κοπέλα μαθήτριά του. Είδα ξανά την κίνηση αυτή αργότερα…

Η αίθουσα στο υπόγειο του ξενοδοχείου χωριζόταν από την διπλανή αίθουσα με μια ξύλινη σπαστή μεσόπορτα, σαν μεγάλο παραβάν, που φιλοξενούσε κάποια άλλη εκδήλωση. Η τραγουδίστρια, καθηγήτρια στο Κολλέγιο θηλέων του πανεπιστημίου, και οι μουσικοί με τάμπλα, ινδικό αρμόνιο, σαράγκι και ένα όργανο που κρατούσε το ίσο, καθισμένοι σταυροπόδι πάνω σε ξύλινο βάθρο, στρωμένο την τελευταία στιγμή με κουβέρτες και σεντόνια του ξενοδοχείου, με τα μεγάφωνα μαζί και τα δύο από την μια πλευρά του βάθρου, δυνάμωσαν τα μικρόφωνα για να σκεπάσουν τη φασαρία των μικροφώνων της διπλανής αίθουσας. Αναρωτιόμουνα πόσο συνηθισμένοι είναι οι μουσικοί σ’ όλη αυτή η προχειρότητα, πόσο ανεπηρέαστοι μένουν. Εντάσσοντας το σκηνικό αυτό, σαν ένα μικρό κομμάτι, στο πάζλ της Ινδίας, αφέθηκα να παρασυρθώ από τις ιδιαίτερες μελωδίες των ράγκα που με μεγάλη ειλικρίνεια ερμήνευσαν.

Το λεωφορείο για το Sarnath μας περίμενε ένα βροχερό πρωινό έξω από το Diamond Hotel. Ξανά ανάμεσα στο σμήνος τα τουκ τουκ και τις αγελάδες, τα ποδήλατα-ταξί και τις μηχανές και την μυστική επικοινωνία τους με τα εκκωφαντικά κορναρίσματα, διανύσαμε το Βαρανάσι και απομακρυνθήκαμε περίπου 10 χιλιόμετρα μέχρι το Sarnath, περιοχή ιδιαίτερου ενδιαφέροντος κυρίως εξαιτίας των ανασκαφών και των ευρημάτων από τους Βουδιστικούς χρόνους.

Πρώτα πήγαμε στον περίφημο Στύλο του Ασόκα. Ο Ασόκα, υπήρξε ο σημαντικότερος Ινδός αυτοκράτορας, στην ιστορία όχι μόνο της Ινδίαςαλλά και όλης της νότιας Ασίαςκαι κυβέρνησε τη χώρα του 50 χρόνια μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου, από το 273 π.Χ.μέχρι περίπου το 232 π.Χ. Το βασίλειο του Ασόκα του Μεγάλου στο απόγειό του κάλυψε μία τεράστια έκταση, από τα Ιμαλάια στα βόρεια και το σύγχρονο Άσαμ στα ανατολικά μέχρι και πέρα από το σημερινό Πακιστάν, το Αφγανιστάν και νότια του Ιράν. Πολύ γνωστή είναι η μεταστροφή του Ασόκα από μία πολύ σκληρή πολιτική με αιματηρούς πολέμους και απάνθρωπες εξοντώσεις ανθρώπων σε μια ηθική και ειρηνική πρωτοποριακή κοινωνική μεταρρύθμιση. Ο Ασόκα υπήρξε ένθερμος οπαδός του Βουδισμού και κατόρθωσε να ενώσει πολιτισμικά για πρώτη φορά ολόκληρη την Ινδία.

Μετά στο Αρχαιολογικό μουσείο είδαμε το κιονόκρανο που βρισκόταν στην κορυφή του Στύλου με τα τρία λιοντάρια και στη βάση τους τον Τροχό του Ασόκα με τις 24 ακτίνες (Ασόκα Τσάκρα), που ο ίδιος ονόμαζε «Τροχό του Ντάρμα». Η παράσταση συμπληρώνεται με την εικόνα του αλόγου, που συμβολίζει την ταχύτητα, και του ταύρου, που συμβολίζει την σκληρή δουλειά και αποτελεί το εθνόσημο της Ινδίας μετά την ανεξαρτησία της από τους Βρετανούς. Στο κέντρο της τρίχρωμης σημαίας της χώρας βρίσκεται γαλάζιος ο Τροχός. Δυστυχώς λόγω πίεσης χρόνου δεν μπορέσαμε να απολαύσουμε αυτά τα καταπληκτικά δείγματα Βουδιστικής τέχνης που είναι εκτεθειμένα στο μουσείο.

Το Sarnath είναι ένα από τα τέσσερα ιερά μέρη που ο Βούδας έδωσε την πρώτη του διδασκαλία μετά τη φώτισή του. Επισκεφτήκαμε τον Βουδιστικό ναό που στο προαύλιό του ένα μεγάλο σε μέγεθος γλυπτό, χωρίς ιδιαίτερη αισθητική αξία, του Βούδα και των 5 συντρόφων του, θυμίζει την εγκατάλειψή του από αυτούς, όταν συνειδητοποίησε ότι η σκληρή ασκητική ζωή δεν προσφέρει καμία απάντηση στην αναζήτηση της Αλήθειας και την συνάντηση ξανά μαζί τους για να τους διδάξει τον μεσαίο δρόμο, τον μετριοπαθή.
Στη περιοχή αυτή υπάρχει και ένα δένδρο Μπόντι, που έχει φυτευτεί από ένα κομμάτι του δένδρου στην Μποντγκάγια κάτω από το οποίο ο Βούδας φωτίστηκε. Του έριξα μια βιαστική ματιά γιατί οι άλλοι είχαν ήδη απομακρυνθεί. Διασχίσαμε το μεγάλο πάρκο κατάμεστο από ανθρώπους ξαπλωμένους ή καθισμένους σε παρέες, άνθρωποι που, όπως μάθαμε, έρχονται από διάφορα μέρη της για να περάσουν στους κήπους του Sarnath ένα ευχάριστο Σαββατοκύριακο. Μία πομπή βουδιστών που βαστούσαν ο ένας μετά τον άλλο πάνω από τα κεφάλια τους ένα πολύχρωμο ριγέ μακρύ πανί, που προφανώς κάτι συμβολίζει, έψελναν ύμνους περπατώντας τελετουργικά. Χώθηκα κι εγώ, ψιθυρίζοντας ευχές, ανάμεσα στους προσκυνητές που περιέστρεφαν τους χαρακτηριστικούς κυλίνδρους προσευχής.

Ανακουφίστηκα όταν έφτασα στο αναψυκτήριο του πάρκου των ελαφιών κάτω από ψηλά δένδρα. Ξεκουράστηκα και γεύτηκα το πρώτο μου Limca, αυτό το ωραίο αναψυκτικό με λάιμ. Από τότε κατέφευγα στη δροσιά του σε κάθε μου στάση για ανάπαυλα. Μια ανάσα και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Πριν ανέβω στο λεωφορείο τόλμησα για μοναδική φορά, κρυφά, για να μην μαζευτούν και άλλα παιδιά, να βάλω μερικές ρουπίες στο χέρι ενός κοριτσιού που πουλούσε μπαλόνια. Ακόμα θυμάμαι αυτά τα χαμογελαστά, τρυφερά μάτια της πίσω από το τζάμι.…

Και φτάσαμε στην τελευταία μέρα. Σουρούπωνε όταν πήραμε τον δρόμο για το Assi Ghat. Αναμετρηθήκαμε με τους εμπόρους στο παζάρι κάνοντας μερικά ψώνια, κυρίως μεταξωτά μαντήλια και εσάρπες, μια που το Βαρανάσι φημίζεται για το μετάξι και τα μεταξουργεία του, πριν καταλήξουμε στο Γάγγη. Μας βρήκε η νύχτα στη βάρκα μέσα. Ήταν Κυριακή και στα Ghats υπήρχε μια πιο εορταστική ατμόσφαιρα. Πλησιάσαμε το κεντρικό Ghat που ήταν μαζεμένος χιλιάδες κόσμος, κόσμος που μόνο σε πολιτικές συγκεντρώσεις έχω δει στην Ελλάδα. Συνωστισμός και στις βάρκες. Κόσμος στη στεριά, κόσμος στη θάλασσα. Βρεθήκαμε περικυκλωμένοι από βάρκες με τουρίστες αλλά κυρίως οικογένειες με τα παιδιά τους που καλοντυμένοι βγήκαν για την Κυριακάτικη βόλτα τους. Και λίγο πιο πέρα, δίπλα στη γιορτή, το κολαστήριο των κρεματορίων… Καθώς διασχίζαμε το Γάγγη ένιωσα σαν να ξεφύλλιζα ένα παραμύθι που κάθε Ghat ήταν και μια σελίδα που ζωντάνευε στα μάτια μου. Σκληρές, τρυφερές, γιορτινές, μυσταγωγικές, καλοσυνάτες, θρηνητικές, απόκοσμες εικόνες χορεύανε μπροστά μου. Τις αποχαιρέτησα..

Την άλλη μέρα πήραμε το τρένο με προορισμό το Risikesh. Γεροδεμένοι άνδρες στο σιδηροδρομικό σταθμό φόρτωσαν δυο δυο τις βαλίτσες μας στο κεφάλι τους, για μερικές ρουπίες, μέχρι το βαγόνι μας. Διασχίσαμε πάλι τις ατέλειωτες πεδιάδες μέχρι που αφήσαμε πίσω την πολιτεία Ουτάρ Πραντές. Ευχάριστο το ταξίδι στη πρώτη θέση και θα ήταν ακόμη περισσότερο αν δεν ξεπαγιάζαμε με τον κλιματισμό, κάτι πολύ συνηθισμένο στους κλιματιζόμενους εσωτερικούς χώρους στην Ινδία. Αφού ντυθήκαμε καλά (κάποιοι και με σκούφους!) σκεπαστήκαμε την νύχτα, με λιγότερα διλήμματα αυτή τη φορά, σχεδόν ανακουφισμένοι, με τις αμφιβόλου καθαριότητας κουβέρτες και με σεντόνια νωπά, που προφανώς δεν πρόλαβαν να στεγνώσουν. Ο Άγγελος και ο Ακίρα, ξαπλωμένοι στα τρίτα προς την οροφή κρεβάτια και με τον κλιματισμό πάνω τους, ήταν οι τελευταίοι που παραδόθηκαν στον ύπνο.

Σαν σκηνή από κωμωδία ήταν στο τρένο το περιστατικό με τους μοναχούς και τον ελεγκτή. Ο ηγούμενος ενός μοναστηριού απλωμένος στο διπλανό μας κάθισμα και ο μαθητευόμενος από την άλλη μεριά να του τρίβει τα πόδια. Τυλιγμένοι στα πορτοκαλιά ρούχα ανταλλάσανε και καμιά κουβέντα όταν ο ηγούμενος τραβούσε τα παιχνιδιάρικα μάτια από το κινητό του. Κάποια στιγμή έρχεται ο ελεγκτής και ζητάει εισιτήρια. Δεν είχαν βγάλει. Και ξεκινάει ένας απίστευτος διάλογος στα χίντι σε υψηλούς τόνους προσπαθώντας ο ηγούμενος να πείσει τον ελεγκτή να του δώσει κάποια χρήματα, προκειμένου να μην βγάλουν ολόκληρο εισιτήριο! Ο ελεγκτής αρνιόταν. Ο μοναχός πίεζε. Ο ελεγκτής ξεφυσούσε προβληματισμένος μέχρι που δέχτηκε αλλά, για ηθικούς λόγους, μόνο ένα μικρό μέρος από το ποσό που του έδωσε ο μοναχός!

Είχε σηκωθεί αρκετά ο ήλιος όταν φτάσαμε στο Χαριντβάρ, μια αρχαία πόλη της πολιτείας Ουταρακάντ. Στριμωχτήκαμε σε κάποια παλιά λεωφορεία που αγκομαχούσαν και αυτά και εμείς από τις λακκούβες του δρόμου μέχρι που ιδρωμένοι και ταλαιπωρημένοι φτάσαμε στο Ρισικές. Ένιωσα μεγάλη ανακούφιση όταν στάθηκα μπροστά στη πύλη του Άσραμ. Parmarth Niketan, το όνομά του, δέσποζε με μεγάλα μαύρα γράμματα πάνω από την πύλη και μπήκα. Μία μεγάλη έκταση με ευμεγέθη συγκροτήματα μονώροφων και διώροφων κτιρίων, που πλαισιώνουνε σε σχήμα Π τον κήπο, με τα χαρακτηριστικά αγάλματα ανάμεσα στα φυτά και στα δένδρα. Στη Reception μας ζήτησαν να συμπληρώσουμε έγγραφα με πάρα πολλά στοιχεία. Δεν περιμέναμε τόση γραφειοκρατία. Δεν κατάλαβα πού διέφερε το άσραμ από ένα ξενοδοχείο!

Παρόλα αυτά η διαμονή ήταν πολύ ευχάριστη. Το δωμάτιο ευρύχωρο, φρεσκοβαμμένο, με ένα ανοικτό κίτρινο χρώμα που έδινε ένα ωραίο φως. Όλος ο τοίχος του ένα μεγάλο παράθυρο πάνω από τον Γάγγη και ένα πεζούλι απ’ άκρη σ’ άκρη, σαν πεζούλι στην όχθη του! Απόλαυσα τον Γάγγη μέσα στο δωμάτιο! Καθισμένη στο πεζούλι παρασυρόταν πολλές φορές το βλέμμα μου από τα ορμητικά νερά του ή χανόταν άλλες φορές στην ομίχλη που σαν στρώμα σχηματιζόταν πάνω του από την εξάτμιση. Την νύχτα τρεμόπαιζαν στα νερά τα φωτάκια της απέναντι όχθης και το φεγγάρι που όλο και μεγάλωνε. Κάποιες φορές μέσα στο σκοτάδι ξυπνούσα αγριεμένη από τον βόμβο των νερών. Άλλες φορές με νανούριζε. Το πρωί με δυνάμωνε, με εμψύχωνε, η ορμή του. Εδώ στο Ρισικές, στους πρόποδες των Ιμαλαίων, ο Γάγγης ορμητικός, φρέσκος, καθαρός ξεχύνεται από τα βουνά και συνεχίζει τη πορεία του. Τα νερά αυτά παρέσυραν και το αλουμινένιο δισκάκι με τα λουλούδια, το αναμμένο φυτίλι και των τριών μας τις ευχές.

Είναι υπέροχος ο τόπος που είναι κτισμένο το Ρισικές! Αν δεν είχε αποκτήσει τουριστικό χαρακτήρα θα έλεγα ότι είναι ειδυλλιακό μέρος. Καταλαβαίνω πάρα πολύ καλά γιατί το επέλεξαν σοφοί και ασκητές για να μείνουν και να διαλογιστούν, όπως ο Σιβανάντα, ο οποίος και ίδρυσε την Αδελφότητα της Θείας Ζωής το 1936 και την Ακαδημία Γιόγκα-Βεδάντα το 1948, που στεγάστηκαν στο Σιβανάντα Άσραμ στις όχθες του Γάγγη μόλις 3 χιλιόμετρα από το Ρισικές. Η κοιλάδα θεωρείται ιερή και η πόλη προσκύνημα, γι’ αυτό και απαγορεύεται η μη χορτοφαγική διατροφή και το αλκοόλ. Είναι γνωστή ως «Πύλη στα Ιμαλάια» και «Πρωτεύουσα της Γιόγκα στον κόσμο». Διαθέτει πολυάριθμα κέντρα γιόγκα, άσραμς και σχολές που παρέχουν προγράμματα εκπαίδευσης δασκάλων Γιόγκα και Αγιουρβεδικών θεραπευτών. Χιλιάδες μαθητές από όλο τον κόσμο συμμετέχουν σε αυτά τα προγράμματα. Κάθε χρόνο οργανώνεται εδώ και το Διεθνές Φεστιβάλ Γιόγκα. Δυστυχώς όλα αυτά μετέτρεψαν το Ρισικές σε ένα τουριστικό προορισμό στον οποίο ανθεί η βιομηχανία της Γιόγκα. Παρόλα αυτά ανάμεσα στους τουρίστες βλέπεις και μερικούς περιπλανώμενους ασκητές ξαπλωμένους στα πεζοδρόμια την νύχτα πάντα με ένα κινητό στο χέρι. Τί να ονειρεύονται άραγε όταν κλείσουν το κινητό και βυθιστούν στον ύπνο…

Αφού τακτοποιηθήκαμε στα δωμάτια κατευθυνθήκαμε προς το Ghat που είναι απέναντι από το άσραμ για να παρακολουθήσουμε το απογευματινό άαρτι. Περάσαμε μια πύλη. Πάνω της γλυπτό ένα άρμα με τα άλογά του και δύο φιγούρες, υπενθύμιζαν την διδασκαλία του Κρίσνα προς τον Αρτζούνα στη Μπαγκαβάτ Γκίτα. Πολλοί άνθρωποι καθισμένοι στις αμφιθεατρικές πεζούλες και μπροστά σε μια εξέδρα στο Γάγγη επιβλητικός και όμορφος ο Σίβα,ο μεγαλύτερος γιόγκι και ταυτοχρόνως υπέρτατος εραστής, όπως θεωρείται, σε ασπριδερό γλυπτό, με το απολλώνιο πρόσωπό του, καθισμένος στη στάση του λωτού πάνω στο δέρμα τίγρης, με τις κόμπρες γύρω από το λαιμό του και το μισογέγγαρο στα μαλλιά.

Αφήσαμε και εμείς τα παπούτσια μας ψηλά και κατεβήκαμε ξυπόλητοι τα σκαλιά. Συννεφιά και φουσκονεριά. Στα μεγάφωνα πολύ δυνατά η θρησκευτική μουσική έχανε την θρησκευτικότητά της. Λίγο πιο πέρα μία ομάδα παιδιών ντυμένα ομοιόμορφα με μπλε στολές, παιδιά από την Βόρεια Ευρώπη κρίνοντας από τα ξανθά μαλλιά και τα γαλάζια μάτια, καθισμένα οκλαδόν σε κύκλο ψιθύριζαν προσευχές με την καθοδήγηση ενός μελαμψού γκουρού. Έστρεψα αλλού το κεφάλι… Μετά από λίγο τα είδα να εκτελούν και βοηθητικές εργασίες στο άαρτι.

Ξεκουραστήκαμε ωραία στο Ρισικές. Περπατήσαμε χαλαρά, αν εξαιρέσουμε το πρώτο βράδυ που κουρασμένοι, μέσα στο σκοτάδι, προσπαθώντας να αποφύγουμε κόπρανα αγελάδων, κάναμε χιλιόμετρα με τα πόδια για ένα δήθεν εστιατόριο με θέα, αν έβρισκες θέση στα λιγοστά τραπέζια μπροστά. Φάγαμε ωραία σε ένα άλλο εστιατόριο που ανακαλύψαμε, νταλ με ρύζι μπασμάτι, ναν με σκόρδο και καυτερές σάλτσες. Λίγα ψώνια και χαζολόγημα στους πάγκους των μικροπωλητών. Σκουλαρίκια με χρωματιστές χάντρες, δακτυλίδια θεραπευτικά της αρθρίτιδας, ξύλινες μικροκατασκευές για μασάζ στο πρόσωπο, στο κρανίο, στα χέρια, παλιά νομίσματα με ανάγλυφες παραστάσεις, ειδικές παντόφλες για μασάζ στο πέλμα, ξύλινα τσόκαρα, βραχιόλια για τα χέρια και τα πόδια, αγαλματίδια θεών, μαντήλια, τσαντάκια, kohl για τα μάτια, δοχεία πλαστικά διαφόρων μεγεθών για να μεταφέρεις νερό του Γάγγη στον τόπο σου και πολλά άλλα. Μας σταμάτησαν πλανόδιοι με τα χαρακτηριστικά μπόντι, γυάλινα βαζάκια με πολλά χρώματα και μικρές σφραγίδες σε διάφορα σχέδια που μπορείς να αποτυπώσεις στο τρίτο μάτι και οπουδήποτε αλλού στο δέρμα και κοριτσάκια με τα αλουμινένια δισκάκια. Επισκεφτήκαμε μαγαζιά με μεγάλη ποικιλία τσαγιών και ινδικών καλλυντικών σε απίστευτα χαμηλές τιμές. Φυσικά και δεν τολμήσαμε να δοκιμάσουμε φαγητά από το δρόμο παρόλο που οι μεθυστικές μυρωδιές τους μας τρυπούσαν τη μύτη.

Ένιωσα μεγάλη έκπληξη όταν πέρασε από μπροστά μου μια οικογένεια μαϊμούδων. Ένα ζευγάρι τουριστών τους πρόσφεραν μπανάνες, αυτές τις ξεφλούδισαν και τις έτρωγαν καθισμένες στον ώμο του άνδρα, ενώ η γυναίκα τους φωτογράφιζε. Από τότε έβλεπα μαϊμούδες παντού και συνέχεια. Μόνες τους ή σε αγέλη. Να περπατάνε με τα μωράκια τους κολλημένα χέρια πόδια στη κοιλιά τους. Τετράποδα ανθρωπάκια έτοιμα να σου μιλήσουν! Αεικίνητες, δύστροπες, αλήτισσες, κλεφτρόνια με μάτι πονηρό και απίθανα χαριτωμένες και αστείες!

Ήταν το πρώτο βράδυ που είδα την κρεμαστή γέφυρα προς την αντίπερα όχθη. Λόγω κούρασης δεν άντεξα να την περάσω. Όμως το επόμενο πρωί τα βήματά μου με οδήγησαν εκεί. Ένα αίσθημα πρωτόγνωρο καθώς περπατούσα πάνω από τα νερά του Γάγγη. Προχωρούσα ακροβατώντας, χωρίς να ακροβατώ, οι δονήσεις της γέφυρας από τη ροή του ποταμού, το κυματισμό του και τα βήματα των άλλων ανθρώπων να με διαπερνούν, να γινόμαστε ένα σώμα, άνθρωποι και γέφυρα και ποτάμι, όλες οι αισθήσεις ζωντανές, ολόκληρη με δέος προχωρούσα σαν η γέφυρα να ήταν μυστικό πέρασμα σε άλλο κόσμο. Αριστερά ο Γάγγης ατέλειωτος να ρέει ορμητικά προς τον μακρυνό ωκεανό, δεξιά τα Ιμαλάια, άφταστος προορισμός, βουνό της φαντασίας μου. Ένα ονειρικό σταυροδρόμι και όμως τώρα τόσο πραγματικό όσο ο ήχος του ποταμού στ’ αυτιά μου, οι σταγόνες του ψιλόβροχου πάνω μου και αυτή η υγρή κουφόβραση γύρω μου.

Από την απέναντι όχθη ξεκινήσαμε για τη σπηλιά του Βασίστα. Πάλι κτυπηθήκαμε στο σαράβαλο λεωφορείο, στο δρόμο λάσπες, λακκούβες και κατολισθήσεις και επιτέλους φτάσαμε. Αριστερά στην είσοδο της σπηλιάς μια μεγάλη κορνιζωμένη φωτογραφία του ασκητή Βασίστα και στο βάθος σκοτεινή η μακρόστενη σπηλιά. Μόλις και διέκρινα στο σκοτάδι καθισμένους τους προσκυνητές από δω κι από κει. Βγήκα σχεδόν αμέσως και πήρα την κατηφόρα προς τον Γάγγη. Περάσαμε πολύ ώρα χαλαρά στην όχθη. Ο Ακίρα και ο Κωστής κολύμπησαν. Μερικοί απλώς τσαλαβουτούσαν στα νερά. Περπατήσαμε στην όχθη του και σκαρφαλώσαμε στα βράχια μέχρι να φτάσουμε στη σπηλιά της Αρουντάτι, της γυναίκας του Βασίστα, που έμεινε σ’ αυτή κάποια χρόνια διαλογιζόμενη. Στην επιστροφή από το σπήλαιο και πριν την αναχώρηση η Δανάη, ο Ακίρα, ο Άγγελος και ο Κωστής μαζί με ένα Ινδό έσυραν μια ετοιμοθάνατη αγελάδα που είχε μπει μέσα στο ποτάμι και ξεψυχούσε πάνω σε ένα βράχο. Κάποιοι διαφωνούσαν, ανάμεσα σ’ αυτούς και εγώ. Θεωρούσαμε οτι η αγελάδα είχε επιλέξει το μέρος της για να πεθάνει και οτι έπρεπε να την αφήσουμε ήσυχη. Επιμένανε και έγινε μια πραγματική επιχείρηση διάσωσης. Στο τέλος τα καταφέρανε. Δεν πιστεύαμε στα μάτια μας όταν είδαμε την σκελετωμένη αγελάδα, μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να σταθεί στα πόδια της, τελικά να στηρίζει το κορμί της στις πέτρες και σιγά σιγά με τον άνθρωπό της να αποχωρεί. Άραγε τί να απέγινε αυτό το ζωντανό;

Στην επιστροφή ήπιαμε πολύ ευχάριστα ζεστό τσάι, σοκολάτα, καφέ και φάγαμε ευρωπαϊκά κέικ και ντόνατς σε ένα γερμανικό καφέ στην απέναντι όχθη στο Ρισικές. Πριν φύγουμε επισκεφτήκαμε το διπλανό βιβλιοπωλείο. Γεμάτα τα ράφια του από βιβλία. Το καλύτερο βιβλιοπωλείο της ευρύτερης περιοχής, μας είπαν. Ζύγιασα το βάρος τους και αγόρασα βιβλία για τη Γιόγκα και την Ινδική μυθολογία.

Ξεκουράστηκα το μεσημέρι λίγο στο δωμάτιο και νωρίς το απόγευμα πήγα στο μάθημα της γιόγκα που προσέφερε το άσραμ δύο φορές την ημέρα. Μία μεγάλη αίθουσα, άδεια, φωτεινή. Μαζευτήκαμε αρκετοί από διάφορα μέρη του κόσμου. Η δασκάλα, μια συμπαθητική γυναίκα γύρω στα 40, πάνω σε ένα ξύλινο βάθρο. Η ζέστη, όπως πάντα, αφόρητη. Τα ρούχα κολλούσαν πάνω μου από τον ιδρώτα και με δυσκόλευαν. Στο τέλος, στη χαλάρωση, μας τραγούδησε mantras, σανσκριτικούς ύμνους, με μια υπέροχη φωνή.

Την άλλη μέρα το πρωί φύγαμε από το Ρισικές, αυτή τη φορά με δύο σύγχρονα λεωφορεία και ένα εξαθέσιο αυτοκίνητο, προς το Ντεχραντούν, την πρωτεύουσα της πολιτείας Ουταρακάντ. Περνώντας από μια λεωφόρο της πολύβουης αυτής πόλης είδα μέσα από το τζάμι του λεωφορείου αφίσες για την μείωση των κορναρισμάτων. Αυτή την πολυπόθητη ησυχία την βρήκαμε στο Camp Nirvana στο Μπαρκότ, στις όχθες του ποταμού Γιαμούνα, σε υψόμετρο γύρω στα 1200 μέτρα. Μεγάλες σκηνές η μια δίπλα στην άλλη με κρεββάτια και τουαλέτες και στην άκρη, σε μια μεγαλύτερη σκηνή, η κουζίνα, χώρος συνάντησης και συνεστίασης.
Φτάσαμε νύχτα. Επιτέλους σιωπή, μια σιωπή γεμάτη με τους νυχτερινούς θορύβους του καταυλισμού. Το σύρσιμο του φερμουάρ της γειτονικής σκηνής, κουβέντες σιγανές, βήματα στο χώμα, ένα μακρινό γέλιο. Οι κορυφογραμμές των βουνών αντιφέγγιζαν στο φεγγαρόφωτο. Ο ήχος του νερού στρέφει τα μάτια μας προς την μεριά του ποταμού που κρύβεται στο σκοτάδι. Η ζέστη μαζεμένη μέσα στις σκηνές μας δυσκόλεψε τον ύπνο.

Την άλλη μέρα το πρωί ξεκινήσαμε για το Γιαμουνότρι, που βρίσκεται στα 3200 μέτρα υψόμετρο, προσκύνημα της περιοχής. Και εδώ αρχίζει η μεγάλη περιπέτεια! Αναγκαστήκαμε να παρακάμψουμε μια κατολίσθηση στο δρόμο με μια δύσκολη, ιδιαίτερα στην ανάβαση, πεζοπορία 6 χιλιομέτρων, που στο τέλος της ένιωσα για πρώτη φορά τον πυρετό να με καίει και τον βήχα να μου γδέρνει το στήθος. Στο χωριό που φτάσαμε, στο Janki Ghatti, η ομάδα χωρίστηκε. Κάποιοι συνέχισαν την ανάβαση άλλων 5 χιλιομέτρων για το Γιαμουνότρι. Εμείς είχαμε τον χρόνο να περπατήσουμε το χωριό που είχε ένα ιδιαίτερο χρώμα. Οι κάτοικοι που είδαμε, κυρίως άνδρες, τραχείς, πρωτόγονοι, υπερήφανοι, επιφυλακτικοί, με ελαφρώς μογγολικά χαρακτηριστικά. Βλέμματα καρφωμένα πάνω μας με ένα μίγμα περιέργειας και αμηχανίας. Βρισκόμασταν πια πολύ κοντά στο Θιβέτ. Σκοτεινά μικρομάγαζα, παράγκες, κάτω από τσίγκινα ή πλαστικά υπόστεγα με πέτρες και ξύλα πάνω τους για προστασία από τον αέρα. Τα περισσότερα κλειστά εκείνη την ώρα με χοντρά φύλλα πλαστικού αντί για πόρτες. Το πάτωμά τους στο χώμα ή σε ξύλινες τάβλες τοποθετημένες πάνω στο ανάγλυφο του εδάφους ή στερεωμένες σε πέτρες σε μικρή απόσταση από το έδαφος. Στο κουρείο ένας νεαρός έριχνε ναρκισσιστικές ματιές στον καθρέπτη. Ο άλλος όρθιος χτένιζε προσεκτικά την φράντζα του. Μουλάρια και γαϊδούρια με κουδούνια και χάντρες στο λαιμό, σέλες με κόκκινες και κίτρινες φουντίτσες και πολύχρωμα πανιά. Συγκεντρωμένοι σε μια μεριά και οι αγωγιάτες με τις ξύλινες κατασκευές για καθίσματα. Χώμα, πέτρα, λάσπη και καταπράσινα γύρω μας τα Ιμαλάια.

Με μεγάλη δυσκολία στη συνεννόηση με τους ντόπιους και τους αστυνομικούς, που μάλλον ήταν ενημερωμένοι για την περιπέτεια που αντιμετωπίσαμε, καταφέραμε να βρούμε το λεωφορείο και τον οδηγό μας και λόγω της αρρώστιας μου να μας επιτρέψουν, παρακινδυνευμένα, να περάσουμε τον αποκλεισμένο λασπωμένο και μισογκρεμισμένο δρόμο που δεν είχε πλήρως αποκατασταθεί από την κατολίσθηση και να επιστρέψουμε στο Camp.

Το χωριό Νετάλα, ένα μικρό χωριό των Ιμαλαίων στα 1200 μέτρα, στις όχθες του Γάγγη, ήταν το ιδανικό μέρος να περάσω την αρρώστια. Το ξενοδοχείο Mahima Resort έγινε το «σανατόριό» μας, μια που οι περισσότεροι πια από την ομάδα είχαν αρρωστήσει. Οι υγιείς και ακμαίοι συνέχισαν για το Γκομούκ, τις πηγές του Γάγγη. Οι υπόλοιποι αναρρώναμε με την βοήθεια του εξαιρετικού γιατρού της ομάδας, Γιώργου Χαριτάκη, καρδιολόγος και ομοιοπαθητικός, άνθρωπος με πλατύ χαμόγελο και ανοικτή καρδιά. Μας συντρόφευε σε όλο το ταξίδι με μία βαλίτσα επιπλέον στο χέρι, γεμάτη αποκλειστικά με ιατρικό εξοπλισμό, από πλαστικούς προσωρινούς νάρθηκες χεριών και ποδιών για τη μεταφορά σε νοσοκομείο, σε περίπτωση καταγμάτων, μέχρι ομοιοπαθητικά φάρμακα. Συνειδητοποίησα πολύ καλά μαζί του τί πραγματικά σημαίνει γιατρός και ολιστική ιατρική. Του είμαι ευγνώμων.

Δύο μέρες μετά, όταν ο πυρετός και ο βήχας κόπασε, έκανα την πρώτη μου βόλτα στο χωριό. Ένα ήσυχο, καθαρό μέρος με μικρά ξενοδοχεία και λίγα μικρομάγαζα. Γλυκύτατοι οι άνθρωποι να προσπαθούν να επικοινωνήσουν με κάτι ακαταλαβίστικα Αγγλικά λικνίζοντας χαριτωμένα το κεφάλι τους αριστερά δεξιά, χαρακτηριστική τρυφερή τους κίνηση. Σαν κάτι να υπονοούν και το αφήνουν να αιωρείται στην ατμόσφαιρα! Ένα εστιατόριο, ψιλικατζίδικο, ένα χρωματιστό ραφείο με ωραία καλοραμμένα ρούχα να κρέμονται, καφενείο, η Limca πάντα απολαυστική, κάποιο μαγαζί που λεγόταν τράπεζα, ένα άλλο με ένα μηχάνημα να αποφλοιώνει ρύζι, κουρείο, και ένας γεράκος που έπλυνε και σιδέρωνε ρούχα, το καθαριστήριο του χωριού. Ήταν αυτός ο γεράκος που ένα βράδυ έφερε πίσω πλυμένα και σιδερωμένα τα ρούχα μας και για λίγες ρουπίες που δεν πήραμε πίσω ως ρέστα, διπλώθηκε και με το χέρι του άγγιξε για λίγο την άκρη του παπουτσιού του Αντώνη… Συγκινηθήκαμε μέχρι δακρύων καθώς μας ευχαριστούσε από καρδιάς και μας αποχαιρετούσε με τις παλάμες του ενωμένες στο ύψος του στήθους, σαν σε προσευχή, και αυτή πολύ χαρακτηριστική κίνηση των Ινδών. Βρισκόμασταν επίσης σε μια ιερή περιοχή των Ιμαλαίων και του Γάγγη, μέρος διαλογισμού και προσευχής πολλών ασκητών και σοφών της Ινδίας. Περάσαμε έξω από το άσραμ του Σιβανάντα και διασχίσαμε τη γέφυρα μέχρι την απέναντι όχθη. Είδαμε το καθεαυτό χωριό με τα σπίτια λίγο ψηλότερα αλλά δυστυχώς δεν το επισκεφτήκαμε. Όμως πήραμε τη χαρά των παιδιών του σχολείου με την μεγάλη αυλή και τις ζωγραφιές στους τοίχους. Ένιωσα πολύ ωραία μετά από αυτή τη βόλτα. Την ξανακάναμε με τον Αντώνη όταν και αυτός συνήλθε.

Την άλλη μέρα μαζί με άλλους τέσσερις συνταξιδιώτες επισκεφτήκαμε το Ουταρκασί. Η κοντινότερη και σημαντικότερη πόλη της περιοχής, σε απόσταση 8 χιλιομέτρων από το χωριό. Μια πολύ ευχάριστη επαρχιακή πόλη, με χαλαρούς ρυθμούς και ωραία ατμόσφαιρα. Περπατήσαμε στους δρόμους της αγοράς της. Σχετικά στενοί δρόμοι, καθαροί, χωρίς οχήματα, με πολύ κόσμο, όπως πάντα. Πού να χωρέσει η Ινδία, όσο μεγάλη και να είναι, 1,4 δις ανθρώπους! Θαύμασα για άλλη μια φορά τα χρώματα που φορούν και τα φωτεινά πρόσωπα με τα ζεστά και έξυπνα μάτια. Ζωηροί, ήρεμοι και ήπιοι. Θαύμασα τα παιδιά, γεμάτα αυτοπεποίθηση και βλέμμα ευθύ. Θυμήθηκα, ίσως επειδή το ταξίδι πλησίαζε το τέλος του, την Ευρώπη με τα άχρωμα ρούχα, τους βιαστικούς ανθρώπους με τα μελαγχολικά, χλωμά ή επιθετικά πρόσωπα. Ανθρώπους που φοβούνται το χρώμα, το γέλιο, την χαλάρωση, την τρυφερότητα, το άγγιγμα. Την αγορά αυτή συχνά την νοσταλγώ…

Το βράδυ αργά ήρθαν οι υπόλοιποι από το Γκομούκ. Πάρα πολύ δύσκολη η πεζοπορία τους, ήταν ένα ηρωικό κατόρθωμα. Ευτυχώς που ο πυρετός με εμπόδισε να συμμετέχω γιατί από τις περιγραφές καταλαβαίνω ότι θα έμπαινα σε πολύ μεγάλη δοκιμασία. Φτάσανε σε υψόμετρο πάνω από 3000 μέτρα, εκεί που δεν υπάρχει πια βλάστηση, τα βουνά ξεγυμνώνονται και φανερώνουν το ανάγλυφό τους και την αγριάδα τους. Φτωχότερη από αυτή την εμπειρία, χωρίς να φτάσω στην ιερή περιοχή που κύλισε το ουράνιο ποτάμι, αλλά υγιής, επιτέλους, απόλαυσα την διαδρομή της επιστροφής. Έκπληξη, θαυμασμός και δέος! Κοντά στα 2500 μέτρα και η βλάστηση να σφύζει. Σαν τα βουνά να μην έχουν χώμα, να είναι όγκοι πρασινάδας. Απίθανες χαράδρες με το ποτάμι χαμηλά στο βάθος, νερά παντού , καταρράκτες, η γη να αναβλύζει νερό, τοπίο μέσα στην ομίχλη, τοπίο έξω από την ομίχλη, δρόμοι στενοί με στροφές, ωχ! έρχεται από απέναντι αυτοκίνητο, γκρεμοί που ζαλίζεσαι να κοιτάξεις κάτω, μαϊμούδες να με διασκεδάζουν, σύννεφα σε υπέροχους σχηματισμούς, ποιό πουλί να είναι αυτό με τα μεγάλα φτερά στον ουρανό, χωριά με πολύχρωμα σπίτια στο απέναντι βουνό, κορυφογραμμές βουνών κατάφυτες με ψηλά δένδρα στη σειρά, δενδροστοιχίες στο φόντο του ουρανού!

Μετά από 7 ώρες φτάσαμε στον προορισμό μας, στο Θιβετανικό κέντρο, στο Tarab Ling Institut. Είναι ένα Ινστιτούτο Εκπαίδευσης και Έρευνας, το οποίο ιδρύθηκε από τον Tarab Tulku, που το βασικό του έργο ήταν να συνδέσει την Βουδιστική παράδοση με την σύγχρονη επιστήμη. Ο Tarab Tulku, καθηγητής στο μοναστηριακό πανεπιστήμιο Drepung, αναγκάστηκε να εξοριστεί από το Θιβέτ το 1959. Εγκαταστάθηκε στην Ινδία και αργότερα αποδέχτηκε την πρόταση του Γραφείου του Δαλάι Λάμα να εγκατασταθεί στη Δύση. Έζησε πολλά χρόνια στη Δανία, εργάστηκε στη Βασιλική Βιβλιοθήκη και δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης.

Ένα ησυχαστήριο στη φύση, στους πρόποδες πια των Ιμαλαίων. Τα μάτια μας, όπου και να κοιτούσαν γύρω, δεν διέκριναν ανθρώπινη παρουσία, παρόλη την γειτνίαση με το πολύβουο Ντεχραντούν. Κάποιες πινακίδες μας προετοίμασαν για την παρουσία ελαφιών και μαϊμούδων και στα δωμάτια για ζωύφια, με την παράκληση να μην τα σκοτώσουμε αλλά να ειδοποιήσουμε τους υπεύθυνους. Εδώ η αισθητική άλλαζε. Τίποτα το εντυπωσιακό και πληθωρικό. Απλότητα, εκλέπτυνση, κομψότητα και ευγένεια. Οι λιτές γραμμές των κτιρίων τόνιζαν την ησυχία του τόπου. Εδώ η αρχιτεκτονική γίνεται τέχνη αδιαχώριστη από τη φύση ή τέχνη και φύση αλληλοσυμπληρώνονται ευγενικά σε μία ολότητα, σε μια καλλιγραφία. Ένιωσα όλες τις εντάσεις να απομακρύνονται. Πρώτα αυτές που είχαν μαζευτεί από τις δυσκολίες του ταξιδιού και μετά οι πιο βαθιές και προσωπικές. Και ήρθαν οι στιγμές της απλής φυσικότητας, της καθαρότητας, αυτού του γεμάτου άδειου, να προστεθούν στις λίγες εκείνες που και σε άλλες εξαιρετικές περιστάσεις έχω νιώσει στη ζωή μου.

Προβληματίστηκα αν θα ακολουθούσα την ομάδα το επόμενο πρωί ή αν θα έμενα στο Θιβετανικό κέντρο. Όμως το ταξίδι τελείωνε, την άλλη μέρα φεύγαμε για Δελχί και έτσι βγήκα από το δίλλημα. Μετά από ένα ωραίο πρωινό με ψωμί ζυμωτό, μέλι, μούσλι, αυγά βραστά, πίτες της παραδοσιακής τους κουζίνας και άλλα εκλεκτά εδέσματα επιβιβαστήκαμε στα αυτοκίνητα. Το νερένιο τοπίο που επισκεφτήκαμε στην αρχή ταίριαζε με την βροχερή μέρα. Ένα ορμητικό ποτάμι που το τροφοδοτούν πηγές και καταρράκτες που αναβλύζανε από παντού. Κόσμος πολύς, μερικοί μέσα στο ποτάμι, στις ιαματικές πηγές. Δεν έχω ξανανιώσει πουθενά στην ξηρά τόσο έντονα την παρουσία του νερού. Σαν να αγριεύτηκα λίγο από ένα αίσθημα πλημμύρας… Και μετά η ωραία, γαλήνια φιλοξενία στο πανεπιστήμιο θηλέων! Μας περίμεναν σε μία αίθουσα γεμάτη με φοιτήτριες. Ο Βασιλειάδης, ακούραστος, παρουσίασε το βιβλίο του με θέμα την σχέση Ινδίας και Ελλάδας και μία καθηγήτρια το δικό της βιβλίο. Ένιωσα ακόμη μια φορά αυτή τη ζεστασιά και τη γλυκύτητα των Ινδών!

Πολύ ενδιαφέρον είχε το Ινστιτούτο Έρευνας των Δασών και το μουσείο του με τα έξι τμήματα. Επισκεφτήκαμε την αίθουσα των μη ξύλινων προϊόντων του δάσους, της εντομολογίας και της ξυλείας. Το Ινστιτούτο είναι ένα από τα παλαιότερα στο είδος του, διεθνούς φήμης με ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Φιλοξενεί, στη έκταση των 4500 στρεμμάτων που διαθέτει, την Εθνική Ακαδημία Δασών Ίντιρα Γκάντι, στην οποία εκπαιδεύονται επιλεγμένα στελέχη για την Ινδική Υπηρεσία Δασών.

Στην επιστροφή μας σταματήσαμε για λίγο στον πιο σημαντικό ναό του Σίβα της περιοχής. Σημαιάκια και μικροπωλητές στην είσοδο και ελαφρώς πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα. Μπήκα στη σκοτεινή σπηλιά ξυπόλητη, προσέχοντας να μην γλιστρήσω στο μάρμαρο από τα νερά. Σε μια άκρη ήταν το λίγκαμ που είχε σιγά σιγά στάξει από την οροφή της.

Η τελευταία διαδρομή έγινε με πέντε εξαθέσια αυτοκίνητα. Άβολο το ταξίδι στη τελευταία σειρά των καθισμάτων. Οι βαλίτσες μας προχειροδεμένες στη σχάρα της οροφής τους καλυμμένες με ένα πλαστικό κάλυμμα που έχασκε, τουλάχιστον εκεί που ήταν η δική μου. Ευτυχώς δεν έβρεξε τόσο πολύ και έτσι έφτασε ο χρόνος στο Δελχί για να στεγνώσουν τα ρούχα μου. Αλλά ακόμα και μια απλή διαδρομή και μάλιστα με τις καλύτερες συνθήκες μεταφοράς, όπως οι δικές μας, είναι μια εμπειρία. Αυτό το μποτιλιάρισμα στη λεωφόρο έξω από το Δελχί…. Πάνω από δύο ώρες ήμασταν ανάμεσα σε φορτηγά, λεωφορεία γεμάτα, καμιόνια και τουκ τουκ, αυτοκίνητα ευρωπαϊκά, αυτοκίνητα ινδικά, τετρακάβαλα μηχανάκια με οικογένειες και άνθρωποι ξαπλωμένοι δίπλα στους δρόμους, οικογένειες με στημένο σπιτικό στις λάσπες, με τηλεόραση παρακαλώ, και τα παιδάκια χαμογελαστά να μας κτυπάνε τα τζάμια του αυτοκινήτου για καμιά ρουπία.

Το ξενοδοχείο στο Δελχί μου δημιούργησε μία ελαφριά μελαγχολία από την πολυτέλειά του. Μικρές ενοχές απέναντι στους ανθρώπους των δρόμων ή απλά άρχισε ο αποχαιρετισμός; Δεν είχα διάθεση να δω το Δελχί. Με αποθάρρυνε το μέγεθός του. Τι να πρωτοδείς μέσα σε μια μέρα από μια πόλη 20 εκατομμυρίων ανθρώπων. Το άλλο πρωί φεύγαμε. Προτίμησα μια απλή βόλτα στη κοσμοσυρροή της παλιάς πόλης, έτσι για να αδράξω το άρωμα της Ινδίας, το φως της Ινδίας…

Έδεσα ξανά τη ζώνη ασφαλείας, have a nice flight, η φωνή του πιλότου κι έκλεισα τα μάτια μου. Νωρίς άρχισαν οι εικόνες να χοροπηδούν. Μέσα στις εικόνες χοροπηδούσα κι εγώ. Μέχρι που ξαφνικά ένιωσα το έδαφος να γίνεται ελαστικό και να με ωθεί σε κάθε πήδο πιο ψηλά και πιο ψηλά… Και να η Ινδία από κάτω μου απλωμένη, να ο Γάγγης, να οι πεδιάδες, να το Μπεναρές, οι ξύλινες ημίγυμνες λάγνες θεές των ναών στήσανε χορό με τους εραστές, να το Ρισικές, ο Σίβα με χαιρετά, σηκώνομαι ακόμα πιο ψηλά, τα Ιμαλάια με έλκουν σαν μαγνήτης, αγγίζω τα δένδρα των βουνοκορφών, μου ήρθαν σταγόνες από τον καταρράκτη, ο Γάγγης μια γραμμή στο βάθος, να ο μελαμψός Κρίσνα μου χαμογελάει, να το Ντεχραντούν, το Ουταρκασί, ο γεράκος σκυμμένος σιδερώνει ρούχα, τραβάω τη προβοσκίδα του γλυκού Γκανέσα και σηκώνομαι ακόμα πιο ψηλά, γυμνές κορυφές, να ο Γάγγης βγαίνει ήσυχος από τη γη, λιώνει τους πάγους και κυλάει, ναι είναι οι πηγές, οι πηγές, ακούω μια φωνή, γυρίζω, είναι ο Βράχμα που μου κλείνει το μάτι.

Νιώθω να τραντάζομαι. Ανοίγω τα μάτια. Οι μηχανές ουρλιάζουν, οι ρόδες στο έδαφος τρίζουν, το αεροσκάφος κλυδωνίζεται, τα φρένα στο τέρμα, αντιστέκομαι στο φρενάρισμα, λίγο ακόμα και μετά ησυχάζουν όλα. Από το παράθυρο κοιτάζω έξω. Έχει νυχτώσει.

 

Άννα Σταματάκη
Οκτώβριος 2018

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ