Jean Genet – Un chant d’amour: ένα κινηματογραφικό ποίημα για την επιθυμία, τον εγκλεισμό και το βλέμμα
Το Un chant d’amour (Ένα τραγούδι αγάπης), η μοναδική κινηματογραφική δημιουργία του Ζαν Ζενέ, παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο ριζοσπαστικά και ποιητικά έργα του queer κινηματογράφου. Γυρισμένο το 1950, σε μια εποχή βαθιάς λογοκρισίας και θεσμικής καταστολής της ομοφυλοφιλίας, το φιλμ αποτελεί όχι μόνο αισθητικό γεγονός αλλά και πολιτική πράξη: μια εικόνα της επιθυμίας που επιμένει να υπάρξει, ακόμη κι όταν τίθεται στον χώρο της φυλακής — κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Για δεκαετίες η ταινία έμεινε απαγορευμένη, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ. Ήταν τολμηρή για την εποχή και δεν προσποιείται κοινωνική κριτική ούτε ηθικό δίδαγμα — αντίθετα, παίρνει το μέρος της επιθυμίας.
Η ταινία κυκλοφόρησε μόνο σε underground κύκλους, σε ιδιωτικές προβολές καλλιτεχνών, ποιητών και ακτιβιστών. Η επίσημη νομιμοποίησή της ήρθε μόλις προς τα τέλη του 20ού αιώνα, όταν άλλαξαν οι νόμοι περί «άσεμνου περιεχομένου» και άρχισε να αναγνωρίζεται η ιστορικότητα της queer αναπαράστασης.
Σήμερα θεωρείται ορόσημο όχι επειδή προκάλεσε, αλλά επειδή τόλμησε να υπάρξει σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν ανήκουστο.
Το Un chant d’amour (Ένα τραγούδι αγάπης) δεν περιέχει διαλόγους. Ο Ζενέ αφαιρεί τη γλώσσα προκειμένου να αφήσει τον θεατή να σταθεί απέναντι στην εικόνα χωρίς μεσολάβηση. Το έργο λειτουργεί σαν βωβό ποίημα, αφηγημένο αποκλειστικά με τα σώματα, τα βλέμματα, τους τοίχους και τον . . . καπνό.
Η πλοκή – ή καλύτερα η συνθήκη – είναι απλή: δύο κρατούμενοι, σε διπλανά κελιά, επικοινωνούν μέσα από μια τρύπα στον τοίχο και μοιράζονται την επιθυμία τους. Πάνω τους στέκει ο δεσμοφύλακας, που παρακολουθεί, φαντασιώνεται, επιβάλλει. Η κάμερα μετατρέπει την επιτήρηση σε επιθυμία και την επιθυμία σε αντίσταση.
Η φυλακή (το κάτεργο κατά τον Ζενέ) λειτουργεί με διπλή σημασία: ως χώρος καταστολής του σώματος και της σεξουαλικότητας αλλά και ως εικόνα κοινωνικής φυλάκισης της ομοφυλοφιλίας.
Ο καπνός, που περνά από ένα κελί στο άλλο, σαν ένα φιλί που ταξιδεύει, γίνεται σύμβολο της ερωτικής επαφής που δεν μπορεί να υλοποιηθεί, αλλά και της φαντασίας που υπερβαίνει τον έλεγχο.
Η ταινία δεν είναι απομονωμένη από το σύνολο του έργου του Ζαν Ζενέ. Αντίθετα, αποτελεί κινηματογραφική έκφραση των θεματικών και των μορφικών επιλογών που συναντάμε στα θεατρικά του έργα, Οι Δούλες (Les Bonnes, 1947), Το μπαλκόνι (Le Balcon, 1956), Οι Νέγροι (Les Nègres, 1958) κά.
Όπως στο θέατρο, έτσι και στην ταινία οι ρόλοι είναι τελετουργικοί, σχεδόν μυθολογικοί,το σώμα δεν είναι απλώς φορέας δράσης, αλλά φορέας ανατροπής, ο εγκλεισμός (φυλακή, δωμάτιο, σκηνή) γίνεται χώρος δημιουργίας νέας επιθυμίας και νέας ταυτότητας.
Στο θέατρο του, οι ήρωες παίζουν ρόλους μέσα σε ρόλους – στο Un chant d’amour, η ίδια η κάμερα στήνει μια σκηνή όπου ο θεατής παραμένει πάντοτε «δεσμοφύλακας» και «συνένοχος».
Γι’ αυτό και η ταινία είναι βαθιά θεατρική, κάθε κάδρο μοιάζει με σκηνή, κάθε χειρονομία με τελετουργική πράξη.
Η ταινία προηγήθηκε θεωρητικών αναλύσεων για την φυλακή (εγκλεισμό), το φύλο και το σώμα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Μισέλ Φουκώ, που θα γράψει αργότερα για τη φυλακή, την εξουσία και τη σεξουαλικότητα, εκτίμησε βαθιά το έργο του Ζενέ. Το Un chant d’amour μοιάζει να οπτικοποιεί αυτό που ο Φουκώ ονόμασε αργότερα Πανόπτικο – την αόρατη, αλλά πανταχού παρούσα επιτήρηση.
Όπως και στα θεατρικά κείμενα του Ζενέ, έτσι κι εδώ η ομορφιά δεν είναι ποτέ διακοσμητική, είναι τρόπος αντίστασης. Το σώμα δεν είναι απλώς εικόνα, αλλά χώρος γραφής της επιθυμίας απέναντι στην εξουσία.
Τέλος θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ταινία είναι ένα ερωτικό φιλοσοφικό μανιφέστο, με την απλότητα μιας αλληγορίας και την ένταση μιας κραυγής.
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Ηθοποιός
Θέατρο Άδειος Χώρος
















