Scroll Top

Tόσο κακό για το τίποτα | Χούλιο Γιαμαθάρες

llamacarespenaltypalaiologos

Tόσο κακό για το τίποτα

 

του Χούλιο Γιαμαθάρες

 

Όταν πήρε την μπάλα στα χέρια του, ο Τζούκιτς θυμήθηκε τα λόγια που του είχε πει η γυναίκα του εκείνο το απόγευμα• ήταν λες και το είχε προαισθανθεί. Μην τυχόν, του είχε πει η Τσέκα, και πας και χτυπήσεις κανένα πέναλτι.

Όπως κάθε Κυριακή, η Τσέκα ήταν πιο ανήσυχη από εκείνον. Για να πούμε την αλήθεια, εκείνος δεν έχανε ποτέ την ψυχραιμία του, όχι σε μεγάλο βαθμό τουλάχιστον (κυρίως αν τον σύγκρινες με κάποιους από τους συμπαίκτες του)• εκείνη ήταν που πάθαινε ταραχή για λογαριασμό του, ορισμένες φορές μάλιστα αρκετές μέρες πριν από τον αγώνα. Αλλά, εκείνη τη μέρα, η ομάδα του, η Ντεπορτίβο δε Λα Κορούνια, στην οποία έπαιζε για τρίτη συνεχή χρονιά αφότου είχε εγκαταλείψει το γιουγκοσλαβικό ποδόσφαιρο, ερχόταν αντιμέτωπη με το πιο σημαντικό παιχνίδι της ιστορίας της: έπαιζε κορώνα-γράμματα ένα πρωτάθλημα που το είχε στο χέρι της κατά τη διάρκεια όλου του πρωταθλήματος. Είχαν φτάσει να προηγούνται μέχρι και με έξι βαθμούς της Μπαρτσελόνα, της ομάδας που τους καταδίωκε από πιο κοντά, ένα πλεονέκτημα που, όμως, είχαν αρχίσει να χάνουν σταδιακά τα τελευταία παιχνίδια, αναμφίβολα εξαιτίας της πίεσης, με αποτέλεσμα να φτάσουν στην τελευταία αγωνιστική ισόβαθμοι στην κορυφή του βαθμολογικού πίνακα. Βέβαια της Ντέπορ τής αρκούσε να κερδίσει: σε περίπτωση ισοβαθμίας, θα της έδινε τον τίτλο –τον πρώτο στην ιστορία της– η καλύτερη διαφορά τερμάτων που είχε. Γι’ αυτό, εκείνη την εβδομάδα, οι παίκτες της Ντεπορτίβο, συμπεριλαμβανομένου του Τζούκιτς, την είχαν ζήσει μέσα σε μεγάλη ένταση και, γι’ αυτό, εκείνο το απόγευμα, όταν η γυναίκα του τού τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο όπου είχε συγκεντρωθεί η ομάδα για να του ευχηθεί καλή τύχη, όπως κάθε φορά που είχε αγώνα, του είπε πολύ ανήσυχη: μην τυχόν και πας και χτυπήσεις κανένα πέναλτι.

Όταν η Τσέκα του είπε αυτή τη φράση, ο Τζούκιτς –το θυμόταν τώρα– είχε βάλει τα γέλια. Του είχε φανεί τόσο χαριτωμένη η τρυφερή προειδοποίηση της ανέκαθεν φοβιτσιάρας Τσέκα, που πάντα τον νοιαζόταν, ώστε έβαλε τα γέλια όπως έκανε όταν ήταν μικρός, εκεί στο Στίταρ (πόσο μακρινό του φαινόταν τώρα!) κάθε φορά που η μητέρα του τού έλεγε να μην σουτάρει πολύ δυνατά γιατί μπορούσε να τραυματίσει τον τερματοφύλακα. Όταν η Τσέκα τού μίλησε για το πέναλτι, εκείνος ούτε καν είχε σκεφτεί αυτή την πιθανότητα, και, επιπλέον, ο Τζούκιτς ήξερε πως, ακόμα και αν δινόταν κάποιο υπέρ τους (πράγμα αρκετά απίθανο αν σκεφτεί κανείς τις περιστάσεις του συγκεκριμένου αγώνα), ο αρμόδιος για την εκτέλεσή του θα ήταν ο Ντονάτο. Ο ίδιος θα χρειαζόταν να το εκτελέσει στην απίθανη περίπτωση που ο Ντονάτο δεν θα ήταν σε θέση να το κάνει ή θα ήταν εκτός αγωνιστικού χώρου (μέχρι το προηγούμενο παιχνίδι, όταν ο Μπεμπέτο έχασε τη δεύτερη εσχάτη των ποινών μέσα σε ένα μήνα, δεν θα ήταν παρά ο τρίτος στη σειρά εκτελεστής, μετά τους δύο Βραζιλιάνους).

Ήταν το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε όταν, ένα λεπτό πριν τη λήξη τού αγώνα και με το σκορ στο μηδέν-μηδέν, ο διαιτητής σφύριξε πέναλτι. Δύο λεπτά νωρίτερα είχε τελειώσει ο αγώνας στη Βαρκελώνη, με νίκη της Μπαρτσελόνα, η οποία, όπως είχαν τα πράγματα εκείνη τη στιγμή, έπαιρνε το πρωτάθλημα. Στο Ριαθόρ, εντωμεταξύ, το παιχνίδι κυλούσε δίχως η πολύ νευρική Ντεπορτίβο να μπορεί να παραβιάσει την εστία της Βαλένθια• βλέποντας δε κανείς το πόσο μοχθούσαν κι έτρεχαν οι παίχτες της τελευταίας –οι οποίοι δεν έπαιζαν τίποτα σ’ εκείνον τον αγώνα–, καταλάβαινε ότι κάποιος τους είχε τάξει κάποιο πριμ κι έτσι λίγο ακόμα και θα επιβεβαιώνονταν τα κακά προαισθήματα της παραμονής του αγώνα. Όλα όσα είχαν προβλέψει οι πιο πεσιμιστές: ότι, δηλαδή, η Ντεπορτίβο δεν είχε στόφα πρωταθλητή, ότι στο τέλος θα τη λύγιζε η πίεση, ότι η Λα Κορούνια κι όλη η Γαλικία θα έπαιρναν τη μεγαλύτερη απογοήτευση της αθλητικής τους ιστορίας κ.λπ., επαληθεύονταν. Η Μπαρτσελόνα ήταν πλέον πρωταθλήτρια. Απέμενε μονάχα ένα λεπτό –συν τις καθυστερήσεις– για να γίνει το θαύμα.

Κι έγινε. Συντελέστηκε το θαύμα όταν δεν το περίμενε πλέον κανείς, ούτε στον αγωνιστικό χώρο, ούτε στις κερκίδες• στον αγωνιστικό χώρο γιατί οι ποδοσφαιριστές της Ντεπορτίβο, αν και συνέχιζαν να προσπαθούν, δεν είχαν δυνάμεις για να τρέξουν (ο Μπεμπέτο, για παράδειγμα, περιφερόταν ετοιμόρροπος στο χορτάρι με κράμπες και στα δύο πόδια) και στις κερκίδες, γιατί οι φίλαθλοι, που ήταν τόσο θορυβώδεις στο ξεκίνημα και τόσο πεπεισμένοι για τη νίκη, είχαν σωπάσει και συνέχιζαν ανήμποροι να παρακολουθούν από τις θέσεις τους την τραγωδία που πλανιόταν πάνω από το γήπεδο. Αλλά, ξαφνικά, ένας από τους επιθετικούς της Ντεπορτίβο, ίσως ο Φραν, ίσως ο Μπεμπέτο (λόγω της έντασης της στιγμής και της θέσης του στο γήπεδο, ο Τζούκιτς δεν μπόρεσε καν να δει ποιος ήταν), έκανε αποφασιστικό μπάσιμο στην περιοχή της Βαλένθια, ντρίπλαρε έναν αμυντικό, εκείνος τού έβαλε τρικλοποδιά και τότε, προς γενική κατάπληξη όλων όσοι παρακολουθούσαν εναγωνίως τον αγώνα από κάθε γωνιά της Ισπανίας και της Γιουγκοσλαβίας (οι Γιουγκοσλάβοι εξαιτίας του), ο διαιτητής σφύριξε πέναλτι.

Το γήπεδο κόντεψε να γκρεμιστεί. Οι κερκίδες του Ριαθόρ, που μέχρι τότε στέκονταν βουβές, ξέσπασαν σε τόσο δυνατές ζητωκραυγές που όμοιές τους ο Τζούκιτς δεν είχε ξανακούσει ποτέ πριν• πράγμα περίεργο αν ληφθεί υπόψη ότι οι οπαδοί του ποδοσφαίρου στη Γιουγκοσλαβία δεν είναι και οι πιο ήρεμοι του κόσμου. Μακριά, στην περιοχή της Βαλένθια, οι ποδοσφαιριστές της φιλοξενούμενης ομάδας είχαν περικυκλώσει τον διαιτητή διαμαρτυρόμενοι για το πέναλτι –το οποίο, παρεμπιπτόντως, ήταν πεντακάθαρο–, αλλά ο Τζούκιτς άκουγε μονάχα τις ουρανομήκεις ζητωκραυγές που δονούσαν το γήπεδο. Πέναλτι. Ήταν γεγονός. Ο διαιτητής το είχε σφυρίξει. Μερικοί παίκτες της Ντεπορτίβο έπιαναν το κεφάλι τους, μην μπορώντας να πιστέψουν αυτό που είχε συμβεί. Άλλοι, όπως ο Λιάνιο, ο τερματοφύλακας, έκαναν το σταυρό τους. Αν και φαινόταν αδύνατο, τελικά είχε γίνει το θαύμα.

Ή μάλλον καλύτερα: ήταν κοντά στο να γίνει. Ο διαιτητής είχε σφυρίξει το πέναλτι, αλλά κάποιος έπρεπε να το βάλει. Και άντε να βρεις τέτοια ώρα τον μάγκα που θα το εκτελούσε. Εκείνη ήταν ακριβώς η στιγμή που ο Τζούκιτς διαισθάνθηκε αυτή την πιθανότητα, η στιγμή που αντιλήφθηκε ότι ο Ντονάτο δεν βρισκόταν πλέον στον αγωνιστικό χώρο. Τον είχε αντικαταστήσει ο Αρσένιο, δεκαπέντε λεπτά πριν, με τον Αλφρέδο, παίζοντας έτσι το τελευταίο του χαρτί στην επίθεση. Όταν έκανε ο προπονητής την αλλαγή, ο Τζούκιτς ούτε που το πήρε χαμπάρι• ήταν προσηλωμένος, όπως και οι συμπαίκτες του, στη δύσκολη αποστολή να αλλάξουν τη ροή του αγώνα –ένας αγώνας που τους ξεγλιστρούσε μέσα από τα χέρια– αλλά τώρα αντιλαμβανόταν τι σήμαινε όλο αυτό: πως ήταν αυτός, αυτός και κανένας άλλος, ο παίκτης που η μοίρα είχε ορίσει για να εκτελέσει το πέναλτι. Μάλιστα οι συμπαίκτες του τον αναζητούσαν ήδη με το βλέμμα, ενώ από τον πάγκο όλοι τους: ο Αρσένιο, ο γιατρός, ο φυσιοθεραπευτής, ακόμη και οι αναπληρωματικοί –ανάμεσά τους διέκρινε τον Ντονάτο– του έκαναν υστερικές χειρονομίες, προτρέποντάς τον να κατευθυνθεί προς την αντίπαλη περιοχή. Ο Τζούκιτς, ξαφνικά, ένοιωσε ότι όλο το γήπεδο στηριζόταν πάνω του.

Παρ’ όλα αυτά, αντέδρασε αντρίκεια. Αν και σίγουρα δεν είχε ζήσει άλλο γεγονός τόσο σημαντικό, η αλήθεια είναι πως στην αθλητική του σταδιοδρομία είχε ήδη βιώσει στιγμές πολύ δύσκολες. Όπως όταν έκανε το ντεμπούτο του στην Πρώτη Εθνική (εκεί στην πατρίδα του, με τη Ραντ Βελιγραδίου) ή όπως όταν, με την Ντεπορτίβο, κατόρθωσαν να πετύχουν την άνοδο στην Πριμέρα Ντιβισιόν, την πρώτη χρονιά μάλιστα που έπαιξε στη χώρα, σ’ έναν αγωνιώδη τελευταίο αγώνα που είχε μέχρι και πυρκαγιά στις κερκίδες. Όλα αυτά δίχως να συνυπολογίσουμε τις δυσκολίες που είχε συναντήσει στην άλλη του ζωή, την κανονική: τη μέρα που αποφάσισε να αφοσιωθεί στο ποδόσφαιρο, εγκαταλείποντας τη δουλειά που έκανε μέχρι τότε, σε αντίθεση με τη θέληση του πατέρα του ο οποίος στην ουσία τον έδιωξε από το σπίτι, τον γάμο του με την Τσέκα –που την είχε γνωρίσει εκείνη την εποχή–, τη γέννηση των δύο του γιων (των πλασμάτων που αγαπούσε περισσότερο στη ζωή του) ή τον θάνατο του αδελφού του Μίροσλαβ σε αυτοκινητικό δυστύχημα.

Καθώς διέσχιζε τον αγωνιστικό χώρο υπό τις κραυγές τού πλήθους και τα λόγια εμψύχωσης των συμπαιχτών του, οι οποίοι του έδιναν διαφορετικές, και σε κάποιες περιπτώσεις αντικρουόμενες, συμβουλές (Ψηλά! Χαμηλά! Δυνατά! Πλασαριστά! Πάμε, Γιούκα!), ο Γιούκα, όπως τον φώναζαν όλοι στη Λα Κορούνια, ίσως γιατί ήταν πιο εύκολο, έφερε στη μνήμη του το μακρύ δρόμο που είχε διατρέξει μέχρι εκείνη τη στιγμή, από τότε που έπαιζε στα λιβάδια του Στίταρ με τα άλλα αγόρια τού χωριού (όλοι τους πιο ψηλοί από εκείνον) μέχρι που πήρε μεταγραφή στην Ντεπορτίβο, επιδιώκοντας να κερδίσει χρήματα και να ξεφύγει από τον πόλεμο που σάρωνε την πατρίδα του. Κάπου στη μέση, χαμένα μέσα στην αχλή του χρόνου και της απόστασης, βρίσκονταν οι μπάλες που τις τρυπούσε ο πατέρας του για να τον υποχρεώνει να μελετάει αντί να κάθεται όλη μέρα να παίζει ποδόσφαιρο (μπάλες που εκείνος αντικαθιστούσε αμέσως με τα χρήματα που αποταμίευε)• το ποδήλατο που, παρ’ όλα αυτά, του είχε κατασκευάσει ο πατέρας του, έμπορος παλιοσίδερων στο επάγγελμα, χρησιμοποιώντας κομμάτια από παλιά ποδήλατα, ώστε να μπορεί να πηγαίνει να προπονείται κάθε μέρα στο Σάμπατς, την πρωτεύουσα της περιοχής, όταν πήρε μεταγραφή στο πρώτο σωματείο της πόλης –τη Μάκβα, ομάδα Δεύτερης Εθνικής–• η πρώτη του απογοήτευση όταν απέτυχε στη Μάκβα και εγκατέλειψε το ποδόσφαιρο• η μετέπειτα δουλειά του, ως χειριστής εκσκαφέα, στον σιδηροδρομικό σταθμό, δουλειά που ενάλλασσε τα απογεύματα με τις προπονήσεις στη Ζελέσνιτσαρ, την άλλη ομάδα τού Σάμπατς, ομάδα στην οποία τον πήγε ο Μιλίνκοβιτς, ένας ποδοσφαιριστής από το χωριό του που είχε παίξει στην πρώτη κατηγορία, και ο οποίος είχε ζητήσει σε αντάλλαγμα μια δουλειά σαν του Γιούκα• ο θρίαμβός του στη Ζελέσνιτσαρ και η επιστροφή του στη Μάκβα –αυτή τη φορά ως επαγγελματίας– ή, στο τέλος, το πρώτο σοβαρό ποσό που κέρδισε παίζοντας ποδόσφαιρο όταν, δύο χρόνια αργότερα, τον αγόρασε η Ραντ Βελιγραδίου: δυόμισι εκατομμύρια πεσέτες, λεφτά με τα οποία αγόρασε το πρώτο του αυτοκίνητο κι επίπλωσε το σπίτι που ο αδελφός του ο Μίλοσαβ τού είχε φτιάξει στο Στίταρ. Ο Τζούκιτς θυμόταν ακόμη μερικές φορές –τώρα πια με χαμόγελο– το ταξίδι επιστροφής με το τρένο από το Σάμπατς και τη συζήτησή τους με την Τσέκα, με την οποία μόλις είχαν παντρευτεί, για το αν θα είχαν καιρό σε όλη τους τη ζωή να ξοδέψουν όλα εκείνα τα χρήματα που μόλις τους είχαν δώσει.

Η αλήθεια είναι πως η καριέρα του δεν ήταν από τις εύκολες. Αντίθετα με άλλους, από τότε που μπήκε στο ποδόσφαιρο, όλα τα είχε καταφέρει με πολύ αγώνα• κανείς δεν του είχε χαρίσει τίποτα. Αν και, παρ’ όλα αυτά –σκεφτόταν τώρα ο Τζούκιτς καθώς πλησίαζε την αντίπαλη περιοχή– είχε πάντα την τύχη μαζί του στις σημαντικές στιγμές. Ήταν λες και του φώτιζε το δρόμο ένα αστέρι. Γιατί αν δεν ήταν έτσι, πώς εξηγιόταν το γεγονός ότι είχε πάρει πάντα τις σωστές αποφάσεις στις σημαντικές στιγμές, εκείνες που καθορίζουν τη ζωή ενός ανθρώπου, ή το ότι, στις δυσκολίες, όταν όλα πήγαιναν άσχημα, κάτι ή κάποιος τον έσπρωχνε να συνεχίσει τον δρόμο του; Του συνέβη όταν ο Μιλίνκοβιτς τον πήγε να παίξει στη Ζελέσνιτσαρ (όταν αυτός είχε πλέον αποφασίσει να εγκαταλείψει το ποδόσφαιρο) ή όταν ο Χουάν Μπαγέστα, ο βοηθός τού Αρσένιο στην Ντεπορτίβο, πήγε να τον βρει σπίτι του. Σ’ αυτή την περίπτωση, βέβαια, βοήθησε και η τύχη. Ο Μπαγέστα, όπως έμαθε αργότερα, είχε ταξιδέψει μέχρι το Βελιγράδι για να κατασκοπεύσει τον Ερυθρό Αστέρα και την Παρτίζαν (η Ντεπορτίβο έψαχνε για λίμπερο), αλλά, καθότι βαριόταν να περιφέρεται στην πόλη, πήγε να παρακολουθήσει έναν αγώνα της Ραντ, που έπαιζε τα παιχνίδια της το βράδυ του Σαββάτου ώστε να μην συμπίπτουν οι αγώνες της μ’ εκείνους των άλλων δύο ομάδων. Εκείνη τη μέρα ο Τζούκιτς έκανε ένα από τα καλύτερά του παιχνίδια. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό: είχε την καλή τύχη να κάνει το ντεμπούτο του ως λίμπερο (μέχρι τότε αγωνιζόταν πάντα ως αμυντικός μέσος) αντικαθιστώντας το βασικό λίμπερο, που ήταν ντεφορμέ. Ο Μπαγέστα εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ που όχι μόνο ξέχασε τον Ερυθρό Αστέρα και την Παρτίζαν, οι οποίες ήταν οι δύο ομάδες που είχε πάει να δει, αλλά έμεινε άλλες δύο εβδομάδες στο Βελιγράδι για να παρακολουθήσει τον Τζούκιτς, ο οποίος, από την πλευρά του, δεν γνώριζε καν ότι κάποιος τον κατασκόπευε. Το έμαθε μερικές μέρες αργότερα, όταν εμφανίστηκε σπίτι του ο Μπαγέστα για να διαπραγματευτεί τη μεταγραφή του στην Ντεπορτίβο δε Λα Κορούνια, μια πόλη και μια ομάδα που ο Τζούκιτς άκουγε για πρώτη φορά στη ζωή του• δεν ήξερε καν κατά πού πέφτει η Ισπανία στο χάρτη. Είναι γεγονός ότι στην αρχή απέρριψε την πρόταση (είχε δεχτεί ήδη άλλες από πιο σημαντικές ομάδες όπως η γαλλική Παρί Σεν Ζερμέν ή η βελγική Σταντάρ Λιέγης) και μάλιστα κρυβόταν όταν έβλεπε το αυτοκίνητο του ισπανού κατασκόπου παρκαρισμένο μπροστά στο σπίτι του, για να αποφύγει να μιλήσει μαζί του. Στο τέλος όμως, δέχτηκε: ήθελε να κερδίσει χρήματα και οι προσφορές των άλλων ομάδων δεν ήταν και πολύ συγκεκριμένες. Αν τότε, λοιπόν, –σκεφτόταν τώρα ο Τζούκιτς– του έδειξαν το σωστό δρόμο η μοίρα και το τυχερό του αστέρι (από τότε που ήρθε στην Ντεπορτίβο είχε μόνο επιτυχίες), γιατί να μην το έκαναν τώρα που βρισκόταν αντιμέτωπος πιθανόν με την πιο σημαντική στιγμή της αθλητικής του σταδιοδρομίας;

Όταν του έδωσε την μπάλα ο διαιτητής (μάλιστα για μια στιγμή τον κοίταξε σαν να τον λυπόταν), ο Τζούκιτς ήταν ήδη αποφασισμένος να εκτελέσει εκείνο το πέναλτι. Άλλωστε, δεν είχε άλλη επιλογή. Μπορούσε, βεβαίως, ακόμη και τώρα, να κάνει πίσω (κάποιος άλλος στη θέση του ίσως να το είχε σκεφτεί) και να φορτώσει την ευθύνη σε κάποιο συμπαίκτη του, στον Μπεμπέτο, για παράδειγμα, που στο κάτω-κάτω ήταν η φίρμα της ομάδας κι ο παίκτης που κέρδιζε τα περισσότερα χρήματα, αλλά ο Τζούκιτς δεν ήταν από εκείνους που δειλιάζουν. Από την εποχή που έπαιζε στη Σάμπατς, στα δεκαπέντε του, ήταν απ’ αυτούς που δεν κρύβονται στα δύσκολα. Και, επιπλέον, οι συμπαίκτες του δεν θα του το συγχωρούσαν ποτέ. Όπως επίσης, σκέφτηκε, δεν θα τον συγχωρούσαν έτσι και το έχανε.

Έπιασε την μπάλα και την πίεσε με τα χέρια του. Το έκανε πάντα σε τέτοιες περιστάσεις, λες και ήθελε να βεβαιωθεί ότι δεν της έλειπε αέρας. Βέβαια, αν σε κάποιον έλειπε αέρας αυτός δεν ήταν άλλος από τον ίδιο. Αισθανόταν σαν να πνιγόταν. Δίπλα του, κάποιος συμπαίκτης του τού έδινε μια τελευταία συμβουλή (Χαμηλά, δίπλα στο δοκάρι! Πάμε, Γιούκα!…) κι ο διαιτητής τού έλεγε αυτά που πάντοτε λένε οι διαιτητές σ’ αυτές τις περιπτώσεις: να μην έκανε καμία περίεργη ενέργεια, να μην έπαιρνε φόρα και σταματούσε στα μισά, να περίμενε το σφύριγμά του…, αλλά αυτός δεν άκουγε κανέναν. Δεν άκουγε πλέον ούτε τις κραυγές των θεατών που, καθώς πλησίαζε η αποφασιστική στιγμή, είχαν αρχίσει βαθμιαία να καταλαγιάζουν. Ο Τζούκιτς άκουγε πια μόνο τους χτύπους της καρδιάς του και το λαχανιασμένο βουητό της πνιγμένης ανάσας του. Ήταν η πρώτη ένδειξη που είχε ότι ήταν πιο ταραγμένος απ’ ό,τι συνήθως.

Προσπάθησε να ηρεμήσει. Ανέπνευσε βαθιά αναζητώντας αέρα και τον ένιωσε να φρακάρει στο διάφραγμά του. Δεν μπορούσε να φτάσει στα πνευμόνια του• ήταν σαν να είχε μπλοκάρει. Ο Τζούκιτς το ξαναπροσπάθησε. Τοποθέτησε την μπάλα στο χορτάρι, στο σημείο τού πέναλτι, κι έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω. Απέναντί του, στη μέση τής απόστασης που χώριζε τη βούλα τού πέναλτι από το τέρμα, ο διαιτητής απηύθυνε τώρα τις απαιτούμενες προειδοποιήσεις στον τερματοφύλακα της Βαλένθια (ο Τζούκιτς τον πρόσεξε, για πρώτη φορά σε όλο το παιχνίδι• μέχρι τότε το μόνο που είχε δει ήταν ότι φορούσε μπλε φανέλα) και υπέθεσε, για να παρηγορηθεί, ότι ούτε σ’ εκείνον θα περίσσευε ο αέρας στα πνευμόνια του• ότι εκείνη τη στιγμή θα ήταν τόσο νευρικός όσο κι ο ίδιος. Η υπόθεσή του δεν ήταν αρκετή για να τον ηρεμήσει, αλλά τουλάχιστον τον έκανε να σκεφτεί το πέναλτι. Μέχρι τότε, είχε ζυγίσει, μία προς μία όλες τις περιστάσεις εκείνης της στιγμής, αλλά δεν είχε σκεφτεί το πώς θα το εκτελούσε.

Μερικές φορές, στις προπονήσεις, θυμήθηκε τότε ο Τζούκιτς, τόσο ο ίδιος όσο και οι συμπαίκτες του είχαν φανταστεί αυτή την πιθανότητα σαν ένα αστείο, σαν μια ιστορία τραβηγμένη από τα μαλλιά, την οποία διασκέδαζαν να πλάθουν στη φαντασία τους: τελευταίο λεπτό ενός αγώνα, ισοπαλία με ή χωρίς γκολ και ο διαιτητής σφυρίζει πέναλτι. Ποιος το εκτελεί; Και πώς; Ο Τζούκιτς και οι συμπαίκτες του (στην Ντεπορτίβο δε Λα Κορούνια και στις άλλες ομάδες στις οποίες είχε αγωνιστεί προηγουμένως) το είχαν φανταστεί πολλές φορές, πάντοτε ως μία πιθανότητα• τώρα όμως εκείνη η υπόθεση δεν ήταν πλέον μία πιθανότητα, ούτε ένα αστείο. Τώρα η φαντασίωση των προπονήσεων ήταν γεγονός και μάλιστα οι συνθήκες ήταν οι χειρότερες δυνατές: στο τελευταίο λεπτό του τελευταίου αγώνα τής σεζόν και με την τύχη τού πρωταθλήματος να εξαρτάται από εκείνο το πέναλτι.
Ο Τζούκιτς, σε ανάλογες περιπτώσεις –θυμήθηκε τότε επίσης– ήταν ο πρώτος που εκτελούσε τα πέναλτι. Του άρεσε να τα εκτελεί γιατί ήταν ο μοναδικός τρόπος που είχε για να θυμηθεί τον καιρό που έπαιζε στη Μάκβα ή και πριν ακόμα: τα παιχνίδια που είχε παίξει με την ομάδα τού χωριού, όταν, λόγω του κοντού του αναστήματος, αγωνιζόταν ως επιθετικός. Είναι γεγονός πως μέχρι τα δεκαπέντε του ήταν τόσο μικροκαμωμένος που ο κόσμος πήγαινε να τον δει επειδή θαύμαζε τον πιτσιρικά που τρέλαινε τους αντιπάλους, αν και κάποιοι είχαν το διπλάσιο μπόι από εκείνον. Στα δεκαπέντε του, όμως, όταν ήδη έπαιζε στη Μάκβα, ο Τζούκιτς άρχισε να ψηλώνει (μόνο μέσα σ’ έναν χρόνο πήρε 20 πόντους) κι οι προπονητές άρχισαν να τον τοποθετούν όλο και πιο πίσω, πρώτα στο κέντρο του γηπέδου και μετά πλέον στην άμυνα, για να εκμεταλλευτούν το ύψος και τη δύναμή του απέναντι στους αντίπαλους επιθετικούς. Όμως εκείνος προτιμούσε πάντα να παίζει στην επίθεση. Του άρεσε να παίρνει την μπάλα, από τον τερματοφύλακα ή από κάποιον άλλο συμπαίκτη, που του την έδιναν για να κάνει παιχνίδι, και να διασχίζει όλο τον αγωνιστικό χώρο μέχρι το αντίπαλο τέρμα, αποφεύγοντας όλους όσους συναντούσε στον δρόμο του. Αυτό βέβαια, τις περισσότερες φορές, προκαλούσε την οργή των προπονητών του, οι οποίοι έβλεπαν με τρόμο τον κίνδυνο που διέτρεχε να χάσει την μπάλα και τα κενά που άφηνε πίσω του (ο Αρσένιο, μάλιστα, του είχε απαγορεύσει να περνάει το κέντρο τού γηπέδου). Η φυσική του προδιάθεση όμως, τον έκανε να επαναλαμβάνει τις επελάσεις του, αμέσως μόλις του παρουσιαζόταν μια νέα ευκαιρία. Γι’ αυτό του άρεσε να προωθείται όταν η ομάδα του κέρδιζε κόρνερ (σ’ αυτές τις περιπτώσεις είχε την έγκριση του προπονητή) και, για τον ίδιο λόγο, στις προπονήσεις, ήταν ο πρώτος στην εκτέλεση των πέναλτι. Τα εκτελούσε πάντα με γλυκό τρόπο, στην αριστερή ή τη δεξιά γωνία, ξεγελώντας τον τερματοφύλακα με το βλέμμα του.

Αλλά τώρα ήταν διαφορετικό. Τώρα παιζόταν το μέλλον του πρωταθλήματος και της ομάδας του (για να μην μιλήσουμε για το δικό του) και δεν ήταν η στιγμή για να κάνει κορδελάκια. Ήταν καλύτερα να σουτάρει για να σκίσει τα δίχτυα, να ξεχάσει την τεχνική και τα λόγια της μητέρας του και να κλωτσήσει την μπάλα με όλη του τη δύναμη, για να σιγουρευτεί τουλάχιστον ότι κανείς δεν θα του έλεγε τίποτα. Γιατί έτσι και η μπάλα έμπαινε, κανείς δεν θα πρόσεχε αν ήταν καλά ή άσχημα εκτελεσμένο (το σημαντικό ήταν ότι είχε μπει) κι αν δεν έμπαινε, δεν θα είχε πλέον καμία σημασία: η απογοήτευση θα ήταν τόσο μεγάλη που θα την θυμόταν όλη την υπόλοιπη ζωή του. Αλλά, τουλάχιστον, δεν θα μπορούσε κανείς να του προσάψει ότι το φταίξιμο ήταν δικό του επειδή θέλησε να κάνει επίδειξη σ’ εκείνη τη φάση.

Δεν είχε χρόνο για άλλες σκέψεις. Ξαφνικά, ο Τζούκιτς άκουσε το σφύριγμα του διαιτητή και αγχωμένος κατάλαβε ότι είχε φτάσει η αποφασιστική στιγμή. Απέναντί του, η μπλε κηλίδα τού τερματοφύλακα κάλυπτε όλο το τέρμα (που μέχρι τότε του φαινόταν τεράστιο: πάντα συνέβαινε το ίδιο), ενώ δίπλα του δεν έβλεπε πλέον κανέναν. Μόνο άλλη μια κηλίδα –τη μαύρη κηλίδα του διαιτητή–, που στεκόταν στα δεξιά του, δίπλα στη γραμμή της περιοχής. Οι υπόλοιποι: οι παίκτες των δύο ομάδων, το κοινό, ακόμα και οι αστυνομικοί και οι φωτογράφοι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή συνωστίζονταν κατά εκατοντάδες πίσω από την εστία, είχαν εξαφανισθεί. Στο Ριαθόρ –και σε όλο τον κόσμο– είχαν απομείνει μόνο εκείνος, ο τερματοφύλακας κι ο διαιτητής.

Ο Τζούκιτς πήρε φόρα δίχως ακόμα να ξέρει πώς θα χτυπήσει το πέναλτι. Δεν μπορούσε να σκεφτεί πλέον• ήταν αργά για τα πάντα. Κλώτσησε την μπάλα δίχως να την κοιτάξει, σαν να κλωτσούσε τον αέρα (τον αέρα που του έλειπε) και για μερικά δευτερόλεπτα, που του φάνηκαν αιώνια, μακρόσυρτα, ατέρμονα, την έβλεπε να απομακρύνεται με κατεύθυνση προς το αντίπαλο τέρμα όπου η μπλε κηλίδα τού τερματοφύλακα είχε αρχίσει αργά να κινείται. Δεν είδε καν προς τα πού πήγε• δεν είδε πώς την μπλόκαρε. Το μόνο που είδε ήταν, ξαφνικά, όλο το γήπεδο να βρυχάται, αφού προηγουμένως έμεινε για μερικά δευτερόλεπτα βουβό, και τον τερματοφύλακα της Βαλένθια, που είχε σηκωθεί ξανά, να τρέχει και να κάνει πηδηματάκια από τη χαρά του τη στιγμή που οι συμπαίκτες του έτρεχαν να τον αγκαλιάσουν. Είχε πιάσει το πέναλτι.

Οι συμπαίκτες του Τζούκιτς άργησαν κάπως περισσότερο να κάνουν το ίδιο με εκείνον, αλλά αυτός ούτε που το κατάλαβε. Γονατισμένος στο χορτάρι, σαν ένας πεσμένος πυγμάχος, σκεφτόταν μόνο πώς να δραπετεύσει από εκεί, ενώ ταυτόχρονα έλεγε στον εαυτό του, όπως όταν είχε σκοτωθεί ο αδελφός του, αυτό που συνήθιζε να λέει ο πατέρας του για τη ζωή όταν εκείνη τού φερόταν σκληρά: τόσο κακό για το τίποτα.

 

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος

 

O Julio Llamazares (Βεγκαμιάν, Λεόν, 1955) είναι από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της σύγχρονης ισπανικής λογοτεχνίας. Στα ελληνικά κυκλοφορούν το μυθιστόρημά του Η κίτρινη βροχή και η συλλογή διηγημάτων Στη μέση του πουθενά. Το διήγημα βασίζεται σε αληθινά περιστατικά. Ο αγώνας της Ντεπορτίβο με τη Βαλένθια έλαβε χώρα την τελευταία αγωνιστική της περιόδου 1993/94. O Τζούκιτς έμεινε στην Ντεπορτίβο μέχρι το 1997 και, στη συνέχεια, έπαιξε για έξι χρόνια στη Βαλένθια (δύο τελικοί Τσάμπιονς Λιγκ, ένα πρωτάθλημα Ισπανίας). Δεν εκτέλεσε ποτέ ξανά πέναλτι.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ