Το Βιβλίο των Εναγκαλισμών
του Εδουάρδο Γκαλεάνο
εκδόσεις Πάπυρος
συζήτηση με την μεταφράστρια
Μελίνα Παναγιωτίδου
B.M: Είναι κάποιες συνεντεύξεις που το αντικείμενο, ο λόγος ή η αφορμή για να πραγματοποιηθούν, ακυρώνουν ή προβοκάρουν τον συνεντευξιαστή αλλά ενδεχομένως και την ίδια τη διαδικασία της συνέντευξης. Κυρία Παναγιωτίδου, αλήθεια τι σας έρχεται στο μυαλό ακούγοντας τις λέξεις ή το όνομα «Εδουάρδο Γκαλεάνο»;
«Είδος ανθρώπου υπό εξαφάνιση»: αναγεννησιακός πολυτεχνίτης, πολιτικό ον, αριστερός χωρίς αγκυλώσεις. Και συγγραφέας που, ωστόσο, δήλωνε θιασώτης της σιωπής· μάλλον γι’ αυτό ακριβώς γνώριζε και τιμούσε την, όλο και πιο βάναυσα παραγκωνισμένη έως απαξιωμένη στις μέρες μας, βαρύτητα του λόγου και των λέξεων.
Β.Μ: Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με τον συγγραφέα και το έργο του;
Πρέπει να ήταν στα τέλη της δεκαετίας του ’80, τότε που κάθε εμφανιζόμενο βιβλίο, είτε πρωτότυπο είτε μεταφρασμένο, αποτελούσε, και δικαίως, εκδοτικό γεγονός.
Η Λατινική Αμερική βρισκόταν ήδη στο προσκήνιο από τη δεκαετία του ’70, αφενός χάρη στους συγγραφείς της, αφετέρου για πολιτικούς λόγους· αρκεί να θυμίσω πως η λέξη «χούντα» είναι ισπανική. Κι έτσι, η πρώτη μου επαφή με το έργο του Γκαλεάνο έγινε σε συγχρονισμό με τα τεκταινόμενα, αυτή τη διαδοχή στυγνών δικτατοριών, αποτρόπαιων βασανιστηρίων, δολοφονιών κι εξαφανίσεων, αλλά και την κατακραυγή κατά των Η.Π.Α.
B.M: Στο έργο του συγκλίνουν η λογοτεχνική αφήγηση, το χρονικό και το ημερολόγιο. Μου θυμίζει την οικονομία ενός ποιητή, τον σοφό λόγο ενός δοκιμιογράφου αλλά και τον μαγικό ρεαλισμό των συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής. Συνεχώς δε, επιχειρεί τη σύνθεση της πραγματικότητας και της μνήμης. Αλήθεια πόσο εύκολα μπορεί να αποδοθεί στα ελληνικά ο Γκαλεάνο, ώστε να μην χαθούν τα απλά και ενίοτε τα πυκνά νοήματά του;
Επιτρέψτε μου να σταθώ λίγο στη σύνθεση πραγματικότητας και μνήμης, την οποία αναφέρετε: δεν νομίζω ότι νοείται η μία χωρίς την άλλη. Η αμνημοσύνη αίρει κατ’ ουσίαν την πραγματικότητα· την περιστέλλει σε ένα τυχαίο συμβάν χωρίς παρελθόν, και επομένως χωρίς μέλλον. Και ο Γκαλεάνο, όπως προκύπτει από το σύνολο των γραπτών του, αυτό το ξέρει καλά.
Όσον αφορά το πόσο εύκολα μπορεί να αποδοθεί το ύφος του, η απάντηση περιέχεται ήδη στα όσα θέτει το ερώτημά σας: «καθόλου εύκολα»! Εδώ, υπάρχει ένα παράδοξο: η μεταφραστική διαδικασία τείνει να αποκαλύπτει κάθε «κρυπτόν υπό τον ήλιον», όμως τα κείμενα του Γκαλεάνο είναι ηλίου φαεινότερα: δεν χρειάζονται αποκρυπτογραφήσεις, δεν έχουν δυσνόητα σημεία… Η μεγαλύτερη μεταφραστική δυσκολία θα έλεγα ότι έγκειται στην παραπλανητική απλότητα του κειμένου του. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι μέσα σε λίγες γραμμές κατορθώνει να συμπυκνώσει λογοτεχνική αφήγηση, χρονικό και δοκίμιο, μοιάζει να αφήνει τον μεταφραστή σαν αίφνης απογυμνωμένον από κάθε… αναδημιουργική φιλοδοξία.
Αναπόφευκτα, λοιπόν, συγκεντρώνεται και επικεντρώνεται στην κάθε του λέξη ―του συγγραφέα και τη δική του―, ενώ ταυτόχρονα εργάζεται για να ανασυστήσει στιγμές, ατμόσφαιρα, συναισθήματα, διαφορές από χώρα σε χώρα της Λατινικής Αμερικής…
Β.Μ: Ποια ήταν η δική σας προσωπική επαφή με το κείμενο; Ποια συναισθήματα σας δημιούργησε;
Ίσως ακουστεί παράδοξο για ένα έργο πρωτίστως πολιτικό και καταγγελτικό, αλλά το κείμενο πάνω απ’ όλα με συγκίνησε. Και είμαι πεπεισμένη ότι στη λογοτεχνία, όπως και στην τέχνη γενικότερα, μόνο όταν ένας δημιουργός διαλέγεται εκ βαθέων με το δικό του βίωμα και συναίσθημα μπορεί, με κάποιον τρόπο σχεδόν μαγικό, να συν-κινήσει το κοινό του.
B.M: Τι θα διαβάσουμε λοιπόν στο Βιβλίο των Εναγκαλισμών που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πάπυρος (όπως και όλα τα βιβλία του Εδουάρδο Γκαλεάνο). Και σε τι διαφέρει από την προηγούμενη έκδοσή του που ήταν πάλι σε δική σας μετάφραση;
Θα διαβάσετε ό,τι προαγγέλλει ο τίτλος: για τους εναγκαλισμούς, άλλοτε ασφυκτικούς, όταν πρόκειται για την εξουσία, κι άλλοτε τρυφερούς, όταν πρόκειται για αποχαιρετισμούς ή καλωσορίσματα. Όσο για την τωρινή μετάφραση, δεν διαφέρει ουσιωδώς από την προηγούμενη· έγιναν κάποιες απαραίτητες βελτιώσεις, διόρθωσα (επιτέλους!) ένα μεταφραστικό λάθος στο οποίο είχα υποπέσει κι είχα την ευκαιρία να ξαναθυμηθώ τον προ εικοσαετίας κόσμο και εαυτό μου. Δεν μπορώ να πω ότι με κατείχε αισιοδοξία έπειτα από αυτή την αναθύμηση…
B.M: Μπορούν να παίξουν τέτοιοι συγγραφείς (όπως ο Γκαλεάνο) τον ρόλο του «ιστορικού» για την ευρύτερη περιοχή της Λατινικής Αμερικής; Το ρωτώ γιατί κατ’ επανάληψη έχουν δηλώσει ότι προσπάθησαν συνεχώς με το έργο τους να εξασφαλιστεί η συλλογική μνήμη, χωρών που τα καθεστώτα τους έκαναν τα πάντα για να διαγραφεί!
Η καταγραφή και εγγραφή της Ιστορίας φοβάμαι ότι δεν θα πάψει να συνυπάρχει με τις απόπειρες αν όχι της διαγραφής της, πάντως της στρέβλωσής της.
Η Ιστορία, ως επιστήμη, μοιάζει αταίριαστη με τη λογοτεχνία. Βέβαια, αρκεί να αναλογιστεί κανείς το Πόλεμος και Ειρήνη του Τολστόι, λόγου χάριν, ή τη στρατοπεδική λογοτεχνία για να αντιληφθεί πόσο άτοπη είναι η αποσύνδεση της μιας από την άλλη.
Σε κάθε περίπτωση, ο Γκαλεάνο δεν πέφτει στην παγίδα να διεκδικήσει ρόλο ιστορικού και μάλιστα αντικειμενικού· στην «Αποθέωση της υποκειμενικότητας», στη σ. 118 του Βιβλίου των εναγκαλισμών, δηλώνει ευθέως και εντίμως: «σε τούτο το βιβλίο που γράφω, όπως κι αν το δεις, από την καλή και την ανάποδη, στο φως και στο σκοτάδι, οι έχθρες κι οι αγάπες μου διακρίνονται διά γυμνού οφθαλμού».
Οπότε, για να απαντήσω στην ερώτησή σας, νομίζω πως οι συγγραφείς δεν ενδιαφέρονται, και ορθώς, να υποκαταστήσουν τους ιστορικούς· δεν είναι αυτός ο ρόλος της λογοτεχνίας. Αυτό το οποίο μας χαρίζουν είναι η δική τους μαρτυρία, η δική τους αποδεσμευμένη ματιά, η δική τους οξυδέρκεια. Άλλωστε αυτό δεν επιθυμούμε κι εμείς, οι αναγνώστες της λογοτεχνίας;
Ο Γκαλεάνο, πάντως, πρόλαβε να διαβλέψει τον αιώνα που διανύουμε: «Τον εικοστό αιώνα ο μισός πλανήτης θυσίασε τη δικαιοσύνη στο όνομα της ελευθερίας και ο άλλος μισός την ελευθερία στο όνομα της δικαιοσύνης· τον εικοστό πρώτο αιώνα θυσιάζουμε και τις δυο στο όνομα της Παγκοσμιοποίησης».
Στη διαφαινόμενη δύση τού αυτάρεσκα αυτοαποκαλούμενου δυτικού κόσμου ίσως είναι ώρα να στρέψουμε, για άλλη μια φορά, το βλέμμα μας στην Ιστορία αλλά και την (καλή) λογοτεχνία.
B.M: Σχόλιο (ίσως και αυθαίρετο!): Γκαλεάνο, ο ποιητής της ιστορίας!
-Σας ευχαριστώ θερμά για την διαθεσιμότητά σας, είναι μεγάλη μου τιμή!
Συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Μάρτης 2022
Η Μελίνα Παναγιωτίδου γεννήθηκε στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Β’ Αρσάκειο Ψυχικού και σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Άρχισε να εργάζεται αποκλειστικά ως μεταφράστρια ισπανόφωνης λογοτεχνίας το 2000 και έχει συνεργαστεί με τις εκδόσεις Εξάντας, Κέδρος, Αλεξάνδρεια, Καρδαμίτσα, Εστία κ.ά. Έχει λάβει το Βραβείο Ισπανόφωνης Λογοτεχνίας του ΕΚΕΜΕΛ 2010 για το Πρώτο Μέρος του Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα και το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης 2019 για το Δεύτερο Μέρος. Κριτικά κείμενά της έχουν δημοσιευθεί στον Τύπο, στα περιοδικά «Μετάφραση» και «Νέα Εστία» ή έχουν παρουσιαστεί σε συνέδρια και διαλέξεις. Έχει διδάξει λογοτεχνική μετάφραση στο Miguel de Cervantes και στο ισπανικό τμήμα του ΕΚΕΜΕΛ. Εκτός των ισπανικών, μιλάει αγγλικά και γαλλικά.