Μια γυναίκα γεννά απ’ τη μήτρα της φωτιά. Τρέμει, πέφτει μέσα στις φλόγες κι ακούγεται μια κραυγή.
Η ηχώ τη μεταμορφώνει σε ομπρέλα λευκή. Ένας ζογκλέρ την πετάει σα σβούρα στο πάτωμα κι ενώ φαίνεται να γέρνει, η περιστροφή την κρατά όρθια. Μια ρωγμή στο λευκό λευτερώνει στρόβιλο χρωμάτων. Η σβούρα αλλάζει σχήμα, γίνεται παλέτα κι αυτός ζωγράφος και πινέλο μαζί. Το λευκό επιμένει προτού συρρικνωθεί σε μια κηλίδα κόκκινη. Καθρεφτίζεται μέσα της. Γύρω του δεν αναπνέει σχεδόν τίποτα. Μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο. Εκεί συνυπάρχουν ένα πιάνο, ένας καμβάς κι ένα παράθυρο. Πότε κοιτάζει με μανία το παράθυρο, πότε τον καμβά και τα πλήκτρα. Έξω απ’ το παράθυρο η φύση χορτασμένη κι αδηφάγα μαζί. Μέσα απ’ το παράθυρο η ρήξη.
Το αρχέγονο δίλημμα παραμένει στα σπάργανα: φύση ή τέχνη; Σε μιαν οδύνη ριζωμένος ξανοίγει τις αβέβαιες προοπτικές του παραθύρου και του καμβά.
Αποφασίζει να βγει στον κήπο. Μέσα από ρόδα ρημαγμένα ξεπροβάλλει ο Βαν Γκογκ. Μοιάζει αλλόκοτα ευτυχής ενώ ποτέ δεν ήταν… Τον παροτρύνει να πιάσει το πινέλο. Ο Βίνσεντ -με μια ηρεμη κίνηση- ρίχνει νερό στο χώμα και βυθίζει τα χοντρά του δάχτυλα στη λάσπη. Γεμίζει το άδειο με την ένταση των βουνών και των αγαλμάτων. Ο ζογκλέρ παίζει πιάνο για να σημαδέψει ένα σύννεφο. Κάθε νότα και χρώμα. Τραγουδάει το μπλε με δισταγμό. Εξημερώνει το μπλε και καλεί τον Βίνσεντ να παίξουν μαζί. Παρατηρεί πως, ενώ έχει ένα αφτί, το πρόσωπό του δεν καταρρέει. Μετουσιώνει την απώλεια σε μουσική.
Ό, τι ποιεί είναι έργο του απόντος. Κι η τέχνη το θεόρατο αφτί που χωράει αναρίθμητους θανάτους. Βαθιά απαρηγόρητος γιατί το αφτί που έμεινε είναι θνητό. Το άλλο όμως, το άλλο που χάθηκε είναι αθάνατο. Τώρα τα δύο πρόσωπα έγιναν ένα σώμα. Σώμα που ζητεί ελεημοσύνη από ένα φλάουτο ακουμπισμένο στα χείλη του ανέμου.
Βρέχει και τα γλυπτά γιγαντώνονται. Εμφανίζονται ένα σκυλί και τρία αφτιά. Τα γλυπτά μεταμορφώνονται σε σκιάχτρα πολύχρωμα. Κοράκια επιτίθενται στα σκιάχτρα. Έτσι ήταν πάντοτε! Τα σκιάχτρα με τα χρώματα δε φόβιζαν κανέναν. Ακούγεται μια φωνή:
“Όχι, δε θέλω ούτε να με τρώνε, ούτε να με φοβούνται. Θέλω από μένα να παρηγορούνται.” Ο ζογκλέρ μπαίνει στο σώμα ενός σκιάχτρου και το σμήνος κοράκων διαλύεται. Ένας κοκκινολαίμης -με χαμένη μνήμη – κάθεται τώρα στον ώμο του.
Γιούλη Περβολαράκη