Βαριά λέξη το στίγμα. Συνήθως φοβάσαι ακόμα και να τη σκεφτείς. Τρομάζεις από τη διαπεραστικότητα και τη διάρκεια της, τη δύναμη να αλλάζει τις ζωές αυτών που το φέρουν.
Στον αθλητισμό ίσως το μεγαλύτερο στίγμα έλαχε να βρεθεί στο δρόμο του Μοασίρ Μπαρμπόσα. Παρότι επί πολλά συναπτά έτη υπήρξε ο καλύτερος γκολκίπερ της Βάσκο Ντε Γκάμα αλλά και της Βραζιλίας με στυλ μπροστά από την εποχή του πραγματοποιώντας εξόδους, υψώνοντας τείχος στην εστία και εμπνέοντας ηρεμία και ασφάλεια στους συμπαίκτες του, όλα ξεχάστηκαν μια μέρα του Ιούλη το 1950.
Η χώρα της σάμπα διοργάνωσε το Μουντιάλ εκείνη τη χρονιά αποκαλύπτοντας για πρώτη φορά το Μαρακανά στον πλανήτη. Σε κάθε ματς 200.000 βλέμματα υπήρχαν στις κερκίδες του. Ο κόσμος έβλεπε την Σελεσάο να ξεπερνά το ένα εμπόδιο μετά το άλλο χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση. Σε σημείο τέτοιο που εφημερίδα την ημέρα του τελικού υπήρξε πρωτοσέλιδο «Η Βραζιλία πρωταθλήτρια κόσμου» πριν την διεξαγωγή της αναμέτρησης.
Ο αγώνας όμως αποδείχθηκε μεγαλύτερη πρόκληση από όσο όλοι υπολόγιζαν. Αν και οι Βραζιλιάνοι προηγήθηκαν με τον Φιακάρ στις αρχές του δεύτερου μισού, η Σελέστε απάντησε. Ο Γίγια μπήκε στην περιοχή από δεξιά και σέντραρε στον Σκιαφίνο που σούταρε δυνατά νικώντας τον Μπαρμπόσα. Η τραγωδία μόλις άρχισε. Την ολοκλήρωσε αργότερα ο Γίγια όταν βρέθηκε στο ίδιο σημείο με πριν. Ο Μοασίρ μάλλον περίμενε ξανά σέντρα από τον Ουρουγουανό κι έκανε βήματα αφήνοντας κενό στο δοκάρι. Εκείνος το εντόπισε και σούταρε στην κλειστή γωνία. Ο Μπαρμπόσα έπεσε και νόμισε ότι πρόλαβε, άκουσε όμως τη σιγή και κατάλαβε.
Αυτό ήταν, το Μαρακανάσο είχε μόλις συμβεί και ο κίπερ ήταν ο ιδανικός για να κουβαλήσει το στίγμα της ήττας στο μυαλό του κόσμου που μετέτρεψε την αγάπη σε απειλές εν μια νυκτί. Προσπάθησε να το ξεπεράσει με τη Βάσκο έχοντας κατά νου το 1954, όμως ένας τραυματισμός τον έθεσε εκτός στερώντας του τη χαρά της κατάκτησης και την γαλήνη της εξιλέωσης. Αντ’ αυτού κατέληξε μετά από καιρό να καθαρίζει τις πισίνες στο ίδιο μέρος που έζησε τον εφιάλτη. Όταν τον είδε κάπου μια μητέρα με ένα αγοράκι τον έδειξε και είπε στον μικρό «Γιε μου αυτός είναι ο άνθρωπος που έκανε την Βραζιλία να κλάψει». Το 1994 του απαγόρευσε ο πρόεδρος της ομοσπονδίας της χώρας να μιλήσει στον Ταφαρέλ. Όταν η Φίφα αποφάσισε να αλλάξει τις εστίες, ζήτησε τα δοκάρια. Τα έκαψε σαν εγκληματίας που εξαφανίζει ενοχοποιητικά στοιχεία. Πριν πεθάνει το 2000 δήλωσε «Για εκείνη τη μέρα δε θα με ξεχάσει η ιστορία. Ο Γίγια έκανε το λάθος από τεχνικής άποψης και πέτυχε, εγώ το σωστό και απέτυχα».
Μέχρι την έλευση του Ντίντα όλοι οι τερματοφύλακες της Βραζιλίας μετά το 1950 ήταν λευκοί. Η θέση είχε στιγματιστεί κατά μια έννοια.
Το τι σήμαινε για το έθνος αυτή η ήττα το αποτύπωσε εύστοχα ο Νέλσον Ροντρίγκεζ, συγγραφέας θεατρικών έργων «Σε κάθε τόπο υπάρχει μια εθνική καταστροφή κάτι σαν την Χιροσίμα. Η δική μας Χιροσίμα ήταν η ήττα από την Ουρουγουάη το 1950»
Πηγή εικόνας: https://betweenthesticks1.files.wordpress.com/2020/07/moacir-barbosa.png
Γιώργος Διαλυνάς
Φλεβάρης 2021