Scroll Top

Συνάντηση με τον Χρήστο Συρμακέζη…

20191113_202654

Με αφορμή την παράσταση «Η Νύχτα μόλις πριν από τα δάση» συνάντησα στο Θέατρο Κρήτης τον Χρήστο Συρμακέζη όπου μιλήσαμε για τον μονόλογο του Μπερνάρ Μαρί Κολτές αλλά και για το θέατρο γενικότερα!

Β.Μ: Ποιος είναι ο Κολτέζ; Γιατί τον επέλεξες και πόσο επίκαιρος είναι μετά από τόσα χρόνια;

Ο Μπερνάρ Μαρί Κολτές είναι ένας βολταδόρος των δρόμων, ένας πλάνητας της ζωής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ένας διάττοντας αστέρας που πέρασε από την τέχνη, μεσουράνησε, φώτισε το θεατρικό μας στερέωμα και …έφυγε πολύ γρήγορα από την ζωή, συνεπής στο μότο ”live fast,die young” που έχουν και αρκετοί χαρακτήρες των έργων του. Είναι αυτή τη στιγμή ο πιο ”μοντέρνος κλασσικός” Γάλλος θεατρικός συγγραφέας. Τον επέλεξα γιατί το ύφος του, ο λόγος του μου κινούσαν από την αρχή το ενδιαφέρον, με συγκινούσε η τόσο έντονα εκφρασμένη απελπισία που διαπερνά τα έργα του, η δραματουργία του έχει ένα μοναδικό ”μυστήριο” θα έλεγε κανείς και βέβαια, τον επέλεξα και για τον νεανικό και οργισμένο χαρακτήρα του ήρωα στη ”Νύχτα”.

Όλο το κείμενο είναι μια κραυγή απελπισίας ενάντια στην κοινωνική, πολιτική, υπαρξιακή και ερωτική μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου, γι’ αυτό και η επικαιρότητα του έργου είναι αδιαμφισβήτητη. Ακόμα, ο τρόπος που μιλάει ο ήρωας, φαινομενικά ασύνδετα, με απίστευτο θεατρικό ρυθμό και με τέτοιο περιεχόμενο λεπτής ευαισθησίας με κάνει να πιστεύω πως η αισθητική γραφής της ”Νύχτας” δεν έχει ξεπεραστεί και καθιστά το έργο μοντέρνο-κλασσικό.

Β.Μ: Πες μας λίγα λόγια για την παράσταση «Η Νύχτα μόλις πριν από τα δάση»!

”Η νύχτα μόλις πριν από τα δάση” είναι μια παράσταση ”απωθημένο” για μένα από τον καιρό που έμενα και δούλευα ως ηθοποιός στην Αθήνα. Όμως, εξαιτίας διαφόρων συγκυριών δεν κατάφερα τότε να την ολοκληρώσω, ίσως δεν είχα και την επιμονή για να γίνει κάτι τέτοιο. Έπειτα, όλως ”τυχαίως” το κείμενο ήρθε και με ξαναβρήκε πέρυσι τον Αύγουστο και λόγω κάποιων ακραίων προσωπικών βιωμάτων που είχα, αποφάσισα να ”κρατηθώ” από τον παλιό μου ”φίλο”, τον Κολτές και από το κείμενό του. Πράγματι, η παράσταση πέρυσι ανέβηκε τον Δεκέμβριο στο Θέατρο Κάτω με καλλιτεχνική επιτυχία .Φέτος, με νέα σκηνοθεσία και σκηνογραφία, αποφάσισα να το ανεβάσω ξανά ως μια προσωπική και πολιτική πράξη, ως το ελάχιστο καθήκον μου προς τους απόκληρους, τους καταπιεσμένους και τους ευαίσθητους αυτού του κόσμου, γνωρίζοντας πολύ καλά ότι και εγώ είμαι κομμάτι τους. Η δουλειά πάνω σε έναν μονόλογο είναι έτσι κι αλλιώς ασκητική, σε αυτόν εδώ ένα παραπάνω γιατί αφενός είναι πολύ απαιτητικός ενεργειακά αλλά και ογκώδης σε μέγεθος, οπότε η εργασία ήταν πολλή και κοπιώδης. Στην σκηνοθεσία του κινήθηκα πιο πολύ από ένστικτο προς μια κατεύθυνση ποιητικά ρεαλιστική και με μια διάθεση διαδραστική με το κοινό, με στόχο να ”νιώσει’ ‘στο μεδούλι τον ήρωα από πολύ κοντά σαν να ερχότανε και να τον πλησίαζε και να του ζητούσε τσιγάρο ή δωμάτιο για μια νύχτα.

Β.Μ: Ποιος είναι ο αντίκτυπος του έργου σήμερα που το κάνει τόσο επίκαιρο;

Ο τόσο άμεσος λόγος του, ο πολιτικά καίριος, η απελπιστική μοναξιά του ήρωα που τον σπρώχνει να μιλά σε κάποιον άγνωστο στο δρόμο για μία ώρα και για τόσο βαθιά προσωπικά του ζητήματα. Η ”κεντρική ιδέα” του ήρωα στο έργο που είναι: ένα διεθνές σωματείο που θα κάθεται και θα ”συνεδριάζει” κάτω από την σκιά των δέντρων ή ξαπλωμένοι στο χορτάρι μιλώντας για όλα όσα μας πειράζουν, μας στενοχωρούν, μας εξοργίζουν.

Β.Μ: Πόσο δύσκολο τελικά είναι να σκηνοθετείς και να παίζεις έναν μονόλογο;

Πολύ, γιατί δεν έχεις καθόλου εικόνα του εαυτού σου και αναγκαστικά πηγαίνεις με την έκτη αίσθηση, του τι αντίκτυπο δηλαδή έχει κάτω, στο κοινό, η παρουσία σου, του τι βγάζει προς τα έξω η ενέργειά σου, η διάθεσή σου, οπότε η εξωτερική σκηνική πραγμάτωση έρχεται αναγκαστικά δεύτερη. Φυσικά, η παράσταση πραγματοποιήθηκε και με την σκηνοθετική βοήθεια του Χάρη του Σουλτάτου που έφτιαξε και τον φωτισμό της παράστασης.

Β.Μ: Πως προσέγγισες το ρόλο σου και ποια κοινά στοιχεία υπάρχουν με εσένα;

Τον προσέγγισα με το ένστικτο ότι αυτός ο ήρωας είναι πολύ κοντά μου, έβρισκα πάνω του χειρονομίες, κινήσεις, εκφράσεις που ήταν και δικές μου, αλλά όχι έτσι ακριβώς, αυτός είναι εξωτερικά τουλάχιστον πιο σκληρός από εμένα, πιο ”παθημένος” και το ξέσπασμά του έρχεται σαν κατάρρευση. Ωστόσο, με τον ήρωα μοιάζουμε στην οργή και στην κοινή λογική αντίδραση απέναντι στους λεγόμενους ισχυρούς αυτού του κόσμου που πάνε να μας τρελάνουν. Από αυτή την οργή άρχισε και η προσέγγιση του ρόλου και έπειτα μπήκα στα πιο βαθιά του στρώματα της ευαισθησίας και της δύναμης ταυτόχρονα, του φόβου και της μοναξιάς, βάζοντας αναγκαστικά δικά μου τέτοια κομμάτια που αναγκάστηκα εσωτερικά να παραδεχτώ για να μπορέσω να τον φτάσω αυτό τον ρόλο.

Β.Μ: Σαν εξωτερικός παρατηρητής είδα να βάζεις στο ρόλο σου πολλά στοιχεία από Στανισλάφσκι. Γενικά δουλεύεις με αυτόν τον τρόπο τους ρόλους σου ή αυτό προκύπτει ανάλογα με τον εκάστοτε;

Εννοείται πως εξαρτάται από τον εκάστοτε ρόλο, παράδειγμα έναν Μολιερικό ρόλο δεν νομίζω ότι θα τον προσέγγιζα με τέτοιους όρους. Απλά εδώ, ο δρόμος της ρεαλιστικής προσέγγισης ήταν πιο κοντά στον ήρωα, αλλά χρησιμοποίησα τεχνικές συνεχόμενης αναπνοής επίσης, πράγμα που στον κλασσικό Στανισλάβσκι δεν ενδείκνυται. Άρα, χρησιμοποιώ για τους ρόλους όποια εργαλεία νιώθω πως είναι για αυτόν χρήσιμα. Πολλές φορές κάνω και λάθος και πρέπει να ξαναγυρίσω από την αρχή. Άλλες πάλι φορές το ένστικτο σε συνδυασμό με τα εργαλεία που διαθέτεις σε οδηγούν…

Β.Μ: Πως ξεκίνησε η ενασχόλησή σου με το θέατρο; Γιατί το επέλεξες για να εκφραστείς και να βιοποριστείς;

Δεν το διάλεξα, με διάλεξε. Ξεκίνησα την επαφή μου από το σχολείο, από παραστάσεις που έβλεπα και έπειτα έπαιζα, με παρέσυρε στην δίνη του, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς, να του αντισταθώ, ήταν σαν έρωτας. Στην αρχή είναι τυφλός, μετά τον γνωρίζεις και τέλος, βλέπεις και τα στραβά του. Εμένα το θέατρο μου άλλαξε όλη μου την οπτική για την ζωή, μου έβγαλε όλο τον κοινωνικό μου εαυτό προς τα έξω γιατί αλλιώς θα έσκαγα, με πλούτισε εμπειρικά και πνευματικά, με έκανε άνθρωπο με Α κεφαλαίο. Ο βιοπορισμός από το θέατρο είναι μια άλλη υπόθεση. Κατά καιρούς μπόρεσα να το κάνω και άλλες φορές δεν μπορούσα, ανάλογα με τις συνθήκες. Δεν επιλέγω να βιοπορίζομαι από το θέατρο έτσι απλά, γιατί το θέατρο είναι ένα ”αχάριστο” οικονομικά επάγγελμα, οπότε πάντα πρέπει να κάνεις και κάτι άλλο για να βιοποριστείς. Αυτό που είναι καλό με τον βιοπορισμό στο θέατρο είναι ότι αναγκάζεσαι να κάνεις πράγματα που δεν θα τα επέλεγες 100% αν ήσουν οικονομικά άνετος, οπότε βγαίνεις από την βολή σου, ζορίζεσαι και σιγά-σιγά παύεις να κρίνεις κάποιους άλλους για τις επιλογές τους, απλά μπαίνεις μέσα στο ρεύμα και πηγαίνεις….Αν και κάποιες φορές είναι χρήσιμο να βγαίνεις από το ρεύμα και να παρατηρείς.

Β.Μ: Tι στοιχεία πρέπει να έχει σήμερα το θέατρο για να είναι επίκαιρο και πως μπορεί να βοηθήσει τον κόσμο να έρθει;

Η εποχή είναι αντιθεατρική θα έλεγα. Τρέχει με τέτοιους ρυθμούς που ενώ η τεχνολογία έχει αναπτυχθεί πολύ, η ανθρώπινη καρδιά δεν έχει αφεθεί να προχωρήσει και πολύ. Το θέατρο είναι κομμάτι αυτού του αρχέγονου, προ-τεχνολογικού ανθρώπου, δεν έχει σχέση με αυτήν την μοντέρνα βαρβαρότητα. Το κοινό βομβαρδίζεται με τόσα event κάθε μέρα που έχει πλέον μπουχτίσει ή ακολουθεί το δόγμα: αυτό ξέρετε, αυτό εμπιστεύεστε. Η δυσκολία του να φέρεις κόσμο στο θέατρο έγκειται στα μέσα και στην θεματολογία .Αν προσεγγίσεις το κοινό με τα θέματα που το αφορούν άμεσα, που είναι και διαχρονικά, τότε αργά ή γρήγορα το κοινό θα σε ανακαλύψει. Αν έχεις κάτι να πεις που αφορά όχι μόνο εσένα, μα όλη την ανθρωπότητα, το κοινό θα συγκινηθεί. Αν μιλήσεις για το άδικο αυτού του κόσμου, το κοινό αργά ή γρήγορα θα σε παρακολουθήσει.

Τα μέσα ποικίλλουν. Είναι η αισθητική που πρέπει να ανανεώνεται, το ύφος, ο τρόπος προσέγγισης, η πρόθεση του δημιουργού και άλλα πολλά. Αν βρει κανείς τον τρόπο να είναι επίκαιρος σε όλα αυτά, νομίζω ότι το κοινό θα το αφουγκραστεί και θα ανταποκριθεί.

 

Σκηνοθεσία-Ερμηνεία : Χρήστος Συρμακέζης
Βοηθός Σκηνοθέτη- Φωτισμοί : Χάρης Σουλτάτος

 

Συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
13/11/2019

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ