Το κείμενο με το οποίο παρουσίασε ο Αχιλλέας Κυριακίδης τον Λουίς Σεπούλβεδα στο ελληνικό κοινό του τον Δεκέμβριο του 2001, σε εκδήλωση που οργανώθηκε στο βιβλιοπωλείο Πατάκη από τις εκδόσεις Opera και το Ινστιτούτο Θερβάντες. Το κείμενο αυτό υπάρχει στο βιβλίο του Αχ. Κυριακίδη «Μικρή περιοχή» (Πόλις 2007).
Ο κύριος που κάθεται δίπλα μου, μπορεί να είναι, μπορεί και να μην είναι ο πραγματικός Λουίς Σεπούλβεδα. Βλέπετε, υπάρχει ένας Λουίς Σεπούλβεδα ο οποίος, σύμφωνα μ’ ένα λιτό βιογραφικό σημείωμα που κυκλοφορεί για κατανάλωση από εύπιστους δημοσιογράφους, «γεννήθηκε το 1949 στο Οβάγιε, στη βόρεια Χιλή, έλαβε μέρος σε φοιτητικές και συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στο στρατοκρατικό καθεστώς της χώρας του, κατηγορήθηκε για προδοσία, καταδικάστηκε σε φυλάκιση είκοσι οκτώ ετών κι αποφυλακίστηκε μετά από δυόμισι χρόνια, με παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας, αλλά αναγκάστηκε να εκπατριστεί». Εδώ, όπως θα ’λεγε κι ένας συγγραφέας αστυνομικής λογοτεχνίας, ακολουθώντας τα πρότυπα ενός άλλου Λουίς Σεπούλβεδα, για τον οποίο θα μιλήσουμε αργότερα, χάνονται τα ίχνη του.
Προκειμένου να συντάξω αυτό το εισαγωγικό λογύδριο, προσέφυγα στις υπηρεσίες ενός εραλδικού ερευνητή, ενός κηπευτή γενεαλογικών δέντρων, ο οποίος, έναντι αδράς αμοιβής, ευγενώς προσφερθείσης από τις φιλέρευνες εκδόσεις Opera, ξεχύθηκε στις τρεις από τις έξι ηπείρους, όργωσε εγκαρσίως την Ευρώπη, ανεβοκατέβηκε τη Χιλή σαν ξετρελαμένο ασανσέρ, κι απ’ την Παταγονία, απ’ αυτό το αχανές προαύλιο της Ανταρκτικής, λίγο πριν ανακαλύψει -σαν τον Λίβινγκστοουν- τις πηγές του χειμώνα, μου έστειλε το τελευταίο του μήνυμα, με καθαρότητα χρησμού και την ορθογραφία του πυρετού. Τρόμαξα ν’ αναγνωρίσω μια γλώσσα πίσω από τις λέξεις, μια σκέψη πίσω από τη γλώσσα. Το παραλήρημα μιλούσε για έναν μάγο που δίδασκε περίεργους τρόπους να βλέπεις τη θάλασσα ή να σκοτώνεις μιαν ανάμνηση, για ένα σπίτι στο Σαντιάγο που υπάρχει ή δεν υπάρχει ανάλογα με την ειλικρίνεια της μνήμης σου, για ένα βιβλίο που σε περνάει λαθραία στην απέναντι όχθη του κόσμου, εκεί όπου ο Μπόρχες κι ο Κορτάσαρ μετακινούν τους πεσσούς του χρόνου σε σχηματισμούς ιλιγγιώδεις.
Δε χρειάστηκε να τον απολύσω, αφού είχε ήδη αποδημήσει εν κόλποις μαγικού, αλλά αναγκάστηκα να συνεχίσω μόνος μου τις έρευνες. Είχα αρχίσει να απελπίζομαι, όταν, περιπολώντας σε εγχειρίδια Ιστορίας περί τον 16ο αιώνα, έπεσα πάνω σε κάποιον Χουάν Χινές ντε Σεπούλβεδα, τον επονομασθέντα «Ανθρωπιστή», ο οποίος, πεθαίνοντας, δεν άφησε στους κληρονόμους του παρά έντεκα κιτρινισμένες σελίδες και μία φράση. Οι σελίδες ανήκαν στις πενήντα δύο που απάρτιζαν συνολικά την Carta rarisima, τη «σπανιοτάτη επιστολή» που φέρεται να απηύθυνε στους βασιλείς της Ισπανίας ο Αρχιναύαρχος της Ωκεανίας, στις 17 Ιουλίου 1503· η φράση ήταν: «Ο κόσμος είναι μικρός». Κι ενώ πολλοί μπορεί να είναι αυτοί που δυσπιστούν σε ιστορίες για μυθικές πολιτείες σαν αυτήν περί της οποίας ψελλίζουν οι έντεκα σελίδες του «Ανθρωπιστή», ουδείς μπορεί ν’ αμφισβητήσει όχι τόσο την αλήθεια που κρύβει μέσα της η φράση την οποία οι κληρονόμοι έσπευσαν να περιφρονήσουν, όσο το ότι μπορεί με κάποια ασφάλεια να μας οδηγήσει στην εξιχνίαση ενός μείζονος φιλολογικού μυστηρίου και στη διάγνωση του αν ο κύριος που κάθεται δίπλα μου είναι ή δεν είναι ο πραγματικός Λουίς Σεπούλβεδα.
Διότι, αν ο πραγματικός Λουίς Σεπούλβεδα είναι απόγονος εκείνου του ανθρωπιστή αριστοκράτη, αυτό σημαίνει ότι δε θα πρέπει να ’χει κληρονομήσει μόνο το ύφος και την κορμοστασιά της αρχοντικής καταγωγής (κάτι που, εντάξει, σηκώνει συζήτηση), αλλά και τα χούγια ενός άφρονος ιδαλγού που, με αυτή τη φράση, «Ο κόσμος είναι μικρός», αν υποτεθεί ότι οι θαλασσοπόροι αμείβονταν με το μίλι, θυσίασε το ατομικό του συμφέρον στο βωμό της επιστημονικής αλήθειας – ένα είδος Τζορντάνο Μπρούνο των εξερευνητών.
Στο σημείο αυτό, θα ’θελα να κομπορρημονήσω λίγο για την αξιοσημείωτη επάρκεια της ελληνικής γλώσσας που μου επιτρέπει να χρησιμοποιήσω ακινδύνως, προκειμένου να χαρακτηρίσω τον πραγματικό Λουίς Σεπούλβεδα, τον όρο «τυχοδιώκτης», οχυρωμένος πίσω από μια 100% αδιάβροχη ετυμολογία: «ο άνθρωπος που διώκει, που κυνηγά την τύχη» – δηλαδή, όχι τόσο με την έννοια του aventurero, όπως θα ’λεγαν οι παρόντες ισπανόφωνοι φίλοι μας, όσο του ανθρώπου που δεν κάθεται να περιμένει, αλλά ορμά να προϋπαντήσει· που πρεσβεύει ότι οι συνθήκες δεν διαμορφώνονται τελείως ερήμην μας, αλλά βάζουμε κι εμείς λίγο το χεράκι μας, αν δεν τις επινοούμε κιόλας, που δεν τοκίζει ήσυχα τις μέρες του, αλλά προεξοφλεί το μέλλον με τους δικούς του όρους.
Ένας υπ’ αυτήν την έννοια τυχοδιωκτικός Λουίς Σεπούλβεδα θεάθηκε στις ζούγκλες της Αμαζονίας, όπου, μέσα στη θαυμαστή ασυνάφεια των ονείρων, άκουσε έναν μάγο Σουάρ να του ενσταλάζει λέξεις που διασάλευαν τη λογική αυτής της μεγάλης περιπέτειας την οποία μοιραζόμαστε όλοι: «Είναι ο θάνατός σου. Μεταμφιέστηκε για να σε ξεγελάσει. Μπορεί και να το κάνει αυτό επειδή δεν ήρθε ακόμα η ώρα να αποχωρήσεις. Πάρ’ τον στο κυνήγι!».
Ομως, και πάλι, δεν μπορεί να ’ταν αυτός ο πραγματικός Λουίς Σεπούλβεδα, γιατί, την ίδια ώρα, ένας άλλος Λουίς Σεπούλβεδα όπλιζε την κάμερά του και, σαρώνοντας με τον ακόρεστο φακό του την αβάσταχτη ευθεία που οδηγεί βάναυσα από ένα καταγώγιο του Αμβούργου στο τέλος όχι μόνο της γεωγραφίας, αλλά και ενός κόσμου που εκπνέει από ιδεολογική ασιτία, οργάνωνε το απόλυτα κινηματογραφικό μυθιστόρημα (Ονομα ταυρομάχου), μ’ ένα υποδειγματικό «παράλληλο» μοντάζ, που αυτοδιαλύεται όταν ακριβώς αυτές οι παράλληλες βιογραφίες των δύο (εδώ, βάζω ένα ερωτηματικό) κεντρικών χαρακτήρων τέμνονται.
Γι’ αυτό σας λέω: ακόμα κι αν ο κύριος που κάθεται δίπλα μου είναι ο πραγματικός Λουίς Σεπούλβεδα, κανείς δεν ξέρει αν είναι ο ίδιος στον οποίο αποδίδεται η έκρηξη που συντάραξε το κέντρο της Πόλης του Μεξικού, γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και δύο μόλις σελίδες πριν ένας ευαίσθητος killer προβεί στην τελευταία εγγραφή στο ημερολόγιό του, αφού, περίπου στο ίδιο αφηγηματικό υψόμετρο, κάποιος άλλος Λουίς Σεπούλβεδα έβλεπε ένα ύποπτο αμάξι να φτάνει κάτω απ’ το παράθυρό του, έφτιαχνε τον έναν καφέ-ναυάγιο μετά τον άλλον κι άφηνε το «My Favorite Things» του Τζον Κολτρέιν να συνοδεύσει την αργή χρεοκοπία των οραμάτων.
Καταθέτω την απόλυτη αμηχανία μου μπροστά στο φαινόμενο. Θα ’θελα πολύ να πιστέψω ότι ο πραγματικός Λουίς Σεπούλβεδα είναι ο ίδιος που, με το Patagonia Express, μας έδωσε την πιο ερωτική διάσταση που μπορεί να έχει η σχέση ενός ανθρώπου με τον τόπο του, μέσα από ένα αέναο ταξίδι αναχώρησης, καταφέρνοντας, χάρη σε μια εμπνευσμένη αφηγηματική ακροβασία, να συνδυάσει αυτή τη διαρκή φυγόκεντρη κίνηση με μια εξίσου διαρκή, απέριττη, «δωρική» νοσταλγία, απαλλαγμένη από κάθε ζαχαρωτή διάθεση που συνήθως χαρακτηρίζει αυτή τη νοερή εκδοχή της επιστροφής.
Κι αν ήμουν σίγουρος πως ο πραγματικός Λουίς Σεπούλβεδα είναι όλα αυτά μαζί κι ο άνθρωπος που με πήγε ώς την άκρη του παραμυθιού και μου ‘πε: «Μη φοβάσαι, από δω πέταξαν όλοι – ακόμα κι εκείνος ο γάτος που ήταν μαύρος και πελώριος και χοντρός», δηλαδή αν ήμουν σίγουρος πως ο κύριος που κάθεται δίπλα μου είναι ο πραγματικός Λουίς Σεπούλβεδα, τότε δε θα ’χα παρά να επιβληθώ σ’ αυτόν τον κόμπο που μου ’χει κάτσει στο λαιμό, και να μιμηθώ το γάτο Κολονέλο: «Porca miseria! Εσείς φταίτε που νιαούρισα τόσο πολύ, κύριε Σεπούδ… κύριε Σεβούλ… κύριε Σεβλούπ… κύριε Σεπούλβεδα…».
Αχιλέας Κυριακίδης
*Το κείμενο δημοσιεύεται με την άδεια του συγγραφέα και μεταφραστή Αχιλλέα Κυριακίδη