(Από την παρουσίαση του βιβλίου στην Κίνηση Πολιτών Μοσχάτου ΜΕΣΟΠΟΤΑΜΙΑ στις 4.7.16, σε μτφ. Ισμήνης Κανσή, Εκδ. Πάπυρος, Αθήνα 2016)
Η σχέση μου με το ποδόσφαιρο δεν είναι καν οριακή, είναι ανύπαρκτη. Το πρώτο σχετικό σχόλιο που θυμάμαι ήταν μιας αδερφής της μάνας μου που είχε μαθητή το Γιούτσο σε νυχτερινό. « Όταν παίζεις ποδόσφαιρο κατεβαίνει το μυαλό στα πόδια. Αυτό εξασκείς, αυτό εξελίσσεται, τα υπόλοιπα… ». Ούτε είχε ασχοληθεί να μάθει γιατί ο Γιούτσος είχε καταλήξει να πάει στο νυχτερινό για να μάθει ελληνικά.
« …μεγάλο λάθος κάνουν και όσοι πιστεύουν ότι τα τεστ νοημοσύνης έχουν να κάνουν με το ταλέντο… » λέει ο Γαλεάνο, και σίγουρα έχει δίκιο.
Μέναμε σε μια λαϊκή εργατική γειτονιά, με πολλούς πρόσφυγες, Μικρασιάτες και εμιγκρέδες, στεγασμένους όλους μαζί στο Δημόσιο Καπνεργοστάσιο. Οι δικοί μου, επαρχιώτες με αριστερές καταβολές από τη μεριά της μάνας μου προσπαθούσαν, όπως καταλάβαιναν, να βελτιώσουν οικονομικά τη θέση τους, μέσα σ’έναν κόσμο φτωχό από τη μια, αλλά που ήξερε κοινωνικά πού ανήκει –τον εργατικό– και έναν άλλο, ξεριζωμένο που τα είχε χάσει όλα και δεν περίμενε πια τίποτα, που μόλις έπαιρνε το σαββατιάτικο το ξόδευε οικογενειακά στην ταβέρνα κάτω απ’το σπίτι μας, άκουγε βαριά λαϊκά απ’το τζουκ-μποξ και πήγαινε στα γήπεδα τις Κυριακές για να ξεδώσει. Δεν ανήκαμε ούτε στους μεν ούτε στους δε. Κοινώς δεν ανήκαμε πουθενά. Το λαϊκό τρομάζει τον επαρχιώτη, τρομάζει και τον αστό για διαφορετικούς λόγους. Και οι δύο ταυτίζουν το λαϊκό με το χυδαίο. Τα σχόλια πήγαιναν κι έρχονταν στο σπίτι μου. Πρεζούδικα τραγούδια τα λαϊκά. Πώς ν’αντέξει η πουριτανή μάνα μου στίχους όπως « και τους άντρες σαν τα ζάρια τους μπεγλέρισα ; » Το ποδόσφαιρο, τι ενδιαφέρον βρίσκουν να κλωτσάνε μια μπάλα ; Αυτό το είχα ακούσει κι από καθηγητές μου στο γυμνάσιο. Δεν διαβάζουν ούτε μια εφημερίδα. Δεν ξέρουν ούτε ποιος είναι ο πρωθυπουργός της Ελλάδος. Κοινώς οι δικοί μου ένοιωθαν άβολα σ’αυτή τη γειτονιά, ουσιαστικά ένοιωθαν άβολα στη ζωή τους. Το αποτέλεσμα : λάβαινα αντιφατικά μηνύματα κι από τους ίδιους κι από το περιβάλλον μου. Άλλα από το σπίτι, άλλα από τη γειτονιά και άλλα από το πρότυπο σχολείο που μ’είχαν στείλει. Ποιος μπορεί να προδιαγράψει τι θα σου αρέσει και τι όχι και γιατί; Λατρεύω την Πόλυ Πάνου, την Καίτη Γκρέυ, τη Γιώτα Λύδια, κόντεψα να δουλέψω μεταφράστρια στο Ντομινό, έχω διαβάσει λαϊκή λογοτεχνία, έχω δει σαπουνόπερες όσο δεν παίρνει. Η « προτρεπτική δύναμη της απαγόρευσης » που λέει ο Γαλεάνο. Το ποδόσφαιρο ήταν το μόνο που δεν έπιασε, παρότι θαύμαζα κάτι γυμνασμένα παιδιά, που παίζαν στις αλάνες, ίσως και να’ταν τα μόνα γυμνασμένα, τότε. Ποτέ δεν μ’ενδιέφερε και ομολογώ ότι μέσα μου, μπορεί και να το υποτιμάω. Και φυσικά υποτιμάς αυτό που αγνοείς. Με ενοχλεί όμως η μονομανία των αντρών –ποδόσφαιρο και πολιτική– λες και δεν υπάρχει τίποτ’άλλο σ’αυτόν τον κόσμο. Ουσιαστικά αυτό που με ενοχλεί είναι η αδυναμία επιλογής, ιδίως σ’αυτούς που έχουν δυνατότητα επιλογής.
Και όμως, δεν θα ξεχάσω ποτέ το Παγκόσμιο Κύπελο του 1982. Ήμουνα στις Βρυξέλλες, μαζευόμασταν σε σπίτια για να δούμε τους αγώνες, εγώ φυσικά άσχετη των ασχέτων. Πήγαινα όμως μια και με καλούσαν. Γενικώς πηγαίνω όπου με καλούν. Θεωρώ ότι με τιμούν. Πρέπει να έχω ιδεολογικό πρόβλημα για ν’αρνηθώ. Σήμερα δεν με πτόησε ούτε η άγνοια του θέματος. Θα μπορούσα να σας διηγηθώ ανέκδοτα λόγω αυτής μου της άγνοιας, που θα γελούσε ο πάσα πικραμένος. Ένας μεταφραστής καλείται να μεταφράσει ακόμα κι αυτά που δεν ξέρει ή κυρίως αυτά που δεν ξέρει. Το ποδόσφαιρο με κυνηγάει σαν απατημένος γκόμενος. Η πρώτη μου δουλειά σα διερμηνέας ήταν σε ένα συνέδριο Αργεντινών και Ελλήνων ποδοσφαιριστών, όπου είδα τον Αντωνιάδη και τον Καμάρα γραβατωμένους να μας φέρονται μ’ ένα σεβασμό και μια συστολή, σε πλήρη αντίθεση με την εικόνα που είχα στο κεφάλι μου. Ο Καμάρας είναι δικηγόρος, είχε πει η μάνα μου, λες κι αυτό αποτελεί εχέγγυο καλής συμπεριφοράς.
Ας γυρίσουμε όμως στο Μουντιάλ του ’82. Με θυμάμαι σε μια κουζίνα να κάνω χρέη μαγείρισσας και να βλέπω μόνο τις επαναλήψεις. Στον τελικό κέρδισε η Ιταλία τη Γερμανία 3-1. Σε μια πόλη με 40.000 Ιταλούς μετανάστες καταλαβαίνετε τι έγινε. Όλος ο κόσμος να πανηγυρίζει στους δρόμους. Αυτός ο κόσμος που μέχρι χθες ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας, έγιναν για μια βραδιά πρώτης. H βελγική αστυνομία τα είχε χάσει. Οι αστυνομικοί κοίταζαν αμήχανοι, ένιωθαν ότι η κατάσταση τους είχε ξεφύγει απ’τα χέρια. Δεν συνέβαινε όμως και τίποτα που να δικαιολογεί την παρέμβασή τους. Σήμερα θα είχαν παρέμβει, χωρίς δικαιολογία.
Η κοινωνική πλευρά μ’ενδιέφερε παραπάνω απ’το παιχνίδι. Αυτή η στιγμιαία κοινωνική συνοχή. Η εκδίκηση του υπανάπτυκτου Νότου ενάντια στον ανεπτυγμένο Βορρά. Η αίσθηση αυτού του κόσμου ότι είναι « κάποιος », αυτός που μέχρι χθες δεν ήταν « κανένας ».
« …χάρη στον Μαραντόνα ο μελαμψός Νότος είχε καταφέρει επιτέλους να ταπεινώσει τον λευκό Βορρά που τον περιφρονούσε . » θα γράψει μερικά χρόνια αργότερα ο Γαλεάνο για την ομάδα της Νάπολης. (σ. 251).
Κι αυτή η κοινωνική πλευρά εξακολουθεί να μ’ενδιαφέρει. Ίσως είναι και ο κύριος λόγος που μ’έκανε να διαβάσω το Ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως του Γαλεάνο, όπως και παλιότερα τη Φανέλα με το 9 του Κουμανταρέα ή ένα άλλο εκπληκτικό βιβλιαράκι για το ποδόσφαιρο : To San Isidro futbol του Ιταλού Πίνο Κακούτσι. Μπορεί υποσυνείδητα να χρειάζομαι τα « διαπιστευτήρια του διανοούμενου ». Μπορεί στο βάθος να προσπαθώ να καταλάβω γιατί δεν με ενδιαφέρει ένα παιχνίδι που κατορθώνει να φέρει άνω-κάτω την υφήλιο ολόκληρη.
Ποιος ήταν όμως ο Εδουάρδο Γαλεάνο ;
Ένας Ουρουγουανός δημοσιογράφος και ένας από τους σημαντικότερους λογοτέχνες της Λατινικής Αμερικής, που γεννήθηκε στο Μοντεβιδέο, το 1940. Προερχόταν από μια μεγαλοαστική, ευρωπαϊκής προέλευσης, καθολική οικογένεια, και είχε ασκήσει διάφορα χειρονακτικά επαγγέλματα πριν ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του ως δημοσιογράφος, στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Το πρώτο του γελιογραφικό σχέδιο ωστόσο το είχε δημοσιεύσει όταν ήταν 14 χρόνων. Από το 1973 μέχρι το 1984 έζησε εξόριστος στην Αργεντινή αρχικά, και στην Ισπανία αργότερα, μια και οι δικτατορίες τον κυνηγούσαν κατά πόδας, από τη μία χώρα στην άλλη. Και ουσιαστικά τον κυνηγούσαν για τα γραπτά του. Ο Γαλεάνο ξαναγράφει την ιστορία από την πλευρά των ηττημένων. Και την ξαναγράφει με ένα καταλυτικό χιούμορ που ταράζει και τρομοκρατεί την εκάστοτε άρχουσα τάξη, γιατί τη γελοιοποιεί σφαζοντάς τη με το γάντι.
Από τα πιο γνωστά έργα του είναι : Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής (1971), Μέρες και νύχτες αγάπης και πολέμου(1978), η τριλογία Μνήμη της φωτιάς (1982-1986), Το βιβλίο των εναγκαλισμών (1989), Οι λέξεις ταξιδεύουν (1993), Ένας κόσμος ανάποδα (1998) Καθρέφτες: μια σχεδόν παγκόσμια ιστορία (2008) και Οι μέρες αφηγούνται (2011). To έργο του για το οποίο ο Γαλεάνο έχει τιμηθεί με πολυάριθμα βραβεία και διακρίσεις κινείται ανάμεσα στο ντοκιμαντέρ, το μυθιστόρημα, τη δημοσιογραφία, την πολιτική ανάλυση και την ιστορία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί κανείς να το κατατάξει σε κάποιο συγκεκριμένο λογοτεχνικό είδος.
Πέθανε το 2015 από καρκίνο των πνευμόνων.
Τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε πάνω από είκοσι γλώσσες. Τα σημαντικότερα δε, έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά. To ποδόσφαιρο… που θα μας απασχολήσει εδώ, πρωτοεκδόθηκε το 1995, αλλά μέχρι και το 2015 ο συγγραφέας το συμπλήρωνε με τα πιο πρόσφατα γεγονότα.
Ο Γαλεάνο δεν είναι ο διανοούμενος που εξετάζει ένα μαζικό φαινόμενο και ασκεί κριτική από απόσταση, ο Γαλεάνο αγαπάει το ποδόσφαιρο, το έχει ζήσει από παιδί, ονειρευόταν να γίνει ποδοσφαιριστής και καλέληξε να γράφει γι’αυτό, με το πάθος του οπαδού, αλλά χωρίς παρωπίδες. Κατόρθωσε έτσι να επιτύχει με το γράψιμο αυτό που δεν είχε καταφέρει με τη μπάλα.
«… δεν είμαι παρά ένας ζητιάνος που περιφέρεται ανά τον κόσμο, παρακαλώντας για λίγο καλό ποδόσφαιρο στα γήπεδα.
— Ένα καλό παιχνίδι, για το Θεό. »
Και όταν η ευχή πραγματοποιείται, πανευτυχής για το θαύμα, λίγο με νοιάζει ποια ομάδα ή ποια χώρα παίζει. »
Στη χώρα του άλλωστε υπάρχει μια μακρά παράδοση που δεν μπορεί να αφήσει κανέναν αδιάφορο.
Το 1924, η Ουρουγουάη είχε κερδίσει το χρυσό μετάλλιο ποδοσφαίρου στους Ολυμπιακούς του Παρισιού. Αυτή η μικρή χώρα έβγαινε από την ανωνυμία και οι Ευρωπαίοι ανακάλυπταν εκ νέου την Αμερική. Στην Ουρουγουάη «… κάθε φορά που παίζει η εθνική ομάδα, κόβεται η ανάσα της χώρας, κλείνουν το στόμα τους οι πολιτικοί, οι τραγουδιστές και οι σαλτιμπάγκοι, οι ερωτευμένοι σταματούν τα χάδια τους, και οι μύγες σταματούν να πετάνε. »
Έχει παρακολουθήσει όλη την ιστορία του ποδοσφαίρου, την εξέλιξή του και τη μετατροπή του από παιχνίδι που έδινε χαρά, σε παγκόσμια επιχείρηση που διακινεί χρήμα. Από τις αλάνες της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής που θα βγάλουν παίκτες με φαντασία και εξαιρετικές ικανότητες και βέβαια με απρόβλεπτες τεχνικές, μέχρι τον Χαβελάντζε που θα ανακοινώσει κυνικά στη FIFA « Ήρθα να πουλήσω ένα προϊόν που λέγεται ποδόσφαιρο » (σ. 179) μετατρέποντας το παιχνίδι « σε μια από τις πιο επιτυχημένες πολυεθνικές επιχειρήσεις » (σ. 180) και τους παίκτες σε κινητές διαφημήσεις. (σ. 120)
Από τον Καμύ, που το ποδόσφαιρο του « …έμαθε ότι η μπάλα δεν σου έρχεται ποτέ από εκεί που την περιμένεις. », και « …να κερδίζει χωρίς να νιώθει θεός και να χάνει χωρίς να νιώθει σκουπίδι, σοφία που δεν αποκτάται εύκολα… » (σ. 74) μέχρι την περιφρόνηση που πολλοί αριστεροί διανούμενοι δείχνουν για το ποδόσφαιρο σίγουροι ότι « …η πλέμπα που παθιάζεται με το ποδόσφαιρο σκέφτεται με τα πόδια. » (σ. 40). Είναι αυτό ακριβώς που άκουγα κι εγώ στο σπίτι μου, χωρίς να είμαστε διανοούμενοι. Το ποδόσφαιρο είναι η μοναδική θρησκεία που δεν έχει άθεους, λέει ο Γαλεάνο. « Η ομάδα είναι η μοναδική ταυτότητα στην οποία πιστεύει ο οπαδός… » (σ. 139). Η μπάλα γίνεται σημαία : Οι Ουκρανοί της Ντιναμό Κιέβου θα υπερασπιστούν την τιμή τους κατά των Ναζί με κόστος την ίδια τους τη ζωή, αλλά και ο Μπερλουσκόνι θα στηρίξει την καμπάνια του με το σύνθημα Forza Italia που προερχόταν απ’τις κερκίδες των γηπέδων (σ. 42).
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το βιβλίο είναι μια δημοσιογραφική ιστορία και κοινωνιολογία του ποδοσφαίρου, που αποτελείται από σύντομα γλαφυρά και διασκεδαστικά κείμενα, όπου ο Γαλεάνο με το γνωστό ειρωνικό και σαρκαστικό του ύφος γράφει όσα οι επίσημες πηγές επιμένουν να αγνούν. Oι απαρχές του ποδοσφαίρου, οι κανόνες του, η ιστορία των ομάδων, αναμνήσεις από εξαιρετικά παιχνίδια και μοναδικές στιγμές, ιδιοφυείς παίκτες, ιστορίες ανέκδοτες, αλλά και η άλλη πλευρά του νομίσματος, η χειραγώγησή του από την πολιτική, η διαφθορά, ο ρατσισμός, η μυθοποίηση και η απομυθοποίηση του παίκτη, η απόσυρσή του και η λήθη.
Το βιβλίο είναι γραμμένο με τόση εντιμότητα και τόση δύναμη που ακόμα και οι άσχετοι, οι σνομπ και οι αδαείς θα διασκεδάσουν, κι ας μην ομολογήσουν ποτέ ότι μπορεί και να «… βλέπουν πλέον το ποδόσφαιρο με άλλα μάτια. » όπως γράφει το δελτίο τύπου της ελληνικής έκδοσης.
Ντιάνα Μπόμπολου
Γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1954.
Έχει κάνει σπουδές πολιτικών επιστημών (πτυχίο Παντείου, 1977), διερμηνείας και μετάφρασης (E.T.I. Université de Genève, 1978), εφηρμοσμένων ξένων γλωσσών (Maîtrise L.E.A., Université de la Sorbonne–Paris IV, 1980), ισπανικής φιλολογίας-γλωσσολογίας (Diploma, Universidad Complutense de Madrid, 1987) και μεταπτυχιακές σπουδές (D.E.A. γλώσσας, λογοτεχνίας και πολιτισμού ισπανόφωνων χωρών, Université de la Sorbonne–Nouvelle–Paris III, 1987). Από το 1980 έως το 2010 εργάστηκε ως μεταφράστρια στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες, με γλώσσες : Ισπανικά, ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά και πορτογαλικά. Παράλληλα έχει μεταφράσει λογοτεχνία, διδάξει τεχνική και λογοτεχνική μετάφραση και δώσει διαλέξεις και σεμινάρια με θέμα τη γλωσσική παιδεία, τη μετάφραση, τον μεξικανικό και γενικότερα τον ισπανόφωνο πολιτισμό, σε διάφορα πανεπιστήμια και πολιτιστικά ιδρύματα στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ολλανδία και το Μεξικό. Επίσης έχει δημοσιεύσει άρθρα σχετικά με τα θέματα αυτά.