Scroll Top

Ποιος σκότωσε τον Πατέρα μου, συζήτηση με την Στέλα Ζουμπουλάκη

poiosskotose ton patera moyzoympoylaki

Ποιος σκότωσε τον Πατέρα μου

του Εντουάρ Λουί

εκδόσεις Αντίποδες

συνάντηση με την μεταφράστρια

Στέλα Ζουμπουλάκη

 

Β.Μ: Τι το διαφοροποιεί και τι το ενώνει με τα προηγούμενα δυο αυτοβιογραφικά βιβλία του; (Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ & Ιστορία της βίας, εκδ. Αντίποδες)

Και τα τρία βιβλία του Λουί παρότι πολλοί τα χαρακτηρίζουν ως αυτοβιογραφικά δεν είναι ακριβώς αυτό. Ο Λουί αυτό που κάνει είναι να παίρνει την πραγματική εμπειρία, αυτά που έχει ζήσει, και να τα μετατρέπει σε μυθοπλασία. Το βασικό στοιχείο που διαφοροποιεί το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου από τα προηγούμενα δύο είναι ότι είναι γραμμένο σε δεύτερο πρόσωπο, καθώς ο συγγραφέας δοκιμάζει να απευθυνθεί στον πατέρα του, να συζητήσει μαζί του, να τον συγχωρήσει. Μιλώντας σε πιο προσωπικό ύφος, και αφήνοντας λίγο στην άκρη την εξιστόρηση της βίας που υπάρχει στα δύο άλλα βιβλία του, προσπαθεί να ανασκευάσει την εικόνα που έχει φτιάξει για την οικογένειά του. Είναι σαν να ωρίμασε, να κατάλαβε και να θέλει να συγχωρήσει. Αλλά τα τρία βιβλία αλληλοσυμπληρώνονται, σχηματίζοντας μια άτυπη τριλογία. Το γράφει άλλωστε και στο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου: «Δεν φοβάμαι να λέω τα ίδια και τα ίδια γιατί αυτό που γράφω, αυτό που λέω, δεν υπακούει στις απαιτήσεις της λογοτεχνίας αλλά σε εκείνες του επείγοντος, σε εκείνες της φωτιάς».

Β.Μ: Καθώς έχεις μεταφράσει και το προηγούμενο βιβλίο του (Ιστορία της βίας) τι πιστεύεις ότι έχει αφήσει μέχρι τώρα στη λογοτεχνία, από το πρώτο Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ; Αλλάζει κατά τη γνώμη σου ένα ολόκληρο είδος (αυτοβιογραφία) ή εισάγει ένα νέο;

Ο Λουί στην ουσία κάνει μια λογοτεχνία της αντιπαράθεσης, όπως άλλωστε έχει δηλώσει και ο ίδιος. Μια λογοτεχνία ενάντια στη λογοτεχνία. Μια λογοτεχνία που αρνείται να αισθητικοποιήσει, αρνείται να προσφερθεί ως αναγνωστική απόλαυση. Δεν θέλει να περάσεις καλά διαβάζοντας τα βιβλία του, παρότι έχει συνείδηση πως αυτό είναι αναπόφευκτο να συμβεί. Θέλει να προκαλέσει, να κάνει τους ανθρώπους που τον διαβάζουν να νιώσουν άβολα, να φέρει τον κόσμο αντιμέτωπο με αυτό που πραγματικά συμβαίνει και να τον κάνει να ασχοληθεί με αυτό. Και ο βασικός λόγος για τον οποίο το καταφέρνει αυτό είναι πως δεν είναι κάποιος που απλώς γράφει για τα προβλήματα των άλλων, αλλά γράφει για τα πράγματα που έχει ζήσει ως παιδί της εργατική τάξης. Χρησιμοποιεί την αλήθεια ως εργαλείο σύγκρουσης και αντιπαράθεσης.

Β.Μ: Ποιος κατηγορείται λοιπόν για τον φόνο του πατέρα του;

Δεν πρόκειται εδώ για διερεύνηση του εγκλήματος. Ο τίτλος δεν είναι ερώτηση. Είναι κατάφαση. Στο βιβλίο μας λέει ποιος σκότωσε τον πατέρα του – και κάθε άνδρα σαν τον πατέρα του. Δεν αναρωτιέται ποιος το έκανε. Το ζήτημα είναι ταξικό, με την πρώτη τάξη να είναι η ίδια η αρρενωπότητα, αυτή η προσπάθεια να είναι άντρας, να φέρεται σαν άντρας, δεύτερον είναι η καταδίκη του ως μέλους της εργατικής τάξης και οι πολιτικές κατευθύνσεις των τελευταίων δεκαετιών. Η κυρίαρχη τάξη και η πολιτική της του τσάκισε τη μέση, του διέλυσε τα σωθικά, τον οδήγησε στην εξαθλίωση, την αρρώστια, τον πόνο. Δεν έκανε τίποτα για να αλλάξει τη ζωή του πατέρα του, κανενός σαν τον πατέρα του, απλώς τον καταδίκαζε σε ολοένα και περισσότερο πόνο, ολοένα και μεγαλύτερη ανέχεια.

Β.Μ: Τελικά ποια είναι η έννοια της βίας; Η βία γεννά βία; Ή η βία μας σώζει από τη βία;

Αυτή η ερώτηση έχει μείνει εκκρεμής και αναπάντητη ήδη από την Ιστορία της βίας. Στο Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου ο Λουί γράφει: «Είναι παράξενο, επειδή ο πατέρας σου ήταν βίαιος επαναλάμβανες εμμονικά ότι εσύ δεν θα ασκήσεις ποτέ βία, δεν θα χτυπήσεις ποτέ κανένα από τα παιδιά σου, μας έλεγες: Δεν θα σηκώσω ποτέ χέρι σε κανένα από τα παιδιά μου, ποτέ στη ζωή μου. Η βία γεννά μόνο βία. Επαναλάμβανα αυτή τη φράση για καιρό, ότι η βία είναι η αιτία της βίας, έκανα λάθος. Η βία μας έσωσε από τη βία».
Το φαινόμενο δεν είναι γραμμικό, δεν το γεννά κάτι. Ζούμε σε ένα καθεστώς βίας. Δεν είναι πάντα άμεση βία, δεν μας χτυπάνε, δεν μας δέρνουν. Υπάρχει και η βία της αδιαφορίας, το γεγονός πως κανείς δεν ενδιαφέρεται για μας, παρά μόνο για τη διατήρηση των δικών του προνομίων.

Β.Μ: Πως ήταν η εμπειρία της μετάφρασης των δυο τελευταίων έργων του Λουί; Υπήρξαν δυσκολίες αλλά και προκλήσεις;

Ο Λουί γράφει σε μια γλώσσα πάρα πολύ ζωντανή, με μεγάλη ένταση. Αυτή τη ζωντάνια ένιωθα κι εγώ την ώρα που μετέφραζα, το έκανα με φοβερή όρεξη. Αυτή η ένταση ήταν το στοίχημα που ήθελα να κερδίσω, μένει στον αναγνώστη να κρίνει αν τα κατάφερα Η δυσκολία με τη γραφή του Λουί είναι ακριβώς αυτή, να παραμείνει η αγριάδα και η ζωντάνια. Αν δει κανείς το κείμενο, δεν έχει μεγάλες γλωσσικές δυσκολίες, αλλά από την άλλη έχει έναν ρυθμό, μια τραχύτητα, τίποτα δεν είναι αφημένο εκεί στην τύχη του, κάθε λέξη είναι τοποθετημένη εκεί που πρέπει, για να επιτευχθούν αυτές οι διαβαθμίσεις της έντασης. Εγώ λειτούργησα με μια λογική απόλυτης πιστότητας, δεν ήθελα να ωραιοποιήσω τη γλώσσα και να υποκύψω στη λογοτεχνικότητα, να κάνω το κείμενο πιο όμορφο απ’ ό,τι το ίδιο θέλει να είναι.

 

συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Ιούνης 2020

 

Η Στέλα Ζουμπουλάκη σπούδασε ψυχολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακό στη Γενική και Συγκριτική Γραμματολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε για πολλά χρόνια ως διορθώτρια και επιμελήτρια σε εκδοτικούς οίκους, μεταξύ των οποίων οι εκδόσεις Πόλις, οι εκδόσεις Μεταίχμιο, οι εκδόσεις Πατάκη και οι εκδόσεις Αντίποδες, των οποίων υπήρξε βασικό στέλεχος. Έχει μεταφράσει από τα γαλλικά το μυθιστόρημα της Cécile Coulon, Le rire du grand blessé (υπό έκδοση από τις εκδόσεις Πόλις), και την Ιστορία της βίας του Εντουάρ Λουί (εκδ. Αντίποδες).

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ