Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ’ το νερό
Πάνω στα ποτάμια που κυλούν
του Αντόνιο Λόμπο Αντούνες
εκδόσεις Πόλις
συνάντηση με την μεταφράστρια
Μαρία Παπαδήμα
Β.Μ: Μετά την μετάφραση και τριβή, με δυο σπουδαία και πρόσφατα εκδοθέντα έργα του Λόμπο Αντούνες (Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ’ το νερό – Πάνω στα ποτάμια που κυλούν –εκδ. Πόλις), ποια πιστεύεις είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν τόσο σπουδαίο συγγραφέα;
Η συγκλονιστική, χειμαρρώδης γραφή του, λαμπρή πορτογαλική εκδοχή του stream of consciousness, η δημιουργία μιας ατμόσφαιρας που δεν εξανεμίζεται με το τέλος της ανάγνωσης, μέρες, μήνες μετά παραμένεις μέσα της σαν στοιχειωμένος. Είναι ένας κόσμος ονείρου και πραγματικότητας, παρόντος και παρελθόντος, αινιγματικός και αμφίσημος που σε κρατάει καθηλωμένο στην αναζήτηση του βαθύτερου νοήματος.
Β.Μ: Ας δούμε όμως τι θα διαβάσουμε στο πρώτο από τα παραπάνω κείμενα, Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ’ το νερό!
Η ιστορία είναι γνωστή από την αρχή. Ο μαύρος υιοθετημένος γιος, «ενθύμιο» του πολέμου της Αγκόλας, σκοτώνει τον λευκό πατέρα την ημέρα των χοιροσφαγίων όπου παραδοσιακά συναντιέται κάθε χρόνο όλη η οικογένεια στη γενέτειρά της. Ο αναγνώστης δεν έχει να περιμένει μια γραμμική αφήγηση, υπάρχει μια διαρκής παλινδρόμηση ανάμεσα στο τώρα και το παρελθόν, λιγότερο ή περισσότερο μακρινό, με αποτέλεσμα να μην παρακολουθεί την εξέλιξη μιας ιστορίας αλλά να βιώνει την καταβύθιση στις συνειδήσεις όλων των ηρώων με κύριους πρωταγωνιστές πατέρα και γιο, αλλά και τη μητέρα, την αδερφή, τη νύφη που παίρνουν με τη σειρά τους το λόγο. Ο αναγνώστης δεν παρακολουθεί την εξέλιξη μιας ιστορίας, αλλά ζει μέσα της, συνοδεύει πότε τον έναν πότε τον άλλο από τους χαρακτήρες στην αναζήτηση της δικής του αλήθειας.
Β.Μ: Ο Αντούνες καταπιάνεται με το θέμα του αποικιοκρατικού πολέμου της Πορτογαλίας στην Αγκόλα σε πολλά από τα έργα του. Εξάλλου και ο ίδιος έζησε τον συγκεκριμένο πόλεμο. Τελικά πόσο δύσκολη και επίπονη είναι η ανάγνωση τέτοιας θεματολογίας, συν το γεγονός πως Αντούνες χρησιμοποιεί και μια υβριδική μορφή γραφής;
Ο Αντούνες όντως επανέρχεται σχεδόν όλα του τα βιβλία στην τραυματική εμπειρία του ως νέου γιατρού σταλμένου όπως και χιλιάδες συνομήλικοί του να πολεμήσει στην Αγκόλα. Ασφαλώς μια τέτοια θεματολογία δεν είναι ανώδυνη, δεν είναι αυτό που είθισται να αποκαλούμε βιβλίο για τις διακοπές, βιβλίο αναψυχής. Είναι σαν να παρακολουθεί κανείς ταυτόχρονα πολεμικό ρεπορτάζ και συνεδρίες ψυχοθεραπείας. Οι σκηνές είναι σκληρές, ωμές, απάνθρωπες και οι ήρωες μάς παρουσιάζονται γυμνοί μέσα στην αναλγησία ή την ευαισθησία τους, που είναι σαν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Ο τρόπος γραφής με τις εμμονικές επαναλήψεις, την ασυνέχειά του, τις εκ βαθέων εξομολογήσεις των προσώπων αυξάνει την ένταση της πρόσληψης των γεγονότων, ο αναγνώστης σφυροκοπείται διαρκώς από εικόνες, λέξεις, πρόσωπα, η γραφή αυτή τον κατατρύχει σαν εφιάλτης από τον οποίο δεν ξυπνάει κανείς αλώβητος.
Β.Μ: Πόσο βοηθούν τέτοια αναγνώσματα για να διασωθεί η ιστορική μνήμη (ειδικά χώρες με έντονο αποικιοκρατικό παρελθόν), δεδομένου ότι ο συγγραφέας, μας υπενθυμίζει ότι οι νεότεροι δεν είμαστε απαλλαγμένοι από την κληρονομιά των προγόνων μας; (μάλιστα ο ίδιος δηλώνει «γράφω γιατί νιώθω ενοχή»)
Δεν πρόκειται για ιστορικό μυθιστόρημα, αλλά για βιωμένη ιστορία που ο συγγραφέας της μας κάνει άμεσα κοινωνούς της. Κατά την άποψή μου είναι ο καλύτερος τρόπος διάσωσης της ιστορικής μνήμης. Χωρίς μακροσκελείς αφηγήσεις, ημερομηνίες και ιστορικές αναφορές βρισκόμαστε μέσω των ηρώων στην καρδιά των γεγονότων. Πλάνα στην αρχή θαμπά και δυσνόητα, διάλογοι ανώνυμοι και ανολοκλήρωτοι, όσο η ανάγνωση προχωράει ξεκαθαρίζουν και γίνονται αδυσώπητες εικόνες και οιμωγές που έρχονται να πλήξουν ανεπανόρθωτα την ευρωπαϊκή μας συνείδηση των πολιτισμένων λαών.
Β.Μ: Στο Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ’ το νερό, γινόμαστε μάρτυρες μιας δολοφονίας ως εκδίκηση. Ο υιοθετημένος γιος (που τον έφερε ως «λάφυρο» ο πατέρας από την Αγκόλα), σκοτώνει το πατέρα λέγοντας του τα λόγια: «θυμάσαι τι έκανες; θυμάσαι τι έκανες;». Η βία εδώ προσφέρεται ως «λύση», ως κάθαρση και προφανώς (κατά τη γνώμη μου πάντα) ο συγγραφέας φαίνεται να μην την καταδικάζει απ΄ όπου κι αν προέρχεται! Ποια η δική σου γνώμη;
Είναι η τιμωρία, η κάθαρση όπως τη γνωρίζουμε από την αρχαία ελληνική τραγωδία. Ο μαύρος γιος αγαπάει τον λευκό πατέρα που τον μεγάλωσε, που του συμπαραστάθηκε στη ζωή του ως μαύρου στην Πορτογαλία των λευκών, αλλά ο πατέρας αυτός είναι ταυτόχρονα ο δολοφόνος της πραγματικής του μητέρας κι αυτό τίποτε δεν μπορεί να το σβήσει και να το συγχωρήσει. Και οι δυο είναι οριστικά καθηλωμένοι στην Αφρική, στον πόλεμο, ζουν επιφανειακά μια δήθεν κανονική ζωή, αλλά τη μέρα τους και τη νύχτα τους τις ταράζουν οι οβίδες, οι κρουνοί του αίματος, τα ακρωτηριασμένα μέλη. Ο τελικός εναγκαλισμός τους, μέσα στο αίμα ο ένας του άλλου, θα φέρει τη λύτρωση από τα φαντάσματα και τη συμφιλίωση. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Β.Μ: Κατά τη γνώμη μου αποτελεί άθλο η μετάφρασή σου στο, Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ’ το νερό λόγω του χειμαρρώδους και πυκνού κειμένου. Έχεις συμβάλει τα μέγιστα όμως, ώστε το μυθιστόρημα να είναι μια σπάνια εμπειρία για τον αναγνώστη. Αλήθεια πως ήταν η εμπειρία και η αναμέτρησή σου με το κείμενο και τι δυσκολίες αντιμετώπισες;
Για το μεταφραστή, η μετάφραση δεν είναι μόνο κείμενο, λέξεις, αλλά εικόνες που τον στοιχειώνουν, πρόσωπα που γίνονται οι καθημερινοί του συνομιλητές και των οποίων καλείται να πλάσει το λόγο και να στήσει τα σκηνικά μέσα στα οποία κινούνται. Στο έργο αυτό η γραφή είναι συγκοπτόμενη, ασθμαίνουσα, επαναληπτική με παραλλαγές, διαλείπουσα. Όσο κι αν με βάραινε η αδυσώπητη έκβαση της ιστορίας, γνωστή από την αρχή, είχα πρωτίστως να ανταποκριθώ σε μια απαίτηση ακραίας δεξιοτεχνίας, όπου έπρεπε να κόβω τις φράσεις, ακόμη και μια λέξη στη μέση και ο αναγνώστης να μη χάνει ούτε τον ειρμό ούτε το ρυθμό, όλα να είναι παράξενα και ταυτόχρονα φυσικά όπως όταν κινείσαι μέσα σ’ ένα όνειρο που ξαφνικά γίνεται εφιάλτης.
Β.Μ: Πάντως και στο έτερο έργο (που έγινε αφορμή για να συναντηθούμε έστω και εξ αποστάσεως), Πάνω στα ποτάμια που κυλούν, βασικό του θέμα είναι η μνήμη! Πες μας δυο λόγια για αυτό το μάλλον, αυτοβιογραφικό έργο.
Ναι, είναι αυτοβιογραφικό, με την έννοια ότι ο ίδιος ο συγγραφέας γνώρισε τη δοκιμασία του καρκίνου την οποία μας αφηγείται ο ήρωάς του. Κι ενώ το ρεύμα του θανάτου τον παρασύρει προς την εκβολή του ποταμού, η μνήμη ορθώνει την ασπίδα της να υπερασπιστεί τη ζωή που χάνεται και οδηγεί τον μελλοθάνατο πίσω στις πρώτες πηγές και τα θεραπευτικά ύδατά τους. Η μνήμη παρεμβαίνει σωτήρια, διακόπτοντας με εμβόλιμες εικόνες που έρχονται από τα παιδικά χρόνια, το νοσοκομειακό τελετουργικό γιατρών, νοσοκόμων, επισκεπτών, φαρμάκων, αναλγητικών και επώδυνων θεραπειών, γίνεται το αόρατο και ταυτόχρονα ορατό φράγμα που χωρίζει νεκρούς και ζωντανούς και σπρώχνει ανεπαίσθητα αλλά επίμονα τον ήρωα- alter ego του συγγραφέα προς την όχθη της ζωής.
Β.Μ: Είναι τελικά η μνήμη που διασώζει;
Η μνήμη διασώζει αλλά και καταδικάζει. Διασώζει τις φωτεινές στιγμές αλλά και τις μαύρες ώρες της ανθρώπινης ύπαρξης, λειτουργεί πότε σωτήρια και πότε καταδικαστικά. Η μνήμη είναι ένα πηγάδι που δίνει το κρυστάλλινο νερό του για να ξεδιψάσεις αλλά ταυτόχρονα φυλάει μέσα στη βρώμικη λάσπη του τα παπούτσια των πνιγμένων.
Β.Μ: Όντας στο κρεβάτι του νοσοκομείου και με καρκίνο στο έντερο ό Αντούνες αντί να παραιτηθεί, ανανοηματοδοτεί όλη του τη ζωή, τον κόσμο, τον άνθρωπο, τον θάνατο, τον πόνο, την απόγνωση, το άγνωστο, την αγάπη, την αμαρτία, τον χρόνο αλλά και το έρωτα. Εκεί που ξαναγυρίζει όμως είναι η παιδική του ηλικία. «Όπως για πάντα διαρκεί η παιδική ηλικία. Ακόμα και όταν όλα μας εγκαταλείπουν, το παρελθόν παραμένει.». Είναι τελικά καταφύγιο η παιδική μας ηλικία, έχεις προσωπικό βίωμα από αυτό; Το ρωτώ σε αντιδιαστολή με τον μαύρο Αγκολέζο γιο (Ώσπου οι πέτρες να γίνουν ελαφρύτερες απ’ το νερό) όπου μάλλον η παιδική του ηλικία σήμανε και την καταστροφή του;
Η παιδική ηλικία, το αρχέγονο τραύμα, η χαμένη αθωότητα, η διπλή ανάγνωση των γεγονότων που σκεπάζονται από τη λήθη και την αμφισημία καθώς μεγαλώνουμε. Είναι πολύ σωστή η διάκριση που κάνετε ανάμεσα στα δυο βιβλία. Στη μια περίπτωση, η παιδική ηλικία βοηθάει στην ανάνηψη και στη ζωή, στην άλλη σφραγίζει την καταδίκη και εν τέλει το θάνατο. Η μυθολογία που περιβάλλει τις παιδικές αναμνήσεις, στην μια περίπτωση είναι λυτρωτική, έχει μια νοσταλγία αινιγματική πάντα αλλά ζωοποιό, ενώ στην άλλη μέσα από την αχλή των εικόνων και των λόγων προβάλει διαρκώς η αδυσώπητη μοίρα.
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Ιούνης 2021
Αποσπάσματα από τα δύο βιβλία
«στα χοιροσφάγια, ο μαύρος γιος σκότωσε τον λευκό πατέρα με το μαχαίρι, αλλά το ίδιο μαχαίρι μου φάνηκε πως γι αυτόν ήταν άλλο μαχαίρι πολύ παλιό…».
«– Σκοτώστε σκοτώστε»
«– Αν ξεχάσεις την Αφρική, θα καταφέρεις να κοιμηθείς…»
«Και αν οι πέτρες της μπορούν να γίνουν ελαφρύτερες απ’ το νερό οι δικές μου όχι, όλα επιστρέφουν διαρκώς, δεν με αφήνουν με καταδιώκουν…»
«…για πες μου πώς βγαίνει κανείς από τον πόλεμο, για πες, βγαίνει μόνο όποιος δεν μπήκε…»
«ήταν ο πατέρας μου και δεν ήθελα να του κάνω κακό, τ’ ορκίζομαι, με φρόντισε, τον αγαπούσα, δεν ήθελα, δεν ήταν ο πατέρας μου που σκότωσα, ήταν οι πυροβολισμοί και ο πόλεμος…»
«Θυμάσαι τι έκανες, θυμάσαι τι έκανες»;
«… ακόμα και σήμερα δεν ξέρω γιατί το έκανα, ίσως ένιωθα μόνος και ήταν σαν να ήμουν ιδιοκτήτης ενός ζώου συντροφιάς που παρότι δεν μιλούσε ήταν όπως και να ΄χει καλύτερο απ΄ το τίποτα…»
«…από εγωϊσμό, γιατί ήθελα να θυμάσαι πάντα τι έκανα και να μη με εκδικηθείς ποτέ, να δεχτείς, έτσι είναι ο πόλεμος…».
«Σκεφτείτε καλά πού μπλέκετε αργά ή γρήγορα θα σας εκδικηθεί ανθυπολοχαγέ μου»,