Pablo Neruda
12 ποιήματα από τη συλλογή
Ισπανία στην καρδιά. Ύμνος στις δόξες του λαού στον πόλεμο
Επίκληση
Για να αρχίσουμε, για πάνω από το τριαντάφυλλο
το καθαρό και μοιρασμένο, για πάνω από τη ρίζα
του ουρανού και του αγέρα και της γης, η θέληση ενός τραγουδιού
με εκρήξεις, η επιθυμία
ενός τεράστιου τραγουδιού, ενός μετάλλου που συλλέγει
πόλεμο και γυμνό αίμα.
Ισπανία, κρύσταλλο κούπας, όχι διάδημα,
αλλά χτυπημένη πέτρα, μαχόμενη τρυφερότητα
σιταριού, δέρματος και ζώου που φλέγεται.
Αύριο, σήμερα, στα βήματά σου
μια σιωπή, έκπληξη ελπίδων
σαν ένας μεγάλος άνεμος: ένα φως, ένα φεγγάρι,
φεγγάρι ξοδεμένο, φεγγάρι από χέρι σε χέρι
από καμπάνα σε καμπάνα!
Γενέθλια μητέρα, γροθιά
από σκληρή βρώμη,
πλανήτη
ξερέ και ματωμένε των ηρώων!
Βομβαρδισμός
Ποιος; στους δρόμους, ποιος,
ποιος, ποιος; στη σκιά, στο αίμα, ποιος;
στην έκλαμψη, ποιος,
ποιος; Πέφτει
στάχτη, πέφτει
σίδερο
και πέτρα και θάνατος και θρήνος και φλόγες,
ποιος, ποιος, ποιος, μάνα μου, ποιος, και πού;
Κατάρα
Πατρίδα αυλακωμένη, ορκίζομαι ότι από τις στάχτες σου
θα γεννηθείς σαν ένα άνθος διηνεκούς ύδατος,
ορκίζομαι ότι από το στόμα της δίψας σου θα βγουν στον αέρα
τα πέταλα του ψωμιού, το χυμένο
στάχυ που ανοίγει. Καταραμένοι να είναι,
καταραμένοι, καταραμένοι αυτοί που με τσεκούρι και φίδι
φτάσανε στη χοϊκή αρένα, καταραμένοι αυτοί
που περίμεναν αυτή τη μέρα για να ανοίξουν την πόρτα
του αρχοντικού στον μαυριτανό [1] και στον ληστή:
τι κατορθώσατε; Φέρτε, φέρτε τη λάμπα,
δείτε το μουσκεμένο πάτωμα, δείτε τη μαύρη τρυπούλα
τη φαγωμένη από τις φλόγες, τον χιτώνα
της τουφεκισμένης Ισπανίας.
Καταραμένοι αυτοί που μια μέρα
δεν κοίταξαν, καταραμένοι τυφλοί καταραμένοι,
αυτοί που δεν πρόσφεραν στην περήφανη πατρίδα
το ψωμί αλλά τα δάκρυα, καταραμένοι
στρατιωτικές στολές λερωμένες και όξινα ράσα,
αποκρουστικοί σκύλοι της σπηλιάς και του τάφου.
Μαδρίτη
(1936)
Μαδρίτη μόνη και περήφανη, ο Ιούλιος σε ξάφνιασε με τη χαρά σου
της φτωχιάς κηρήθρας· φωτεινός ήταν ο δρόμος σου
φωτεινό ήταν το όνειρό σου.
Ένας μαύρος λόξυγκας
στρατηγών, ένα κύμα
λυσσασμένων ράσων
έριξε στα γόνατά σου
τα βαλτωμένα του νερά, τα φλεματώδη ποτάμια του.
Με τα μάτια ακόμα λαβωμένα από όνειρο,
με κυνηγετικά όπλα και πέτρες, Μαδρίτη, νωρίς λαβωμένη,
αμύνθηκες. Έτρεχες
στους δρόμους
αφήνοντας αυλακιές από το άγιο σου αίμα,
ξαναμαζεύοντας και φωνάζοντας με μια φωνή του ωκεανού,
με μια όψη αλλαγμένη για πάντα
από το φως του αίματος, σαν βουνό που εκδικείται
σαν ένα αστέρι μαχαιριών που σφυρίζει.
Όταν στα σκοτεινά στρατόπεδα, όταν στις εκκλησίες
της προδοσίας μπήκε το σπαθί σου φλεγόμενο,
δεν ήρθε παρά σιωπή της αυγής, δεν ήρθε
παρά ο βηματισμός των σημαιών σου,
και μια σεβάσμια σταγόνα από αίμα στο χαμόγελό σου.
Εξηγώ κάποια πράγματα
Θα ρωτήσετε: Και πού είναι οι πασχαλιές;
Και η μεταφυσική η τυλιγμένη με παπαρούνες;
Και η βροχή που συχνά χτυπούσε
τις λέξεις σου γεμίζοντάς τες
με τρύπες και πουλιά;
Θα σας διηγηθώ αυτό που μου συμβαίνει.
Εγώ ζούσα σε μια συνοικία
της Μαδρίτης, με καμπάνες,
με ρολόγια, με δέντρα.
Από εκεί φαίνονταν
το ξερό πρόσωπο της Καστίλιας
σαν ένας ωκεανός από δέρμα.
Το σπίτι μου ονομάζονταν
το σπίτι των λουλουδιών, γιατί από όλες τις μεριές
πρόβαλλαν γεράνια: ήταν
ένα όμορφο σπίτι
με σκυλιά και παιδάκια.
Ραούλ, θυμάσαι;
Θυμάσαι, Ραφαέλ;
Φεντερίκο, [2] θυμάσαι
κάτω από το χώμα,
θυμάσαι το σπίτι μου με τα μπαλκόνια όπου
το φως του Ιουνίου έπνιγε λουλούδια στο στόμα σου;
Αδελφέ! Αδελφέ!
Όλα
ήταν δυνατές φωνές, αλάτι από πραμάτειες,
στοίβαγμα από σπαρταριστό ψωμί,
λαϊκές αγορές της συνοικίας μου στο Αργκουέγιες με το άγαλμά της
σαν ένα χλωμό μελανοδοχείο ανάμεσα σε βακαλάους:
το λάδι έφτανε στα κουτάλια,
ένας βαθύς παλμός
χεριών και ποδιών πλημμύριζε τους δρόμους,
μέτρα, λίτρα, ουσία
διαπεραστική της ζωής,
στοιβαγμένα ψάρια,
άθροισμα από στέγες με κρύο ήλιο που σε αυτόν
το βέλος κουράζεται,
λεπτό φίλντισι από πατάτες που παραληρεί
ντομάτες που επαναλαμβάνονται μέχρι τη θάλασσα.
Και ένα πρωί όλα φλέγονταν
και ένα πρωί οι πυρκαγιές
πρόβαλλαν από τη γη,
καταβροχθίζοντας πλάσματα,
και από τότε φωτιά,
μπαρούτι από τότε,
και από τότε αίμα.
Ληστές με αεροπλάνα και μαυριτανούς,
ληστές με δαχτυλίδια και δούκισσες,
ληστές με καλόγερους που ευλογούσαν,
έρχονταν από τον ουρανό να σκοτώσουν παιδιά,
και στους δρόμους το αίμα των παιδιών
κυλούσε απλώς σαν αίμα παιδιών.
Τσακάλια που το τσακάλι θα απέφευγε
πέτρες που το ξερό γαϊδουράγκαθο θα δάγκωνε φτύνοντας,
οχιές που οι οχιές θα μισούσαν!
Μπροστά σε σας είδα το αίμα
της Ισπανίας να σηκώνεται
για να σας πνίξει με ένα μόνο κύμα
από περηφάνια και μαχαίρια.
Προδότες Στρατηγοί [3]
Προδότες
στρατηγοί:
δείτε το νεκρό μου σπίτι
δείτε τη σπασμένη Ισπανία:
αλλά από κάθε νεκρό σπίτι ξεπροβάλλει μέταλλο φωτιάς
αντί για λουλούδια,
από κάθε ρωγμή της Ισπανίας
ξεπροβάλλει η Ισπανία,
αλλά από κάθε νεκρό παιδί προβάλλει ένα ντουφέκι με μάτια,
από κάθε έγκλημα γεννιούνται σφαίρες
που θα βρουν μια μέρα το μέρος
της καρδιάς σας.
Θα ρωτήσετε, γιατί η ποίησή σου
δεν μας μιλάει για το όνειρο, για τα φύλλα,
για τα μεγάλα ηφαίστεια της γενέθλιας χώρας σου;
Ελάτε να δείτε το αίμα στους δρόμους,
ελάτε να δείτε
το αίμα στους δρόμους
ελάτε να δείτε το αίμα
στους δρόμους!
Άσμα για τις μητέρες των νεκρών μαχητών
Δεν πέθαναν! Είναι μέσα
στην πυρίτιδα,
όρθιοι, σαν φυτίλια που φλέγονται!
Οι καθαρές τους σκιές σμίξανε
στο λιβάδι με το χρώμα του χαλκού
σαν κουρτίνα θωρακισμένου ανέμου,
σαν ένα φράγμα με το χρώμα της οργής
σαν το ίδιο το αόρατο στήθος του ουρανού.
Μητέρες! Αυτοί είναι όρθιοι στο σιτάρι,
ψηλοί σαν το βαθύ μεσημέρι,
κυρίαρχοι στις μεγάλες πεδιάδες!
Είναι μια κωδωνοκρουσία μαύρης φωνής
που μέσα από τα σώματα του δολοφονημένου ατσαλιού
διακαμπανίζει τη νίκη.
Αδελφές σαν την πεσμένη
σκόνη, ραγισμένες καρδιές
έχετε πίστη στους νεκρούς σας!
Δεν είναι μόνον ρίζες
κάτω από τις βαμμένες με αίμα πέτρες,
όχι μόνον τα πεσμένα φτωχά τους οστά
δουλεύουν εργατικά στη γη,
αλλά και τα στόματά τους ακόμα δαγκώνουν ξηρά πυρίτιδα
και χτυπούν σαν ωκεανοί από σίδηρο, και ακόμη
οι υψωμένες τους γροθιές αμφισβητούν τον θάνατο.
Αφού από τόσα κορμιά μια αόρατη ζωή
ξεπηδάει! Μητέρες, σημαίες, γιοί!
Ένα μόνο ζωντανό σώμα σαν τη ζωή:
ένα πρόσωπο με σπασμένα μάτια φρουρεί τα σκοτάδια
με ένα σπαθί γεμάτο από γήινες ελπίδες!
Αφήστε
τους χιτώνες του πένθους σας, μαζέψτε όλα
τα δάκρυά σας μέχρι να τα κάνετε μέταλλα:
που εκεί θα χτυπάμε μέρα και νύχτα
εκεί θα πατάμε μέρα και νύχτα
εκεί θα φτύνουμε μέρα και νύχτα
μέχρι να πέσουν οι πόρτες του μίσους!
Εγώ δεν ξεχνάω τις δικές σας συμφορές, ξέρω
τα παιδιά σας,
και αν είμαι περήφανος για το θάνατό τους,
είμαι επίσης περήφανος για τις ζωές τους.
Τα γέλια τους
αστράφτουν στα βουβά εργαστήρια,
τα βήματά τους στο Μετρό
ακούγονται δίπλα μου κάθε μέρα, και μαζί
με τα πορτοκάλια του Λεβάντε, τα δίχτυα του Νότου, μαζί
με το μελάνι των τυπογραφείων, πάνω από το τσιμέντο των αρχιτεκτονικών
είδα να φλέγονται οι καρδιές τους από φωτιά και ενέργεια.
Και όπως στις καρδιές σας, μητέρες,
υπάρχει στη καρδιά μας τόσο πένθος και τόσος θάνατος
που μοιάζει με δάσος
βρεγμένο από το αίμα που σκότωσε τα χαμόγελά τους,
και μπαίνουν σε αυτό οι λυσσασμένες ομίχλες της αποκάλυψης
με τη ξεσχισμένη μοναξιά των ημερών.
Αλλά
πιότερο από την κατάρα των διψασμένων υαινών, από τη θηριώδη καταπίεση
που ουρλιάζει από την Αφρική τις χυδαίες κραυγές της,
πιότερο από τη λύσσα, πιότερο από την περιφρόνηση, πιότερο και από το θρήνο,
μητέρες διαβρωμένες από την αγωνία και το θάνατο,
κοιτάξτε την καρδιά της περήφανης μέρας που γεννιέται,
και να ξέρετε ότι οι νεκροί σας χαμογελούν μέσα από τη γη
σηκώνοντας τις γροθιές πάνω από το σιτάρι.
Άφιξη στη Μαδρίτη της Διεθνούς Ταξιαρχίας
Ένα πρωινό ενός κρύου μήνα
ενός μήνα σε αγωνία, λερωμένου από τη λάσπη και τον καπνό,
ενός μήνα χωρίς γόνατα, ενός λυπημένου μήνα της πολιορκίας και της δυστυχίας,
όταν μέσα από τα βρεγμένα τζάμια του σπιτιού μου ακούγονταν τα αφρικάνικα τσακάλια
να ουρλιάζουν μαζί με τα αυτόματα και τα δόντια τα γεμάτα αίμα, τότε,
όταν δεν είχαμε πια ελπίδα παρά ένα όνειρο από μπαρούτι, όταν πια πιστεύαμε
ότι ο κόσμος είναι γεμάτος μονάχα από σαρκοβόρα τέρατα και λύσσα,
τότε σπάζοντας την πάχνη του κρύου μήνα στη Μαδρίτη μέσα στην ομίχλη
της αυγής
είδα με αυτά τα μάτια που έχω, με αυτή την καρδιά που κοιτά,
είδα να φτάνουν φωτεινοί, οι δυνατοί μαχητές
της λεπτής και σκληρής και ώριμης και φλεγόμενης ταξιαρχίας της πέτρας.
Ήταν η ταραγμένη εποχή που οι γυναίκες
κουβαλούσαν μια απουσία σαν ένα τρομερό κάρβουνο,
και ο ισπανικός θάνατος, πιο ξινός και οξύς από άλλους θανάτους,
γέμιζε τους κάμπους τους τιμημένους μέχρι τότε από το σιτάρι.
Στους δρόμους το σπασμένο αίμα του ανθρώπου έσμιγε
με το νερό που βγαίνει από την κατεστραμμένη καρδιά των σπιτιών•
τα κόκαλα των νεκρών παιδιών, η διαπεραστική
πένθιμη σιωπή των μητέρων, τα μάτια
τα κλεισμένα για πάντα των ανυπεράσπιστων,
ήταν σαν η θλίψη και η απώλεια, ήταν σαν ένα φτυσμένος κήπος,
ήταν η πίστη και το λουλούδι δολοφονημένα για πάντα.
Σύντροφοι
τότε
σας είδα,
και τα μάτια μου είναι μέχρι τώρα γεμάτα από υπερηφάνεια
γιατί σας είδα μέσα από το πρωί της ομίχλης να φτάνετε στο καθαρό μέτωπο της Καστίλιας
σιωπηλοί και σίγουροι
σαν καμπάνες πριν την αυγή,
γεμάτοι από μεγαλοπρέπεια και με γαλάζια μάτια να έρχεστε από μακριά και από μακριά,
να έρχεστε από τις δικές σας γωνιές, από τις δικές σας χαμένες πατρίδες
από τα δικά σας όνειρα
γεμάτοι από καμένη γλυκύτητα και όπλα
για να υπερασπίσετε την ισπανική πόλη όπου η στριμωγμένη η ελευθερία
ήταν έτοιμη να πέσει δαγκωμένη από τα θηρία.
Αδελφοί, που από τώρα
η καθαρότητα και η δύναμή σας, η μεγαλοπρεπής ιστορία σας
θα γίνει γνωστή στο παιδί και στον άνδρα, στη γυναίκα και στον γέρο,
θα φτάσει σε όλες τις δίχως ελπίδα υπάρξεις, θα κατέβει στα ορυχεία τα διαβρωμένα από θειάφινο αέρα,
θα ανέβει στις απάνθρωπες σκάλες του σκλάβου,
και όλα τα αστέρια, όλα τα στάχυα της Καστίλιας και του κόσμου
θα γράφουν το όνομά σας και τον τραχύ σας αγώνα
και τη δική σας νίκη δυνατή και γήινη σαν μια κόκκινη βελανιδιά.
Γιατί με τη θυσία σας κάνατε να ξαναγεννηθεί
η χαμένη πίστη, η απούσα ψυχή, η εμπιστοσύνη στη γη,
και με την προσφορά σας, την ευγένειά σας, τους νεκρούς σας,
σαν μέσα από μια κοιλάδα από σκληρά βράχια του αίματος
περνάει ένα τεράστιο ποτάμι με περιστέρια από ατσάλι και ελπίδα.
Αλμερία [4]
Ένα πιάτο για τον επίσκοπο, ένα πιάτο σπασμένο και πικρό,
ένα πιάτο με υπόλοιπα σιδήρου, με στάχτες, με δάκρυα,
ένα βουλιαγμένο πιάτο, με αναφιλητά και γκρεμισμένους τοίχους,
ένα πιάτο για τον επίσκοπο, ένα πιάτο με αίμα από την Αλμερία.
Ένα πιάτο για τον τραπεζίτη, ένα πιάτο με μάγουλα
παιδιών του ευτυχισμένου Νότου, ένα πιάτο
με εκρήξεις, με τρελά νερά και ερείπια και τρόμο,
ένα πιάτο με μέλη διαμελισμένα και κεφάλια πατημένα,
ένα μαύρο πιάτο, ένα πιάτο με αίμα από την Αλμερία.
Κάθε πρωί, κάθε θολό πρωί της ζωής σας
θα το έχετε ατμίζον και φλεγόμενο στο τραπέζι σας:
θα το παραμερίζετε λίγο με τα δικά σας μαλακά χέρια
για να μην το δείτε, για να μη το χωνέψετε τόσες φορές:
θα το παραμερίζετε λίγο ανάμεσα στο ψωμί και στα σταφύλια
αυτό το πιάτο με το σιωπηλό αίμα
που θα είναι εκεί κάθε πρωί, κάθε
πρωί.
Ένα πιάτο για τον Συνταγματάρχη και τη σύζυγο του Συνταγματάρχη,
σε μια γιορτή της φρουράς, σε κάθε γιορτή
πάνω από τους όρκους και τα φτυσίδια, με το φως του κρασιού της αυγής
για να το βλέπετε τρεμάμενο και παγωμένο πάνω στον κόσμο.
Ένα πιάτο για όλους εσάς, πλούσιοι του εδώ και του εκεί,
πρέσβεις, υπουργοί, τολμηροί συνδαιτημόνες,
κυρίες του βολικού τσαγιού και του καθίσματος:
ένα πιάτο κατεστραμμένο, ξέχειλο, λερωμένο από φτωχό αίμα,
για κάθε πρωί, για κάθε εβδομάδα, για πάντα,
ένα πιάτο από αίμα της Αλμερίας, μπροστά σας, πάντοτε.
Τραγούδι πάνω σε κάποια ερείπια [5]
Αυτό που υπήρξε δημιουργημένο και εξημερωμένο,
αυτό που υπήρξε υγραμένο, χρησιμοποιημένο, ιδωμένο
κείτεται –φτωχό πανάκι– ανάμεσα στα κύματα
της γης και στο μαύρο θειάφι.
Σαν το κουμπί ή το στήθος
υψώνονται στον ουρανό, όπως το λουλούδι που ανεβαίνει
μέσα από το κατεστραμμένο κόκαλο, έτσι οι μορφές
του κόσμου εμφανίστηκαν. Αχ! βλέφαρα,
αχ! στήλες, αχ! σκάλες!
Αχ! βαθιές ύλες
συμπληρωμένες και καθαρές! πόσο χρειάζεται για να γίνετε καμπάνες!
πόσο για να γίνετε ρολόγια! Αλουμίνιο
με γαλάζιες αναλογίες, τσιμέντο
κολλημένο στον ύπνο των πλασμάτων!
Η σκόνη συσσωρεύεται,
το λάστιχο, η λάσπη, τα πράγματα
και οι τοίχοι υψώνονται
σαν αμπέλια από σκούρο ανθρώπινο δέρμα.
Εκεί μέσα σε άσπρο, σε χαλκό,
σε φωτιά, σε εγκατάλειψη, τα χαρτιά μεγάλωναν,
ο αποτρόπαιος θρήνος, οι συνταγές
φερμένες μέσα στη νύχτα στο φαρμακείο ενώ
κάποιος με πυρετό,
το ξερό σιαγόνι του μυαλού, η πόρτα
που ο άνθρωπος έφτιαξε
για να μην ανοίξει ποτέ.
Όλα ήρθαν και έπεσαν
άγρια μαραμένα.
Σκεύη πληγωμένα, υφάσματα
νυχτερινά, βρώμικος αφρός, κάτουρα μόλις
χυμένα, μάγουλα, γυαλί, μαλλί,
καμφορά, κύκλοι της κλωστής και του πετσιού, όλα
από έναν τροχό να γυρίζει στη σκόνη,
ο αποδιοργανωμένος ύπνος των μετάλλων
όλα τα αρώματα, όλα τα μαγεμένα,
όλα τα συγκεντρωμένα στο τίποτε, όλα πεσμένα
για να μην γεννηθούν ποτέ.
Ουράνια δίψα, περιστέρια
με ζώνη από αλεύρι: εποχές
της γύρης και του σενέκιου, δείτε πώς
το ξύλο καταστρέφεται
μέχρι να φτάσει στο πένθος: δεν υπάρχουν ρίζες
για τον άνθρωπο: όλα μόλις αναπαύονται
πάνω στο τρέμουλο της βροχής.
Δείτε πώς σάπισε
η κιθάρα στο στόμα της αρωματικής αρραβωνιαστικιάς:
δείτε πώς οι λέξεις που τόσα δημιούργησαν
τώρα είναι εξολόθρευση: δείτε πάνω στον ασβέστη και μέσα στο διαλυμένο μάρμαρο
το σημάδι –πια με βρύα– του αναφιλητού.
Μαδρίτη
(1937)
Αυτή την ώρα θυμάμαι όλα και όλους
πυρετωδώς, βαθιά στα
μέρη όπου –ήχος και πένα–
λίγο χτυπώντας, υπάρχουν
πιο πέρα από τη γη, αλλά στη γη. Σήμερα
ξεκινάει ένας καινούργιος χειμώνας.
Δεν υπάρχει σε αυτή την πόλη,
όπου βρίσκεται αυτό που αγαπώ,
δεν υπάρχει ψωμί και ούτε φως. Τη νύχτα μαύρα όνειρα
ανοιγμένα από τις οβίδες, σαν ματωμένοι ταύροι:
κανείς στην αυγή των οχυρώσεων,
παρά ένα σπασμένο κάρο: βρύα πια, σιωπή των εποχών
αντί για χελιδόνια στα καμένα σπίτια,
τα αιμορραγούντα, τα άδεια με τις πόρτες ανοιχτές στον ουρανό:
η αγορά ξεκινάει να ανοίγει τα φτωχά της σμαράγδια,
και τα πορτοκάλια, τα ψάρια,
κάθε μέρα μαυλισμένα από το αίμα,
προσφέρονται στα χέρια της αδελφής και της χήρας.
Πόλη του πένθους, σκαμμένη, πληγωμένη
σπασμένη, χτυπημένη, τρυπημένη, γεμάτη
από αίμα και σπασμένα τζάμια, πόλη χωρίς νύχτα, ολόκληρη,
νύχτα και σιωπή και εκρήξεις και ήρωες,
τώρα ένας καινούργιος χειμώνας πιο γυμνός και πιο μόνος,
τώρα χωρίς αλεύρι, χωρίς βήματα με τη σελήνη σου
των νεκρών.
Σε όλα, σε όλους.
Φτωχέ ήλιε, χαμένο αίμα δικό μας,
τρομερή καρδιά
ταραγμένη και κλαμένη. Δάκρυα σαν βαριές σφαίρες
πέσανε στη σκούρα γη σου κάνοντας τον θόρυβο
των περιστεριών που πέφτουν, χέρι που κλείνει
το θάνατο για πάντα, αίμα της κάθε μέρας
και της κάθε νύχτας και της κάθε βδομάδας
και του κάθε μήνα. Δίχως να μιλήσω για εσάς, ήρωες κοιμισμένοι
και ξάγρυπνοι, δίχως να μιλήσω για εσάς που κάνετε να τρέμει το νερό
και τη γη με τη δική σας περήφανη θέλησή σας,
αυτή την ώρα ακούω τον χρόνο σε έναν δρόμο,
κάποιος μου μιλάει, ο χειμώνας
φτάνει ξανά στα ξενοδοχεία
που έζησα,
όλα όσα ακούω είναι πόλη και απόσταση
κυκλωμένη από το παιγνίδι σαν από έναν αφρό
από οχιές, χτυπημένη από
το νερό της κόλασης.
Είναι πια ένας χρόνος
που οι μασκοφόροι χτυπάν την ανθρώπινη όχθη
και πεθαίνουν στην επαφή με το ηλεκτρικό σου αίμα:
σακιά από μαυριτανούς, σακιά από προδότες,
κύλησαν στα πέτρινα πόδια σου: ούτε ο καπνός ούτε ο θάνατος
κατάκτησαν τα τείχη σου που φλέγονταν.
Τότε,
τι υπάρχει, τότε; Υπάρχουν αυτοί της εξόντωσης,
είναι οι σαρκοβόροι: σε πολιορκούν, λευκή πόλη,
ο επίσκοπος με το θολό μέτωπο, οι κοπρώδεις
και φεουδάρχες λελέδες, ο στρατηγός που στο χέρι του
ηχούν τριάντα δηνάρια: στέκουν απέναντι στα τείχη σου
μια ζώνη από βρεγμένες όσιες,
ένα τάγμα από σαπισμένους πρεσβευτές
και ένας θλιβερός λόξυγκας από στρατιωτικά σκυλιά.
Δόξα σε σένα, δόξα στο σύννεφο, στην αστραπή,
στην υγεία, στα σπαθιά
αιμορραγούν μέτωπο που η ματωμένη του κλωστή
αντηχεί στις βαριά λαβωμένες πέτρες,
γλίστρημα σκληρής γλυκύτητας,
φωτεινή κούνια οπλισμένη με κεραυνούς
υλική πολιτεία, ματωμένε αγέρα
από όπου γεννιούνται μέλισσες.
Σήμερα εσύ που ζεις, Χουάν,
σήμερα εσύ που κοιτάζεις, Πέδρο, νιώθεις, κοιμάσαι, τρως:
σήμερα στη νύχτα δίχως φως, βιγλίζοντας δίχως ύπνο και ξεκούραση,
μονάχοι στο τσιμέντο, μέσα στην κομμένη γη,
από τα πένθιμα συρματοπλέγματα, στο Νότο, στη μέση, τριγύρω,
δίχως ουρανό, δίχως μυστήριο,
άνδρες σαν ένα περιδέραιο από κορδόνια υπερασπίζονται
την πόλη την κυκλωμένη από φλόγες: Μαδρίτη δυναμωμένη
από αστρικό χτύπημα, από τη συγκίνηση της φωτιάς:
γη και σκοπιά στην υψηλή
σιωπή της νίκης: πλημμυρισμένη
σαν ένα ραγισμένο τριαντάφυλλο: κυκλωμένη
από ατέλειωτη δάφνη.
Ηλιακή ωδή στον Στρατό του Λαού
Όπλα του λαού! Εδώ! Η απειλή, η πολιορκία
ακόμη χύνονται στη γη σμίγοντάς την με τον τραχύ θάνατο
των κεντριών! Γεια σου, γεια σου
σου λένε οι μάνες του κόσμου,
τα σχολεία σού λένε γεια σου, οι γέροι ξυλουργοί,
Στρατέ του Λαού, σου λένε γεια σου, μαζί με τα στάχυα
το γάλα, τις πατάτες, το λεμόνι, τη δάφνη,
όλα όσα είναι στη γη και στο στόμα τού
ανθρώπου.
Όλα, όπως ένα περιδέραιο
από χέρια, όπως μια ζώνη
που σφύζει, σαν μια εμμονή των αστραπών,
όλα σε προετοιμάζουν, όλα στρέφονται σε σένα!
Μέρα του γαλάζιου
ενισχυμένου σίδηρου!
Αδέρφια, εμπρός
εμπρός προς τα οργωμένα χωράφια,
εμπρός στην ξερή και άγρυπνη, στην παραληρούσα και λεία νύχτα,
εμπρός ανάμεσα σε κλήματα, πατώντας το κρύο χρώμα των βράχων.
Γεια σας, γεια σας, συνεχίστε! Πιο κοφτεροί από τη φωνή του χειμώνα
πιο ευαίσθητοι απ’ το βλέφαρο, πιο σίγουροι από την αιχμή του κεραυνού,
ακριβείς όπως το γρήγορο διαμάντι, ξανά πολεμικοί,
πολεμιστές όπως το ατσάλινο νερό του κέντρου της γης,
όπως το λουλούδι και το κρασί, όπως η σπειροειδής καρδιά της γης,
όπως οι ρίζες όλων των φύλλων, όλων των αρωματικών εμπορευμάτων της γης.
Γεια σας, στρατιώτες, γεια σας κόκκινες αγραναπαύσεις,
γεια σας σκληρά τριφύλλια, γεια σας χωριά σταματημένα
στο φως της αστραπής, γεια σας, γεια σας, γεια σας,
εμπρός, εμπρός, εμπρός, εμπρός,
πάνω από ορυκτά, πάνω από τα κοιμητήρια, κόντρα στην αποτρόπαια όρεξη
του θανάτου, κόντρα στον αγκαθωτό
τρόμο των προδοτών, λαέ, δυνατέ λαέ, καρδιά και όπλα,
καρδιά και όπλα, εμπρός.
Φωτογράφοι. ανθρακωρύχοι, σιδηροδρομικοί, αδελφοί
του κάρβουνου και της πέτρας, συγγενείς του σφυριού,
δάσος, γιορτή χαρούμενων πυροβολισμών, εμπρός,
αντάρτες, λοχαγοί, λοχίες, πολιτικοί επίτροποι,
αεροπόροι του λαού, νυχτερινοί μαχητές,
θαλασσινοί μαχητές, εμπρός:
μπροστά σας
δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά μια θανάσιμη αλυσίδα, μια τρύπα
σάπιων ψαριών: εμπρός!
δεν υπάρχουν εκεί παρά μελλοθάνατοι νεκροί,
βάλτοι με φοβερό ματωμένο πύον,
δεν υπάρχουν εχθροί: εμπρός, Ισπανία,
εμπρός, λαϊκές καμπάνες,
εμπρός, χωράφια από μήλα,
εμπρός, σίγουρα δημητριακά,
εμπρός, κεφαλαία της φωτιάς,
επειδή στον αγώνα, στο κύμα, στο λιβάδι,
στο βουνό, στο δειλινό το γεμάτο με ξινό άρωμα,
κουβαλάτε μια διαρκή γέννηση, μια κλωστή
με δύσκολη σκληρότητα.
Στο μεταξύ,
ρίζα και γιρλάντα ανεβαίνει στη σιωπή
καρτερώντας την ορυκτή νίκη:
κάθε εργαλείο, κάθε κόκκινος τροχός,
κάθε λαβή των βουνών ή λοφίο του αρότρου,
κάθε εξαγωγή απ̕ το χώμα, κάθε παλμός του αίματος
θέλει να ακολουθήσει τα βήματά σου, Στρατέ του Λαού:
το οργανωμένο φως σου φτάνει στους φτωχούς ξεχασμένους ανθρώπους
το σίγουρο άστρο σου
καρφώνει τις τραχιές ακτίνες του στο θάνατο
και εγκαθιδρύει τα καινούργια μάτια της ελπίδας.
[1] moro στο πρωτότυπο: αναφέρεται στο ισπανικό αφρικανικό σώμα του στρατηγού Φράνκο, με πολλούς μαροκινούς και μαυριτανούς στην τάξη του, που στάθμευε στο Μαρόκο και που ο Φράνκο, με τη βοήθεια ιταλικών πλοίων και γερμανικών αεροπλάνων μετέφερε στην ισπανική χερσόνησο.
[2] Αναφορά σε τρείς ποιητές φίλους του Νερούδα: τον αργεντινό Ραούλ Γκονσάλες Τουνιόν, τον Ραφαέλ Αλμπέρτι και, φυσικά, τον Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.
[3] Στη χιλιάνικη έκδοση (1937) καθώς και στις μεταγενέστερες εκδόσεις το ποίημα (χωρίς τον τίτλο) εμφανίζεται ως συνέχεια του προηγουμένου.
[4] Ποίημα γραμμένο με αφορμή τον βομβαρδισμό της ισπανικής πόλης Αλμερία, πρωτοδημοσιευμένο στο χιλιάνικο περιοδικό Frente Popular, 15 Ιουνίου 1937.
[5] Ποίημα γραμμένο με αφορμή τον άγριο βομβαρδισμό της Μαδρίτης τον Νοέμβρη του 1936 από τους φασίστες του Φράνκο. Η πρώτη του εκδοχή θα δημοσιευτεί στο 1ο τεύχος του περιοδικού που εξέδιδε ο Νερούδα στο Παρίσι: Los poetas del mundo defienden al pueblo español τον Φλεβάρη του 1937. Αξίζει κανείς να προσέξει την τολμηρή, θρυμματισμένη, γκροτέσκα εικονοποιία του ποιήματος που τόσο θυμίζει τους εικαστικούς συνειρμούς της «Γκουέρνικα» του στενού φίλου –τότε στο Παρίσι, αλλά και αργότερα– και σύντροφου τού Νερούδα, Πάμπλο Πικάσο, έργο που, όπως ξέρουμε, θα δουλευτεί από τον Μάρτη ως τον Ιούνη του 1937 για να παρουσιαστεί στο Περίπτερο της Ισπανικής Δημοκρατίας στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού. Θέλω να πω, περισσότερο διαισθητικά, χωρίς να έχω τον χρόνο, προς το παρόν, να το στοιχειοθετήσω, πως ο πιο διάσημος πίνακας του 20ου αιώνα χρωστάει πολλά στην ποίηση του Νερούδα.
Μετάφραση: Βασίλης Αλεξίου