Ιφιγένεια Ντούμη. Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1982. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και υποκριτική. Μεταφράζει από τα αγγλικά και τα ισπανικά. Η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο Love me tender κυκλοφόρησε το 2018 από τις Εκδόσεις Σαιξπηρικόν και η δεύτερη με τίτλο Όλα μ’ αρέσουν το 2022 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Αυτά τα λίγα γνωρίζουμε για την Ιφιγένεια. Άλλωστε τι παραπάνω θέλουμε να γνωρίζουμε για ένα ποιητή;
Η Κωνσταντίνα Κορρυβάντη γράφει στην Εποχή των Βιβλίων (ο σύνδεσμος του άρθρου με τίτλο Η Εμπειρία της Επαφής: https://www.epohi.gr/article/45537/h-empeiria-ths-epafhs ):
[. . . ] Στο αναγνωρίσιμο και κατακτημένο ύφος της Ντούμη βρίσκουμε και πάλι το υποδόριο χιούμορ, τη λεπτή ειρωνεία και την απελευθερωτική της ειλικρίνεια σε μια κατά βάθος πικρή και απομαγευμένη anything goes διάθεση.
[. . . ] Στίχοι κατασταλαγμένοι, σκηνοθετικά τοποθετημένοι με ακρίβεια για να υπηρετούν αποκλειστικά μια ποίηση γειωμένη, απολύτως προσβάσιμη και χωρίς προαπαιτούμενα.
————–
Διαβάζοντας τα ποιήματά της λαχταρώ την αδέσποτη ζωή μου! (Βαγγέλης Μπουμπάκης)
– Ιδού και το Αδέσποτό της!
Κοιτάζω ένα γατί που κοιμάται κάτω από ένα αυτοκίνητο.
Σκέφτομαι πως θα ήθελα πολλές φορές να είμαι έτσι,
να μπορώ να κοιμάμαι κάτω από αυτοκίνητα,
να βλέπω και να μη με βλέπουν,
να ξέρω τα πάντα χωρίς να χρειάζεται να κάνω τίποτα,
όλοι να μ’ αγαπούν,
προτού ή αφού με κλοτσήσουν, δεν έχει σημασία.
Συνήθως η επιθυμία αυτή έρχεται όταν είμαι στο κρεβάτι
και ειλικρινά δεν υπάρχει κανένας λόγος να σηκωθώ,
πέρα από το να απολογηθώ κάπου για την αδιαφορία.
Δεν έχω χρόνο να εξηγώ πως το να είσαι γατί
είναι ασύλληπτα ωραίο,
αφού περάσεις βέβαια αναγκαστικά τον σκόπελο της παιδικής ηλικίας,
κατά την οποία η φύση σε υποχρεώνει να παίζεις όλη την ώρα.
Χωρίς λόγο.
Βέβαια, όσο το σκέφτομαι, η παιδική κούραση συσσωρεύεται
και οδηγεί στον μεγάλο ύπνο της ωριμότητας,
οπότε και μπορείς ανενόχλητος να τρυπώσεις
κάτω από αμάξια ή πίσω από παντζούρια
και να κοιτάς.
————–
Λαμβάνοντας υπόψη λοιπόν, μια ακόμα ιδιότητά της (ηθοποιός – σχεδόν άγνωστη στο ευρύ κοινό), έδωσα τη δυνατότητα στους συμμετέχοντες στο εργαστήρι θεάτρου “The empty space” (Ηράκλειο Κρήτης, πολυχώρος Comeet), το οποίο συντονίζω ως ηθοποιός-σκηνοθέτης, να γνωρίσουν καλύτερα την Ιφιγένεια Ντούμη με τις ερωτήσεις τους, αφορμώμενοι από την ανάγνωση της δεύτερης ποιητικής της συλλογής Όλα μ’ αρέσουν που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη!
Μελίνα: Περίγραψέ μου μια τυπική σου ημέρα, παραθέτοντας κομμάτια και από τις σκέψεις που σου προκαλούνται.
Ξυπνάω νωρίς, ακούω απ’ έξω «πουλιά, σκυλιά, γατιά κι ένα καζανάκι», όπως έχω γράψει και σε ένα ποίημα, και μετά σκέφτομαι τι έχω να κάνω. Το πρωί κανονικά είναι οι πιο παραγωγικές ώρες μου. Είμαι βέβαια επιρρεπής στις διακοπές και τα διαλείμματα, αλλά μετά μπορώ να δουλεύω μέχρι να με πάρει ο ύπνος στο γραφείο μου ή να μη σηκώσω κεφάλι την επόμενη μέρα, οπότε δεν με πειράζει. Κατά τ’ άλλα σκέφτομαι διάφορα πράγματα, όπως ότι έχω στοίβες αδιάβαστα βιβλία οι οποίες όλο και ψηλώνουν. Πλέον όμως έχω αποφασίσει να αφήνω ό,τι δεν μου αρέσει στη μέση, οπότε… είμαι αισιόδοξη.
Νάσια: Υπάρχει άραγε καλή και κακή ποίηση;
Σήμερα υπάρχει τόση ποίηση, που σχεδόν από κεκτημένη ταχύτητα όλα τείνουν να θεωρούνται καλά (ή κακά – υπάρχουν και γρουσούζηδες). Δεν με ενοχλεί για να είμαι ειλικρινής κι ούτε θα το κρίνω. Αν δεν μου αρέσει κάτι, έχω την ευχέρεια να το αποφύγω ή να το αφήσω στη μέση. Μου έχει τύχει να αναζητήσω εκθειασμένο βιβλίο και διαβάζοντάς το να μην το βρίσκω καθόλου ενδιαφέρον. Δεν θα πω μετά ότι είναι κακή ποίηση, γιατί φαίνεται ότι σε κάποιους αρέσει, είναι και θέμα προτιμήσεων. Κάτι μπορεί να σε συγκινεί πολύ, κάτι άλλο λιγότερο, είτε επειδή έχει προβλήματα είτε επειδή δεν σε αγγίζει. Αλλά υπάρχουν καλά, κακά, μέτρια ποιήματα, ναι. Και γιατί όχι, άλλωστε. Το θέμα είναι να μην ξεχνάμε πού πρέπει να ανατρέχουμε όταν νιώθουμε ότι ξεχνάμε τι πραγματικά μας συγκινεί και γιατί. Στους μεγάλους ποιητές. Αυτοί είναι καλοί και το ξέρουμε. Και πάλι, από αυτούς, κάποιοι μας αρέσουν περισσότερο.
Νικόλας: Τι είναι για έναν ποιητή οι αναγνώστες;
Για τον καθένα ίσως δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Όταν ξεκινάω να γράφω δεν σκέφτομαι ότι αυτό θα διαβαστεί. Σε κάποιο στάδιο της επεξεργασίας σκέφτομαι λίγο σαν αναγνώστης όμως. Με βοηθάει να πάρω απόσταση από το κείμενο και να το βελτιώσω. Άρα ο αναγνώστης είναι κι ένας ρόλος που υιοθετείς ο ίδιος γράφοντας. Τώρα, όταν δημοσιεύεις ή όταν εκδίδεις ένα βιβλίο, όταν μπαίνεις στη διαδικασία αυτή, κάποιοι άνθρωποι ξέρεις ότι θα σε διαβάσουν. Θέλεις να σε διαβάσουν. Είναι οι φίλοι σου που χαίρονται να ανακαλύπτουν κάτι ακόμη για σένα και λάμπουν τα μάτια τους, κι οι άγνωστοι άνθρωποι που δεν θα μάθεις ποτέ ότι σε διάβασαν. Καμιά φορά χαίρεσαι κιόλας να δείχνεις το βιβλίο από δω κι από κει, σαν τη σκύλα που σου δείχνει τα κουτάβια της. Το ενδεχόμενο να υπάρχει κάπου κάποιος που λίγο ταυτίζεται ή συγκινείται ή προβληματίζεται με τα ίδια πράγματα είναι μοναδικό, λες και ξέρεις ότι κάπου έχεις ένα δίδυμο αδέρφι που σε νιώθει αλλά δεν το έχεις συναντήσει ποτέ.
Λευτέρης: Εάν είχες οποιαδήποτε ιστορική φιγούρα (και από οποιοδήποτε χώρο) για φανταστικό φίλο-η, ποιος-α θα ήταν και γιατί;
Οι φανταστικοί μου φίλοι είναι η έντονη σκέψη των ανθρώπων που μου λείπουν (όταν μου λείπουν), σε περασμένες ή μελλοντικές εποχές (ή και τώρα). Δεν θα το άλλαζα αυτό με καμιά ιστορική προσωπικότητα και με κανέναν λογοτεχνικό ήρωα. Όταν ήμουν στην εφηβεία ίσως. Σήμερα όμως έχω ανάγκη τους ανθρώπους που αγαπώ, και προσπαθώ να αγγίζω με τη φαντασία μου τα κομμάτια τους που δεν έχω αγγίξει στ’ αλήθεια. «Πού είσαι; ή αυτό που μου λείπει»: γι’ αυτό έχω γράψει αυτόν τον στίχο (και πολλούς άλλους, βέβαια), για την απουσία κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Νατάσα: Ποιο είναι κατά την γνώμη σου το «αντιληπτικό όργανο» της ποίησης; Καρδιά, νους, κάτι άλλο;
Το σώμα. Οι αισθήσεις. Η μνήμη. Η καρδιά κι ο νους ευνοούν συνάψεις. Αλλά το πιο αλάνθαστο κριτήριο το έχει το σώμα. Ακόμα κι η κούραση σε βοηθά να αντιλαμβάνεσαι πράγματα. Ο σωματικός πόνος, η δυσφορία, η ευεξία. Η σωματική αντίδραση σε κάτι. Όταν ανάμεσα στο πλήθος διακρίνεις τον άνθρωπό σου, νιώθεις το μέτωπό σου να πλαταίνει και τα μάτια σου να ανοίγουν και το στήθος σου να φουσκώνει. Κάπως έτσι κι όταν διακρίνεις μια ιδέα, το νιώθεις σχεδόν στο σώμα σου και ξέρεις ότι θέλεις να την κρατήσεις και να περάσεις καιρό μαζί της. Ίσως και όλη σου τη ζωή.
Κωνσταντίνα: Πώς ξεκίνησες; Ήταν ένα παιχνίδι λέξεων, μια συγκεκριμένη ιδέα (ένα συγκεκριμένο θέμα) ή ένα βίωμα, που σε οδήγησε στους πρώτους στίχους;
Νομίζω ξεκίνησα όπως όλοι, πάνω κάτω. Ονειρευόμουν από μικρή ότι ήμουν συγγραφέας. Έπαιζα με τη γραφομηχανή της μαμάς μου, έγραφα ατέλειωτα χαρτιά, ραβασάκια που έθαβα ρηχά σε γλάστρες ελπίζοντας να (μην) βρεθούν, γράμματα, μηνύματα σε ξύλα, σε πέτρες, παντού· ό,τι γραφόταν το έγραφα κι ό,τι έγραφε το έλιωνα. Κυρίως ήταν ο τρόπος μου να επικοινωνώ με τους άλλους, να καταγράφω-παρατηρώ τη σκέψη μου και τα συναισθήματά μου, αλλά και ο τρόπος μου να περνάω χρόνο με τον εαυτό μου· το παιχνίδι μου. Οι φανταστικές ιστορίες. Παράλληλα βέβαια διάβαζα πολύ (μου έπαιρναν πολλά βιβλία οι γονείς μου –οι οποίοι ενθάρρυναν πάντα και τη δημιουργικότητά μου–, αλλά διάβαζα και ό,τι έβρισκα μπροστά μου που… μπορεί να μην προοριζόταν και για μένα) και μου άρεσε να μιμούμαι γράφοντας, να «κλέβω» λέξεις, να προσπαθώ να φτιάχνω τις προτάσεις όπως τις έβλεπα και μου άρεσαν στα βιβλία. Έγραφα μέχρι και φανταστικά συμβόλαια. Κάποια στιγμή ήρθε κι η μεγάλη αγάπη για τα αγγλικά, οπότε πολύ νωρίς έγινε και μια περίεργη… μετάλλαξη και άρχισα να μεταφράζω στα αγγλικά τα ποιήματα που διάβαζα. Δηλαδή κυρίως Καρυωτάκη. Έχω «μεταφράσεις» μου ποιημάτων του Καρυωτάκη στ’ αγγλικά απ’ όταν πήγαινα γυμνάσιο. Παράλληλα βέβαια μου άρεσε πολύ να γράφω και σατιρικά με ομοιοκαταληξία. Ε, κάπου εκεί νομίζω «κλείδωσε» το θέμα ποίηση.
Αγάπη: Πιστεύεις ότι η ποίηση μπορεί να απευθύνεται σε απλούς καθημερινούς ανθρώπους (αναγνώστες); Ή μήπως η ποίηση δεν είναι για όλους;
Ένα πραγματικά καλό ποίημα απευθύνεται σε όλους, δεν αποκλείει. Όσο δύσκολο και να είναι. Άλλο μπορεί να καταλάβει ο καθένας, άλλο να νιώσει, κάποιος μπορεί να μην καταλάβει τίποτα, αλλά το βρίσκω πολύ δύσκολο –αν το προσπαθήσει φυσικά, γιατί δεν λέω ότι είναι εύκολο σε καμία περίπτωση, η ποίηση απαιτεί κόπο– να μην βρει μια λεπτομέρεια που θα τον συγκινήσει. Για μένα κι αυτό ακόμα αρκεί. Αν το προσπαθήσει ακόμα περισσότερο, οι λέξεις θα τον οδηγήσουν στην καρδιά του ποιήματος. Θα μου πεις, τι θα καταλάβει η γιαγιά μου αν διαβάσει Έζρα Πάουντ; Τολμώ να πω πολλά. Δώσ’ της τα τελευταία Cantos και άσ’ την. Θα χάσει τις διακειμενικές αναφορές, αλλά ακόμα κι αν δεν σου το πει, με τίποτα δεν θα μείνει ασυγκίνητη όταν διαβάσει: «γιατί έχασα το κέντρο μου πολεμώντας τον κόσμο». Αυτό θα μπορούσε να το έχει πει η ίδια η γιαγιά. Κι αυτό το έγραψε ένας άνθρωπος που έγραψε και πολύ στρυφνά ενδεχομένως πράγματα. Η ευαισθησία του ποιητή δεν κρύβεται, επικοινωνεί χωρίς μεσάζοντες με την ευαισθησία του αναγνώστη, κι ας μην είναι εξοικειωμένος. Ούτε κι οι λέξεις καμιά φορά δεν μπορούν να σταθούν εμπόδιο. Ίσως απλώς να το κάνουν λίγο πιο δύσκολο και αποθαρρυντικό.
Σταύρος: Μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου να μη γράφει;
Με τίποτα. Εκτός από πολλά άλλα, το γράψιμο είναι εμμονή κι είναι εθιστικό. Δεν λέω ότι είναι το καλύτερο πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς, αλλά είναι τουλάχιστον εθιστικό. Να μη γράφω ποίηση, ναι, δεν ξέρω, μπορεί. Δεν έχω όμως φτάσει σε τέτοια επίπεδα τελειότητας ακόμη κι ούτε προβλέπεται.
Ασπασία: Γράμμα σ’ έναν νέο ποιητή. Τι θα του έλεγες; Και εάν αυτό το γράμμα πήγαινε τελικά σε έναν σπουδαίο ποιητή τι θα του εκμυστηρευόσουν;
Γράμμα θα έστελνα σε έναν σπουδαίο ποιητή και θα του έκανα την εξής ερώτηση: «Θα αντάλλασσες την ποίηση με αυτό που σου λείπει;»
————–
Μελίνα, Νάσια, Νικόλα, Λευτέρη, Νατάσα, Κωνσταντίνα, Σταύρο, Αγάπη, Ασπασία, σας ευχαριστώ πολύ. Να είστε καλά, να εμπνέεστε, να χαίρεστε! Ελπίζω μια μέρα να γνωριστούμε κι από κοντά. Βαγγέλη, ευχαριστώ.
Με αγάπη, Ιφιγένεια
————–
Συνέντευξη: Μελίνα Λουλακάκη, Νάσια Μπουμπουράκη, Νικόλας Τζεβελεκάκης, Λευτέρης Σταυρακάκης, Νατάσα Καμπουρίδου, Κωνσταντίνα Γεωργέλου, Αγάπη Λαδιανού, Σταύρος Βαϊλάκης, Ασπασία Μαγκάκη.
Επιμέλεια: Βαγγέλης Μπουμπάκης
Μάης 2023