ο Λαβύρινθος της Μοναξιάς
του Οκτάβιο Πας
εκδόσεις Αλεξάνδρεια
συνάντηση με την Ντιάνα Μπόμπολου
Β.Μ: Ποιος είναι ο βασικός πυρήνας της σκέψης και η ανησυχία που διακατέχει τον Οκτάβιο Πας για να συγγράψει τον Λαβύρινθο της Μοναξιάς;
O Πας γεννιέται το 1914, κοντά στην Πόλη του Μεξικού. Η Μεξικανική Επανάσταση του 1910 θα σημαδέψει τα παιδικά και νεανικά του χρόνια. Θα ζήσει μικρός στις ΗΠΑ, όπου ο πατέρας του, δημοσιογράφος και δικηγόρος, είχε σταλεί ως εκπρόσωπος του Εμιλιάνο Ζαπάτα. Το 1943, θα επιστρέψει με μια υποτροφία για σπουδές, και θα μείνει άλλα δύο χρόνια. Η επαφή του με έναν τελείως διαφορετικό κόσμο όπως ο βορειοαμερικανικός θα τον οδηγήσει στην αναζήτηση της δικής του ταυτότητας. Η οικογένειά του, μιγάδες Μεξικανοί και Ανδαλουσιανοί καθολικοί ήδη αποτελούσε ένα μίγμα αντιφατικών πολιτισμικών στοιχείων, που παρότι σύνηθες στο Μεξικό, δεν έπαυε να αποτελεί έρεισμα για περαιτέρω διερεύνηση από μέρους ενός πνεύματος με την οξυδέρκεια και την ευαισθησία του Πας.
Β.Μ: Γιατί προσπαθούν εναγωνίως, αρκετοί μεξικάνοι διανοούμενοι με το έργο τους, να εξετάσουν το θέμα της αναζήτησης της μεξικανικής ταυτότητας; Μπορούμε να το προσδιορίσουμε χρονικά;
Με την Επανάσταση το Μεξικό θα αναγνωρίσει για πρώτη φορά επίσημα ότι είναι έθνος με πολλαπλό παρελθόν, έθνος μιγαδικό, όπου οι « καθαρές φυλές » αποτελούν μειονότητα είτε πρόκειται για Ινδιάνους είτε για μαύρους είτε για λευκούς. Kαι το κυριώτερο, ότι όπως και στη Γουατεμάλα και το Περού μεγάλο μέρος του πληθυσμού διατηρεί ζωντανά στοιχεία από παλαιές αξίες που παρότι η εφαρμογή τους στην πράξη καθίσταται αδύνατη, εξακολουθούν παρόλα αυτά να ισχύουν. Πρόκειται για τις καλούμενες « δυαδικές κοινωνίες », όπου δύο λαοί κατοικούν στην ίδια χώρα, αλλά με τελείως διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο και κυρίως σε άλλο οικονομικό σύστημα. Με την Επανάσταση θα γίνουν φιλότιμες προσπάθειες παγίωσης μιας εθνικής ταυτότητας υπαγορευόμενης όμως εκ των άνω, από το επίσημο κράτος. « Πρώτα Μεξικάνοι και μετά Ινδιάνοι » θα πει ο Χοσέ Βασκονσέλος, φιλόσοφος και υπουργός παιδείας της πρώτης επαναστατικής κυβέρνησης (1921-1924). « Δεν θέλουμε να κάνουμε το Μεξικό ινδιάνικο, αλλά τους Ινδιάνους, Μεξικάνους » θα διακηρύξει αργότερα ο πρόεδρος της χώρας Λάσαρο Κάρδενας (1934-1940), ο κατ’εξοχήν κατά τ’ άλλα εκφραστής των αρχών της Επανάστασης. Δεν είναι δημαγωγοί, όσο όμως και να διεκδικούν τη μεξικανοσύνη, η παιδεία τους είναι ευρωπαϊκή (Έλληνες και Ρωμαίοι κλασικοί και θετικιστές του 19ου αιώνα) και κατά συνέπεια το κράτος που οραματίζονται είναι ευρωπαϊκό.
Αυτό είναι το πλαίσιο στο οποίο κινείται ο μεξικανός διανοούμενος κατά τη μετεπαναστατική περίοδο και μέχρι κυρίως τη δεκαετία του ’50, και ο οποίος καλείται μεταξύ άλλων να δώσει λόγο σε πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού που είναι αμφίβολο αν ταυτίζεται με αυτή την εκ των άνω επιβληθείσα μεξικανική ταυτότητα. Το θέμα της μεξικανοσύνης δεν θα πάψει να απασχολεί φιλοσόφους, ανθρωπολόγους, κοινωνιολόγους και λογοτέχνες μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ΄80.
Β.Μ: Άραγε μπορούμε να ορίσουμε τον όρο « μεξικανοσύνη » και να κατανοήσουμε τι σημαίνει;
Το θέμα είναι τόσο πολύπλοκο που έχει απασχολήσει επί δεκαετίες μεξικανούς και ξένους επιστήμονες και συγγραφείς (ακόμα και στο πλαίσιο επίσημων κρατικών θεσμών) οι οποίοι προσπάθησαν να απομονώσουν τα κοινά χαρακτηριστικά που όριζαν την ταυτότητα αυτού του λαού. Μερικοί από τους πρωτεργάτες ήταν οι φιλόσοφοι Αντόνιο Κάσο, Χοσέ Βασκονσέλος, Σαμουέλ Ράμος, Λεοπόλδο Σέα, στους οποίους αναφέρεται και ο Πας. Αυτό βέβαια μας οδηγεί στην εύλογη ερώτηση : Ποιου λαού; Κοινό ιστορικό παρελθόν, κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, κοινά έθιμα που είναι τα βασικά στοιχεία για μια κοινή εθνική συνείδηση είναι μεν κοινά για μεγάλο μέρος του πληθυσμού, αλλά όχι για ολόκληρο τον πληθυσμό. Και αυτό το τμήμα του ινδιάνικου κυρίως -αλλά όχι μόνο- πληθυσμού που έμεινε πάντα στο περιθώριο, σήμερα χειραφετείται και διεκδικεί τη δική του ταυτότητα. Έχει άραγε την ίδια πρόσληψη της μεξικανοσύνης με τον υπόλοιπο πληθυσμό;
Β.Μ: Γιατί οι Έλληνες νιώθουμε τόσο κοντά τη λατινοαμερικάνικη κουλτούρα; Πώς προκύπτει αυτό;
Η πρώτη μου γνωριμία με Μεξικάνους ήταν κατά τη φοιτητική μου ζωή στο Παρίσι. Εκεί διαπίστωσα ότι παρότι έρχονταν από την άλλη άκρη του κόσμου, υπήρχε μεταξύ μας μια συγγένεια που πλανιόταν στον αέρα. Στα αστεία τους, στα υπονοούμενα, στις πολιτισμικές αναφορές, στον μελοδραματισμό, στην επιτήδευση. Υπήρχε μια επικοινωνία και μια οικειότητα που δεν διαπίστωνα με τους Γάλλους. Γνώρισα κι άλλους Λατινοαμερικάνους και η επαφή μου μ’αυτούς τους λαούς δεν έχει σταματήσει εδώ και πάνω από σαράντα χρόνια. Η ίδια επικοινωνία και οικειότητα παρά τις διαφορές ανάλογα με τον λαό.
Το 2000, με δυο-τρεις προτάσεις από τον λόγο που έβγαλε ο Κάρλος Φουέντες όταν έγινε επίτιμος διδάκτορας στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης, μου ήρθε η επιφοίτηση και κατάλαβα το προφανές!
« Σήμερα ο νεοκαπιταλισμός μάς έχει κάνει όλους ‘’προτεστάντες’’, από το Σικάγο μέχρι το Βουένος Άιρες. Η ευρωπαϊκή κληρονομιά ωστόσο είναι κάτι πολύ περισσότερο. Για τους Ισπανοαμερικανούς είναι φυσικά η Ιβηρία, αλλά μέσω της Ιβηρίας είναι η Ελλάδα, είναι η Ρώμη. Είναι το Ισραήλ και είναι το Ισλάμ. Κουβαλάμε τον πλούτο της ευρωπαϊκής αρχαιότητας και ειδικότερα της Μεσογειακής…» « Το Μεξικό είναι ιθαγενές, ισπανικό, μιγαδικό. Η Ισπανία είναι ελληνική, φοινικική, αραβική, μουσουλμανική » είπε, και συνέχισε να εξηγεί ότι η ευρωπαϊκή κουλτούρα που μετέδωσε η Ισπανία στο Μεξικό με την Κατάκτηση ήταν ελληνορωμαϊκή, αλλά και αραβική και εβραϊκή, δηλαδή Μεσογειακή με την ευρύτερη έννοια, μια και οι Άραβες και οι εβραίοι είχαν μόλις φύγει από την Ισπανία.
Και φυσικά θυμήθηκα τη φράση του Οκτάβιο Πας από τον Λαβύρινθο : « ‘Ασωτοι υιοί μιας χώρας που δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε, που μόλις κι αρχίζουμε να την παρατηρούμε. Καστιλλιάνικη, μαυριτάνικη, με αζτέκικα στοιχεία ».
Θα αναφέρω μια ακόμη φράση του γαλλοεβραίου μουσικού συνθέτη Νταριούς Μιγιό « Η Μεσόγειος μου αρχίζει στην Ιερουσαλήμ και τελειώνει στο Ρίο ντε Τζανέιρο ».
Πέραν από τα μεγάλα κύματα μετανάστευσης από τις χώρες της Μεσογείου προς ορισμένες χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως η Αργεντινή και η Βραζιλία, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι σε όλη τη Λατινική Αμερική η επίσημη παιδεία -ισπανική και πορτογαλική- ήταν πάντα ουμανιστική-ελληνική και λατινική.
Δεν είναι λοιπόν περίεργο να νιώθουμε τόσο κοντά στη λατινοαμερικάνικη κουλτούρα. Βέβαια το ενδιαφέρον μας για τη Λατινική Αμερική και για τα ισπανικά, αρχίζει γύρω στη δεκαετία του ’70, κυρίως λόγω των δικτατοριών της Χιλής και της Αργεντινής που συμπίπτουν χρονικά με την Επταετία. Η πρώτη ταύτιση είναι πολιτική και σ’ αυτό περιορίζονται πολλοί έλληνες πολιτικοί αναλυτές, χωρίς να προχωρούν στην πιο ουσιαστική πολιτισμική συγγένεια. Κάποιες προσπάθειες προσέγγισης με το πολιτικό τραγούδι βρίσκουν μεγάλη απήχηση στο ελληνικό κοινό. Κάντο Χενεράλ, Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα κλπ. Επίσης μια στροφή στη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία – τη σχεδόν άγνωστη μέχρι τότε στη χώρα μας– βοηθούν στη διαπίστωση αυτής της πολιτισμικής συγγένειας.
Β.Μ: Έχετε εικόνα για το πώς είναι τα πράγματα σήμερα στο Μεξικό ως προς τα θέματα που θίξαμε προηγουμένως; Μιλάμε για μια χώρα-μωσαϊκό εθνοτήτων, γλωσσών, αλλά και κοινωνικών τάξεων.
Μιλάμε για « δυαδική κοινωνία », όπως ανέφερα παραπάνω. Αυτό δεν σημαίνει μόνο διαφορετικό οικονομικό σύστημα, αλλά και διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, όπου ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού – γύρω στο 20%– δεν ταυτίζεται με το επίσημο κράτος, ούτε με τον υπόλοιπο πληθυσμό του. Μωσαϊκό ιθαγενών εθνοτήτων, 65 περίπου γλώσσες (νάγουατλ, μάγια και μιστέκο-σαποτέκο είναι οι περισσότερο ομιλούμενες), δίγλωσση παιδεία με υποχρεωτική εκμάθηση της ισπανικής, αλλά με υψηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού απ’ό,τι στο γενικό σύνολο. Υπάρχει ένα «κατά φαντασίαν» Μεξικό που προβάλλεται επίσημα και όπου ο πολιτισμός των ιθαγενών διαφημίζεται ως προιόν μεξικανικής ταυτότητας και ένα « πραγματικό» Μεξικό μιγαδικό που κι αυτό αποτελεί ένα άλλο μωσαϊκό ακόμα πιο ετερογενές και πολύμορφο, με ιθαγενείς, ευρωπαϊκές και αμερικανικές επιδράσεις σε διαφορετική δόση, ανάλογα με την προέλευση, την κοινωνική και οικονομική τάξη και τη νοοτροπία, με κοινό ωστόσο στοιχείο συνοχής την ισπανική γλώσσα και τον καθολικισμό. Αυτό που είναι εντυπωσιακό σ’ αυτόν τον λαό είναι η ικανότητά του να αφομοιώνει τα πλέον ετερογενή στοιχεία και να παράγει κάτι τελείως καινούργιο, με σαφές ωστόσο το μεξικανικό στίγμα. Και σ’ αυτό πιστεύω ότι έπαιξε ρόλο η μετεπαναστατική προώθηση της μεξικανικής κουλτούρας, τουλάχιστον γι’αυτό το τμήμα του πληθυσμού.
Η μεξικανική κοινωνία παρουσιάζει μια σαφή κοινωνική διαστρωμάτωση, με έντονες ταξικές και φυλετικές διακρίσεις. Στην κορυφή της κλίμακας οι παλιές, ευρωπαϊκής κυρίως καταγωγής οικογένειες με υψηλό οικονομικό επίπεδο (6%) , στο μέσον μια μεσαία τάξη με κάποιες ωστόσο δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης (34%) και στο κάτω μέρος της κλίμακας οι χαμηλές κοινωνικές τάξεις (60%) με πολύ λιγότερες δυνατότητες κινητικότητας. Και φυσικά η κάθε τάξη χωρίζεται σε ανώτερη και κατώτερη, οδηγώντας σε έξι τελικούς διαχωρισμούς. Σ’ αυτό το κάτω μέρος της κλίμακας κατατάσσεται ο αγροτικός πληθυσμός που αποτελείται εν πολλοίς από Ινδιάνους.
Αυτό που σήμερα τείνει να αλλάξει είναι ότι ο ινδιάνικος πληθυσμός διεκδικεί πλέον την ταυτότητά του, πράγμα για το οποίο παλιότερα ένοιωθε μειονεκτικά και απέφευγε να το δηλώνει. Από την πλευρά του κράτους έχουν ιδρυθεί δέκα διαπολιτισμικά πανεπιστήμια σε περιοχές με μεγάλη συγκέντρωση αυτόχθονος πληθυσμού. Το θέμα είναι πολύπλοκο και δυσεπίλυτο. Αν οι προσπάθειες ενσωμάτωσης του αυτόχθονα πληθυσμού στο δυτικό πρότυπο έχουν μέχρι σήμερα αποτύχει, σημαίνει ότι υπάρχει αντίσταση πολιτισμική και οι λόγοι δεν είναι μόνο οικονομικοί. Θα πρέπει λοιπόν να μπορέσει πληθυσμός αυτός να αναλάβει ο ίδιος την προώθηση ενός δικού προτύπου ανάπτυξης σύμφωνου με τον δικό του πολιτισμό, όσο και αν αυτό φαίνεται ουτοπικό. Μήπως μιλάμε για ένα μετααναπτυξιακό πρότυπο ;
Β.Μ: Εάν μια μεξικάνικη μέρα είναι γνωστή σε όλο τον κόσμο, είναι η Ημέρα των Νεκρών. Τι συμβολίζει και γιατί πιστεύετε συμβαίνει αυτό;
Η Ημέρα των Νεκρών είναι ίσως η πιο παλαιά και η πλέον παραδοσιακή τελετουργία του μεξικανικού εορτολογίου. Προϊόν συγκρητισμού αυτόχθονων και καθολικών θρησκευτικών δοξασιών και τελετουργικού, σχετικά με τον θάνατο. Οι δοξασίες αυτές μάλλον αποκλίνουσες παρά συγκλίνουσες είναι απορίας άξιον πώς οδήγησαν σε μια μοναδική πολιτισμική έκφραση, μία τελετουργία που δεν υπάρχει αντίστοιχη στον κόσμο και η οποία ανακηρύχθηκε το 2003 από την Ουνέσκο άυλη πολιτιστική κληρονομιά της ανθρωπότητας.
« Για τους αρχαίους Μεξικανούς η αντίθεση μεταξύ ζωής και θανάτου δεν ήταν τόσο απόλυτη όσο είναι για μας. Η ζωή προεκτεινόταν « μέσα » στον θάνατο. Και αντίστροφα, ο θάνατος δεν αποτελούσε το φυσικό τέλος της ζωής, αλλά μία φάση ενός ατέρμονος κύκλου: ζωή, θάνατος κι ανάσταση αποτελούσαν στάδια μιας αενάως επαναλαμβανόμενης συμπαντικής διαδικασίας. (…) Ο Αζτέκος ελάχιστη ευθύνη έφερε τόσο για τις πράξεις του όσο και για τον θάνατό του. », μας λέει ο Πας. Η διάδοση του καθολικισμού θα επιφέρει ριζικές μεταβολές στην αντίληψη αυτή. Ο φόβος του θανάτου και της μετά θάνατον κρίσης που διακατείχε τους καθολικούς, για τους ιθαγενείς ήταν άγνωστος. Η νεκροί πήγαιναν σε τέσσερις διαφορετικούς τόπους, όχι ανάλογα με το πώς είχαν ζήσει, αλλά με το πώς είχαν πεθάνει. Έναν απ’ αυτούς τους τόπους οι καθολικοί τον ταύτισαν με την Κόλαση. Ο θάνατος με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο ήταν παρών και στις δύο θρησκείες, αλλά αυτό που ήταν κυρίως κοινό ήταν o σεβασμός της μνήμης και η προσφορά στους νεκρούς. Οι ιθαγενείς είχαν δύο γιορτές αφιερωμένες σ’ αυτούς: την miccailhuitontli αφιερωμένη στα παιδιά και την huey-miccailhuitl αφιερωμένη στους ενήλικες. Τις μέρες αυτές οι νεκροί έρχονταν να επισκεφτούν τους ζωντανούς, να φάνε και να διασκεδάσουν μαζί τους, οι δε ζωντανοί έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να τους υποδεχθούν και να τους ευχαριστήσουν. Οι γιορτές αυτές ταυτίστηκαν με τη γιορτή των Αγίων Πάντων – Ημέρα των νεκρών των καθολικών, δεδομένου ότι παρουσίαζαν κάποια κοινά στοιχεία τόσο ως προς την αντίληψη όσο και ως προς το τελετουργικό. Κατέληξε να είναι μια από τις πιο σημαντικές και φαντασμαγορικές γιορτές, όπου η τέχνη των Ιθαγενών των οποίων η επινοητικότητα και η φαντασία ξεπερνάει κάθε όριο, έχει επιβληθεί στον υπόλοιπο πληθυσμό όχι μόνο ως προς την αισθητική, αλλά και ως προς το πνεύμα. Οι βωμοί των νεκρών, στήνονται πια παντού την 1η και 2α Νοεμβρίου, τα νεκροταφεία γίνονται τόποι γιορτής στην οποία συμμετέχουν όλοι ανεξαρτήτως φυλετικής προέλευσης ή κοινωνικής τάξης. Ο θάνατος γελοιοποιείται και περιπαίζεται -ιδίως από τον 19ο αιώνα και μετά- με μια οικειότητα που ξορκίζει τον φόβο, άγνωστη σε άλλες κουλτούρες.
Το Μεξικό ως κράτος έχει επενδύσει όσο λίγες χώρες στην προώθηση της πλούσιας και πολύμορφης κουλτούρας του στο εξωτερικό, μέσω των διπλωματικών του φορέων και των κατά τόπους μεξικανικών κοινοτήτων, έχοντας πλήρη επίγνωση για το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα αυτής της επένδυσης. Στη διεθνοποίηση της Ημέρας των Νεκρών πριν ακόμα από την αναγνώρισή της από την Ουνέσκο, ενδεχομένως να συνέβαλαν και οι Μεξικάνοι μετανάστες στις ΗΠΑ, με τη διεκδίκηση της πολιτισμικής τους ταυτότητας έναντι της αγγλοσαξονικής κουλτούρας. Και ό,τι γίνεται γνωστό στις ΗΠΑ, γίνεται γνωστό παγκοσμίως. Ας μην ξεχνάμε ότι επί χρόνια ό,τι ξέραμε στην Ελλάδα για το Μεξικό μάς ερχόταν παραμορφωμένο, μέσω του αμερικανικού κινηματογράφου. Η παγκοσμιοποίηση, το Ίντερνετ και η γνώση της ισπανικής γλώσσας μάς δίνουν πλέον τη δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στην κουλτούρα αυτής της χώρας.
Β.Μ: Γιατί ο Οκτάβιο Πας και ο Κάρλος Φουέντες ήταν οι δύο συγγραφείς που διεθνοποίησαν τη μεξικανική κουλτούρα;
Τόσο ο Οκτάβιο Πας όσο και ο Κάρλος Φουέντες ήταν αυτό που θα λέγαμε « κοσμοπολίτες του πνεύματος ». Σ’ αυτό συνετέλεσε η προσωπική και οικογενειακή τους ιστορία. ‘Εζησαν και οι δύο σε πολύ νεαρή ηλικία σε άλλες χώρες, ο Πας στις ΗΠΑ όπως αναφέραμε στην αρχή και ο Φουέντες, παιδί διπλωματικών, γεννήθηκε στον Παναμά, και πέρασε από διάφορες χώρες μέχρι να εγκατασταθεί τελικά στο Μεξικό για τις πανεπιστημιακές του σπουδές. Το ενδιαφέρον τους για να ανακαλύψουν τη χώρα τους προκύπτει προφανώς από τη σύγκριση με τις άλλες κουλτούρες με τις οποίες είχαν έρθει σε επαφή, ο καθένας με τον τρόπο του. Ο Πας προχωρεί περισσότερο σε βάθος, ο Φουέντες σε εύρος. Κινούνται και οι δύο σε ένα περιβάλλον διανοουμένων, μιλούν πολύ καλά ξένες γλώσσες πράγμα που τους δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθούν τη διεθνή επικαιρότητα, λογοτεχνική και άλλη. Μπαίνουν και οι δύο στο διπλωματικό σώμα και ζουν για κάποια χρόνια στο Παρίσι, ο Πας ήδη από το 1946, ο Φουέντες από το 1975. Εκεί έρχονται σε επαφή με τη γαλλική διανόηση, αλλά και με τη λατινοαμερικάνικη, μια και το Παρίσι αποτελούσε πόλο έλξης για τους λατινοαμερικάνους διανοούμενους -και όχι μόνο. Στη Γαλλία που το ενδιαφέρον για τη Λατινική Αμερική δεν ήταν κάτι καινούργιο, θα μεταφραστούν και θα εκδοθούν τα έργα τους. Στη φρανκική Ισπανία θα αρχίσουν να εκδίδονται όχι στη Μαδρίτη, αλλά στην πιο φιλελεύθερη Βαρκελώνη με τον περίφημο εκδότη Κάρλος Μπαράλ. Άρα στη διεθνοποίηση της μεξικανικής κουλτούρας στην Ευρώπη, αλλά και στην Αμερική, καθώς και στη φήμη που απέκτησαν αυτοί οι δύο συγγραφείς συνέτειναν πάρα πολλοί παράγοντες.
Β.Μ: Πόσο σας δυσκόλεψε η μεταφραστική διαδικασία του Λαβύρινθου της Μοναξιάς και τι προκλήσεις περιελάμβανε;
Ο Λαβύρινθος είναι ένα καλογραμμένο ιστορικοφιλοσοφικό δοκίμιο. Δεν είναι δυσνόητο και δεν παρουσιάζει ανυπέρβλητα μεταφραστικά προβλήματα. Την εποχή που το μετέφρασα, στις άρχες της δεκαετίας του ΄90 το πρόβλημα ήταν ότι δεν υπήρχαν ισπανοελληνικά λεξικά, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να περάσεις μέσω τρίτης γλώσσας, αλλά ούτε και τα σύγχρονα ελληνικά που εκδόθηκαν αργότερα. Παρόλα αυτά, δεν είχα πρόβλημα τόσο στην κατανόηση όσο στην απόδοση στα ελληνικά. Και θα δώσω ένα παράδειγμα : ‘Εχεις τη λέξη « ambiguo» που μπορεί να είναι διφορούμενος, αμφίλογος, αμφίσημος, ασαφής, συγκεχυμένος, επαμφοτερίζων, αμφίβολος και καλείσαι θα διαλέξεις. Αλλά διαλέγοντας αποκλείεις άλλες πιθανώς σωστές εκδοχές. Δεν μεταφράζεις, ερμηνεύεις και ερμηνεύοντας περιορίζεις το φάσμα που μπορεί να έχει στο νου του ο συγγραφέας. Αλλά αυτή είναι η γλώσσα μας. Η ακριβολογία συνεπάγεται συσταλτική ερμηνεία. Και τούτο λαμβανομένου υπόψη ότι μεταφράζουμε από νεολατινική γλώσσα που από πλευράς δομής και θεώρησης του κόσμου είναι σχετικά κοντινή στα ελληνικά. Σε πολλές περιπτώσεις κατέφυγα στο παλιό λατινοελληνικό λεξικό του Κουμανούδη για να βρω την αρχική έννοια μιας λατινογενούς λέξης και την αντίστοιχη λόγια απόδοση στα ελληνικά.
Αντίθετα όταν χρειάστηκε να μεταφράσω το « εμβληματικό » ρήμα του λαϊκού μεξικανικού λεξιλογίου « chingar » και τις παράγωγες εκφράσεις του που είναι άπειρες, στα οποία ο Πας αναφέρεται διεξοδικά, η πλήρης ταύτιση κυριολεκτικά και μεταφορικά με το δικό μας ρήμα « γαμώ » και η ευκολία απόδοσής στη γλώσσα μας των διάφορων εκφράσεων και εκδοχών, μου επιβεβαίωσε για ακόμα μια φορά την πολιτισμική μας συγγένεια με τους Μεξικάνους!
Γνώριζα ήδη το Μεξικό και τα ισπανικά που μιλιούνται εκεί. Είχα λόγω σπουδών και προσωπικού ενδιαφέροντος μια σχετική εξοικείωση με την ιστορία και την κουλτούρα του. Αυτό σε προφύλαξε, νομίζω, από παρανοήσεις, γιατί το πρόβλημα για τον μεταφραστή δεν είναι όταν δεν καταλαβαίνει, αλλά όταν νομίζει ότι κατάλαβε και δεν ψάχνει.
Ένα άλλο πρόβλημα ήταν οι άπειρες κρυφές και φανερές αναφορές σε ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα για τα οποία ο συγγραφέας δεν αναφέρει τις πηγές του, απευθυνόμενος κατά κύριο λόγο στο μεξικανικό κοινό για το οποίο αυτά είναι ίσως γνωστά. Ευτυχώς, ενώ είχα σχεδόν τελειώσει τη μετάφραση εκδόθηκε στην Ισπανία μια σχολιασμένη έκδοση που μου έλυσε εκ των υστέρων αρκετά προβλήματα. Επίσης χρειάστηκε έρευνα για τη σύνταξη των απαιτούμενων επεξηγηματικών σημειώσεων για τον έλληνα αναγνώστη, αλλά και για την εξακρίβωση ότι δεν έχει υπάρξει παρανόηση στη μετάφραση. Μια δουλειά που σήμερα με το Ίντερνετ θα ήταν παιχνιδάκι τότε απαιτούσε αρκετό χρόνο, αλλά και ο χρόνος βέβαια έτρεχε με άλλο ρυθμό.
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Ιούλης 2020
ΝΤΙΑΝΑ ΜΠΟΜΠΟΛΟΥ
Γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1954. Έχει κάνει σπουδές πολιτικών επιστημών (πτυχίο Παντείου, 1977), διερμηνείας και μετάφρασης (E.T.I. Université de Genève, 1978), εφηρμοσμένων ξένων γλωσσών (Maîtrise L.E.A., Université de la Sorbonne-Paris IV, 1980), ισπανικής φιλολογίας-γλωσσολογίας (Diploma, Universidad Complutense de Madrid, 1987) και μεταπτυχιακές σπουδές (D.E.A. γλώσσας, λογοτεχνίας και πολιτισμού ισπανόφωνων χωρών, Université de la Sorbonne-Nouvelle-Paris III, 1987).
Από το 1980 έως το 2010 εργάστηκε ως μεταφράστρια στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις Βρυξέλλες, με γλώσσες : Ισπανικά, ιταλικά, γαλλικά, αγγλικά και πορτογαλικά.
Παράλληλα έχει μεταφράσει λογοτεχνία, διδάξει τεχνική και λογοτεχνική μετάφραση και δώσει διαλέξεις και σεμινάρια με θέμα τη γλωσσική παιδεία, τη μετάφραση, τον μεξικανικό και γενικότερα τον ισπανόφωνο πολιτισμό, σε διάφορα πανεπιστήμια και πολιτιστικά ιδρύματα στην Ελλάδα, τη Γαλλία, την Ισπανία, την Ολλανδία και το Μεξικό. Επίσης έχει δημοσιεύσει άρθρα σχετικά με τα θέματα αυτά.