Ο Μονάρχης των Σκιών
του Χαβιέρ Θέρκας
εκδόσεις Πατάκη
μετάφραση Γεωργία Ζακοπούλου
Γράφει η Γεωργία Ζακοπούλου,
Τον Χαβιέ Θέρκας, έναν από τους σημαντικότερους Ισπανούς συγγραφείς με αναγνωρισμένη αξία στον χώρο της σύγχρονης παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον γνωρίσαμε στην Ελλάδα το 2002 με τους Στρατιώτες της Σαλαμίνας, σε μετάφραση Ελισώς Λογοθέτη, από τις εκδόσεις Πατάκη. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα με το οποίο ο συγγραφέας βυθίζεται στις πιο σκοτεινές πτυχές του ισπανικού εμφυλίου, όπου ένας απλός πολιτοφύλακας των Δημοκρατικών χαρίζει τη ζωή στον Ραφαέλ Σάντσεθ Μάθας, έναν από τους ιδρυτές και ιδεολόγους της Φάλαγγας και άμεσους υπεύθυνους του εμφυλίου πολέμου: ο ανώνυμος ηττημένος γίνεται ο σωτήρας ενός επώνυμου νικητή.
Δεκαέξι χρόνια αργότερα, με το βιβλίο του Ο Μονάρχης των σκιών, ο Χαβιέρ Θέρκας θα επανέλθει στον ισπανικό εμφύλιο, παρατηρώντας και συγγράφοντας από μια άλλη οπτική γωνία ένα βιβλίο που, όπως ο ίδιος ομολογεί, είχε στο μυαλό του από τότε που αποφάσισε να αφιερωθεί στη συγγραφή -κι ακόµη πιο πριν- και με το οποίο διεισδύει ακόμη βαθύτερα στο ερώτημα του εμφυλίου, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο μια µαχητικά αντιπολεµική, προσωπική και συλλογική εξερεύνηση, αλλά αυτή τη φορά δίχως να καταφύγει στη βοήθεια της μυθοπλασίας.
Τις συγγραφικές του επιλογές ή επαναφορές με αλλαγή οπτικής μαζί με το ζήτημα της συγγραφής καθαυτό, που κυριαρχεί στον Μονάρχη των σκιών, θα το βρούμε σε μια παλιότερη συνέντευξή του συγγραφέα: «Το κακό πρέπει να το καταλάβουμε, επειδή αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να το πολεμήσουμε –ή απλούστατα ο μόνος. Αλλά για να το καταλάβουμε πρέπει να έχουμε το θάρρος να φτάσουμε στον πάτο της θάλασσας με τα μάτια ανοιχτά. Αυτό κάνει η αληθινή λογοτεχνία, και γι’ αυτό δεν υπάρχει λογοτεχνία χωρίς ρίσκο. Ένας συγγραφέας που δεν παίρνει ρίσκο, δεν είναι συγγραφέας, είναι γραφιάς. Το να γράφεις μυθιστορήματα είναι μια πολιτική πράξη τουλάχιστον με την έννοια ότι τα μυθιστορήματα (ή τουλάχιστον τα δικά μου) μιλούν για την πόλη (polis, ελληνικά στο κείμενο), τουτέστιν, όχι μόνο για όσα αφορούν εμένα αλλά για όσα μας αφορούν όλους. Τώρα, γιατί γράφω μυθιστορήματα, δεν ξέρω: αν το ήξερα, ίσως να μην τα έγραφα. Ίσως να γράφω για να μάθω γιατί γράφω».
Ο «Μονάρχης των σκιών» αφηγείται την αναζήτηση του χαµένου ίχνους ενός νέου, που αγωνίστηκε για έναν άδικο σκοπό και πέθανε στη λάθος πλευρά της ιστορίας. Λεγόταν Μανουέλ Μένα και το 1936, στον ισπανικό εµφύλιο, κατατάχτηκε εθελοντής στον στρατό του Φράνκο. Πέθανε το 1938 στην περίφηµη µάχη του ποταµού Έβρου και επί δεκαετίες ήταν ο επίσηµος µάρτυρας της οικογένειας και του χωριού όπου µεγάλωσε. Η οικογένεια τιµά τη µνήµη του, από γενιά σε γενιά, και στους καιρούς της δηµοκρατίας, όπου η δόξα και η ντροπή αλλάζουν στρατόπεδα. Ήταν ο θείος της µητέρας του συγγραφέα.
Ο ίδιος ο Θέρκας ορίζει το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα ως ένα μυθιστόρημα το οποίο όσα αφηγείται στηρίζονται πάνω σε πραγματικά γεγονότα, και στο οποίο ο συγγραφέας (για διαφορετικούς λόγους σε κάθε περίπτωση) αποφασίζει να αποφύγει τις επινοήσεις της φαντασίας, αλλά όχι τη φαντασία.
Όπως τα περισσότερα μυθιστορήματα του Χαβιέρ Θέρκας έτσι και ο Μονάρχης των σκιών λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο: στην αρχή υπάρχει ένα ερώτημα, όλο το μυθιστόρημα είναι η αναζήτηση μιας απάντησης στο ερώτημα αυτό και στο τέλος η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει απάντηση. Κοντολογίς, η απάντηση είναι η ίδια η αναζήτηση της απάντησης, το ίδιο το ερώτημα, το ίδιο το βιβλίο. Δεν υπάρχει μια μοναδική, σαφής, διαυγής, συγκεκριμένη απάντηση, αλλά μια απάντηση αμφίσημη, απατηλή, πολυεδρική, ουσιαστικά ειρωνική.
Σε συνέντευξή του ο Χαβιέρ Θέρκας το διατυπώνει ως εξής: «Ένας καλός μυθιστοριογράφος δεν επιλύει προβλήματα: θέτει προβλήματα, με όσο το δυνατόν πολυπλοκότερη μορφή. Και οι μεγάλοι μυθιστοριογράφοι επινοούν προβλήματα που κανείς πριν από αυτούς δεν τα έχει δει. Γι’ αυτό εξάλλου ένας καλός συγγραφέας είναι το αντίθετο ενός καλού πολιτικού. Και γι’ αυτό οι καλοί πολιτικοί συνήθως είναι τόσο κακοί συγγραφείς και οι καλοί συγγραφείς τόσο κακοί πολιτικοί».
Όπως λοιπόν στην Ανατομία μιας στιγμής και τον Απατεώνα έτσι και στον Μονάρχη των σκιών ο ΧΘ θα γράψει ένα μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, αναζητώντας αυτή τη φορά απαντήσεις στο ερώτημα: «τι είναι ο ηρωϊκός θάνατος;»
Το βιβλίο είναι γραμμένο από δύο αφηγητές. Ο ένας αφηγητής, ο συγγραφέας, περιγράφει τη διαδικασία της γραφής του μυθιστορήματος (πώς έγιναν οι έρευνες, οι συνεντεύξεις, τα ταξίδια σε όλες τους τις λεπτομέρειες, τις αμφιβολίες, τις αγωνίες, τις δυσκολίες που χρειάστηκε να ξεπεράσει για να μπορέσει να το ολοκληρώσει), και ο δεύτερος αφηγητής είναι ένας ιστορικός που με τον ψυχρό επαγγελματισμό του ερευνητή αναζητάει σε αρχεία, ντοκουμέντα ή βιβλία, στοιχεία που θα τον βοηθήσουν να ανασυστήσει τη ζωή του Μανουέλ Μένα και της οικογένειάς του, ερμηνεύοντας με αυστηρό τρόπο τα γεγονότα του εμφυλίου πολέμου όπως τα έζησε ο νεαρός στρατιώτης.
Δεδομένου λοιπόν ότι στο βιβλίο αυτό παρακολουθούμε μια αναζήτηση σε πολλαπλά επίπεδα, όπου ο συγγραφέας είναι ταυτόχρονα κι ένας εκ των πρωταγωνιστών, όπου διαβάζουμε πολλαπλές αφηγήσεις για τα ίδια γεγονότα από πρόσωπα που εμπλέκονται έμμεσα ή άμεσα, άλλοτε με την οπτική του ιστορικού, άλλοτε με την οπτική του συγγραφέα, οι οποίοι προσπαθούν να διευκρινίσουν την ιστορία του Μανουέλ Μένα, αλλά ταυτόχρονα και τον λόγο για τον οποίο ο συγγραφέας επιδιώκει αυτό το ταξίδι στην ιστορία του Μανουέλ Μένα, απαιτείται μια συνεχής εγρήγορση και προσαρμογή της μεταφραστικής εργασίας, ώστε να αποδίδεται η προσέγγιση και το ύφος όλων αυτών των αλληλεπιδράσεων, τόσο στο φόντο του ισπανικού εμφύλιου, όσο και στο φόντο των σημερινών αναζητήσεων της ισπανικής κοινωνίας και της Καταλωνίας.
Κάποιος κριτικός στη Γαλλία χαρακτήρισε τον Μονάρχη των σκιών ως ένα road trip της μνήμης: πετυχημένος χαρακτηρισμός κατά τη γνώμη μου, αφού ο Θέρκας αποφασίζει να ξεκινήσει ένα ταξίδι στις μνήμες της οικογένειάς του, του χωριού του, της περιοχής του, της χώρας του, προκειμένου να ανακαλύψει τι ήταν εκείνο που ώθησε τον Μανουέλ Μένα, τον λατρεμένο θείο της μητέρας του να πάει σ’ έναν πόλεμο που δεν ήταν δικός του, να γίνει ήρωας κι ύστερα να λησμονηθεί.
Τα πραγματολογικά στοιχεία στον Μονάρχη των σκιών πολλά• πολλές οι λογοτεχνικές, ιστορικές ή πολιτικές αναφορές, που στη διεργασία της μετάφρασης θα πρέπει να ανακαλύψεις. Υπάρχουν πληροφορίες που για να τις βρεις ή να τις επιβεβαιώσεις πρέπει να βγεις έξω από τα λεξικά, τις εγκυκλοπαίδειες ή το διαδίκτυο, να πας στη γειτονιά, στον τσαγκάρη, στον στρατιωτικό, στον αγρότη, πρέπει να μιλήσεις με τη γιαγιά σου, με το μικρό παιδί. Πόσο μάλλον όταν αφορούν μια άλλη χώρα, έναν άλλον πολιτισμό. Κι αυτό με φέρνει στη σκέψη, πόσο οι πολιτισμικές διαφορές μπορεί να δυσκολέψουν μια μετάφραση στη λογοτεχνία, επειδή οι υποδηλώσεις μιας λέξης δεν είναι παντού ίδιες : ποια εικόνα έχει ο Ισπανός για τον αναρχικό και ποια ο Έλληνας• όταν ο Ισπανός λέει guerra ποιον πόλεμο εννοεί (εννοεί τον εμφύλιο πόλεμο), όταν εμείς λέμε πόλεμο σε ποιον αναφερόμαστε (σε κάποιον από τους δυο μεγάλους ευρωπαϊκούς πολέμους ). Παρότι τόσο οι Ισπανοί όσο κι εμείς βιώσαμε την τραγωδία του εμφυλίου, τον αντιλαμβανόμαστε άραγε κι οι δυο με τον ίδιο τρόπο;
Ο Θέρκας στα βιβλία του, προς μεγάλη τέρψη των αναγνωστών αλλά κυρίως των μεταφραστών του, δεν παύει να συνδιαλέγεται με λογοτέχνες και λογοτεχνικά έργα που τον σημάδεψαν, οπότε μια από τις μεγάλες χαρές που μου έδωσε η μετάφραση του Μονάρχη των σκιών ήταν ότι είχα τη ευκαιρία να απολαύσω ξανά αριστουργήματα όπως την Οδύσσεια και την Ιλιάδα, την Έρημο των Ταρτάρων του Ντίνο Μπουτζάτι ή το διήγημα Είναι ένδοξος ο υπέρ πατρίδος θάνατος του Ντανίλο Κις.
Κάτι ακόμη, όμως, που θα έπρεπε να εξομολογηθώ είναι ότι εκείνο που περισσότερο ευχόμουν μεταφράζοντας τον Μονάρχη των σκιών ήταν να καταφέρω να αποδώσω την αξιοθαύμαστη ακρίβεια, τον τρομαχτικό ρεαλισμό, αλλά κυρίως –όσο αντίξοο κι αν ακούγεται- την απίστευτη ευαισθησία και λυρικότητα των πολεμικών του σκηνών, τις οποίες συνθέτει και ανασυνθέτει για να επανέρχεται στον κεντρικό του προβληματισμό. Ως μικρό παράδειγμα παραθέτω τα πιο κάτω αποσπάσματα (από τις σελίδες 177-181).
Δεν ξέρω με ακρίβεια πώς έγινε η επίθεση. Κανένας δεν ξέρει˙ δεν υπάρχει γι’ αυτήν ούτε μια γραπτή μαρτυρία, ούτε ένας επιζών που να μπορεί να πει τι συνέβη. Κανονικά λοιπόν σ’ αυτό το σημείο θα έπρεπε να σωπάσω, να σταματήσω να γράφω, να δώσω τον λόγο στη σιωπή. Φυσικά, αν ήμουν λογοτέχνης και αν το κείμενο αυτό ήταν μυθιστόρημα, θα μπορούσα να επινοήσω τα γεγονότα, θα είχα το δικαίωμα να το κάνω. Αν ήμουν λογοτέχνης, θα μπορούσα, για παράδειγμα, να φανταστώ τον Μανουέλ Μένα κουλουριασμένο, λίγες ώρες πριν από την επίθεση, στο πρόχειρο νυχτερινό αμπρί του μέσα στο χιόνι, ξάγρυπνο από το πολικό κρύο και από τη βεβαιότητα ότι είχε φτάσει η ώρα που θα έπαιζε τη ζωή του σε μια ζαριά. Θα μπορούσα να τον φανταστώ να φοβάται και θα μπορούσα να τον φανταστώ να μην φοβάται. Θα μπορούσα να τον φανταστώ να προσεύχεται βουβά, με τη σκέψη στη μητέρα του, στα αδέλφια και τα ανίψια του, ξέροντας ότι είχε φτάσει η στιγμή της αλήθειας, και να μαζεύει δυνάμεις για να μπορέσει να σταθεί στο ύψος του και να ορθώσει το ανάστημά του και να μη δειλιάσει για να μην απογοητεύσει κανέναν, και πάνω απ’ όλα ίσως τον ίδιο του τον εαυτό.
(…) Θα μπορούσα να τον φανταστώ να χτυπάει με λύσσα ή να διατάζει τους άντρες του να χτυπούν με λύσσα, και επί ώρες τις θέσεις των δημοκρατικών, με απανωτές ριπές και να προσπαθεί να προστατευτεί από τα εχθρικά πυρά ,ή να προσπαθεί να προχωρήσει στη στενή κοιλάδα δίχως να τα καταφέρνει, ή να αναζητάει μια καλύτερη θέση για τα όπλα του στην πλαγιά που ανεβαίνει προς το οροπέδιο Λα Λοσίγια, λίγα μόνο μέτρα από τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα του εχθρού.
(…) Όλα αυτά θα μπορούσα να τα φανταστώ. Αλλά δεν θα τα φανταστώ, ή αν μη τι άλλο θα κάνω πως δεν θα τα φανταστώ, επειδή ετούτο εδώ δεν είναι μυθιστόρημα κι εγώ δεν είμαι λογοτέχνης, οπότε πρέπει να αρκεστώ στην ασφάλεια των γεγονότων. Δε λυπάμαι γι’ αυτό, όχι πολύ• εξάλλου, όσο ελεύθερη και να άφηνα τη φαντασία μου, ποτέ δεν θα κατάφερνα να φανταστώ το πιο σημαντικό, που πάντα μας διαφεύγει.
Για να κλείσω τις σκέψεις μου όπως περίπου τις άρχισα, ας επανέλθουμε σε παλαιότερη συνέντευξή του Χαβιέρ Θέρκας, όπου μας είχε διευκρινίσει: «Εγώ πιστεύω ότι η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Ο τρόπος που έχει για να το κάνει συνίσταται στο να αλλάξει την αντίληψη του αναγνώστη για τον κόσμο. Αν η λογοτεχνία δεν λειτουργεί σαν δυναμίτης, αν δεν μας κάνει να επαναστατούμε μέσα μας, τότε δεν είναι λογοτεχνία. Το βέβαιο είναι ότι προφανώς το μυθιστόρημά μου Οι στρατιώτες της Σαλαμίνας είχε επίδραση στην Ισπανία και ότι –παρότι δεν πραγματεύεται τοπικά ζητήματα, αλλά οικουμενικά- άλλαξε σε κάποιο βαθμό τη θέαση του εμφυλίου πολέμου, ή της σχέσης μας μαζί του.
Περιττεύει να πω ότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν ήταν στην αρχική μου πρόθεση: το μόνο που ήθελα ήταν -όπως και σε όλα μου τα μυθιστορήματα-, να διατυπώσω ένα ερώτημα με τον πιο πολύπλοκο δυνατόν τρόπο. Επειδή εντέλει ένα μυθιστόρημα είναι ένα ερώτημα, και την απάντησή του την έχει μόνο ο αναγνώστης.»
Γεωργία Ζακοπούλου
Δεκέμβρης 2020
Ολόκληρο το Αφιέρωμα στον Ισπανικό Εμφύλιο, στον παρακάτω σύνδεσμο: