Scroll Top

Ο Χασάπης του Υρλύ | συζήτηση με την Μαρία Θεοχάρη

ochasapistouirlyoposito

Ο Χασάπης του Υρλύ
Jean Amila (Jean Meckert)
εκδόσεις Oposito
συζήτηση με την μεταφράστρια
Μαρία Θεοχάρη

 

 

Αλήθεια, ποιος είναι ο Jean Meckert (γνωστός και με το ψευδώνυμο: Jean Amila); Σύστησέ μας αυτόν τον μάλλον άγνωστο (αλλά πολύ σπουδαίο) στο ελληνικό κοινό Γάλλο συγγραφέα!

Ο Jean Meckert/ Amila (1910-1995) είναι Γάλλος άθεος και αναρχικός συγγραφέας που έγινε γνωστός κυρίως μέσα από τη συνεργασία του με τη Série Noire, τη σειρά νουάρ μυθιστορημάτων των εκδόσεων Gallimard. Θεωρείται ένας από τους σκαπανείς του γαλλικού νουάρ και προς τιμήν του έχει καθιερωθεί το βραβείο αστυνομικής λογοτεχνίας Prix Jean Amila- Meckert που απονέμεται σε αστυνομικά μυθιστορήματα «λαϊκής έκφρασης και κοινωνικής κριτικής».

Εκτός από τα 21 νουάρ μυθιστορήματα που έγραψε για τη Série Noire (από το 1950 ως το 1987) ο Amila-Meckert συνέγραψε θεατρικά έργα, κινηματογραφικά σενάρια, και μυθιστορήματα. Πέθανε σχετικά άγνωστος, αλλά από τις αρχές του 21ου αιώνα υπάρχει μια αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το έργο του. Αυτό οφείλεται στις προσπάθειες κάποιων παθιασμένων θαυμαστών της γραφής του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ορισμένοι από τους πιο καταξιωμένους εκπροσώπους του γαλλικού νουάρ, όπως ο Jean Vautrin, ο Didier Daeninckx και ο Patrick Pécherot.

Ποια η θεματολογία που επιλέγει και σε ποια εποχή γράφει τα έργα του;

Η θεματολογία των έργων του Amila- Meckert αντλείται από την προσωπική του ζωή και τις ιδεολογικές του αναφορές. Γράφει για ιστορικές περιόδους τις οποίες έχει γνωρίσει. Έχει ζήσει και τους 2 Παγκόσμιους Πολέμους: ως παιδί τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που του στοίχισε τη διάλυση της οικογένειάς του, τον εγκλεισμό της μητέρας του σε φρενοκομείο και την εισαγωγή του ίδιου και της αδερφής του σε ορφανοτροφείο• και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως στρατιώτης, αιχμάλωτος και μέλος της Γαλλικής Αντίστασης. Ο πόλεμος λοιπόν είναι ένα θέμα που επανέρχεται συχνά στα έργα του: Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος (Χασάπης του Υρλύ), ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Κατοχή και η Αντίσταση (La marche au Canon, Nous avons les mains rouges, Au Balcon d’ Hiroshima, La Lune d’ Omaha) αλλά και ο Ψυχρός Πόλεμος και η αποαποικιοποίηση είναι κάποιες από τις κυριότερες ιστορικές περιόδους που πλαισιώνουν τη μυθοπλασία του. Το θέμα του πολέμου στο έργο του Amila-Meckert προσεγγίζεται μέσα από μια αντι-ηρωική, αντι-μιλιταριστική και αντι-εθνικιστική ματιά. Για τον Amila «τα κυρίαρχα κράτη είναι καρκινώματα, και ο μιλιταρισμός η μετάστασή τους». Ο αντι-μιλιταρισμός του Meckert είναι η δεσπόζουσα ιδεολογία των έργων του, την οποία υπηρετεί με συνέπεια. Δεν είναι όμως άνευ όρων πασιφιστής, όχι τέλος πάντων από το είδος των πασιφιστών «που βελάζουν σαν πρόβατα» όπως λέει ο ίδιος. Δεν θα ήταν αντίθετος προς τη χρήση βίας, αν αυτή στρεφόταν στοχευμένα κατά των μεγαλεμπόρων όπλων και όσων αποφασίζουν και επιβάλλουν τους πολέμους• κάτι που θυμίζει τον αφορισμό του Jacques Prévert, πως «ο πόλεμος θα ήταν σκέτη ευλογία, αν σ’ αυτόν σκοτώνονταν μόνο επαγγελματίες».

Ένα επίσης βασικό θέμα που πραγματεύεται σε κάποια μυθιστορήματά του (Au Balcon d’ Hiroshima, La Vierge et le Taureau) είναι η χρήση των πυρηνικών όπλων. Τη δεκαετία του 1970, ο Amila – Meckert είχε ταξιδέψει στην Ταϊτή, για να γράψει ένα σενάριο ταινίας κατασκοπείας. Αντί του σεναρίου όμως έγραψε το μυθιστόρημα La Vierge et le Taureau, στο οποίο καταγγέλλει τις πυρηνικές δοκιμές της Γαλλίας στον Ειρηνικό Ωκεανό. Μερικά χρόνια μετά από την έκδοση του βιβλίου– χωρίς ωστόσο να έχει αποδειχτεί κάποια αιτιώδης σχέση μεταξύ των δύο γεγονότων– ο συγγραφέας δέχτηκε μια πολύ άγρια επίθεση από αγνώστους στο γκαράζ του σπιτιού του, η οποία τον άφησε σε κώμα και παρά λίγο να του στοιχίσει τη ζωή.

Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαμε να πούμε πως το έργο του Amila – Meckert χαρακτηρίζεται από έντονο πολιτικό και κοινωνικό προβληματισμό, χωρίς όμως να ενδίδει στον δογματισμό, εστιάζει στην ταξική διάσταση των ανθρώπινων σχέσεων και διατρέχεται από την ιδέα πως οι άνθρωποι ενωμένοι έχουν μια πιθανότητα να αντιμετωπίσουν δυνάμεις που τους ξεπερνούν.

Ποια χαρακτηριστικά περιλαμβάνει η γραφή του αλλά και «αστυνομική» λογοτεχνία του Meckert;

Το πρώτο και πιο αναγνωρίσιμο στοιχείο της γραφής του είναι η χρήση της λαϊκής γλώσσας. Για τον Amila-Meckert, η λαϊκή γλώσσα είναι κάτι παραπάνω από ένα μέσο αναπαράστασης κοινωνικών ομάδων και χαρακτήρων. Είναι κύριο υφολογικό στοιχείο και φορέας ιδεολογίας, που ενορχηστρώνει το θέμα των μυθιστορημάτων του. Είναι γι’ αυτόν καλλιτεχνική δημιουργία και όχι στείρα απομίμηση της πραγματικότητας• πρόκειται για υπαρξιακή συνθήκη της ίδιας της γραφής του. Όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος, «η “ευγενής γλώσσα” είναι όμορφη, μα τραβάει την κουβέρτα μόνο για τον εαυτό της, αφήνοντάς μας ολόγυμνους να τουρτουρίζουμε. Ενώ η καθομιλουμένη, είναι ίσως λιγότερο ωραία, μα μοιράζεται την κουβέρτα μαζί μας• είναι πιο ζεστή, πιο αληθινή, και σε τελική ανάλυση πιο συγκινητική».

Η γλώσσα, σε συνδυασμό με τον προλεταριακό χαρακτήρα των μυθιστορημάτων του – χαρακτηριστικό που η γραφή του διατηρεί από την προ Série Noir εποχή– δένουν αρμονικά με τη νουάρ αισθητική του νέου εισαγόμενου από την Αμερική είδους. Το νουάρ γίνεται ένα φιλόξενο περιβάλλον για τη γραφή του Meckert- Amila, ο οποίος παρά τους περιορισμούς που του επιβάλλονται από τη σειρά, καταφέρνει να διατηρήσει το προσωπικό του στυλ και τη δική του θεματολογία, και μάλιστα να συμβάλει καθοριστικά στη διαμόρφωση του γαλλικού νουάρ και στην καθιέρωσή του. Ο Amila-Meckert εγκαινιάζει μια ιδιότυπη αστυνομική κοινωνική λογοτεχνία: χωρίς αστυνομικούς, χωρίς ντετέκτιβ, πολλές φορές μάλιστα χωρίς έρευνα και έγκλημα.

Αναρωτιέμαι, τι ρόλο μπορεί να διαδραμάτισε στα Γαλλικά γράμματα, και όχι μόνο; Το ρωτώ γιατί όπως γράφεις στον πολύ κατατοπιστικό πρόλογο έχει επηρεάσει πολλούς συγγραφείς και έχει καθορίσει το συγκεκριμένο είδος (αστυνομικό/noir – neo-polar)!

Ο Jean Meckert- Amila μπήκε στον χώρο της λογοτεχνίας από σπόντα κατά τον ίδιο: « Εγώ είμαι ένας εργάτης που λοξοδρόμησε». Τα πρώτα του μυθιστορήματα δεν ανήκαν στο είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Όμως ο προλεταριακός τους χαρακτήρας και η ανορθόδοξη ματιά τους δεν συνέβαλαν στην αποδοχή τους από το κοινό. Έτσι δέχτηκε την πρόταση του Marcel Duhamel, διευθυντή της Série Noire, να γράψει νουάρ, για βιοποριστικούς λόγους και για να αυξήσει το αναγνωστικό του κοινό.

Το έργο του αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ιστορίας της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, καθώς είναι αντιπροσωπευτικό της πορείας από το λαϊκό προλεταριακό μυθιστόρημα στο νουάρ, μετεξέλιξη του οποίου αποτελεί το σύγχρονο αστυνομικό μυθιστόρημα. Ο Meckert- Amila, εγκλιματίζει το αμερικάνικο νουάρ στα γαλλικά δεδομένα, προλειαίνοντας το έδαφος για το νέο γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα με κοινωνικό και πολιτικό προβληματισμό. Δίνει τον τόνο για τη ριζοσπαστικοποίηση του γαλλικού αστυνομικού μυθιστορήματος που θα ακολουθήσει αργότερα, με ορόσημο τον Μάη του ’68: γράφει néo-polar πριν καν υπάρξει ο όρος. Γι’ αυτό και θεωρείται πατέρας του néo-polar, επειδή άνοιξε τον δρόμο για συγγραφείς όπως ο Jean-Patrick Manchette, ο Jean Vautrin, ο Frédéric Fajardie, αλλά και για νεότερους, όπως ο Didier Daeninckx που τον θεωρεί αδελφό συγγραφέα.

O Amila με τη γραφή του συνέβαλε στις ζυμώσεις που οδήγησαν από το γαλλικό αστυνομικό μυθιστόρημα-αίνιγμα στο γαλλικό νουάρ. Το κέντρο βάρους της γαλλικής αστυνομικής λογοτεχνίας αρχίζει σταδιακά να μετατοπίζεται από το άτομο στην κοινωνία, από το ποιος στο γιατί. Το έγκλημα παύει να αποτελεί ανωμαλία του ατόμου και αρχίζει να παίρνει πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις, να συνδέεται άρρηκτα με τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, ταυτιζόμενο συχνά με αυτές. Δεν αποτελεί πλέον την πρόφαση για την επίλυση ενός μυστηρίου αλλά λαμβάνει κεντρική θέση στην αστυνομική μυθοπλασία.

Πες λοιπόν δυο λόγια για τον Χασάπη του Υρλύ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Oposito σε δική σου εξαιρετική μετάφραση και όπως προείπα με ένα πολύ περιεκτικό και κατατοπιστικό πρόλογο!

Ο Χασάπης του Υρλύ είναι το πρώτο έργο του Amila που μεταφράζεται στα ελληνικά. Αποτελεί έργο της ωριμότητας του συγγραφέα, το οποίο συνέγραψε σε ηλικία 72 ετών, μόλις συνήλθε από τη βίαιη επίθεση που δέχτηκε. Κατά τον ίδιο, το βιβλίο αυτό συμπυκνώνει τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας, που επανήλθαν στη μνήμη του πολύ έντονα όταν συνήλθε από την αμνησία του.

Η πλοκή τοποθετείται αμέσως μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και είναι η ιστορία ενός οκτάχρονου αγοριού, του Μισού, που διψά για εκδίκηση επειδή ο πόλεμος διέλυσε την οικογένειά του: ο αναρχικός πατέρας του εκτελέστηκε για παραδειγματισμό ως στασιαστής, η μητέρα του οδηγήθηκε σε φρενοκομείο και ο ίδιος κατέληξε σε ορφανοτροφείο. Πρόκειται για ένα αντιπολεμικό μυθιστόρημα, με στοιχεία μυθιστορήματος μαθητείας, auto-fiction, περιπέτειας και νουάρ αλά Jean Amila.

Βασιζόμενος σε πραγματικά γεγονότα και ιστορικά ακριβείς λεπτομέρειες, ο συγγραφέας ανασυνθέτει μια αυθεντική εικόνα της εποχής, αλλά πάνω απ’ όλα , μέσα από την ιστορία των ορφανών παιδιών —του Μισού και της παρέας του— εξαπολύει μια αμείλικτη επίθεση κατά του συστήματος που γεννά και συντηρεί τον πόλεμο.

Ποιο είναι το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο που περιβάλλει το βιβλίο;

Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε ένα τεράστιο τραύμα για την Ευρώπη του 20ού αιώνα, κάτι που όπως είναι φυσικό αποτυπώνεται και στη λογοτεχνία. Πολλοί Γάλλοι (και όχι μόνο) συγγραφείς και ποιητές κατήγγειλαν την πρωτοφανή φρίκη που βιώσαν στον Μεγάλο Πόλεμο. Μπορεί ο Amila να μη γνώρισε τα χαρακώματα όπως ο Barbusse, ο Céline και ο Apollinaire, βίωσε όμως τον Α’ Παγκόσμιο ως παιδί που έχασε την οικογένειά του και στιγματίστηκε διά παντός ως γιος στασιαστή που εκτελέστηκε για παραδειγματισμό. Και από αυτή την οπτική γωνία ο Amila εκτοξεύει τα πυρά του στο μυθιστόρημα Ο Χασάπης του Υρλύ.

Το κύριο κοινωνικο-ιστορικό γεγονός που πλαισιώνει την πλοκή είναι ένα ζήτημα που ακόμα και σήμερα διχάζει τη γαλλική κοινωνία: οι εκτελέσεις των Γάλλων στρατιωτών κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Το εναρκτήριο συμβάν που πυροδοτεί όλη την υπόθεση του βιβλίου, είναι η εκτέλεση του πατέρα του Μισού, στρατιώτη των χαρακωμάτων, για στρατιωτική ανυπακοή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του γαλλικού υπουργείου Άμυνας, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου εκτελέστηκαν 953 Γάλλοι στρατιώτες, εκ των οποίων οι 639 για στρατιωτική ανυπακοή. Κάποιες από τις εκτελέσεις αυτές γίνονταν με κλήρωση, «προς παραδειγματισμό» του στρατεύματος.

Εξυφαίνοντας την πλοκή του μυθιστορήματος γύρω από αυτή την ντροπιαστική σελίδα της γαλλικής Ιστορίας, ο συγγραφέας παρουσιάζει το εχθρικό κλίμα που καλλιεργήθηκε μεθοδικά από τη γαλλική ηγεσία κατά των φωνών για ειρήνη: οποιοσδήποτε ήταν αντίθετος προς τη συνέχιση του πολέμου, ή θεωρούσε προτιμότερη την ήττα της Γαλλίας από τη συνέχιση του μακελειού, χαρακτηριζόταν με τον ιδιαίτερα αρνητικά φορτισμένο όρο «ντεφετιστής», που σημαίνει ηττοπαθής. Το 1917 ο Κλεμανσώ, αρχηγός τότε της πολεμικής κυβέρνησης, σε ένα υπουργικό συμβούλιο είχε χαρακτηρίσει τους πασιφιστές και τους αντιμιλιταριστές του εργατικού κινήματος ως «εσωτερικό εχθρό». Στο μυθιστόρημα, αυτό το κλίμα εχθρότητας φαίνεται να έχει διαποτίσει κυρίως τα αστικά στρώματα της κοινωνίας, και μάλιστα οι χειρότεροι διώκτες των «ντεφετιστών», των κατάπτυστων εκτελεσθέντων, ανήκουν στην μεγάλη εκείνη μερίδα του πληθυσμού που παρότι μάχιμη, έμεινε στα μετόπισθεν. Πρόκειται για τους “embusqués”, τους κοπανατζήδες όπως απέδωσα τον όρο, ή —για να χρησιμοποιήσουμε την απόδοση του Κοσμά Πολίτη στη Φωτιά του Barbusse¬— τους κουραμπιέδες. «Όλο οι ίδιοι και οι ίδιοι σκοτώνονται» διαβάζουμε στις σελίδες του βιβλίου: δεν προορίζονταν όλοι για «κρέας για τα κανόνια», κάποιοι ήταν περισσότερο αναλώσιμοι από τους άλλους.

Εκτός από το κεντρικό αυτό θέμα των εκτελέσεων για παραδειγματισμό, ο συγγραφέας θίγει και άλλα συνδεόμενα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της εποχής μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως είναι η αδιαφορία της κοινωνίας για τους ανάπηρους πολέμου, οι στρατιώτες που γύρισαν από το μέτωπο με φριχτές παραμορφώσεις που τους στοίχισαν το παρανόμι «σπασμένα μούτρα», η μεταχείριση που επιφυλάσσεται στα στιγματισμένα ορφανά πολέμου, όλος ο μηχανισμός εξωραϊσμού και «εξηρωισμού» της φρίκης του πολέμου, η λειτουργία της προπαγάνδας…

Για την ιστορία, να πούμε πως ακόμα και σήμερα η μνήμη των Γάλλων εκτελεσθέντων προς παραδειγματισμό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως, παρότι είναι ένα θέμα το οποίο επανέρχεται συχνά στον δημόσιο διάλογο. Τα τελευταία χρόνια, κάποιες προσπάθειες που έγιναν από πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις για πλήρη αποκατάσταση της μνήμης τους με την ευκαιρία της εκατονταετηρίδας από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου απέβησαν άκαρπες. Σχετικά πρόσφατα, τον Ιανουάριο του 2022, η Γαλλική Εθνοσυνέλευση κατέθεσε ένα σχετικό νομοσχέδιο για την αποκατάσταση των εκτελεσθέντων προς παραδειγματισμό του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το οποίο όμως απορρίφθηκε από τη Γαλλική Γερουσία τον Φεβρουάριο του 2023.

Πόσο επίκαιρος είναι σήμερα ο Χασάπης του Υρλύ; Και τι θέλει να πει ο Meckert-Amila με το συγκεκριμένο βιβλίο;

Πρόκειται για ένα θλιβερά επίκαιρο μυθιστόρημα, το οποίο υπογραμμίζει τις ασχήμιες του πολέμου και τις ολέθριες συνέπειές του. Εκτός από αυτό όμως, φέρνει στο φως τη νοοτροπία που τρέφει και συνοδεύει τον πόλεμο διαχρονικά. Υπάρχει ένας πίνακας του 19ου αιώνα, «Η αποθέωση του πολέμου» του Ρώσου ζωγράφου Βασίλι Βερεστσάγκιν, τον οποίο θυμίζει εκπληκτικά η περιγραφή του πεδίου μάχης του Υρλύ που συναντάμε στο βιβλίο. Τον πίνακα αυτόν ο ζωγράφος τον είχε αφιερώσει σε όλους τους μεγάλους κατακτητές του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Ηθελημένη ή ακούσια, η ομοιότητα αυτή ανάμεσα σε ένα πεδίο μάχης του Νότιου Ουζμπεκιστάν μετά την επέλαση του Ρωσικού Αυτοκρατορικού στρατού και στο πεδίο μάχης του Υρλύ μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συνοψίζει μια κεντρική ιδεολογική τοποθέτηση του μυθιστορήματος: ο πόλεμος διαχρονικά ισοδυναμεί με όλεθρο. Με όσες ιδεολογίες και να τον αιτιολογήσουμε, με όσα ηρωικά άσματα και να τον υμνήσουμε, με όσες σημαίες και να τον στολίσουμε, ήταν, είναι και θα είναι κτηνωδία, που δεν μυρίζει δάφνες αλλά σαπίλα από τα ανώνυμα πτώματα. Ίσως κάποιοι αναγνώστες συναντώντας στην επικαιρότητα τα βαρύγδουπα ονόματα που δίνουν τα σύγχρονα στρατιωτικά επιτελεία στις πολεμικές τους επιχειρήσεις, να φέρουν στο μυαλό τους τον παραλληλισμό του συγγραφέα ανάμεσα στα παιδιαρίσματα των ανώριμων ορφανών και στα καμώματα των εξίσου ανώριμων στρατηγών του Α’ Παγκοσμίου. «Μόνο που τα παιδιά αντιλαμβάνονταν κάπως τα όρια του παιχνιδιού».

Πώς δούλεψες αλλά και πως βίωσες τη μετάφραση του συγκεκριμένου έργου; Πως ήταν σε γενικές γραμμές όλο αυτό το μεταφραστικό ταξίδι;

Το μυθιστόρημα αυτό ξεκίνησα να το μεταφράζω πριν από αρκετά χρόνια ως φοιτήτρια, επειδή μου άρεσε και επειδή με κέντρισαν οι υφολογικές του προκλήσεις. Η μετάφραση πέρασε από πολλά στάδια, κατά τα οποία εξελίχθηκε και ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνομαι την ίδια τη μεταφραστική διαδικασία και τον ρόλο του μεταφραστή ως πολιτισμικού διαμεσολαβητή.

Οι μεταφραστικές προκλήσεις ήταν πολλές – από τη διαχείριση του ενδογλωσσικού και εξωγλωσσικού πολιτισμικού στοιχείου ως την απόσταση (χρονική, πολιτισμική) που χωρίζει το πρωτότυπο από το μετάφρασμα και τον Γάλλο από τον Έλληνα αναγνώστη. Ωστόσο ήταν μια άκρως απολαυστική διαδικασία που μου προσέφερε μεγάλη ικανοποίηση και εξαιρετική παρέα.

Αγγίζει κάποια χορδή της Μαρίας Θεοχάρη ο Χασάπης του Υρλύ;

Ο Χασάπης του Υρλύ είναι ένα από τα βιβλία που κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Προσωπικά ως αναγνώστρια νουάρ και αστυνομικής λογοτεχνίας (παρότι δύσκολα μπορεί να υπαχθεί αμιγώς σε αυτό το είδος το συγκεκριμένο βιβλίο) βρίσκω τη γραφή του Amila υποδειγματική και θεωρώ πως το συγκεκριμένο μυθιστόρημα θέτει πολύ ψηλά τον πήχυ για το genre. Συμφωνώ λοιπόν κι εγώ με τον Jean Vautrin πως έπρεπε να αφήσουν σε όλα τα εγχειρίδια αστυνομικής λογοτεχνίας τρεις κενές σελίδες για να τις συμπληρώσει ο Jean Amila.

 

 

 

συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Δεκέμβρης 2023

 

 

Μαρία Θεοχάρη είναι μεταφράστρια και υποψήφια διδάκτορας του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ