Scroll Top

Ο αποκλεισμός της διαφορετικότητας και η θέση της γυναίκας στην αστική τάξη του Ηρακλείου με την ματιά της Θάλειας Καλλιγιάννη

nathalia

Το άγνωστο Ηράκλειο μέσα από τα κείμενά του

Μάρκος Μαστρογιαννάκης

 

 

Το 1962 η Θάλεια Καλλιγιάννη εκδίδει την αυτοβιογραφία της με τον τίτλο Ναθαλία, η μεγάλη ενοχή (χρονικό ζωής) όπου στέκεται, μέσα στις άλλες περιόδους της ζωής της, και στα χρόνια που έζησε στο Ηράκλειο (1926-1939). Μέσα από το κείμενο της η Καλλιγιάννη αποκαλύπτει λεπτομερέστατα την περίοδο του μεσοπολέμου όπου έζησε στο Ηράκλειο και πως την βίωσε. Εδώ θα σταθώ στην περιγραφή και στην ερμηνεία από την συγγραφέα, της ζωής, της κουλτούρας, των ηθών και εθίμων των αστικών οικογενειών της πόλης.

Παντρεμένη εξ΄ ανάγκης με έναν αρκετά ευκατάστατο έμπορο της πόλης η Καλλιγιάννη μας εισάγει στην ζωή της «καλής» κοινωνίας της πόλης. Επίσης μας παραδίδει την θέση της γυναίκας σε αυτήν, θέση όπου είναι αυστηρά οριοθετημένη από τον σύζυγο-αφέντη και τα πρότυπα της τάξης της. Η Καλλιγιάννη με το γάμο της εντάσσεται στην «καλή» κοινωνία της πόλης, η οποία αποτελείται από μια πολύ ισχυρή άρχουσα αστική τάξη όπου διαμορφώνεται τις πρώτες δεκαετίες στο Ηράκλειο και ειδικότερα μετά την Ένωση. Η θέση της γυναίκας μέσα αυτή την συνθήκη όπως μας περιγράφει η αφηγήτρια είναι αρκετά περιορισμένη. Χαρακτηριστικά, η γυναίκα πρέπει να μένει σπίτι και να ακολουθεί πιστά τις εντολές του συζύγου και τον τρόπο ζωής που αρμόζει στην τάξη της. Η συγγραφέας που πνίγεται μέσα σε αυτό πλαίσιο, καθώς όπως ομολογεί δεν είναι προορισμένη να παίξει αυτό τον ρόλο, προσπαθεί να ξεφύγει με κάθε τρόπο και κάνει ότι περνάει από το χέρι της για να διεκδικήσει το δικαίωμα της αυτοδιάθεση.

Ενάντια στην πολύ διαφημιζομένη οικονομικά εύρωστη αστική τάξη του Ηρακλείου του μεσοπολέμου που έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας της πόλης, η Καλλιγιάννη μας παραθέτει το πως είναι να ζεις σε αυτήν ως γυναίκα και πως βιώνει κάποιος την διαφορετικότητα από tην κουλτούρα και τα ήθη της τάξης αυτής. Μέσα από την διήγηση της μας κάνει γνωστή την λεκτική και σωματική κακοποίηση από τον σύζυγο της καθώς και την υποκρισία αυτού. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι δεν ενδιαφέρεται να ζήσει μια τυπική ζωή συζύγου αστού, δηλαδή οικοδέσποινα στις επισκέψεις άλλων κυρίων της τάξης της όπου συνδυάζεται με κουτσομπολιό, έξοδο και χορούς σε κοσμικές εκδηλώσεις, εκδρομές στην ενδοχώρα και στα παραλιακά μέρη του νησιού, και φυσικά την ανατροφή των παιδιών και τη απόλυτη υποταγή στα θέλω του συζύγου. Αντιθέτως, θέλει να ασχοληθεί με τα κοινά, όπως η ενασχόληση με το γράψιμο, την λογοτεχνία, το διάβασμα και την συμμετοχή στα κοινά. Συναντά όμως την σφοδρότατη αντίδραση του συζύγου της ο οποίος απαντάει με ύβρεις, απειλές και σωματική κακοποίηση, πράξεις με τις οποίες θέλει να καταστήσει σαφές ότι οι γυναίκες της τάξης τους απαγορεύεται να ασχολούνται με τέτοιες δραστηριότητες. Η γυναίκα δεν πρέπει να ασχολείται με το πνεύμα , με την πολιτική και γενικότερα την με προσωπική της ανάπτυξη. Όταν διαπιστώνει ο σύζυγο της ότι η Καλλιγιάννη δεν πρόκειται και δεν είναι διατεθειμένη να ακολουθήσει αυτό το μοτίβο ζωής καταφεύγει στην βία και τις απειλές. Θέλοντας έτσι με αυτό τον τρόπο να καταστήσει σαφές ποιος είναι ο αφέντης του σπιτιού, ο οικονομικά ανεξάρτητος και ο οποίος ορίζει την ζωή της. Η γυναίκα είναι εντελώς εξαρτωμένη οικονομικά από τον σύζυγο και δεν έχει λόγο σε τίποτα άλλο εκτός από τα του σπιτιού και τις υποχρεώσεις αυτού. Επίσης μας παραθέτει και τον παλμό και τις αντιδράσεις που υπάρχουν από άτομα που ανήκουν στην ίδια τάξη. Η συγγραφέας κατηγορείται ως ελαφρών ηθών και ως κομμουνίστρια αφού ασχολείται και υποστηρίζει το δίκιο των εργατών και όχι των εμπόρων που ανήκε ο σύζυγος της.

Όλα τα παραπάνω έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τον δικαιωματισμό να κάνει ο καθένας ότι θέλει και όπως θέλει μέσα σε μια ισότιμη συντροφική σχέση. Όροι και νόρμες που φαντάζουν σύγχρονες αλλά ουσιαστικά πάντα ενυπήρχαν και καταπίεζαν τις γυναίκες ανεξάρτητου τάξης. Η αφηγήτρια μας παραθέτει ανοικτά ότι ο σύζυγος της είχε ερωτικές σχέσεις με την υπηρέτρια του σπιτιού, πράγμα πολύ σύνηθες όπως αναφέρει στα σπίτια των εύπορων οικογενειών. Οι υπηρέτριες προέρχονταν από πολύ φτωχές οικογένειες της ενδοχώρας του Ηρακλείου, και μην έχοντας στον ήλιο μοίρα, τις περισσότερες φορές ήταν έρμαιο στα χέρια των αφεντικών. Αυτή η κατάσταση γινόταν ανεχτή από τις κοπέλες μην μπορώντας να αντιδράσουν από φόβο τις περισσότερες φορές και ορισμένες, λιγότερο, από την προσμονή αποκατάστασης τους είτε από το αφεντικό τους είτε από κάποιον συγγενή ή φίλο αυτού. Επίσης μαθαίνουμε για ερωτικά σκάνδαλα ευυπόληπτων οικογενειών της πόλης, τα οποία αποσιωπώνται τεχνηέντως εκ των έσω. Με αυτό τον τρόπο καταδεικνύετε η αντρική ανωτερότητα στις έμφυλες σχέσεις που επικρατούσε κατά κόρον στις οικογενειακές σχέσεις της εποχής ανεξαρτήτου τάξης και πνευματικού επιπέδου τις περισσότερες φορές.

H Ναθαλία είναι μια παραγνωρισμένη αυτοβιογραφία, σχεδόν ξεχασμένη, αλλά πολύ τολμηρή ειδικότερα για την εποχή στην οποία εξεδόθη. Δεν μπορώ δυστυχώς να γνωρίζω την απήχηση που είχε στη εποχή της και αν προκάλεσε αντιδράσεις, πάντως η συγγραφέας τόλμησε να θίξει θέματα και να εκθέσει καταστάσεις οι οποίες χρειάζονται πολύ τόλμη. Αυτοβιογραφούμενη η Καλλιγιάννη μας παραδίδει μια εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη από αυτή που συνήθως επικρατεί για τις «καλές οικογένειες» της πόλης, την αγιοποιημένη συνήθως εικόνα που μας παραδίδουν κείμενα που αναφέρονται στην αστική τάξη της εποχής. Μας δίδει την σκοτεινή πλευρά και τις αόρατες πτυχές του να ανήκεις στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της πόλης και όχι τα αγαθοεργήματα, την οικονομική συμβολή που συνηθίζεται να είναι αξιοσέβαστη από την ιστοριογραφία και την συλλογική μνήμη της πόλης. Το πως βίωσε η Καλλίγιάννη την εμπειρία να ζεις στην μεγαλοαστική τάξη του Ηρακλείου οπωσδήποτε είναι υποκειμενική αλλά μας κάνει σαφές ότι υπάρχει και αυτές οι πτυχές του καθημερινού βίου και της αστικής κουλτούρας του Ηρακλείου του μεσοπολέμου.

 

————————————–

 

Ο Μάρκος Μαστρογιαννάκης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής «Δημόσιας Ιστορίας» στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο