Τώρα καταλαβαίνουμε κι οι δυο γιατί εξαφανίστηκε
το ρούχο σου μέσα στη νύχτα.
Το άρπαξε η γυναίκα που σφιγγε στα δόντια
προσευχές και παρακλήσεις.
Κάποιοι είπαν πως τη βρήκαν ―ύστερα απ’ το ναυάγιο ―
σε κάτι κατακόμβες να ικετεύει από παλτό σε παλτό
και μ’ ένα βλέμμα απόσκοσμο να εκτελεί
την ίδια πάντα κίνηση.
Από τα δεξιά προς τα αριστερά.
Από τα δεξιά προς τα αριστερά χάραζε τριαντάφυλλα
με τα μαχαίρια τόσων και τόσων δολοφόνων.
Και προτού ξεσπάσει ο θρήνος των ανοίξεων,
έκλεινε αργά τα βλέφαρα, έβαζε τα μαχαίρια στη σειρά
και ριχνόταν πάνω τους σαν ένας ταύρος, τόσο πονεμένος,
που δεν του έμενε άλλο παρά να σκοτωθεί.
Και σκοτώνεται.
Με την ελπίδα πως κάποτε θα φανερωθεί
πάνω στην κόψη, στον φόνο πάνω,
το μπλε που ‘ψαχνε μια ολόκληρη ζωή
στους κύκλους του θανάτου.
Γιούλη Περβολαράκη
*φωτογραφία: Περικλής Λιακάκης