Μια τέχνη που ζει από το θάνατο
και άλλες Φανταστικές Ιστορίες
του Μπενίτο Πέρεθ Γκαλδός
εκδόσεις Printa/Ροές
συζήτηση με την μεταφράστρια
Δήμητρα Παπαβασιλείου
Ποιος είναι ο Μπενίτο Πέρεθ Γκαλδός και γιατί θεωρείται ένας εκ των κορυφαίων Ισπανών συγγραφέων; Λέγεται ότι μετά τον Θερβάντες είναι ο κυριότερος εκπρόσωπος του μυθιστορήματος στην Ισπανία!
Το όνομα του Γκαλδός δηλώνει έναν λογοτεχνικό κολοσσό, χάρη στην αγαστή συνύπαρξη μιας εντυπωσιακής σε όγκο συγγραφικής παραγωγής με μια αδαμάντινη ποιότητα. Πρόκειται για έναν άνθρωπο που, χωρίς να είναι διόλου ευκατάστατος, κυριολεκτικά αφιέρωσε τη ζωή του στην αφήγηση ιστοριών (οι οποίες συνθέτουν, ούτε λίγο ούτε πολύ, την Ιστορία της Ισπανίας του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα), πασχίζοντας, σε όλη τη διάρκεια του βίου του, να ζήσει από την πένα του, για να βιώσει ένα πολύ γνωστό στα καθ’ ημάς παράδοξο: να φυτοζωεί ενώ τύγχανε τεράστιας φήμης (έστω και… κακής φήμης στους συντηρητικότερους/αντιδραστικούς κύκλους της ισπανικής κοινωνίας), αναγνώρισης και, κυρίως, αγάπης από την πλευρά του κοινού. Ο Γκαλδός, χωρίς να είναι ελαφρύς –στο διήγημά του «Η μυθιστορία του τραμ» σατιρίζει, μάλιστα, τη λογοτεχνική μόδα των ανάλαφρων μυθιστορημάτων σε συνέχειες, που αποσκοπούσαν στον εύκολο εντυπωσιασμό και τη φτηνή συγκίνηση του κοινού–, κατάφερε να κάνει αναγνώστες ανθρώπους του «απλού λαού», ακόμη και αν αυτό τού στοίχισε την έχθρα των διαφόρων ελίτ και των εκπροσώπων του status quo. Χαρακτηριστική είναι η ρήση του συγγραφέα Μαξ Άουμπ ότι «από τον Λόπε [δε Βέγα] και μετά, κανένας Ισπανός συγγραφέας δεν υπήρξε τόσο λαοφιλής, και κανείς τόσο οικουμενικός μετά τον Θερβάντες»… Ρήση που συμπληρώνεται θαυμάσια από αυτήν του κορυφαίου ιστορικού της λογοτεχνίας Μενέντεθ Πελάγιο: «Στην Ισπανία υπάρχει ένα μυθιστόρημα, ο Δον Κιχώτης· και ένας μυθιστοριογράφος, ο Γκαλδός». Συγκρίνεται λοιπόν ο Γκαλδός με τα δύο ιερά τέρατα των ισπανικών Γραμμάτων, και ειδικότερα του ισπανικού Χρυσού Αιώνα! Όσον αφορά, μάλιστα, τη λαοφιλία, χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι στην τεράστια νεκρική πομπή (είκοσι χιλιάδων ατόμων σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής) που σχηματίστηκε προς τιμήν του συγγραφέα, ο οποίος απεβίωσε το 1920 φτωχός, άρρωστος και τυφλός, πήραν μέρος, μεταξύ άλλων, πλήθος γυναίκες των λαϊκών τάξεων, παρά τη συνήθεια της εποχής να μην παρευρίσκονται γυναίκες στις επίσημες επικήδειες τελετές.
Τι ρόλο διαδραμάτισε ο Γκαλδός στα ισπανικά, και όχι μόνο, Γράμματα; Τι καινοτόμο φέρνει; Το ρωτώ γιατί εκτός από πολυγραφότατος ήταν και συγγραφέας που με το έργο του συνομιλούσε με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής εκτός Ισπανίας!
Ο Γκαλδός εγκαινίασε το σύγχρονο ισπανικό μυθιστόρημα, συνδυάζοντας τη μυθοπλασία με τα ιστορικά γεγονότα, κάτι που έκανε στην πλειονότητα των έργων του και όχι μόνο στα περίφημα Εθνικά Επεισόδια. Ένα άλλο γνώρισμα που διαχρονικά τον χαρακτήριζε ήταν η κοινωνική κριτική, διεισδυτική, ευθύβολη όσο και νηφάλια, συνδυαζόμενη πάντα με την κατανόηση και τη συμπάθεια. Αυτή η κριτική εκφράζεται –αλλά και αμβλύνεται ή «μεταμφιέζεται»–, συχνά, μέσα από το χιούμορ και τη σάτιρα, άλλοτε με καυστικότητα και άλλοτε με χειρουργική λεπτότητα, έχοντας ως όχημα, στη δεύτερη περίπτωση, μια λεπταίσθητη ειρωνεία. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά, από κοινού βέβαια με την τεράστια έκταση του πεζογραφικού του έργου, τον αναδεικνύουν ως τον κορυφαίο εκπρόσωπο του Ρεαλισμού στην Ισπανία. Στον Γκαλδός πιστώνεται, εξάλλου, και η εισαγωγή, στην ισπανική λογοτεχνία, του Νατουραλισμού (του λογοτεχνικού ρεύματος που έχει ως κατεξοχήν αντικείμενο την κοινωνική καταγγελία), χάρη στο μυθιστόρημά του Η απόκληρη του 1881. Είναι προφανές ότι ο Γκαλδός συνομιλεί τόσο με τον Ντίκενς όσο και με τον Ζολά, ενώ με τα πολύτομα Εθνικά Επεισόδιά του (σαράντα έξι μυθιστορήματα, κατανεμημένα σε πέντε σειρές με διακριτούς κεντρικούς ήρωες και ιστορικά γεγονότα σε πρώτο πλάνο) ανέλαβε ένα εγχείρημα ανάλογο μ’ εκείνο του Μπαλζάκ στην Ανθρώπινη Κωμωδία: να παρουσιάσει μια ολοκληρωμένη εικόνα της ισπανικής κοινωνίας του καιρού του, ακολουθώντας τη διαδρομή της καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα. Είναι χάρη σε αυτό το σύνολο έργων που κατέχει τον τίτλο του μεγάλου χρονικογράφου της Ισπανίας του 19ου (και της απαρχής του 20ού) αιώνα. Παράλληλα, όμως, ο Γκαλδός, αν και τόσο στενά συνδεδεμένος (και ταυτισμένος) με τον Ρεαλισμό ή ακόμη και με την ακραία απόληξή του, τον Νατουραλισμό, είναι ο συγγραφέας που γεφυρώνει το ισπανικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα με την προγενέστερη ρομαντική λογοτεχνία, και ειδικότερα με μία βασική της έκφανση, το φανταστικό (το οποίο στην Ισπανία βρήκε έκφραση κυρίως στη φόρμα του διηγήματος και της νουβέλας). Για του λόγου το αληθές, το έργο που εξέδωσε ύστερα από το πρώτο του, ρεαλιστικό μυθιστόρημα ήταν η φανταστική νουβέλα Η σκιά· το φανταστικό στοιχείο ουδέποτε έπαψε, άλλωστε, να εμφανίζεται στα καθαυτό ρεαλιστικά του έργα, ενώ προς το τέλος της ζωής του έγραψε δύο πολύ χαρακτηριστικά αντι-ρεαλιστικά μυθιστορήματα. Και, βέβαια, υπάρχουν επίσης τα φανταστικά του διηγήματα, που συγκεντρώνται στον τόμο Μια τέχνη που ζει από τον θάνατο και στα οποία διερευνά όλες τις εκδοχές του φανταστικού, συνομιλώντας τόσο με την ισπανική παράδοση (την ίδια εκείνη παράδοση που αποτέλεσε την πρώτη ύλη των «φολκλορικών» Θρύλων του μεγάλου Ισπανού ρομαντικού, του Γκουστάβο Αδόλφο Μπέκερ) όσο και με τους κορυφαίους μετρ του είδους εκτός Ισπανίας, όπως ο Πόε και ο Χόφμαν.
Ποια η θεματολογία που επιλέγει στα έργα του, και τι ιδιαίτερο έχεις εντοπίσει στη «γλώσσα» του και στη γραφή του;
Στα έργα του δημοκράτη, αντικληρικαλιστή και εν γένει προοδευτικού Γκαλδός «πρωταγωνιστεί» η αντίθεση ανάμεσα στην παραδοσιακή Ισπανία (του ακραιφνούς καθολικισμού, της –ελέω Θεού– μοναρχίας, της αυστηρής κοινωνικής διαστρωμάτωσης, των παραδεδεγμένων αξιών που διαιώνιζαν, ανάμεσα σε πολλά άλλα κακώς κείμενα. την καταπίεση της γυναίκας) και τη σύγχρονη κοσμοαντίληψη. Πρόκειται για μια αντίθεση τόσο έντονη που μόνο οδυνηρές συγκρούσεις και δράματα μπορούσε να γεννήσει, προσφέροντας πλούσιο λογοτεχνικό υλικό στον συγγραφέα. Το γεγονός αυτό δεν αναιρεί, βέβαια, ότι οι ήρωες και οι καταστάσεις που «απαθανατίζει» ο Γκαλδός διαθέτουν εκείνη την άχρονη ποιότητα ή τη διαχρονικότητα που χαρακτηρίζει τη γνήσια λογοτεχνία στις καλύτερες στιγμές της, και που ανάγει αυτούς ακριβώς τους ήρωες σε οικουμενικά αρχέτυπα. Για παράδειγμα, η Τριστάνα, η ηρωίδα του ομότιτλου, μεταφρασμένου και στα ελληνικά μυθιστορήματος (γνωστού επίσης από την κινηματογραφική μεταφορά του Μπουνιουέλ), είναι η γυναίκα που παλεύει για την αυτοπραγμάτωσή της και για την επιλογή στον έρωτα. Η συνοδοιπόρος του Γκαλδός στα Γράμματα, φενιμίστρια συγγραφέας Εμίλια Πάρδο Μπαθάν έκρινε το τέλος του έργου απογοητευτικό –η Τριστάνα «συμβιβάζεται»–, καθώς η εξέλιξη η πλοκής δεν συντάσσεται με μια στρατευμένη τοποθέτηση. Στόχος του Γκαλδός δεν ήταν όμως (μόνο) να γράψει ένα μυθιστόρημα κοινωνικής καταγγελίας, αλλά κυρίως να αφηγηθεί μια υποδειγματική (αρχετυπική) ιστορία, μακριά από διδακτικές προθέσεις, περίπου όπως ο Φλωμπέρ διακήρυσσε πως ούτε διαπαιδαγωγούσε ούτε διέφθειρε, παρά μόνο κατέγραφε. Οι αντιθέσεις και οι συγκρούσεις, πάντως, που χαρακτήριζαν την Ισπανία της εποχής του –η ίδια η κοινωνική πραγματικότητα, εν γένει, του καιρού του– είναι παρούσες και σε πολλά από τα φανταστικά του διηγήματα, είτε αυτά φλερτάρουν πιο έντονα με το ρεαλιστικό στιλ («Η πριγκίπισσα και ο πένης») είτε υιοθετούν εξ αρχής μια σύμβαση που ξεφεύγει από τους νόμους της φυσικής πραγματικότητας (όπως η κινούμενη πόλη τού «Θελίν», που τόσα κοινά χαρακτηριστικά έχει με τη Μαδρίτη του Γκαλδός).
Τι θα διαβάσουμε, λοιπόν, στη συλλογή διηγημάτων Μια τέχνη που ζει από τον θάνατο και άλλες φανταστικές ιστορίες (εκδόσεις Ροές, μετάφραση – σημειώσεις – επίμετρο Δήμητρα Παπαβασιλείου); Πόσο διαφοροποιούνται, εν τέλει, θεματολογικά και υφολογικά, τα συγκεκριμένα διηγήματα από το υπόλοιπο έργο του Γκαλδός;
Το αναπάντεχο σε αυτή τη συλλογή, η οποία συγκεντρώνει τα διηγήματα του Γκαλδός που, με τη στενή ή με την ευρεία έννοια, θα θεωρούσαμε φανταστικά, είναι ότι δεν έρχονται σε αντίθεση με το υπόλοιπο έργο του, εκείνο που εντάσσεται στη ρεαλιστική πεζογραφία και στην κατηγορία του μυθιστορήματος τοποθέτησης, αλλά, αντίθετα, λειτουργούν συμπληρωματικά προς αυτό. Πρόκειται για σύντομα αφηγήματα όπου ο Γκαλδός βρίσκει την ευκαιρία ν’ αφήσει ελεύθερη τη φαντασία του (κάτι που είναι που είναι εξ ορισμού δυσκολότερο στις εκτενέστερες και αυστηρότερα δομημένες αφηγήσεις), χωρίς όμως να εγκαταλείπει σχεδόν ποτέ αφενός την κοινωνική προβληματική που τον χαρακτηρίζει και αφετέρου τη ρεαλιστική τεχνοτροπία της οποίας υπήρξε δεξιοτέχνης. Ο λόγος που επιστρατεύει, λίγο πολύ, την εν λόγω τεχνοτροπία και στα φανταστικά του διηγήματα (με μοναδική ίσως εξαίρεση το αλληγορικό, ποιητικού ύφους «Φτερό στον άνεμο») δεν είναι η δύναμη της συνήθειας ούτε ο εφησυχασμός της ευκολίας: το αλάθητο λογοτεχνικό του ένστικτο του υποδείκνυε ότι οι ρεαλιστικές –στα όρια του νατουραλισμού πολλές φορές– περιγραφές και το αληθοφανές, αναγνωρίσιμο backround θα έκαναν πιο πιστευτά τα αναληθοφανή, υπερ-φυσικά και «ανεξήγητα» εν γένει στοιχεία της εκάστοτε αφήγησης, ενισχύοντας την αμφιταλάντευση του αναγνώστη ανάμεσα στη λογική εξήγηση και την αποδοχή του μη φυσικού, κάτι που αποτελεί την πεμπτουσία, τον ίδιο τον ορισμό του φανταστικού. Χάρη στο ευφυέστατο αυτό «τέχνασμα» συναντάμε, και στα φανταστικά του διηγήματα, μια πινακοθήκη ζωντανών και παλλόμενων ανθρώπινων τύπων της Ισπανίας –και ειδικότερα της Μαδρίτης– του καιρού του: μικροεπαγγελματίες, υπηρέτες, εκπροσώπους της μεσαίας και ανώτερης τάξης, τυχοδιώκτες και χαμίνια του δρόμου…
Τι διαχωρίζει το ισπανικό φανταστικό από τη φανταστική λογοτεχνία της υπόλοιπης Ευρώπης; Έχει η ισπανική λογοτεχνία του φανταστικού κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τα οποία εισάγει ο Γκαλδός και η γενιά του, ή απλώς πειραματίζονται και εκείνοι στο ίδιο ύφος με τους ομότεχνούς τους Ευρωπαίους;
Το ισπανικό φανταστικό πηγάζει αφενός από την προφορική (παραμυθική) και γραπτή λογοτεχνική παράδοση της χώρας και αφετέρου από την Ευρώπη – κυρίως από τη Γερμανία. Στη Γαλλία, δε, οφείλει την ανακάλυψη του Πόε, η επίδραση του οποίου, περισσότερο ή λιγότερο έκδηλη, ανιχνεύεται και σε αρκετά από τα διηγήματα της συλλογής. Ο Πόε επηρέασε και άλλους συγγραφείς της γενιάς του Γκαλδός, όπως τον Αλαρκόν, με πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα τα (μεταφρασμένα και στα ελληνικά) αφηγήματά του Το καρφί και Η ψηλή γυναίκα. Ανάλογα σημαντική υπήρξε, κυρίως στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα, η επίδραση του Ε. Τ. Α. Χόφμαν, ενώ δύο μεγάλες μορφές των ισπανικών Γραμμάτων, ο Λεοπόλδο Άλας «Κλαρίν» και ο Μιγκέλ δε Ουναμούνο, αποδείχτηκαν μπροστά από την εποχή τους γράφοντας, στο περιθώριο του γνωστού τους έργου και ανάμεσα σε άλλες φανταστικές ιστορίες, διηγήματα-δυστοπίες! Από την άλλη, λόγω της βαθιά ριζωμένης θρησκευτικής παράδοσης της Ισπανίας, το φανταστικό παίρνει, σε μερικά διηγήματα του Γκαλδός όπως και σε άλλους Ισπανούς συγγραφείς, μια πιο φιλοσοφική και θεολογική διάσταση και χρησιμοποιεί ως όχημα τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και την ίδια την πίστη που χαρακτηρίζει τον Ισπανό της εποχής – κάτι πολύ κατανοητό και οικείο και για τον Έλληνα αναγνώστη, παρά τη διαφορά δόγματος. Το λογοτεχνικό δαιμόνιο του Γκαλδός τού επέτρεψε να αναγνωρίσει αυτό που θα διατύπωνε αργότερα ο Μπόρχες, ότι η θεολογία αποτελεί «την εντελέστερη μορφή της φανταστικής λογοτεχνίας».
Τι δυσκολίες και τι προκλήσεις περιλάμβανε η μεταφραστική διαδικασία; Αλήθεια, ποιο διήγημα αγάπησες περισσότερο;
Το να αποδώσεις τη γλώσσα του Γκαλδός στα φανταστικά του διηγήματα μοιάζει με βάδισμα σε τεντωμένο σκοινί, καθώς για να πετύχει –και να ενισχύσει– την αμφιταλάντευση του αναγνώστη καταφεύγει (περισσότερο, νομίζω, απ’ ό,τι στα άλλα έργα του) στην ειρωνεία. Πρόκειται για μια διαρκή υπογράμμιση-υπονόμευση των εξιστορούμενων γεγονότων και καταστάσεων, η οποία λειτουργεί σε πολλαπλά επίπεδα, επιτυγχάνοντας άλλοτε την αποστασιοποίηση και άλλοτε τη συμπάθεια και την ταύτιση του αναγνώστη (στην περίπτωση του αυτοσαρκασμού που χαρακτηρίζει τις αφηγήσεις σε πρώτο πρόσωπο), έτσι ώστε να υπάρχει η συνεχής παλινδρόμηση που περιγράψαμε ως τη φύση του φανταστικού. Η ειρωνεία παράγεται στον Γκαλδός από τη συνύπαρξη ετερόκλητων, γλωσσικά και πραγματολογικά, στοιχείων, από το πάντρεμα λόγιων και παλαιικών λέξεων με την απλή, καθημερινή ομιλία, από την αδιάκοπη εναλλαγή του «ευγενούς» και του «υψηλού» με το «ταπεινό», το «λαϊκό» και το οικείο… Μια πρόκληση που ο Έλληνας μεταφραστής καλείται να αντιμετωπίσει επιστρατεύοντας το ισχυρότατο οπλοστάσιο της γλώσσας του, με τις λόγιες (καθαρευουσιάνικες), «λογοτεχνικές» ή / και λαϊκότροπες λέξεις και εκφράσεις. Όσο για τα αγαπημένα μου διηγήματα –θα διάλεγα τουλάχιστον τρία τέσσερα, αδύνατον να ξεχωρίσω ένα–, θα έλεγα το ομότιτλο, την «Πύλη της Δόξας», τη «Μυθιστορία του τραμ», το «Η πριγκίπισσα και ο πένης», το καθένα για διαφορετικούς λόγους, τους οποίους εύχομαι να συμμεριστούν και οι αναγνώστες…
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Νοέμβρης 2022
Δήμητρα Παπαβασιλείου
(Νάξος 1977). Μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε Θεατρολογία και Μετάφραση – Μεταφρασεολογία και εργάζεται ως μεταφράστρια και επιμελήτρια εκδόσεων. Έχει μεταφράσει δοκίμια τέχνης και ιστορίας των πολιτισμών, λιμπρέτα, καθώς και ισπανόφωνη λογοτεχνία (Ρομπέρτο Αρλτ, Οράσιο Κιρόγα, Σέσαρ Βαγιέχο, Χοσέ Εουστάσιο Ριβερα, τους Διαλόγους του Χόρχε Λουίς Μπόρχες και Ερνέστο Σάμπατο, κ.ά).