Scroll Top

Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια | του Κώστα Μπουρναζάκη

dfjsdjofiofiofi

Συναντηθήκαμε και συνομιλήσαμε με τον Κώστα Μπουρναζάκη με αφορμή το πιο πρόσφατο βιβλίο του, Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια, εκδ. «Ίκαρος», 2020. Μια ποιητική συλλογή που προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση. Γράφτηκαν πολλές ευμενείς κριτικές (οκτώ κριτικά κείμενα καταγράφονται στην ιστοσελίδα του βιβλίου αυτού στον «Ίκαρο»: https://ikarosbooks.gr/962-mesa-se-ilioys-kai-feggaria.html) και επελέγη από το αναγνωστικό κοινό, στη διαδικασία των Βραβείων Public (2021), στα καλύτερα βιβλία ποίησης.

———————————-

Η ποίησή σας και σε αυτή τη συλλογή έχει ως κέντρο τη φύση — την ελληνική φύση, σωστότερα. Τι θα λέγατε γι’ αυτό το σταθερό πεδίο των ποιητικών δημιουργιών σας;

Κ.Μ.: Θυμάμαι μια εύστοχη σκέψη του Μπόρχες για τον δημιουργό. Αναφέρει περίπου τα εξής: «Κάποιος άνθρωπος βάζει σκοπό της ζωής του να ζωγραφίσει τον κόσμο. Χρόνια και χρόνια γεμίζει μια επιφάνεια με εικόνες από εξοχές, βασίλεια, βουνά, θάλασσες, καράβια, νησιά, σπίτια, άστρα, άλογα και ανθρώπους. Και λίγο πριν να πεθάνει, ανακαλύπτει, ότι αυτός ο υπομονετικός λαβύρινθος των γραμμών, είναι τελικώς η εικόνα του προσώπου του». Τυχαίνει, συνάμα, αυτές τις μέρες να είμαι γοητευμένος από το βιβλίο του Φοίβου Πιομπίνου, Σκόρπιες σκέψεις πάνω στην ελληνική γραμμή. Σας διαβάζω το ξεκίνημά του, συμμεριζόμενος τις επισημάνσεις του συγγραφέα: «Η Ελλάδα δεν είναι ένας οποιοσδήποτε γεωγραφικός χώρος, δεν είναι απλώς μια χώρα, ένα κράτος ή ένα έθνος, αλλά “ζώσα εξελισσόμενη Ιδέα”. Είναι θεοβάδιστη, θεοφόρα γη, αφού γεννά θεούς. Είναι τόπος ύψιστης πνευματικότητας, κέντρο παγκόσμιας πνευματικής ακτινοβολίας. Γι’ αυτό, μόνο άνθρωποι υψηλής πνευματικότητας —ή τουλάχιστον υψηλής αισθητικής καλλιέργειας— μπορούν να βιώσουν το ελληνικό τοπίο μέσα στο υπερούσιο κάλλος του, να κοινωνήσουν με αυτό και να ευφρανθούν απ’ αυτό».

Δεν ξέρω αν απάντησα στις επισημάνσεις σας με τους δύο στοχαστικούς ορίζοντες που ανέφερα. Ο Ελληνικός πολιτισμός, καθ’ όλη τη διάρκειά του, είναι ταυτισμένος ψυχικά, δημιουργικά, γλωσσικά, ιστορικά με τη φύση. Τα στοιχεία αυτά, στο μέτρο του δυνατού, μετουσιώνονται και στη δική μου ποίηση. Δεν πρόκειται βέβαια για φυσιολατρία.

Επεκτείνοντας κι άλλο την προηγούμενη ερώτησή μου, θα ήθελα να μου πείτε: θεωρείτε βάσιμη τη σκέψη μου ότι στην ποίησή σας η φύση προσλαμβάνεται με μεταμορφωτικές και μυθολογικές διαστάσεις;

Κ.Μ.: Είναι εξαιρετικά δύσκολο να δώσω, στον περιορισμένο χώρο μιας συνέντευξης, πλήρη απάντηση. Αναγκαστικώς, θα σταθώ σε ορισμένα στοιχεία. Πράγματι ο φυσικός κόσμος αποτελεί για μένα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, το αληθινό κέντρο της ζωής, το πεδίο των παντοτινά ζωντανών όψεών της, όπου συνενώνονται η δημιουργική πνοή του σύμπαντος, οι μυστηριακές σχέσεις και οι πορείες των όντων, οι αντιθέσεις, τα αθέατα στοιχεία συγκρότησης για το κάθε τι που ζει και που προσφέρει τη συνέχεια της ζωής. Είναι ο ορίζοντας στον οποίο το ανθρώπινο πνεύμα αποκτά την ιδεώδη, τη μυθική πατρίδα του. Το ανοιχτό της αιωνιότητας, όπου, από το ελάχιστο ως το μεγαλύτερο σημείο της πλάσης, όλα μάς συνδέουν με τον ελεύθερο, καθαρό ουρανό της ψυχής, της αιώνιας αλήθειας και του απαραχάρακτου δικού μας εσωτερικού ορίζοντα, το πεδίο όπου συντίθενται βιώματα, αισθήσεις, όραμα, και φαντασία. Το ελληνικό φως και το φυσικό τοπίο διαμορφώνουν τα όρια των αισθήσεων, προσδιορίζουν ακόμη και τους ηθικούς κώδικες, την ανθρωποκεντρική βίωση της ζωής, γίνονται οι πηγές των αξιών, και μας προσφέρουν ποιητική και πολιτισμική ταυτότητα.

Αυτά ως αφετηρία, ως μύχια στάση μου στον κόσμο, αλλά το ποίημα έρχεται στο φως μέσω του γλωσσικού μυστηρίου και εκεί ισχύουν άλλοι κανόνες, άλλες αναγκαιότητες, πέραν της βιοθεωρίας ή της θέασης του κόσμου. Στο ίδιο το κείμενο του ποιήματος οι μεταφορές και οι διαρκείς εικόνες σχεδόν σε κάθε στίχο μου, είναι οι τρόποι της μετουσιώσεως που ζητώ, όμως οι λέξεις έρχονται από βάθη που δεν ανήκουν στις συνειδητές προθέσεις. Το τελικό αποτέλεσμα –το ποίημα– είναι ένα σύνολο από γλωσσικές αρμονίες. Και τούτο, μόνον αν συντελεστεί με επάρκεια σε όλα τα στοιχεία που το αποτελούν.

Παραμένοντας ακόμη στο θέμα «φύση» και με αφορμή τον θαυμασμό και το δέος που εκφράσατε για το κοσμικό τοπίο που μας περιβάλλει, επιτρέψτε μου να προσθέσω ότι η παρουσία της στην ποίησή σας, θα έλεγα ότι τείνει προς τις αρχετυπικές μορφές της. Συμφωνείτε με μια τέτοια διαπίστωση;

Κ.Μ.: Οι αρχετυπικές μορφές πραγματώνονται —στην περίπτωση που πραγματώνονται— δια του ενστίκτου ή του υποσυνειδήτου, όχι πάντως με συνειδητή διαδικασία. Αν θυμάμαι σωστά, ο Καρλ Γιουνγκ αναφέρει ότι «ο κόσμος των Αρχετύπων είναι μια ιδεατή αντιστοιχία του φυσικού κόσμου, καθώς κάθε φυσικό φαινόμενο και αντικείμενο έχει αφήσει μέσα μας το ιδεατό του ανάλογο, το Αρχέτυπό του». Μια τέτοια σκέψη βέβαια μας οδηγεί ολοΐσια στον Πλάτωνα. Ο Γιουνγκ είχε επισημάνει επίσης ότι «ο κόσμος των Αρχετύπων είναι ένας εσωτερικός καθρέφτης του κόσμου» και ότι «η μοναδική αντιστοιχία του φυσικού σύμπαντος είναι το ιδεατό σύμπαν του ψυχισμού μας».

Στα ποιήματά μου η φύση εμπεριέχει μια πραγματικότητα συνύπαρξης ψυχικών, υλικών, ρυθμικών και φαντασιακών ή ονειρικών στοιχείων, που οι αισθήσεις έχουν ενσωματώσει στη δική τους επικράτεια. Μια τέτοια πορεία προς την εσωτερική ζωή και προς το άγνωστο που περιέχομε, καταργεί τα χωροχρονικά όρια, ή ακριβέστερα, τα υπερβαίνει. Και λυτρωμένα από τα δεσμά τους λειτουργούν χωρίς διακρίσεις.

Αναφερθήκατε στο θέμα της γλώσσας, της δυναμικής της ως εκφραστικού μέσου της ποίησης. Διαβάζοντας κριτικές για τη συλλογή σας, διεπίστωσα ότι είναι ένα στοιχείο που έχει προσεχθεί. Τον χαρακτηρισμό του «γλωσσοκεντρικού» ποιητή τον αποδέχεστε;

Κ.Μ.: Η λέξη ως εκφραστικό στοιχείο ρυθμού, βιωμάτων, μνήμης, γλωσσικού χρωματισμού, αποτελεί βέβαια το θεμέλιο του στίχου για την ποίηση. Η τόσο πολύπτυχη ελληνική γλώσσα, από τα κείμενα της αρχαιότητας —που είναι ολοζώντανα και δραστικά, πάντα—, και μέσω των Βυζαντινών αιώνων, της Κρητικής Λογοτεχνίας, των Δημοτικών Τραγουδιών, και της ποίησης από τον Σολωμό ως σήμερα, προσφέρει ένα υλικό που προκαλεί δέος. Εντούτοις, η ζωή στο αστικό περιβάλλον, κάνει μάλλον αδρανές το σύνολο σχεδόν αυτού του αχανούς γλωσσικού ορίζοντα. Θα έχετε προσέξει ότι σε ποιητές προσανατολισμένους σε θέματα της σύγχρονης πόλης (κοινωνικούς, πολιτικούς, επαναστατημένους), η γλώσσα έχει κάποια «μονοχρωμία». Σαν να μη χρειάζεται την αρχική της ρίζα – λόγου χάρη, δεν εμφανίζεται πια καμιά λέξη του Ομήρου, των Προσωκρατικών, του Αισχύλου, του Πινδάρου, του Πλάτωνα, της Καινής Διαθήκης, του Ρωμανού του Μελωδού, του Χορτάτση, των Δημοτικών Τραγουδιών, του Σολωμού, του Σικελιανού, καμία διαλεκτική, ιδιωματική, ούτε από αληθινά λαϊκά πεδία κλπ. Και όμως αυτό δεν είναι θέμα επιδίωξης του λιτού, του απέριττου. Ο Σεφέρης, επί παραδείγματι, που είναι εκφραστικά ο πιο λιτός ποιητής της Γενιάς του ’30, έχει ένα τεράστιο γλωσσικό πλούτο, επιλεγμένο απ’ όλες τις περιόδους της ελληνικής. Δεν συμφωνώ καθόλου με τη στέγνια. Η ελληνική γλώσσα δεν γεννήθηκε το 1950 ή το 1970. Στο μέτρο των δυνατοτήτων μου, αποσκοπώ στη συνάντηση με όλο το εύρος της ελληνικής, δια μέσου των κειμένων που έχω πολύχρονη εξοικείωση και ενσυνειδήτως ή ασυνειδήτως κατέχω το γλωσσικό πεδίο τους. Από εκεί και πέρα σκοπός μου είναι η ποιότητα του λόγου, η πυκνότητα, η καίρια συνύπαρξη των λέξεων στους στίχους μου, έτσι που να αποκτούν τη δυναμική της αληθινής ποίησης. Αν το επιτυγχάνω, είναι άλλο ζήτημα. Υπό αυτή την προοπτική πάντως, ναι, η ελληνική γλώσσα στη διαχρονία της, είναι η αφετηρία και το κέντρο στην ποίησή μου.

Νομίζω ότι είναι πια μετρημένοι στα δάχτυλα των χεριών οι σημερινοί ποιητές που βλέπουν την ελληνική γλώσσα σαν ένα σύνολο που μπορεί και πρέπει να αποτελεί υλικό της σύγχρονης ποίησης. Εκτός από το δικό σας έργο, έχω τώρα στη σκέψη μου τον Νίκο Παναγιωτόπουλο με το Σύσσημον, τον Στρατή Πασχάλη με τους Στίχους ενός άλλου, ελάχιστους ακόμη. Τι θα λέγατε γι’ αυτό το θέμα;

Κ.Μ.: Θα υπερθεματίσω σχετικώς με τους δύο αναφερόμενους σύγχρονους ποιητές που εκτιμώ κι εγώ —προσφάτως έγραψα ένα κείμενο για το έργο του Ν. Παναγιωτόπουλου— και για τον ευρύτατο και ιδιαίτερα σημαντικό γλωσσικό ορίζοντα στις δημιουργίες τους. Δεν είναι απλό θέμα, χρειάζεται, όπως ανέφερα και προηγουμένως, έρωτας, διαρκής αγάπη για την ελληνική γλώσσα και για τα κείμενα όλων των αιώνων που έφτασαν ως εμάς, αλλά και πολύχρονος μόχθος για να συναντηθείς με τούτα τα έργα, να δημιουργήσεις μαζί τους δεσμούς πνευματικούς και βιωματικούς, έτσι που οι γλωσσικοί θησαυροί τους να πλουτίσουν ως εκφραστικά μέσα, και τη δική σου γραφή.

Επισημαίνω ένα «θέμα» εξαιρετικά πυκνό στη συλλογή σας, αυτό της ομορφιάς. Διαβάζω στίχους σας: «ολόσωμη στη μνήμη Ομορφιά»• «στο ξάγναντο μιας Ομορφιάς — γενναίας, με πουλιά και ρόμβους»• «μια μαγγανεία ομορφιάς»• «εκεί ανάβει η ομορφιά εκεί σκορπά τα χρώματά της»• «να ψιθυρίζει τους χρησμούς της ομορφιάς»• «η Ομορφιά το ρόδι της κρατά και μεγαλώνει»• «κι η Ομορφιά που για λίγο περιμένει»• «αιώνες τώρα να συνάζουν μόνο παράφορη ομορφιά»• «πυρακτωμένη βασιλεία κόρφων ομορφιάς»• «μια Ομορφιά που χόρεψε, και την αρπάζει ο άνεμος». Στίχοι που, με τη σύνδεσή τους με όσους προηγούνται ή έπονται, συγκροτούν μια ισχυρή ποιητική στάση, μια πίστη, θα έλεγα. Σε ένα κόσμο που επιθυμεί να «δείχνει» την ασχήμια, τη δυσμορφία, το σκοτεινό, σαν πιο συμβατές μορφές με την πραγματικότητα: από τα κοινωνικά περιβάλλοντα με διάφορες παθογένειες μέχρι τα θριλερικά παιχνίδια των σημερινών παιδιών, από τη μόδα των νέων μέχρι τους τοίχους των μεγαλουπόλεων, από τα σύγχρονα εικαστικά δημιουργήματα μέχρι τη σύγχρονη ποίηση, εσείς έχετε την ομορφιά ως ιδεώδες. Σαν να πιστεύετε ακράδαντα τη γνωστή ρήση του Ντοστογιέφσκι: «Η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο». Είναι μια συνειδητή επιλογή;

Κ.Μ.: Βρίσκω εύστοχες τις επισημάνσεις σας. Όμως, αν κοιτάξομε την ελληνική ποίηση από τον Χορτάτση και τον Κορνάρο ως τη Γενιά του ’30, αλλά και μεταγενέστερα, λ. χ. στις δημιουργίες του ώριμου Λειβαδίτη και του Παπαδίτσα — όλοι θέτουν την ομορφιά, την αρμονία της ζωής και των πραγμάτων ως ύψιστο σημείο του έργου τους, ως ύψιστη αναζήτηση, ακόμη και αυτοί που θεωρούνται «απαισιόδοξοι», όπως ο Καρυωτάκης ή ο Σεφέρης. Είναι πράγματι μια γενικευμένη στάση σήμερα να «διαβάζεται» η πραγματικότητα νατουραλιστικά, αναπαράγοντας την σε πολλούς τομείς αδυσώπητη ασχήμια της. Στην ποίηση, εντούτοις, πιστεύω ότι η γλώσσα μπορεί να μετουσιώσει ακόμη και την ερεβώδη δυσαρμονία. Το θέμα αυτό αντιμετώπισα στο βιβλίο μου Πρόσωπα και δοκιμασίες, όπου και πάλι η ομορφιά είναι το κέντρο των προσώπων που δρουν στα ποιήματα.

Στο βιβλίο μου Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια, η αρμονία της ομορφιάς συνδέεται και με το μυστήριο του κόσμου, αφού η ομορφιά είναι κι ένας ιδανικός ρυθμός, όχι μόνο μια έκφραση του κάλλους, της ωραιότητας. Από αυτό τον δρόμο —κατά τη δική μου στάση— ο δημιουργός αντιστέκεται, υπερασπίζεται αξίες συνυφασμένες με τη φύση, την πορεία και τη γλώσσα του τόπου του. Η ομορφιά, που αποτελεί την εντέλεια, είναι το φτάσιμο στον αγώνα εναντίον της ασχήμιας, της δυσαρμονίας, της αμορφίας, του χάους — όσων δυστυχώς κυριαρχούν στην κοινωνία, στις σχέσεις των ανθρώπων, σε πολλές πτυχές της ιστορικής τους πορείας. Τα στοιχεία της πραγματικότητας αναδιατάσσονται μέσα στην ελευθερία της ποιητικής συνείδησης. Η επιλογή —όπως είπατε— της ομορφιάς στην ποίησή μου, είναι επιλογή πραγμάτωσης ουσιαστικής πληρότητας, όχι μόνον αισθητικών διαθέσεων. Ας προσθέσω ακόμη ότι η ομορφιά αποτελεί, από τους αρχαίους χρόνους, μια ελληνική αρετή, ύψιστο σημείο της ελληνικής σκέψης και τέχνης, ταυτισμένη και με το αγαθό. Φέρνω στον νου μου τώρα το έξοχο δοκίμιο του Καμύ «Η εξορία της Ελένης», που ξεκινά με τη συμβολική επισήμανση «Εμείς εξορίσαμε την ομορφιά. Οι [αρχαίοι] Έλληνες πολέμησαν γι’ αυτήν». Να θυμηθούμε και τον Τζων Κητς που έκλεινε την «Ωδή σε μια ελληνική Υδρία» με τους στίχους «Η ομορφιά είναι αλήθεια κι η αλήθεια ομορφιά / αυτό είναι που μαθαίνομε στη γη, τι άλλο να ζητάμε;».

Τι γνώμη έχετε για το ζήτημα της «συνομιλίας» των κειμένων ενός δημιουργού με άλλα έργα; Πώς λειτουργεί αυτή η διάσταση στο βιβλίο σας; Λ. χ. το motto που έχετε θέσει στο ποίημα «Ανοιχτό» αποτελεί ένα νεύμα στην ποίηση του Χαίλντερλιν; Το ανάλογο με τους στίχους του Ουγκαρέττι στην ενότητα «Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια»;

Κ.Μ.: Δεν νομίζω ότι κομίζω κάτι νέο επισημαίνοντας ότι σε κάθε αληθινό δημιουργό υπάρχει μια αθέατη «συνομιλία» με τα κείμενα, και ότι όσο μεγαλύτερος είναι ο αναγνωστικός του ορίζοντας, τόσο πιο δυσδιάκριτη, πολυσύνθετη και υποσυνείδητη είναι. Το ποίημα μπορεί να ανοίγει ταυτοχρόνως «διάλογο» με ένα, δύο ή με πολλά άλλα ξένα κείμενα — και ίσως λησμονημένα πια από τον δημιουργό που κάποτε τα διάβασε. Για τις αναφορές σας μπορώ να προσθέσω ότι στο ποίημα «Ανοιχτό» υπάρχει μια ηθελημένη σύνδεση με τον συγκεκριμένο ορίζοντα που άνοιξε ο Χαίλντερλιν στο ιδιοφυές έργο του — ο στίχος ανήκει στο ποίημα «Άρτος και οίνος». Αλλά και στον Rilke θα βρείτε την ίδια κατεύθυνση, το στοιχείο του «ανοιχτού» της ύπαρξης — ιδίως στην 8η από τις Ελεγείες του Ντουίνο. Το ευσύνοπτο, ιδιοφυές ποίημα του Ουγκαρέττι, που έχω θέσει ως motto, προσδιορίζει περισσότερο τη διάσταση του κοσμικού θαύματος, το οποίο αποτελεί το κύριο πεδίο της Ενότητας αυτής του βιβλίου μου: του θαύματος, που βρίσκεται διαρκώς δίπλα μας, αλλά απαιτείται να έχομε και τα «πήλινα» μάτια και τα «μάτια της ψυχής» ανοιχτά, για να το δούμε και να το βιώσομε.

Κατάμεστος ανένδοτα τζιτζίκια / και γύρω χρυσογάλανη ερημιά• / τρελά πετροχελίδονα / θερίζουν ασταμάτητα / τις ξένοιαστες φωνές της γης• / για τους ξυπόλητους κορμούς / λαμπάδιασμα ολότρεµο, βαθύ, ξεθεωμένο — / πηγαίνω τώρα πιο κοντά και μένω. / Προσάναμμα µια λέξη που δε λέγεται — / µα όχι ρέμβη, όχι δίψα, σπίθα, ή μετέωρο• / κάτι απροσμέτρητο υπάρχει / όλβιο, ανεξάντλητο κι ατρόμητο / ή κι οργωμένο απ’ τον ήλιο της καρδιάς, /ηχώ ανεξιχνίαστη, σε κάθε λίκνο χαρισμένη, / και φέρνει διάφανο το θάμβος μέσα µου / σε τούτο τον κατάφωτο πευκώνα / που ξέρω πως δεν έχει τέλος. («Μέσα σε ήλιους και φεγγάρια», β΄). Τόσο κοντά ο ουρανός κι η θάλασσα — / φρεσκολυμένες φλόγες πάνω τους ζεσταίνονται, / τα έρημα μπαλκόνια αναβοσβήνουν και χορεύουν /λικνιστικά μεγαλωμένα στα βαθυπράσινα νερά… / όταν ένα τρεχαντηράκι / άξαφνα έσκισε το πέλαγο / κι άνοιξε όλο απ’ άκρη σ’ άκρη / το αγέρωχο βελούδο του ορίζοντα… («Με την ανάσα των άστρων, 1»). Θα παρέθετα σχεδόν όλο το βιβλίο επισημαίνοντας πράγματι την παρουσία του «θαύματος» στα ποιήματά σας. Προτείνετε ένα κόσμο και ένα χρόνο θαυμάτων, σαν αντιστάθμισμα της φθαρτότητας που υπάρχει στην ανθρώπινη πορεία, σαν αντίβαρο των συγκρούσεων και των ματαιώσεων που έχει η διαδρομή μας στην κοινωνία;

Κ.Μ.: Ελπίζω ότι κάποιες αναφορές μου στη συνομιλία μας διευκρινίζουν τις πεποιθήσεις μου. Ας επικαλεστώ και τον Σεφέρη, που αποδίδει το «θαύμα» στην εσωτερικότητα και στην πνευματικότητα του ανθρώπου: «…όταν γυρεύεις το θαύμα πρέπει να σπείρεις το αίμα σου στις οχτώ γωνιές των ανέμων / γιατί το θαύμα δεν είναι πουθενά παρά κυκλοφορεί μέσα στις φλέβες του ανθρώπου». Να προσθέσω ότι η ποίηση, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει σκοπό να ερμηνεύσει την οργάνωση της ύλης, ούτε να δώσει διαμορφωμένες κοινωνικές προτάσεις στους αναγνώστες της. Τα εξωτερικά γνωρίσματα της τρέχουσας πραγματικότητας δεν αλλάζουν με την τέχνη. Δεν θα αποκρούσεις την κακία, την αλαζονεία, την ανοησία, την εκμετάλλευση των ανθρώπων μέσω της ποίησης. Προτάσεις αναμόρφωσης των συνθηκών της ζωής σε κάθε τόπο, κάνουν οι πολιτικοί, οι κοινωνιολόγοι και οι ανάλογοι θεωρητικοί. Η ποίηση είναι μια πραγματικότητα μες στην πραγματικότητα του βίου, με τα στοιχεία της ζωής και της τέχνης εναρμονισμένα. Αν το εκφραστικό αυτό πεδίο μπορεί να προσφέρει ορίζοντες με φως, να εξευγενίσει αντιλήψεις, αισθήσεις, ψυχικές διαθέσεις, να εγκαρδιώσει τον άνθρωπο, η ποίηση έχει επιτελέσει την αποστολή της. Αντιλαμβανόμαστε, ο καθένας διαφορετικά, σε άλλο βάθος, με άλλο τρόπο, τα στοιχεία του αισθητού κόσμου, τα συναισθήματα, τη φαντασία, τη διαίσθηση, κάποτε από μια δεκτικότητα άγνωστη προηγουμένως, ανέλπιστη, ή μυστηριακή, προχωράμε σε μια νέα σύζευξη όσων γνωρίζομε, φτάνομε σε μια ανακάλυψη και αποκάλυψη του οικείου, σε μια εμβάθυνση που μεταμορφώνει όλη την υπόστασή μας. Αυτό —σε μια ιδανική αντιστοιχία, που αναλαμβάνει η καίρια συνάντηση των λέξεων— προσφέρει η ποίηση, όποια «θέματα» και να πραγματεύεται.

Σας ευχαριστούμε για τη συνομιλία μας.

Κ.Μ.: Σας ευχαριστώ κι εγώ γι’ αυτή τη συνάντηση και για τις ουσιαστικές ερωτήσεις σας.

 

 

συνέντευξη

συντακτική ομάδα ExtremeWays.Gr

Γενάρης 2023

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ