Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο
του Μάριου ντε Αντράντε
εκδόσεις Printa-Ροές
συνάντηση με τον μεταφραστή
Νίκο Πρατσίνη
Β.Μ: Ποιος είναι ο Μάριου ντε Αντράντε;
O Μάριου ντε Αντράντε (Μário de Andrade) θα μπορούσαμε να πούμε πως ήταν βασικά ένας μουσικός που έγραφε. Ένας πολυγραφότατος μουσικός. Έγραψε ποίηση, δύο μυθιστορήματα, διηγήματα, δοκίμια, μελέτες. Δοκίμια και μελέτες για τη μουσική και την ιστορία της, ειδικά τη βραζιλιάνικη αλλά και τη μουσική των ΗΠΑ, για την τέχνη και την πορτογαλική γλώσσα έτσι όπως αυτή διαμορφώθηκε στην πολυεθνική και πολυφυλετική Βραζιλία, αλλά και άλλα θέματα.
———————————————————————————–
Γεννήθηκε το 1893 στο Σάο Πάουλο της Βραζιλίας και πέθανε το 1945 στην ίδια αυτή πόλη. Εκεί πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Μια πόλη που πολύ αγάπησε, που την έζησε έντονα και την αποτύπωσε στα έργα του, μια πόλη με την οποία το όνομά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο. Χαρακτηριστικά, η Δημοτική της Βιβλιοθήκη του Σάο Πάουλο φέρει το όνομά του. Μια αναντίρρητα άσχημη όσο και άκρως ενδιαφέρουσα -και ιδιότυπα γοητευτική-τερατούτοπολη 13 εκατομμυρίων σήμερα, με βίαιες και αγεφύρωτες κοινωνικές αντιθέσεις, το Σάο Πάουλο είναι η μεγαλύτερη πόλη του νότιου ημισφαιρίου, μια πόλη όπου χτυπά η οικονομική καρδιά της μιας χώρας 200 και βάλε εκατομμυρίων. Στην πρωτεύουσα της χώρας, την Μπραζίλια, χτυπά η καρδιά της διακυβέρνησης και στο Ρίο ντε Ζανέιρο η καρδιά της διασκέδασης. Ο Μάριου ντε Αντράντε δε βγήκε ποτέ από τη χώρα του, δεν τέλειωσε πανεπιστημιακές σπουδές, βιοπορίσθηκε παραδίδοντας μαθήματα πιάνου κατ’ οίκον και σε ωδεία και αρθρογραφώντας σε εφημερίδες και περιοδικά. Με μόνη εξαίρεση κάποια, πολύ λίγα, χρόνια στα τέλη της ζωής, που δίδαξε Ιστορία της Τέχνης στο πανεπιστήμιο και εργάσθηκε για τη λαϊκή επιμόρφωση στις τέχνες και τα γράμματα στο Δήμο της πόλης του και, αργότερα, στα πλαίσια του κρατικού Φορέα για την Εθνική Ιστορία και την Καλλιτεχνική Κληρονομιά (SPHAN). Στο ξεκίνημά του στο χώρο των βραζιλιάνικων γραμμάτων, κύριες «έγνοιες» του ήταν η ανανέωση στα γράμματα και τις τέχνες μέσα από τις εκφράσεις και τις αντιλήψεις του Μοντερνισμού που ήταν τότε στα ντουζένια του, καθώς και η αναζήτηση της βραζιλιάνικης ταυτότητας (το μείζον εθνικό ζήτημα της εποχής για τη χώρα), πάλι μέσα από τον βραζιλιάνικο πολιτισμό. Συνδύαζε τις δυο αυτές «έγνοιες» προσπαθώντας να συμβάλλει με κάθε μέσο στην ανάπτυξη ενός γνήσια βραζιλιάνικου Μοντερνισμού. Ώριμος πλέον, και κοντά στον πρόωρο θάνατό του, είχε κατά κάποιο τρόπο «πολιτικοποιηθεί» εντονότερα και έδινε μεγαλύτερη σημασία στο κοινωνικό στοιχείο και, ειδικότερα, στη σημασία της τέχνης όσον αφορά την κοινωνική αλλαγή. Εργαζόμενος στη λαϊκή επιμόρφωση, δημιούργησε την πρώτη δημοτική δισκοθήκη, τις πρώτες δημοτικές παιδικές χαρές με εκπαιδευτικά παιχνίδια, προώθησε τη θεατρική παιδεία για τις λαϊκές μάζες και οργάνωσε διαγωνισμό για την καλαίσθητη και συνάμα λειτουργική επίπλωση του προλεταριακού σπιτιού, στον απόηχο του αγγλικού κινήματος Αrts and Crafts. Σε ένα κείμενό του, λίγο πριν πεθάνει, αποτιμώντας τον βραζιλιάνικο Μοντερνισμό, γράφει: «Κάντε ή αρνηθείτε να κάντε τέχνη, επιστήμη, επάγγελμα. Αλλά μη μείνετε μόνο σε αυτό, κατάσκοποι της ζωής, καμουφλαρισμένοι, τεχνικοί της ζωής που βλέπετε το πλήθος να περνά. Βαδίστε με τα πλήθη!».
Καθολικής παιδείας και παράλληλα πολύ προοδευτικός στις απόψεις και τη ζωή του, με ιδέες αρκετά κοντά σε ό,τι αργότερα θα ονομαζόταν «θεολογία της απελευθέρωσης» σε μια αρκετά προωθημένη της εκδοχή, συνιστά μια χαρακτηριστική, ευρέως αναγνωρίσιμη και καθοριστική μορφή της βραζιλιάνικης διανόησης, λογοτεχνίας και τέχνης.
Ταξίδεψε πολύ σε όλη τη χώρα και αποτύπωσε φωτογραφικά την πολυμορφία των ανθρώπων και της ζωής σε πολλές απομακρυσμένες περιοχές της ενώ, παράλληλα, ηχογράφησε τη λαϊκή μουσική παράδοση, τη μελέτησε, την ανέδειξε και την προώθησε. Ενδιαφέρον είναι το ταξιδιωτικό του έργο «Μαθητευόμενος τουρίστας» της δεκαετίας του ’30, που εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Συνεργάστηκε σε θέματα ανθρωπολογίας με την Dina, σύζυγο του διάσημου ανθρωπολόγου Claude Lévi-Strauss, o οποίος διενεργούσε τότε επιτόπια έρευνα στη χώρα για να συλλέξει υλικό για το μνημειώδες έργο του «Θλιβεροί τροπικοί». Είναι, εν πολλοίς, ο διάσημος μουσικολόγος αλλά και ο αφανής αυτοδίδακτος ιδιότυπος ανθρωπολόγος με ευρύτατη παιδεία και βαθιά ενσυναίσθηση που βρίσκεται στις ρίζες πάμπολλων μουσικών αναζητήσεων που οδήγησαν στην πολύχρωμη έκρηξη της βραζιλιάνικης μουσικής κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60 (τζαζ, μπόσα νόβα, σάμπα αλλά και πολλά άλλα είδη), σήμα κατατεθέν της βραζιλιάνικης ταυτότητας διεθνώς στις μέρες μα. Μαζί βέβαια με το ποδόσφαιρο – συμπωματικά, το 1913 πέθανε ο κατά έξη χρόνια νεότερος του ποιητή αδερφός του σε ατύχημα παίζοντας ποδόσφαιρο (!), γεγονός που τον σημάδεψε με μια ανεξίτηλη πίκρα. Και μαζί με αυτά τα δυο στοιχεία, έχουμε και τις μουλάτες! Ενίοτε. Όπως και τις φαβέλες, για να μην ξεχνιόμαστε.
Δεν παντρεύτηκε ποτέ, κοιμόταν ελάχιστα -δεν είναι και λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως για το λόγο αυτό πέθανε νέος- και, από κάποια εποχή της ζωής του και μετά, άρχισε να πίνει αρκετά, βαθύτατα και βουβά απογοητευμένος από την κατάσταση της χώρας υπό το δικτατορικό καθεστώς του Getúlio Vargas, το οποίο τον απομόνωσε.
Αν και δεν βγήκε ποτέ από τα σύνορα της χώρας του, υπήρξε άγρυπνος και προσεκτικός παρατηρητής των πνευματικών και καλλιτεχνικών ρευμάτων της εποχής του παγκοσμίως (ψυχανάλυση, Εξπρεσιονισμός, Μοντερνισμός κλπ) και ένθερμος θεματοφύλακας και υποστηρικτής κάθε έκφανσης της πρωτοπορίας στη χώρα του, μέχρι το θάνατό του. Υπήρξε πάντα παραστάτης, μέντορας, εμπνευστής, επιστολογράφος, καλοπροαίρετος συμβουλάτορας δίχως ίχνος υπεροψίας και καλός φίλος όλων σχεδόν των πρωτοεμφανιζόμενων, και όχι μόνο, συγγραφέων (ή και καλλιτεχνών), συνδιαλεγόμενος αλλά και συνεργαζόμενος κάποιες φορές μαζί τους για ζητήματα τέχνης, όσο και κοινωνικά και πολιτικά. Αντάλλαξε 7000 περίπου επιστολές με 110 συνομιλητές στη διάρκεια της ζωής του. Έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην επιστολή, που ήταν για αυτόν μέσο συζήτησης χωρίς ανόητα και ανώφελα κωλύματα, «χώρος» νηφάλιου και προνομιακού διαλόγου που παρέχει τη δυνατότητα να μιλήσει κανείς και να μάθει για όλα και για όλους, από όλους, δίχως τους περιορισμούς που χαρακτηρίζουν την έκθεση στην παλαίστρα του δημόσιου διαλόγου (κριτική, δουλείες. φοβίες και ανασφάλειες, αλλαξοκωλιές, έλλειψη τακτ κλπ).
Ξεκίνησα γράφοντας πως ο Μάριου ήταν ένας πολυγραφότατος μουσικός. Και νιώθω πως οφείλω να το αποδείξω. Δείτε, ή μάλλον ακούστε διαβάζοντας μεγαλόφωνα, έστω και στη μετάφραση, πόσο «είναι μουσική» ένα ποίημά του για το τραμ, με αφορμή την εισαγωγή του κλειστού τραμ στην πόλη του: «Ξεκινά το τραμ, / στο κάθισμα κανείς / είμαι μονάχος, είμαι χωρίς. – Μπαίνει τώρα ένας, / κάθεται, πολύ ωραία, / ταξιδεύω με παρέα. – Γεμάτο πια το τραμ, / και, όπως ήταν εξ αρχής / δεν είμαι πλέον κανείς». Από τη συλλογή Lira paulistana (Λύρα της πολιτείας του Σάο Πάουλο), του 1945.
Και ακούστε και το ένα και μοναδικό τραγούδι που έγραψε και μελοποίησε συνεργαζόμενος με τον Ary Krenel, το “Viola quebrada”, δηλ. «Σπασμένη κιθάρα»:
Μιλά για έναν πλανόδιο στην ύπαιθρο μουσικό που αγαπά την Μαρόκα του, η οποία αρνείται την αγάπη του, γιατί ένας πλανόδιος μουσικός δεν είναι για σπίτι, δεν είναι άνθρωπος της δουλειάς. Και η κιθάρα τότε στενάζει, ραγίζει και σπάζει. Οπότε ο μουσικός, αναγκαστικά, γίνεται ένας δουλευταράς αγρότης. Πολύ αργά όμως… Η εκτέλεση είναι σε ύφος caipira, δηλ. το κάπως χωριάτικο ύφος της ενδοχώρας της πολιτείας του Σάο Πάουλο. Μπορείτε να βρείτε το αγαπημένο αυτό τραγούδι των Βραζιλιάνων σε πάρα πολλές εκτελέσεις, ψάξτε το. Ακόμη και ως μπόσα νόβα, από τη μούσα του είδους, την Nara Leão. Ακόμη και σε οπερατική. Αλλά και με ενορχήστρωση για όργανα κλασικής μουσικής, από τον μείζονα μουσικό της χώρας τον Heitor Vila-Lobos.
Β.Μ: Σε ποια εποχή γράφει τα έργα του;
Ο Μάριου ντε Αντράντε δεν έπαψε να γράφει, να εκδίδει και να αρθρογραφεί μέχρι το θάνατό του. Τα δυο μυθιστορήματά του, το «Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο» και το ακόμη πιο σημαντικό «Μακουναΐμα» εκδόθηκαν το 1927 και το 1928 αντίστοιχα, με έξοδα του συγγραφέα. Το δεύτερο, που διδάσκεται σήμερα στα σχολεία της Βραζιλίας, είχε εκδοθεί σε 800 (1) αντίτυπα. Το πρώτο εκδόθηκε ξανά το 1944, με αρκετές συντμήσεις και γλωσσικές αλλαγές, και το δεύτερο, με γλωσσικές αλλαγές το 1937. Και τα δύο αυτά έργα είναι προϊόντα «προγραμματικής γραφής» εντασσόμενα ηθελημένα και παραδειγματικά στο ρεύμα του βραζιλιάνικου Μοντερνισμού, το οποίο έκανε (και) επισήμως την εμφάνισή του την Εβδομάδα Μοντέρνας Τέχνης (13-17/2/1922) στο Σάο Πάουλο. Μια εβδομάδα η οποία συγκλόνισε τη συντηρητική κοινωνία των μεγαλοεπιχειρηματιών του καφέ της πόλης, που την είχε χρηματοδοτήσει, θέλοντας να κάνει την ανθούσα πόλη Παρίσι ή Ν. Υόρκη του νότιου ημισφαιρίου. Λίγα χρόνια αργότερα, την πλουτοκρατική αυτή ελίτ «φωτογράφισε» και παρώδησε, ενοχλώντας την σφόδρα, το «Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο». Ψυχή της Εβδομάδας ήταν ο Μάριου, μαζί με τη ζωγράφο Tarsila do Amaral –πίνακάς της κοσμεί το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης του «Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο»-, το σύζυγό της ποιητή και θεωρητικό Oswald de Andrade, τη ζωγράφο Anita Malfatti, που είχε εισαγάγει τον γερμανικό εξπρεσιονισμό στη χώρα -πρώτη μοντερνιστική εκδήλωση στη βραζιλιάνικη τέχνη- επηρεάζοντας καθοριστικά τον μέχρι τότε γαλλοτραφή Μάριου, και το δημοσιογράφο, θεωρητικό και ζωγράφο Menotti de Picchia. Ήταν η περίφημη «Ομάδα των πέντε». Οι δρόμοι τους χώρισαν αργότερα. Ο Oswald έγινε σταλινικός, ο Menotti αλληθώρισε προς τον εγχώριο φασισμό, ο Μάριου, με ανεξάρτητη και καθαρή τη ματιά και τη φωνή του ισοβίως, παρέμεινε σταθερά πολέμιος κάθε αυταρχικής σκέψης και υποστηρικτής κάθε προοδευτικού κινήματος, στην τέχνη, την πολιτική και τη ζωή. Στην Εβδομάδα είχε πάρει μέρος όλη σχεδόν η αφρόκρεμα των πρωτοποριακών και ανήσυχων Βραζιλιάνων καλλιτεχνών και συγγραφέων της εποχής, όπως ο συνθέτης Heitor Villa-Lobos..
Περισσότερα για τον τόσο άγνωστο βραζιλιάνικο Μοντερνισμό μπορεί να βρει κανείς στη μαγνητοσκοπημένη 80λεπτη διάλεξη που έδωσαν πριν 2-3 χρόνια ο υπογράφων τη συνέντευξη αυτή και η Debora Pio, καθηγήτρια πορτογαλικής γλώσσας, σε βιβλιοπωλείο της Αθήνας και, πιο συγκεκριμένα, στο Λεξικοπωλείο:
Λεξικοπωλείο: «Ο βραζιλιάνικος μοντερνισμός και ο Mário de Andrade»
Β.Μ: Γιατί θεωρείται κλασσικός;
Η Εβδομάδα Μοντέρνας Τέχνης δεν «τέλειωσε ποτέ», έχουν αποφανθεί κάποιοι ιστορικοί και κριτικοί των βραζιλιάνικων γραμμάτων και τεχνών. Σωστό. Ο Μοντερνισμός, σε μια «κυλιόμενη» μορφή του, συνεχώς μεταλλασσόμενος, είχε εκπροσώπους σε πολλές γενιές και γνώρισε τρεις φάσεις: 1922-1930, 1930-1945, 1945-1999. Σημάδεψε συνολικά την εξέλιξη της βραζιλιάνικης λογοτεχνίας και τέχνης. Για παράδειγμα, η συγγραφέας Clarice Lispector, που έγινε γνωστή και αγαπήθηκε πρόσφατα και στη χώρα μας ανήκε στην τρίτη γενιά, στο τρίτο κύμα. Ο Μάριου υπήρξε δια βίου ο θεματοφύλακάς του Μοντερνισμού. Το μείζον μυθιστόρημα του συγγραφέα μας με τον τίτλο «Μακουναΐμα», με έναν κεντρικό ομώνυμο «ήρωα χωρίς χαρακτήρα», απηχεί το επίσημο, τελικά, ιδεολόγημα για τον Βραζιλιάνο και την ταυτότητά του. Ο Βραζιλιάνος είναι προϊόν μιας πανσπερμίας λαών από όλον τον κόσμο. Ένα ιδεολόγημα αρκετά αληθινό ή, έστω, αληθοφανές: Ο Βραζιλιάνος καταβροχθίζει αδιαφόρετα υλικό από όλες τις κουλτούρες του κόσμου, το μεταπλάθει και το προσφέρει εκ νέου, «χωνεμένο,» στον κόσμο. Είναι η μια νέα (πολιτιστική) «ράτσα» που προέρχεται από όλες τις ράτσες καθώς αυτές συγχρωτίζονται και συμφύρονται στην απέραντη χώρα. (Χωρίς αυτό να εμποδίζει να υπάρχει, ακόμη και σήμερα, αρκετός ρατσισμός απέναντι σε νέγρους, ιθαγενείς, φαβελόβιους… φτωχούς εν γένει, πληβείους.) Ό,τι ακριβώς υποστηρίζει και ο Oswald de Andrade στο περίφημο «Ανθρωποφαγικό μανιφέστο» του, έργο και αυτό της εποχής της πρώτης φάσης του Μοντερνισμού. Η πολιτιστική ανθρωποφαγία είναι η ουσία της «βραζιλιανικότητας». Να γιατί ο Μάριου είναι ένας κλασικός συγγραφέας του εικοστού αιώνα, ως ακρογωνιαίος λίθος ενός ακόμη Μοντερνισμού στην περιφέρεια της Δύσης, γνώστης όλων των μοντερνιστικών ρευμάτων της εποχής. Αλλά και ένας κατ’ εξοχήν εθνικός συγγραφέας για τη Βραζιλία.
Β.Μ: Πες μας λίγα λόγια για το «Αγαπώ, ρήμα αμετάβατο».
Ξεκινώ αντιγράφοντας το οπισθόφυλλο:
Κανείς δε θα αρνηθεί πως ο Κάρλους προτιμά το δεξί αυτάκι της αγαπημένης του για τα φιλιά μετά την πράξη. Είναι υπαρκτή αυτή η προτίμηση. Στον Κάρλους δεν υπήρχε ίχνος διαστροφής, ούτε κατά διάνοια, καθώς, όμως, ανακάλυπτε σιγά-σιγά τον εαυτό του, η επανάληψη τον έκανε όλο και πιο τολμηρό. Απαιτούσε πράγματα που προκαλούσαν γέλιο, ενστικτωδώς, όμοια με ήρεμο δυνάστη, ήταν όλο ικανοποίηση, πολύ σίγουρος για τον εαυτό του. Παιδί ήταν ακόμα, ατσούμπαλος, ο Λατίνος άνδρας σε ανδρείκελο, τα ξέρετε εσείς τώρα: Ο άντρας που μαντεύει. Για δείτε τον εκεί, που μας κάθεται και σταυροπόδι, όχι παίζουμε!…
Δεκαετία του ’20. Στο άλλοτε επαρχιώτικο Σάο Πάουλο κυριαρχούν πλέον οι νεόπλουτοι μεγιστάνες του καφέ. Ελέγχουν πάνω από το 80% της παγκόσμιας αγορά. Γύρω τους προσπαθεί να επιβιώσει ένα κοσμοπολίτικο πλήθος Ευρωπαίων μεταναστών. Στο πλουσιόσπιτο του μεγιστάνα Σόζα Κόστα μπαίνει γκουβερνάντα η φροϊλάιν Έλζα, ετών 35. Ήρθε στη Βραζιλία κυνηγημένη από την αθλιότητα της νικημένης Γερμανίας. Ξέρει καλά τον Γκαίτε και τον Σίλλερ. Ο Σόζα Κόστα της έχει αναθέσει, κρυφά απ’ όλους και επ’ αμοιβή, να μυήσει στον έρωτα το δεκαεξάχρονο γιόκα του, τον Κάρλους. Μην του φάνε τα λεφτά οι πόρνες και οι υστερόβουλες ερωμένες, μη γίνει τοιούτος… Επαγγελματίας στη δουλειά της η Έλζα. Και Γερμανίδα. Προγραμματισμένη. Παρόλα αυτά, ανάμεσά τους θα αναπτυχθεί ένα ειδύλλιο κεκλεισμένων των θυρών, οι τροπικοί έχουν τον… τρόπο τους να ξελογιάζουν.
Το τρυφερό εφηβικό ερωτικό και φιλοσοφικό μυθιστόρημα ενός διάσημου εκφραστή του περίφημου, και άγνωστού μας, βραζιλιάνικου Μοντερνισμού. Γεμάτο πάθος, ειρωνεία, υπαινιγμό και στοχασμό.
———————————————————————————————-
Πέρα από όσα μαρτυρεί το οπισθόφυλλο, το διαβαστερό αυτό βιβλίο είναι και πολλά άλλα. Πρώτα από όλα σκιαγραφεί ρεαλιστικά τη μαγική διάσταση του φαινομένου που λέγεται έρωτας, όταν υπάρχουν σημαίνουσες κοινωνικές διαφορές ανάμεσα στους εραστές. Χωρίς ρομαντικά φκιασίδια αλλά και χωρίς καταστάσεις που θα παρέπεμπαν σε χαρακτήρες τύπου drama queen. Η «φροϊλάιν» Έλζα είναι μια προλετάρια του έρωτα και, εν μέρει, έχει επίγνωση περί αυτού. Δεν έχει και πολλές επαγγελματικές επιλογές καθότι οικονομική μετανάστρια. Και, όντας εσώκλειστη στο πλουσιόσπιτο, δεν έχει και πολλές ερωτικές επιλογές. Να γιατί είναι μια προλετάρια του έρωτα, όπως πολλές εσώκλειστες εργαζόμενες από την Ανατολική Ευρώπη στα ελληνικά μικρο/μεσοαστικά σπίτια, ακόμη και σήμερα. Το βιβλίο μας λέει ακόμη τι συμβαίνει μετά το ειδύλλιο• πολύ πρωτότυπο ως ιδέα για έναν «ειδυλλιογράφο», αλλά και ως εκτέλεση -δε σκοπεύω να αποκαλύψω πιο πολλά γι’ αυτό. Επιπλέον, καταδεικνύει πώς γράφεται ένα μοντερνιστικό μυθιστόρημα -ναι, ο συγγραφέας το «συζητάει» με τον αναγνώστη-, ενώ σκιαγραφεί με περισσή χάρη και μαστοριά το πολιτισμικό σοκ της Γερμανίδας στους τροπικούς. Ακόμη, είναι μια ρηξικέλευθη μελέτη περί έρωτος (μια ερωτολογία, κατά το συγγραφέα), μια ακόμη «άποψη» σχετικά με το «πρόβλημα που λέγεται Γερμανία» που από τότε αντιμετώπιζε η Ευρώπη, μια ηθογραφία της ζάπλουτης και νεόπλουτης ολιγαρχίας του καφέ της πόλης του και, σε πολλές του σελίδες, μια μελέτη σχετικά με το κατά πού πάει η πολυεθνική Βραζιλία, σε μια εποχή που κατακλυζόταν από μετανάστες από όλον τον κόσμο, στηριζόμενη σε ένα ήδη τρισυπόστατο υπόστρωμα: πορτογαλικό, νέγρικο, ιθαγενικό. Και, φυσικά, θέτει το καίριο για τους Βραζιλιάνους ποια (θα μπορούσε να) είναι εν τέλει η εθνική ταυτότητα των Βραζιλιάνων. Δεν φτάνουν αυτά; (Γιατί υπάρχουν κι άλλα! Όπως διεισδυτικές ματιές στην ψυχανάλυση, τον δαρβινισμό, τη βραζιλιάνικη πολιτική ζωή, την ιστορία της βραζιλιάνικης λογοτεχνίας μέχρι τότε κά)
Και, πέρα από όλα αυτά σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο, το βιβλίο ως κατασκευή διατρέχεται από σκηνές άκρως κινηματογραφικές, εν είδει ολοκληρωμένων σεκάνς, ενώ, ταυτόχρονα, «κουβαλάει» πολλή μουσική και μουσικότητα, παραπέμπει στα εικαστικά και είναι γραμμένο σε μια ολοζώντανη, προκλητικά προφορική και σπαρταριστή γλώσσα. Ένα «απογεωγραφικοποιημένο» γλωσσικό μείγμα με στοιχεία από τις αλλοιωμένες μέσα από την χρήση μακρθιά από τη γλωσσική μητρόπολη πορτογαλικές «λαλιές» σε κάθε μήκος και πλάτος της χώρας. Ένα απολαυστικότατο μείγμα made by Mário de Andrade.
Β.Μ: Το έργο είναι ένα ειδύλλιο, τι μπορεί να σημαίνει σήμερα ένα τέτοιο είδος λογοτεχνίας που αρκετοί το θεωρούν ξεπερασμένο ή παρωχημένο;
Οι απαντήσεις στην προηγούμενη και την επόμενη ερώτηση καλύπτουν και την παρούσα. Εν ολίγοις, πέρα από τους επτά αναβαθμούς της ερωτικής μυήσεως της ψυχής –ναι, στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα αναφερόμαστε- ο ιδιότυπα χριστιανός Μάριου, τρυφερός απέναντι στους ανθρώπους και τις αδυναμίες τους, κραδαίνοντας το μαγικό ραβδάκι του Μοντερνισμού, ισχυρίζεται πως κάθε ερωτική σχέση, ακόμη και πολύ «ταπεινή» και μπανάλ σε μια πρώτη ματιά, έστω και οφειλόμενη σε μια ομολογουμένως συζητήσιμη «παροχή υπηρεσιών», όπως συμβαίνει στο μυθιστόρημά μας, δεν παύει να είναι άξια να θεωρηθεί ειδύλλιο, αν καταφέρουν να τη δουν και να τη βιώσουν έτσι οι πρωταγωνιστές της. Στο χέρι τους είναι ντε! Βέβαια, το έργο γράφτηκε όταν ο Ρομαντισμός και οι εξιδανικεύσεις του έπνεαν για τα καλά τα λοίσθια ενώ οι selfie ανήκαν ακόμα σε ένα μακρινό μέλλον.
B.M: Βοήθησε ο Αντράντε στην αναγέννηση του είδους;
Δεν το έχω καθόλου καθαρό. Ο Αντράντε «αποδεικνύει», βασιζόμενος και στον φροϋδισμό, όπως λέει -ίσως όχι και τόσο σοβαρά, είναι πολύ παιχνιδιάρης ο άτιμος- πολύ του συρμού τότε μεταξύ των λογίων και των καλλιτεχνών, αλλά και σε μια απομαγευμένη αντίληψη περί έρωτος και πάθους, χαρακτηριστική της νεωτερικότητας, πως το «αγαπώ» ίσως και να είναι, (πρωτ)αρχικά, ρήμα αμετάβατο! Συχνά πυκνά όμως βρίσκει άμεσα το άμεσο αντικείμενό του, ακόμη και σε δύσκολες συνθήκες, ανάμεσα σε λίγες επιλογές. Γίνεται μεταβατικό! «Και στο μπουκάλι να με βάλεις, με το φελλό θα το κάνω», λέει κάπου ο Κώστας Ταχτσής, στο «Τρίτο στεφάνι» αν δεν απατώμαι. Αν ο Μάριου βρήκε επιγόνους, εν επιγνώσει είτε ένα αγνοία τους, δεν το γνωρίζω, δεν είμαι ειδικός στη συγκριτική λογοτεχνία. Πάντως, στις μέρες μας, ένα απλό «ειδύλλιο» θεωρείται μάλλον πολύ φτωχό υλικό για ένα μυθιστόρημα. Οι μεταμοντέρνοι (;) αναγνώστες σήμερα θέλουν πιο περίεργα πράγματα, πιο ακραίες, πιο δύσκολες και στρυφνές καταστάσεις. Γυρεύουν πάλι το τραγικό, αναζητούν να διαβάσουν για αδιέξοδους ή ανέφικτους έρωτες. Θα ήθελαν ένα «ειδύλλιο» που να απολήγει σε μια (πολύ καλή είτε πολύ κακή) διέξοδο, κάτι που δε συμβαίνει, ηθελημένα, με το «ειδύλλιο» του μυθιστορήματός μας, Ένα απλό συγκυριακό και… εξ ανάγκης ειδύλλιο δείχνει λίγο ως μυθιστορηματικό υλικό. Ο χαρωπός -χαζοχαρούμενος, ίσως, για πολλούς- και λυτρωτικός πραγματισμός του συγγραφέα μας επί του ζητήματος αυτού, την σήμερον ημέραν δεν έχει και πολλούς θιασώτες. Στη λογοτεχνία. Όσο για τη ζωή… εδώ πάλι θα πω δεν ξέρω. Το αφήνω στους δημοσκόπους και στα πρωινάδικα.
Β.Μ: Έχοντας διαβάσει αρκετά από τα βιβλία που έχεις μεταφράσει παρατηρώ ότι «αναμετράσαι» συνεχώς με το κείμενο. Ψάχνεις συνεχώς τη βέλτιστη (πιο πιστή) μετάφραση και εξηγείς ενδελεχώς στους αναγνώστες την πορεία που ακολούθησες για να φτάσεις στο τελικό αποτέλεσμα, δεν έχουμε να κάνουμε λοιπόν με έναν μεταφραστή παντογνώστη. Το μοναδικό σου μέλημα είναι η ανάδειξη του κειμένου. Αυτό το κίνητρο σε οδήγησε στην δημιουργία μεταφραστικής ομάδας που έχει ως αποτέλεσμα τη συλλογική μετάφραση;
O μεταφραστής δεν είναι επ’ ουδενί ένας δημιουργός εν πλήρει ελευθερία. Είναι ματαιόδοξος και ματαιόσπουδος αν βλέπει έτσι τον εαυτό του. Είναι, βέβαια, κι αυτός λιγάκι δημιουργός, αλλά θυμίζει μάλλον τεχνίτη που οφείλει να ακολουθήσει τους πάγιους κανόνες της τέχνης του ανά περίπτωση, δηλ. τους κανόνες που υπαγορεύει, ρητά αλλά και υπόρρητα, η «πρωτογενής τέχνη» του συγγραφέα-δημιουργού στο συγκεκριμένο έργο του που μεταφράζεται. Ίσως πάλι να μοιάζει πιο πολύ με τον βυζαντινό αγιογράφο που κάπως «δημιουργεί» και αυτός μια Παναγιά αχειροποίητη: πάντα σεβόμενος τους κανόνες της εκκλησίας και «μιμούμενος δημιουργικά» προγενέστερους μεγάλους αγιογράφους, που και αυτοί συνέβαλαν, έστω και «εις μικρόν», στη θέσπιση των τωρινών κανόνων, ακολουθώντας κάποτε -και αυτοί- άλλους προγενέστερους κανόνες άλλων, εν πολλοίς παρόμοιους με τους τωρινούς, αλλά και διαφορετικούς. (Γιατί το κάθε καλό λογοτεχνικό έργο θεσπίζει τους δικούς του κανόνες, πρέπει να τους μελετήσει και να τους μάθει ο μεταφραστής για να το μεταφράσει: δια βίου μάθηση!). Προκειμένου δε να επιτύχει κάτι τέτοιο ο μεταφραστής πρέπει να διαβάσει πολυπρισματικά το έργο. Δηλαδή να το διαβάσει -και να το προσλάβει- με όσο το δυνατόν περισσότερους τρόπους. Γιατί ένα καλό έργο, ένα «μεγάλο έργο», ως είθισται να λέγεται, ειδικά ένα κλασικό, έχει σχεδόν πάντα πολλές αναγνώσεις, γι’ αυτό και «αγγίζει» πολλούς και διαφορετικούς αναγνώστες, σε διαφορετικές εποχές. Στη γλώσσα του. Και έτσι θα πρέπει να λειτουργεί, στο μέτρο του δυνατού, και στη μετάφρασή του. Και αυτό, προφανώς, επιτυγχάνεται πολύ καλύτερα και ευκολότερα συλλογικά. Όσο πιο πολλές αποκλίνουσες «αναγνώσεις» συγκλίνουν και συντεθούν σε ένα τελικό μετάφρασμα, τόσο πιο πολλούς αναγνώστες θα καταφέρει αυτό να αγγίξει, στη νέα γλώσσα, στη νέα πατρίδα του. Κανείς εκδότης δεν θα πλήρωνε πολλούς μεταφραστές που δουλεύουν συλλογικά το κείμενο, δεν το σηκώνει η αγορά. Οπότε, στα πλαίσια της εκπαίδευσης μεταφραστών που προσφέρει το Κέντρο Ισπανικής, Καταλανικής και Πορτογαλικής Γλώσσας Abanico, συντονίζω κάθε ακαδημαϊκή χρονιά μια ad hoc ομάδα περισσότερο ή λιγότερο έμπειρων μεταφραστών για τη συλλογική μετάφραση ενός συγκεκριμένου έργου που μετά εκδίδεται, συνήθως χωρίς αμοιβή για τους μεταφραστές. Εγώ έχω πληρωθεί μέσα από τα μαθήματα. Όσο για τους εκπαιδευόμενους, διευκολύνεται η έξοδός τους στην εκδοτική αγορά. Πάντως, για να είμαστε ακριβέστεροι, αυτό που πραγματικά επιτελείται συλλογικά, ή μάλλον ομαδικά, είναι η επιλογή της τελικής εκδοχής μέσω της από κοινού επιμέλειας του μέρους της μετάφρασης που έχει «δουλέψει» ο καθένας (ή η καθεμία) από την ομάδα. Όλα τα παραπάνω, αυτά που αφορούν την «τέχνη» του μεταφραστή έτσι όπως αυτή γεννιέται και μαθαίνεται σε/με κάθε μετάφραση, δεν ακυρώνουν κάποιες γενικές μεταφραστικές τεχνικές, πολύ κοντά στις τεχνικές ενός καλού και ευσυνείδητου γραφιά, με τη θετική σημασία του όρου. Καθώς και κάποιες γνώσεις που πρέπει ο μεταφραστής να διαθέτει σχετικά με το πολιτισμικό πλαίσιο στο οποίο γεννήθηκε το έργο που μεταφράζει. Μη λησμονώντας ούτε στιγμή πως ο αναγνώστης του μάλλον δε θα τις διαθέτει. Εξού, πολλές φορές, και η ανάγκη σημειώσεων, προλόγων εισαγωγών, επιμέτρων και… δε συμμαζεύεται.
Πάντως, συν τοις άλλοις, αυτή η συλλογική δουλειά που αναφέρω παραπάνω είναι άκρως ψυχωφελής -και κοινωφελής στις μέρες μας, που εκθειάζεται ασυστόλως η ατομική προσπάθεια, η ατομική ευθύνη… άντε σταματάω!
Ναι, δεν είμαι παντογνώστης. Άσε που στον Μοντερνισμό, εξ ορισμού, δεν είναι παντογνώστης ούτε καν ο συγγραφέας. Το ξεκαθαρίζει αυτό στο βιβλίο ο Μάριου, προτρέποντας τον αναγνώστη να φτιάξει στο μυαλό του τη δική του «φροϊλάιν». Θέλει δημιουργικό αναγνώστη, πρόθυμο να συμμετάσχει! Είναι ορκισμένος μοντερνιστής.
Υπενθυμίζω, όμως, πως το βιβλίο αυτό το μετάφρασα ατομικά. Ήταν εξάλλου πολύ μεγάλο για μια συλλογική δουλειά, αδύνατον να ολοκληρωθεί σε λίγες δεκάδες ωρών διδασκαλίας.
Β.Μ: Συμφωνείς με την άποψη ότι η Βραζιλία, αν και η μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, έχει πολύ λίγους αξιόλογους συγγραφείς σχετικά με τις υπόλοιπες χώρες;
Δε συμφωνώ με τίποτα. Οι μεγάλοι συγγραφείς των ισπανόφωνων χωρών της Λ. Αμερικής έγιναν γνωστοί κυρίως χάρη στο boom του ’60, που οφειλόταν, εν πολλοίς, στην εξορία πολλών από αυτούς στη Βαρκελώνη και το Παρίσι. Ας είναι καλά οι δικτάτορες, τότε, που διαφέντευαν τις χώρες τους! Αρκετοί από αυτούς, καλοί χειριστές της πένας, ήταν εκφραστές του «μαγικού ρεαλισμού» που έφερε τη σφραγίδα της εντοπιότητας και είχε εξασφαλισμένη εκ των προτέρων επιτυχία στην Ευρώπη λόγω εξωτισμού. Από την άλλη, έπαιξε ρόλο και ο «αντίποδάς» τους, ο ογκόλιθος που λέγεται Μπόρχες, που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα Ευρωπαίος, με μια λαμπρή ευρωπαϊκή γραφή και θεματολογία, εν πολλοίς.. Έτσι, οι ισπανόφωνοι της εποχής εκείνης και οι επίγονοί τους, έπιασαν καλές θέσεις στην ευρωπαϊκή εκδοτική αγορά. Η Βραζιλία όμως, είναι μια χώρα με μια εθνική ταυτότητα ρευστή ακόμη, εν εξελίξει, λόγω μεγέθους και λόγω πανσπερμίας φυλών και λαών από όλον τον πλανήτη που ζουν στη χώρα. Μοιάζει λίγο με τις ΗΠΑ, όπως μοιάζουν και ο Τραμπ με τον Μπολσονάρου! Δεν έχει μία και μόνη ξεκάθαρη πολιτισμική ταυτότητα προς εξαγωγή. Δεν είχε την τύχη να έχει και ένα όνομα που να την έχει κάνει παγκοσμίως πολύ γνωστή, όπως π.χ. έχουμε εμείς τον Καζαντζάκη και τον Καβάφη. Παρόλα αυτά, στα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, στη χώρα μας ήταν best seller τα βιβλία του μοντερνιστή του «δευτέρου κύματος» Jorge Amado, ενός κομουνιστή συγγραφέα που είχε λάβει το βραβείο Λένιν και ήταν φίλος του Ρίτσου. Στις αρχές της χιλιετίας που διανύουμε, χάρη και στο έργο «Η πόλη του Θεού», έγινε σχετικά γνωστό το έργο της P. Melo «Κόλαση στις φαβέλες του Ρίο ντε Τζανέιρο». Ο πρώιμος πρόδρομος του Μοντερνισμού Machado de Assis είναι πια σχετικά γνωστός στα καθ’ ημάς -είναι και πολύ αξιόλογος συγγραφέας με μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ- χάρη στη «Ρεαλιστική τριλογία» και την «Ελένα», που κυκλοφόρησαν τα τελευταία χρόνια. Και υπάρχει και ο Paulo Coelho: διαρκής επιτυχία, εύκολος συγγραφέας, καλός για το ευρύτατο κοινό, σταματάω εδώ!. Ο συγγραφέας αστυνομικών Jo Soares είναι διάσημος διεθνώς και αρκετά γνωστός και στην Ελλάδα. Η βραζιλιάνικη λογοτεχνία έχει μια πολυμορφία που την καθιστά δύσκολα αναγνωρίσιμη. Έχει όμως καλούς συγγραφείς και βρίσκει αργά αλλά σταθερά το δρόμο της εκτός συνόρων. Απηχεί έναν πολύμορφο κόσμο, μια μικρογραφία της πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης.
Β.Μ: Τι ωραίο και σίγουρα ενδιαφέρον ετοιμάζετε με τον Κων/νο Παλαιολόγο στο φετινό Λ.Ε.Α που θα πραγματοποιηθεί τον Ιούνη;
Ετοιμάζαμε μια συζήτηση περί μεταφραζόμενης λογοτεχνίας. Με εκδότες, μεταφραστές, επιμελητές και κριτικούς μεταφρασμένης λογοτεχνίας.
Έλα όμως που φέτος δε θα έχουμε ΛΕΑ, δε θα γίνει. Εδώ δεν ξέρουμε αν θα έχουμε τουρίστες, δεν υπήρχε πιθανότητα να έρθουν οι ισπανόφωνοι και οι πορτογαλόφωνοι συγγραφείς που συμμετέχουν κάθε χρόνο στο ΛΕΑ! Δηλαδή στο ετήσιο, εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, Φεστιβάλ Ιβηροαμερικανικής Λογοτεχνίας Εν Αθήναις. Φέτος έχουμε covid-19. Κανονικά. Είναι κάτι κι αυτό, είναι και αυτός μια κάποια λύση. Το ψυχανεμίζομαι. Τον βλέπω να εμπνέει πολλούς συγγραφείς και καλλιτέχνες. Μέχρι και εμένα με εμπνέει και γράφω σε συνέχειες κάτι «Ειδήσεις από ένα εγγύς μέλλον» στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΧΑΡΤΗΣ (στο link hartismag), που τις οφείλω στους γενναιόδωρους ιούς του μέλλοντός μας. Τους ευχαριστώ. Και ευχαριστώ και σένα Βαγγέλη που μου έδωσες την ευκαιρία να συμβάλω κάπως και εγώ στην τόσο ωραία δουλειά που κάνεις, μια δουλειά που δίνει το λόγο στο μεταφραστή, ως πρώτο αναγνώστη (και εις βάθος γνώστη) του έργου στη νέα του γλώσσα.
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Ιούνιος 2020
*Οι μουσικές επιλογές είναι του Νίκου Πρατσίνη
Νίκος Πρατσίνης (Αθήνα 1957). Χημικός (Παν/μιο Αθηνών), με μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο Complutense (Μαδρίτη), σπουδές πορτογαλικής γλώσσας και λογοτεχνίας στη Λισσαβόνα και διερμηνείας (Ελλάδα). Εργάζεται ως διερμηνέας και μεταφραστής (ισπανικά, πορτογαλικά, καταλανικά, αγγλικά), έχει διδάξει μετάφραση στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Είναι συνιδιοκτήτης της εταιρίας μετάφρασης και διερμηνείας COM N. Πρατσίνης-Ε.Ζησίμου & Σία ΟΕ. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη συλλογική μετάφραση. Έχει μεταφράσει στα πορτογαλικά Σεφέρη και όλα τα ποιήματα του καβαφικού κανόνα σε συνεργασία με τον καθηγητή και ποιητή J. M. Magalhães. Στα ελληνικά έχει μεταφράσει πάνω από τριάντα λογοτεχνικά και δοκιμιακά έργα (κάποια συλλογικά) και αρκετά εκλαϊκευτικά.