Scroll Top

Συνάντηση με την Μάριελ Νικόδημος για τα 40 Γράμματα Πένθους

sarantagrammatapenthousnikodimosexantas

«40 Γράμματα Πένθους»

επιστολική κομεντί

εκδόσεις Εξάντας

συνάντηση με την Μάριελ Νικόδημος

 

Β.Μ.: Πότε αρχίσατε να γράφετε και ποια βιώματα σας οδήγησαν να εκφραστείτε μέσω του γραψίματος;

Όσο κι αν μοιάζει απλή η ερώτηση αυτή είναι και θα παραμείνει για μένα η πιο περίπλοκη, η πιο δύσκολη να απαντηθεί. Έχω μια σχέση με τον Λόγο από τότε που συνειδητοποίησα τα δύο του πρόσωπα, το γραπτό και το προφορικό, μια σχέση αγάπης και καλής –τολμώ να πω– συμβίωσης, γιατί είναι ο “συγκάτοικος” που δεν προδίδει. Σίγουρα απαιτητικός και με πολλές ιδιαιτερότητες, ο Λόγος είναι προστατευτικός αλλά συγχρόνως απαιτητικός και αμείλικτος. Άλλοτε τον νιώθω σαν γονική παρουσία, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, άλλοτε σαν καλό φίλο και πολλές φορές σαν αντίπαλο που καραδοκεί για να ξεκινήσει μια μάχη σώμα με σώμα, της οποίας όμως η κατάληξη είναι προβλέψιμη, αν όχι προδιαγεγραμμένη: η συνθηκολόγηση. Ο Λόγος υπάρχει για να παλεύουμε και να συνθηκολογούμε, με τη ζωή, την ανθρωπιά, τον έρωτα, τον άνθρωπο, τον Θεό, τη φύση, τα πάθη μας και κυρίως με τις απαιτήσεις που έχουμε εμείς οι ίδιοι από τον εαυτό μας. Ο Λόγος είναι μια μεγάλη ανθρωπιστική (επ’ ουδενί ανθρώπινη) μορφή που προσφέρεται για κάθε είδους εξερευνήσεις σε όσους θέλουν να τον πλησιάσουν. Δεν διατείνομαι πως το πλησίασμα είναι εύκολο, γιατί το αλισβερίσι με τη λογοτεχνία, για να έρθουμε στο θέμα μας, είναι απαιτητικό και –για μένα τουλάχιστον– ανέφικτο, αν δεν στηθεί σωστά και προσεκτικά ένα εργαστήριο για την εμπλοκή μας στον μύθο της γραφής που δεν είναι δυνατό να πραγματωθεί χωρίς ηθική επιλογή γιατί εμπεριέχει μια διαρκή διαδικασία δόμησης και αποδόμησης συνείδησης ή συνειδήσεων (πιστεύω ότι έχουμε άπειρες). Ποια ουτοπία θα μπορέσει να υπερασπισθεί, τελικά, αυτός που γράφει στον στενό χώρο της ελευθερίας του, αυτός που τελικά, όπως ο Igitur του Μαλλαρμέ, αναζητεί τον θάνατο στην καρδιά της σκέψης του; Θαρρώ πως αυτή είναι η βαθύτερη ανάγκη που μας κάνει να γράφουμε: η αναζήτηση του θανάτου στο κέντρο της δικής μας σκέψης. Η υπεράσπιση, εν τέλει, μιας ουτοπίας. Δεν είναι, για μένα, τα βιώματα (συχνά είναι η αφορμή αλλά όχι η αιτία) που μας οδηγούν στο γράψιμο, αλλά η ίδια η ανθρώπινη συνθήκη.

Β.Μ.: Πείτε μας δυο λόγια για τα «40 γράμματα πένθους», τι σας ώθησε να το γράψετε και να το κοινωνήσετε στο αναγνωστικό κοινό;

Η πρώτη με τη δεύτερη ερώτησή σας είναι αλληλένδετες. Να ξεκαθαρίσω από την αρχή, γνωρίζοντας πως αυτό μπορεί να φανεί εγωιστικό, ότι δεν γράφω για να επικοινωνήσω τίποτα και σε κανέναν. Θέλω να πω ότι τη στιγμή που αρχίζει η μάχη με τη λευκή σελίδα ή την άδεια οθόνη, αν προτιμάτε, δεν σκέφτομαι ούτε το μέλλον το δικό μου, ούτε το μέλλον του γραπτού μου, σκέφτομαι μόνο πώς θα τα καταφέρω να στήσω με τις λέξεις «ένα θέατρο όπου εικόνες σαρκικές και βίαιες κατακομματιάζουν και υπνωτίζουν την ευαισθησία του αναγνώστη». Κι εδώ από τα λεγόμενα του Αρτώ, που ήταν ο οδηγός μου σ’ αυτό το ταξίδι, δεν αλλάζω παρά μονάχα την τελευταία λέξη του: αντικαθιστώ τον «θεατή» με τον «αναγνώστη», αναγνωρίζοντας, φυσικά, τις εκλεκτικές τους συγγένειες. Το κείμενο αυτό το ήθελα επιστολικό για να ακυρώσω, ευθύς εξαρχής, κάθε υποψία αυτομυθοπλασίας επειδή πιστεύω ότι η τελευταία παρέχει μεγαλύτερες ανέσεις από όσες επιθυμούσα να έχω εγώ τη συγκεκριμένη στιγμή, ήθελα να χτυπήσω πάνω στον βράχο με γυμνά χέρια για να μην αφήσω να κυριαρχήσει οτιδήποτε το προσωπικό. Θεωρώ ότι με την καταγραφή του βιωμένου ο συγγραφέας δίνει το προβάδισμα όχι στην πραγματικότητα αλλά στην απουσία της λογοτεχνικής αλήθειας. Για να το αποφύγω, λοιπόν, ξεκίνησα γράφοντας να κάνω ένα ταξίδι μέσα στη λογοτεχνία, ένα είδος διαλόγου με αγαπημένους μου γνώριμους: Αρτώ και Μπωντλαίρ, Λόρκα, Ντεσνός, Κλωντέλ, Εγγονόπουλο και άλλους πολλούς. Όταν, όμως, έφτασα στο δέκατο γράμμα, όπου γίνεται λόγος για «κατάπτυστη ανάγνωση του Μαρκησίου» (Σαντ), πείστηκα πως θα ήταν ίσως καλό να προσφέρω και στον αναγνώστη ένα τέτοιο ταξίδι Λογοτεχνίας-Λόγου χτισμένο με τις λέξεις και μόνον με αυτές. Το εξομολογούμαι άλλωστε σε ένα από τα γράμματα: «Ούτε έπαιξα, ούτε έχα­σα, ούτε κατέβηκα σε καμιά αρένα, παλεύω χρόνια με τον Λόγο, αυτός είναι η θρησκεία μου, το ήθος μου, η παρηγοριά και το όπλο μου». Θέλω να πιστεύω, και αυτό θα είναι η μεγαλύτερη ικανοποίησή μου, ότι τα 40 γράμματα θα προκαλέσουν τον αναγνώστη να σταθεί απέναντί τους. «Αυτό που απολαμβάνω», λέει ο Ρολάντ Μπαρτ, «ερχόμενος σε επαφή με μιαν αφήγηση δεν είναι ούτε το περιεχόμενο ούτε η δομή της, αλλά οι αμυχές που καταφέρνω εγώ ο ίδιος στο ωραίο της περίβλημα». Κι εμένα αυτό που μ’ ενδιαφέρει είναι οι αμυχές.

Β.Μ.: Είναι ένα κατηγορώ στα social media αλλά και στον αποξενωμένο και μη ανθρώπινο τρόπο ζωής που διαβιεί ο σύγχρονος άνθρωπος;

Θα σας να φανεί, μάλλον, περίεργο αν σας πω ότι η ερώτησή σας αντικατοπτρίζει την ιδέα που είχα για την καθημερινότητά μας σε σχέση με τη διαδικτυακή εποχή στην οποία ζούμε προτού καταπιαστώ με τα 40 γράμματα πένθους. Αγανακτισμένη για την πολιτισμική έρημο που όλο και διευρύνεται, φόρτωνα τη διαδικτυακή κυριαρχία με αναρίθμητα κατηγορώ. Η αρχική μου ιδέα, την οποία και κράτησα, ήταν να κλείνω κάθε επιστολή με μία διαδικτυακή συνομιλία (messenger ή sms) ωμή και εξαιρετικά σύντομη για να δείξω ακριβώς το χάσμα που χωρίζει το επιστολικό ύφος του 18ου αιώνα πάνω στο οποίο στηρίζομαι με τα άμεσα και αποστειρωμένα ηλεκτρονικά μηνύματα του σήμερα. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει πως μιμήθηκα ή προσπάθησα να μιμηθώ το ύφος των περασμένων αιώνων. Γράφοντας διαπίστωσα πως το αμιγώς βιωματικό κομμάτι είναι, στην πραγματικότητα, αυτά τα ταχύτατα μηνύματα που ανταλλάσσονται μέσα σε χρόνο άγνωστο, απροσδιόριστο και τρομακτικό. Οι ταχύτητες είναι ιλιγγιώδεις, τόσο που κανείς δεν μπορεί να τις ελέγξει αφηγηματικά. Τότε συνειδητοποίησα ότι οι νέες τεχνολογίες τις οποίες κατηγορούμε έχουν πυροδοτήσει βαθύτατες κοινωνικές και πολιτισμικές μεταλλαγές που συντελούνται μπροστά στα μάτια μας και ότι εμείς αδυνατούμε το κατανοήσουμε. Κατηγορώ, αν θέλετε, όχι τα social media αυτά καθαυτά, αλλά την παρούσα κατάσταση των πραγμάτων για την οποία ευθύνονται. Κατηγορώ την άσχημη διαχείριση μιας εν εξελίξει νέας πραγματικότητας και την παντελή απουσία της διανόησης. Την ανικανότητα, με άλλα λόγια, της τελευταίας να χειριστεί το στάδιο αυτό της μεταλλαγής και να εμποδίσει το χάος και τον βαρβαρισμό. Ο ένοχος, αν το καλοσκεφτείτε, δεν είναι η εικονική αλλά η ανθρώπινη πραγματικότητα. Πίσω από τα social media κρύβεται η δειλία μας και η παντελής έλλειψη ανθρωπισμού και φαντασίας. Από το θεοφοβούμενο μοντέλο του Μεσαίωνα καταφέραμε να περάσουμε στον αναγεννησιακό Ουμανισμό για να ζήσουμε με αυτόν μέχρι σήμερα. Ο Ουμανισμός αυτός ψυχορραγεί και πρέπει να ανοίξουμε νέους δρόμους σκέψης και ελευθερίας. Αυτή είναι η δική μου τοποθέτηση.

Β.Μ.: Πόσο επίκαιρο είναι σήμερα το έργο;

Αν ρωτάτε γενικά για το λογοτεχνικό έργο, θα σας απαντήσω πολύ σύντομα: όσο επίκαιρος είναι και ο κόσμος μας!

 

συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Μάης 2020

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ