Scroll Top

Συζήτηση με την Ιωάννα Αβραμίδου για το Μουνί της Ιρέν του Λουίς Αραγκόν

Untitled-1

Το Μουνί τις Ιρέν

του Λουίς Αραγκόν

εκδόσεις Νεφέλη

συνάντηση με την μεταφράστρια

Ιωάννα Αβραμίδου

Β.Μ: Ποιος είναι ο Λουίς Αραγκόν;

Ο Λουίς Αραγκόν γεννήθηκε στο Παρίσι το 1897 και σπούδασε ιατρική. Συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σημαντικότερους και πολυγραφότερους Γάλλους ποιητές, μυθιστοριογράφους, δοκιμιογράφους και δημοσιογράφους του 20ου αιώνα. Σήμερα ανήκει στον Γαλλικό Κανόνα και διδάσκεται στα σχολεία. Πριν από τον σουρεαλισμό θα είναι ένας από τους πρωτεργάτες του κινήματος «Νταντά» θα δημιουργήσει, πάνω στα αποκαΐδια του Νταντά, μαζί με τον Αντρέ Μπρετόν, τον οποίο γνώρισε στα χαρακώματα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, και τον Φιλίπ Σουπώ την πρώτη ομάδα του σουρεαλισμού και θα ιδρύσουν από κοινού το 1919 το περιοδικό Littérature (Λογοτεχνία)και το 1942, κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, θα είναι ένας από τους πρωτεργάτες του περιοδικού La Revolution Surrealiste.(Η Σουρεαλιστική Επανάσταση) μαζί με τον Φρανσουά Μωριάκ, Ρεϊμόν Κενώ και άλλους.Μετά την απελευθέρωση, από το 1953 έως το 1972, το περιοδικό που το διευθύνει πια ο Αραγκόν, θα υποστηριχτεί οικονομικά από το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Με το σουρεαλιστικό κίνημα θα έρθει σε ρήξη αργότερα, το 1931, λόγω της ένταξης του στο Κομμουνιστικό Κόμμα το 1927, στο οποίο παραμένει μέχρι το θάνατό του, παρά τις αντιρρήσεις του για την σοβιετική εισβολή στην Πράγα τις οποίες είχε δημοσιεύσει μάλιστα στο περιοδικό που διηύθυνε ο ίδιος, στο Les Lettres Francaises. Με τα πεζά του, όπως ο Παριζιάνος Χωρικός, Οι Καμπάνες της Βασιλείας (ένα εγκώμιο για τη γυναίκα που ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στον πόλεμο και στις σφαγές, για την καταπιεσμένη γυναίκα, επομένως για έναν τύπο γυναίκας για την εποχή εκείνη) Οι Ωραίες Συνοικίες, Αυρηλιανός, Οι Κομμουνιστές, Η Μεγάλη Εβδομάδα, Μπλανς ή η Λήθη, Ένα κύμα ονείρων, το δοκίμιό του Πραγματεία περί ύφους Η Υπεράσπιση του Απείρου το οποίο σε μια στιγμή απελπισίας θα το αποκηρύξει και θα το κάψει, τα χαρακτηρίζει το προκλητικό αλλά και λυρικό ύφος. Στο τέλος της δεκαετίας του ’20, όντας στην Βενετία, διχασμένος ανάμεσα σ’ αυτά που πρεσβεύει για τη λογοτεχνία και την αφοσίωσή του στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αποπειράται να αυτοκτονήσει.

Β.Μ: Ποια η θεματολογία των έργων του και σε ποια εποχή τα γράφει;

Όσο συμμετέχει στο σουρεαλιστικό κίνημα- το οποίο εμφανίστηκε μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων ως συνέχεια όπως είπαμε του κινήματος του Νταντά από τον Τζαρά ο οποίος είχε γράψει και το πρώτο μανιφέστο του Ντανταϊσμού- ακολουθεί τα προτάγματα του σουρεαλιστικού μανιφέστου που δεν είναι άλλα από τον αισθητικό ριζοσπαστισμό που εδράζεται στις ανακαλύψεις του Φρόυντ περί ονείρου και του ρόλου του ασυνειδήτου στην αυτόματη γραφή. Ο σουρεαλισμός δεν είναι μόνο ένα αισθητικό ή καλλιτεχνικό κίνημα, αλλά φιλοδοξεί να δράσει και ως επαναστατική δύναμη μέσα από την απελευθέρωση της γραφής και επομένως των ηθών και της σεξουαλικότητας. Στην ποίησή του ύμνησε κυρίως την μούσα στου, την σύντροφό του Έλσα Τριολέ, στα μυθιστορήματα, τα ποικίλα θέματά του τα αρύεται από την άμεση πραγματικότητα της εποχής του: Μετά το ταξίδι του στην Σοβιετική Ένωση το 1930 και το συνέδριο των συγγραφέων στο Χάρκοβο, γράφει κυρίως για την Οκτωβριανή Επανάσταση, γεγονός που θα ολοκληρώσει τη ρήξη του με τον Μπρετόν, παρά τη στήριξή του από τους υπόλοιπους συνοδοιπόρους του στο κίνημα του σουρεαλισμού. Το 1931 δημοσιεύσει τον Διωκόμενο διώκτη, το 1932 το Κόκκινο Μέτωπο, ένα ποίημα-ύμνο στα επιτεύγματα της Επανάστασης που αντίκειται στα προτάγματα του σουρεαλισμού. Τα πάντα, όλα τα πράγματα, ο έρωτας, οι Κοζάκοι, το νερό Βιτέλ, τα μπισκότα LU πάνω στο τραπέζι του, η καταπιεσμένη γυναίκα, η κυριαρχία του χρήματος και η κυριαρχίας της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, γίνονται αντικείμενο λογοτεχνικής πραγμάτευσης. Αυτό για το οποίο αγωνιά πάνω απ’ όλα ο Αραγκόν είναι η γλώσσα και στην Ιρέν αυτό είναι ευδιάκριτο. Χρησιμοποιεί κυρίως την προφορικότητα της γλώσσας η οποία παράγει υψηλού επιπέδου ποιητικά αποτελέσματα. Το 1931 όταν απομακρύνεται από τον σουρεαλισμό, υπερασπίζεται στην μεν ποίηση τη ρίμα, γράφει σε στίχο αλεξανδρινό, δαντικές τερτσίνες, στο δε μυθιστόρημα επανέρχεται στην «ρεαλιστκή» λεγόμενη αφήγηση αντλώντας θέματα από τους τροβαδούρους και τις περιπέτειες των ιπποτών του Μεσαίωνα και τον εξιδανικευμένο έρωτα. προκειμένου να μιλήσει για την βαρβαρότητα της εποχής του, για την αντίσταση σε κάθε μορφή εξουσίας, για τον αγώνα και την ελευθερία. Θαυμαστής του Ρεμπώ και του Μαγιακόφσκι, του Μπωντλαίρ αλλά και του Γκαίτε, στην ποίησή του εκφράζει έναν εσωτερικό κόσμο με δυνατή εικοποιϊα που επηρέασε τους επιγόνους του και άνοιξε νέα μονοπάτια στην αντίληψη του κόσμου. Το 1981 ο Φρανσουά Μιτεράν του απένειμε το βραβείο της Λεγεώνας της Τιμής

Β.Μ: Πείτε μας δυο λόγια για «Το Μουνί της Ιρέν» .

Στο βιβλίο λέει: «Είναι αστική μανία να θες να τα κάνεις όλα ιστορία», και φυσικά, αυτός που μιλάει είναι ο Αραγκόν. Εδώ βλέπουμε το μίσος για το παραδοσιακό μυθιστόρημα- χαρακτηριστικό όλων των σουρεαλιστών- και ως προς τη δομή και τη διαχείριση του υλικού του, στοιχεία του nouveau roman, πολύ πριν εμφανιστεί στη Γαλλία αυτό το τελευταίο, δηλαδή την πολυφωνία και τη μείξη των λογοτεχνικών ειδών. Το βιβλίο ξεκινά (εκτός από τον πρόλογο) με το κεφάλαιο όπου ο αφηγητής επισκέπτεται ένα μπουρδέλο, και ακολουθούν το ένα μετά το άλλο τα κεφάλαια που αναφέρονται στο μονόλογο ενός ηδονοβλεψία παραλυτικού, στο χρονικό μιας οικογένειας όπου είναι οι γυναίκες που αναλαμβάνουν τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης, σε μια ωδή στο μουνί, ό,τι πιο θηλυκό, στις μεταπτώσεις της διάθεσης του αφηγητή που νιώθει αποτελματωμένος στην θλιβερή γαλλική επαρχία της δεκαετίας του ΄20, στα ψάρια που αυνανίζονται και κλείνει με το κεφάλαιο για τον στοχασμό γύρω από τη γραφή και τον ερωτισμό. Το βιβλίο Ιρέν, που ο Αραγκόν το γράφει την περίοδο που είναι συνοδοιπόρος των υπολοίπων υπερρεαλιστών, αποτελεί μόνο ένα απόσπασμα ενός ογκώδους βιβλίου με τον τίτλο Η Υπεράσπιση του Απείρου το οποίο αρχίζει να γράφει το 1923 και σε μια στιγμή σοβαρής υπαρξιακής κρίσης που περνά μετά από τον οδυνηρό χωρισμό του από την πάμπλουτη φίλη του Νάνσυ Κάναρτ.

Ταυτοχρόνως η διαπίστωσή του ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη ζωή, ο εγκλωβισμός του στις πλέον άκαμπτες πολιτικές δομές ενός Κόμματος που έρχονται σε αντίφαση με την ακόρεστη δίψα του να γράφει για να αλλάξει αντιλήψεις και ήθη τον οδηγούν το 1927 να καταστρέψει το κείμενο πριν το ολοκληρώσει και να αποπειραθεί στη συνέχεια ν’ αυτοκτονήσει ενώ βρίσκεται στην Βενετία. Κατά την άποψή μου, το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, αφορά την οδυνηρή αφύπνισή του από την απόπειρα αυτοκτονίας. Ωστόσο, μας έμειναν κάποια έξοχα αποσπάσματα ένα από τα οποία είναι και το Μουνί της Ιρέν, αυτή η αινιγματική ηρωίδα στο πρόσωπο της οποίας ο Αραγκόν εξιδανικεύει την ευτυχία και την ηδονή που αισθάνεται μια νέα γυναίκα και, ταυτοχρόνως, τον σουρεαλιστικό τρόπο που έχουν καμιά φορά οι λέξεις για να περιγράψουν την σεξουαλική πράξη. Θα ήταν όμως άδικο να συγκαταλέξουμε το βιβλίο μόνο στην ερωτική λογοτεχνία: η Ιρέν είναι πάνω απ’ όλα μια εξιδανίκευση της λυρικής γραφής , ένας στοχασμός πάνω στα όρια και την δύναμη της γραφής, μια θλιβερή παρωδία, η απελπισία να ποθείς, να φλέγεσαι από πόθο και η αδυναμία να τον πραγματώσεις. Η βλάσφημη, διφορούμενη, μεγαλειώδης γραφή του συγγραφέα, θα αρδεύει τα μετέπειτα έργα του.

Β.Μ: Πότε το γράφει ο συγγραφέας, σε τι κατάσταση βρίσκεται και τι προκαλεί η έκδοσή του;

Ξεκινά να το γράφει το Μάιο του 1923 στο Ζιβανσύ. Το δουλεύει αργά επί πολλά χρόνια, δείχνοντας και κρύβοντας πολλές φορές από τους φίλους το χειρόγραφο διότι ο πατριάρχης του σουρεαλισμού, ο Μπρετόν, το αποδοκιμάζει. Εκδίδεται το 1928 δίχως όνομα συγγραφέα και εκδότη, από τον φόβο της λογοκρισίας. Στην πραγματικότητα ο εκδότης ήταν ο Ρενέ Μπονέλ που είχε εκδώσει την ίδια χρονιά και την Ιστορία του Ματιού του Ζωρζ Μπατάιγ το οποίο επίσης εκδόθηκε με το ψευδώνυμο Lord Auch. Όπως και το βιβλίο του Μπατάιγ η εικονογράφηση του βιβλίου γίνεται από τον Αντρέ Μασόν. Επανεκδίδεται το 1952 πάλι ανώνυμα και το 1968 το επανεκδίδει η Ρεζίν Ντεφόρζ στον εκδοτικό οίκο L’Or du Temps με τον τίτλο «Ιρέν» αλλά το βιβλίο κατάσχεται με το πρόσχημα ότι δεν αναφέρει όνομα συγγραφέα. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς γίνεται δεύτερη έκδοση με το ψευδώνυμο του συγγραφέα Albert de Routisie. Έκτοτε δεν παρενέβη πια η δικαιοσύνη. Στον πρόλογό του, ο Jean–Jacques Pauvert εκτιμάότι πρόκειται για ένα από τα τέσσερα ή πέντε ωραιότερα ποιητικά κείμενα του σουρεαλισμού και ο Αλμπέρ Καμύ σαν «ένα από τα ωραιότερα βιβλία που πραγματεύονται το θέμα του ερωτισμού». Ο Αραγκόν αρνήθηκε πεισματικά σε όλη του τη ζωή να ομολογήσει δημόσια ότι υπήρξε ο συγγραφέας του βιβλίου αλλά σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις με φίλους του δεν αρνήθηκε ποτέ και την πατρότητά του. Ο Αραγκόν, με τον αιρετικό, βλάσφημο για τα ήθη της εποχής λόγο του, θέλει να προκαλέσει τα ήθη της εποχής, να αφυπνίσει συνειδήσεις, με ένα κείμενο στο οποίο μπλέκονται διάφορα λογοτεχνικά κινήματα: σουρεαλισμός, ρομαντισμός, συμβολισμός, εξπρεσιονισμός, επιρροές από τις ανατολικές φιλοσοφίες. Εμμέσως, καταγγέλλει και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στον οποίον οι άντρες αποδεκατίστηκαν ή επέστρεψαν τραυματισμένοι, ακρωτηριασμένοι όπως ο ήρωας του βιβλίου και είχαν αντιστραφεί οι ρόλοι των δύο φύλων. Σε δουλειές από τις οποίες απείχαν παραδοσιακά οι γυναίκες, καλούνται τώρα να αντικαταστήσουν τους άνδρες, κι αυτή η ανεξαρτησία τους τις οδηγεί να παίρνουν πρωτοβουλίες και στον ερωτικό τομέα. Ο ανάπηρος παππούς της Ιρέν, κατά την άποψή μου συμβολίζει την κατεστραμμένη από τον πόλεμο Γαλλία.

Β.Μ: Είναι έτοιμος ο κύκλος των διανοητών της εποχής να δεχτεί ένα τόσο διαφορετικό, σε σχέση με το πρότερο έργο του, κείμενο από τον Αραγκόν;

Όπως λέω και παραπάνω, κάποιοι διανοούμενοι το εκθείασαν και το έσωσαν από τη λήθη, όπως ο πρώτος του εκδότης, ο Αλπέρ Καμύ, ο Φιλίπ Σολέρς ο οποίος μάλιστα του έδωσε και βήμα στο περιοδικό του Tel Quel για να γράφει. Ο Σολέρς γράφει επί λέξει το 1997: «Με τον καιρό, και κυρίως μετά το 1968 αυτός ο Αραγκόν παθιάζει τους αναγνώστες με το στυλ της ζωής και της γραφής του. Η μεγάλη περιπέτεια του σουρεαλισμού βρίσκει σ’ αυτό το βιβλίο έναν από τους πλέον τολμηρούς και νηφάλιους ήρωές του. Σε μια εποχή γενικής οπισθοδρόμησης, αυτό το βιβλίο παραμένει ένα από τα πλέον φλέγοντα βιβλία του μοντερνισμού». Ένας από τους επικριτές των ντανταϊστών και σουρεαλιστών ήταν ο Πωλ Κλωντέλ ο οποίος σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1925 λέει τα εξής: «Όσον αφορά τα σημερινά λογοτεχνικά κινήματα, ούτε ένα δεν είναι σε θέση να οδηγήσει σε μια πραγματική ανανέωση ή σε μια νέα δημιουργία. Ούτε ο ντανταϊσμός, ούτε ο σουρεαλισμός που έχουν μόνο έναν προσανατολισμό: αυτόν της παιδεραστίας» Οι σουρεαλιστές απάντησαν με ανοιχτή επιστολή «Προς τον κύριο Πωλ Κλωντέλ, Πρέσβη της Γαλλίας» την οποία υπογράφουν μαζικά ο Αραγκόν, ο Μπρετόν, ο Κρεβέλ, ο Ντεσνός, ο Ελυάρ, ο Περέ και άλλοι : Κύριε, η δραστηριότητά μας δεν έχει τίποτε το παιδεραστικό πέρα από τη σύγχυση που προκαλεί στα μυαλά όσων δεν συμμετέχουν στο κίνημά μας[…] Να γράφετε, να προσεύχεστε και να τραβάτε μαλακία, διεκδικούμε την ατιμία να σας έχουμε χαρακτηρίσει μια για πάντα παλιάνθρωπο και γελοίο». Όσοι τον υπερασπίζονται, αρέσκονται να επαναλαμβάνουν την αποστροφή του Αραγκόν: «Κάθε φορά που γίνεται μια επανάσταση, πρέπει να αλλάζουμε τους κανόνες της γραμματικής». Σήμερα ο Αραγκόν θεωρείται πια κλασσικός και οι μελετητές του, πέρα από το πολιτικό περιεχόμενο των βιβλίων του, εστιάζουν στην αισθητική τους ποιότητα.

Β.Μ: Γιατί ο Αραγκόν μέχρι το τέλος της ζωής του δεν «παραδέχτηκε» ποτέ ότι το έγραψε;

Γιατί φοβήθηκε την λογοκρισία της εποχής, τα ήθη της εποχής, την αντίδραση των κομμουνιστών συντρόφων του, τη σύλληψή του από τις αστυνομικές αρχές, γι’ αυτό και έκτοτε κατέφυγε στον μοναδικό του έρωτα, την Έλσα, κατέφυγε στην παραδοσιακή ποίηση τον ρομαντικό νατουραλισμό και την πειθαρχημένη πολιτική ζωή μέσα στο ΚΚΓ.

Β.Μ: Επηρέασε κατά τη γνώμη σας, την ψυχολογική κατάσταση του Αραγκόν, το γεγονός ότι ακροβατούσε σε δυο κινήματα φαινομενικά αντίρροπα το Κομμουνιστικό και το Σουρεαλιστικό;

Ο Σουρεαλισμός και ο Κομμουνισμός δεν ήταν και τόσο αντίρροπα κινήματα, κι αυτό επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι αρκετοί σουρεαλιστές ανήκαν στο ΚΚΓ και πολλοί από αυτούς όπως ο Πωλ Ελυάρ, παρέμειναν πιστοί στο Κομμουνιστικό Κόμμα μέχρι το τέλος της ζωής τους, παρά τις θηριωδίες που έβλεπαν να διαπράττονται την περίοδο του σταλινισμού. Μάλιστα ο Αραγκόν ονειρεύεται να φέρει στην Γαλλία τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και να γίνει ο νέος Μαγιακόφσκι στη χώρα του, κι αυτό το όνειρό του, ή καλύτερα αυτή η ενθουσιώδης προσκόλλησή του στο Κόμμα, ενισχύεται ακόμα περισσότερο από την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη και τον επερχόμενο ψυχρό πόλεμο.

Β.Μ: Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην μετάφραση ενός τέτοιου έργου, όπου σε αρκετά σημεία παρουσιάζει στοιχεία παραληρήματος;

Πολλές δυσκολίες. Θα πω τις κοινοτοπίες που θα έλεγε κάθε μεταφραστής: όσο εύκολο κι αν φαίνεται ένα προς μετάφραση βιβλίο, έχει πάντοτε τις δυσκολίες του, πόσο μάλλον αυτό το βιβλίο που είναι παραληρηματικό, με ελλειπτική σύνταξη, με γαλλικούς ιδιωματισμούς, με πολυσημίες τις οποίες έπρεπε να αποδώσω μέσα στα συμφραζόμενα τους, με γριφώδεις προτάσεις. Ο φόβος του μεταφραστή της λογοτεχνίας είναι πάντα η πλημμελής ανάγνωση και κατανόηση του κειμένου, γι’ αυτό και καταφεύγει πάντα σε άλλα βιβλία του συγγραφέα που μεταφράζει, σε μελέτες γύρω από το έργο του, στη βιογραφία του και ό,τι τέλος πάντων αποκαλούμε περικείμενο. Επίσης, επειδή θεωρώ ότι το βιβλίο ανήκει στην κατηγορία της πεζής ποίησης ή του ποιητικού πεζού, έπρεπε να φροντίσω να μεταφέρω όλο τον λογοτεχνικό του πλούτο κάνοντας επιλογές στη γλώσσα μας, Ευτυχώς όμως, διδάσκοντας το βιβλίο στους μεταπτυχιακούς μαθητές υψηλού επιπέδου της κυρίας Μαρίας Παπαδήμα στο ΕΚΠΑ, είχα μια ανέλπιστη βοήθεια και θέλω να ευχαριστήσω από εδώ και τα παιδιά που με την διαύγεια του νεανικού μυαλού τους και το πάθος τους για τη μετάφραση, τις γνώσεις τους, συνέβαλαν πολύ στο αποτέλεσμα αυτής της μετάφρασης.

 

συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Ιούλης 2020

 

Η Ιωάννα Αβραμίδου γεννήθηκε στη Δράμα, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σπούδασε φιλολογία στο ΑΠΘ, γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν στη Γερμανία και μετάφραση στη Σχολή Μετάφρασης και Διερμηνείας της Κέρκυρας. Μιλάει γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά, ιταλικά και ισπανικά. Εργάστηκε από το 1980 έως το 2001 στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα. Έκτοτε ασχολείται με τη μετάφραση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών κειμένων. Μεταξύ των δημοσιεύσεών της, τα έργα των: Βάλτερ Μπένγιαμιν, “Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το 1900” (Άγρα), Ζαν-Πιερ Ντυπυί, “Ελάσσων μεταφυσική των τσουνάμι” (Άγρα), Πάουλ Τσέλαν, “Μήκων και μνήμη” (Νεφέλη), Τζον Φέλστινερ, “Πάουλ Τσέλαν. Ποιητής, Επιζών, Εβραίος” (Νεφέλη), Λέοναρντ Κοέν, “Το βιβλίο του πόθου” (Ιανός), Μάρτιν Χάιντεγκερ, “… Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος…” και “Λόγος, μοίρα, αλήθεια” (Πλέθρον), Γκέοργκ Τρακλ, “Η γαλάζια ψύχωση” (Σαιξπηρικόν), Ζαν Μπωφρέ, “Χαίλντερλιν και Σοφοκλής” (Σαιξπηρικόν), Ζωρζ Νταριέν, “Μπιριμπί” (Κατσάνος), Πάουλ Τσέλαν, “Το γλωσσικό πλέγμα” (Άγρα), Μάριο Λέις, “Λένι Ρίφενσταλ” (Μελάνι), Ζαν-Μπατίστ Μποτύλ, “Η σεξουαλική ζωή του Καντ” (Νεφέλη), Γκέοργκ Τρακλ, “Ποιήματα” (μετάφραση, επίμετρο και σημειώσεις, Νησίδες), Ζωρζ Ρόντενμπαχ, “Μπρυζ, η νεκρή” (Σαιξπηρικόν), Χανς Φαλλάντα, “Και τώρα, ανθρωπάκο;” (Gutenberg), Μαξ Πόρτερ, “Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά” (Πόλις), Λάσλο Κρασναχορκάι “Πόλεμος και πόλεμος”, “Η μελαγχολία της αντίστασης” και “Το τανγκό του Σατανά” (Πόλις).

**Το κείμενο (Το Μουνί της Ιρέν) διδάχτηκε στους μεταπτυχιακούς φοιτητές του Γαλλικού Τμήματος του ΕΚΠΑ: Μάνθα Ασφή, Φαίδρα Γαβουνέλη, Ειρηναίο Καινουργιάκη, Μαριέττα Λούβαρη, Αθανασία Παπαπούλιου, Αθηνά Πεντίδη. Τους οποίους η κα. Αβραμίδου αισθάνεται την ανάγκη να ευχαριστήσει ξανά!

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ