Όσο συμμετέχει στο σουρεαλιστικό κίνημα- το οποίο εμφανίστηκε μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων ως συνέχεια όπως είπαμε του κινήματος του Νταντά από τον Τζαρά ο οποίος είχε γράψει και το πρώτο μανιφέστο του Ντανταϊσμού- ακολουθεί τα προτάγματα του σουρεαλιστικού μανιφέστου που δεν είναι άλλα από τον αισθητικό ριζοσπαστισμό που εδράζεται στις ανακαλύψεις του Φρόυντ περί ονείρου και του ρόλου του ασυνειδήτου στην αυτόματη γραφή. Ο σουρεαλισμός δεν είναι μόνο ένα αισθητικό ή καλλιτεχνικό κίνημα, αλλά φιλοδοξεί να δράσει και ως επαναστατική δύναμη μέσα από την απελευθέρωση της γραφής και επομένως των ηθών και της σεξουαλικότητας. Στην ποίησή του ύμνησε κυρίως την μούσα στου, την σύντροφό του Έλσα Τριολέ, στα μυθιστορήματα, τα ποικίλα θέματά του τα αρύεται από την άμεση πραγματικότητα της εποχής του: Μετά το ταξίδι του στην Σοβιετική Ένωση το 1930 και το συνέδριο των συγγραφέων στο Χάρκοβο, γράφει κυρίως για την Οκτωβριανή Επανάσταση, γεγονός που θα ολοκληρώσει τη ρήξη του με τον Μπρετόν, παρά τη στήριξή του από τους υπόλοιπους συνοδοιπόρους του στο κίνημα του σουρεαλισμού. Το 1931 δημοσιεύσει τον Διωκόμενο διώκτη, το 1932 το Κόκκινο Μέτωπο, ένα ποίημα-ύμνο στα επιτεύγματα της Επανάστασης που αντίκειται στα προτάγματα του σουρεαλισμού. Τα πάντα, όλα τα πράγματα, ο έρωτας, οι Κοζάκοι, το νερό Βιτέλ, τα μπισκότα LU πάνω στο τραπέζι του, η καταπιεσμένη γυναίκα, η κυριαρχία του χρήματος και η κυριαρχίας της ανδροκρατούμενης κοινωνίας, γίνονται αντικείμενο λογοτεχνικής πραγμάτευσης. Αυτό για το οποίο αγωνιά πάνω απ’ όλα ο Αραγκόν είναι η γλώσσα και στην Ιρέν αυτό είναι ευδιάκριτο. Χρησιμοποιεί κυρίως την προφορικότητα της γλώσσας η οποία παράγει υψηλού επιπέδου ποιητικά αποτελέσματα. Το 1931 όταν απομακρύνεται από τον σουρεαλισμό, υπερασπίζεται στην μεν ποίηση τη ρίμα, γράφει σε στίχο αλεξανδρινό, δαντικές τερτσίνες, στο δε μυθιστόρημα επανέρχεται στην «ρεαλιστκή» λεγόμενη αφήγηση αντλώντας θέματα από τους τροβαδούρους και τις περιπέτειες των ιπποτών του Μεσαίωνα και τον εξιδανικευμένο έρωτα. προκειμένου να μιλήσει για την βαρβαρότητα της εποχής του, για την αντίσταση σε κάθε μορφή εξουσίας, για τον αγώνα και την ελευθερία. Θαυμαστής του Ρεμπώ και του Μαγιακόφσκι, του Μπωντλαίρ αλλά και του Γκαίτε, στην ποίησή του εκφράζει έναν εσωτερικό κόσμο με δυνατή εικοποιϊα που επηρέασε τους επιγόνους του και άνοιξε νέα μονοπάτια στην αντίληψη του κόσμου. Το 1981 ο Φρανσουά Μιτεράν του απένειμε το βραβείο της Λεγεώνας της Τιμής
Στο βιβλίο λέει: «Είναι αστική μανία να θες να τα κάνεις όλα ιστορία», και φυσικά, αυτός που μιλάει είναι ο Αραγκόν. Εδώ βλέπουμε το μίσος για το παραδοσιακό μυθιστόρημα- χαρακτηριστικό όλων των σουρεαλιστών- και ως προς τη δομή και τη διαχείριση του υλικού του, στοιχεία του nouveau roman, πολύ πριν εμφανιστεί στη Γαλλία αυτό το τελευταίο, δηλαδή την πολυφωνία και τη μείξη των λογοτεχνικών ειδών. Το βιβλίο ξεκινά (εκτός από τον πρόλογο) με το κεφάλαιο όπου ο αφηγητής επισκέπτεται ένα μπουρδέλο, και ακολουθούν το ένα μετά το άλλο τα κεφάλαια που αναφέρονται στο μονόλογο ενός ηδονοβλεψία παραλυτικού, στο χρονικό μιας οικογένειας όπου είναι οι γυναίκες που αναλαμβάνουν τα ηνία της οικογενειακής επιχείρησης, σε μια ωδή στο μουνί, ό,τι πιο θηλυκό, στις μεταπτώσεις της διάθεσης του αφηγητή που νιώθει αποτελματωμένος στην θλιβερή γαλλική επαρχία της δεκαετίας του ΄20, στα ψάρια που αυνανίζονται και κλείνει με το κεφάλαιο για τον στοχασμό γύρω από τη γραφή και τον ερωτισμό. Το βιβλίο Ιρέν, που ο Αραγκόν το γράφει την περίοδο που είναι συνοδοιπόρος των υπολοίπων υπερρεαλιστών, αποτελεί μόνο ένα απόσπασμα ενός ογκώδους βιβλίου με τον τίτλο Η Υπεράσπιση του Απείρου το οποίο αρχίζει να γράφει το 1923 και σε μια στιγμή σοβαρής υπαρξιακής κρίσης που περνά μετά από τον οδυνηρό χωρισμό του από την πάμπλουτη φίλη του Νάνσυ Κάναρτ. Ταυτοχρόνως η διαπίστωσή του ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη ζωή, ο εγκλωβισμός του στις πλέον άκαμπτες πολιτικές δομές ενός Κόμματος που έρχονται σε αντίφαση με την ακόρεστη δίψα του να γράφει για να αλλάξει αντιλήψεις και ήθη τον οδηγούν το 1927 να καταστρέψει το κείμενο πριν το ολοκληρώσει και να αποπειραθεί στη συνέχεια ν’ αυτοκτονήσει ενώ βρίσκεται στην Βενετία. Κατά την άποψή μου, το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, αφορά την οδυνηρή αφύπνισή του από την απόπειρα αυτοκτονίας. Ωστόσο, μας έμειναν κάποια έξοχα αποσπάσματα ένα από τα οποία είναι και το Μουνί της Ιρέν, αυτή η αινιγματική ηρωίδα στο πρόσωπο της οποίας ο Αραγκόν εξιδανικεύει την ευτυχία και την ηδονή που αισθάνεται μια νέα γυναίκα και, ταυτοχρόνως, τον σουρεαλιστικό τρόπο που έχουν καμιά φορά οι λέξεις για να περιγράψουν την σεξουαλική πράξη. Θα ήταν όμως άδικο να συγκαταλέξουμε το βιβλίο μόνο στην ερωτική λογοτεχνία: η Ιρέν είναι πάνω απ’ όλα μια εξιδανίκευση της λυρικής γραφής , ένας στοχασμός πάνω στα όρια και την δύναμη της γραφής, μια θλιβερή παρωδία, η απελπισία να ποθείς, να φλέγεσαι από πόθο και η αδυναμία να τον πραγματώσεις. Η βλάσφημη, διφορούμενη, μεγαλειώδης γραφή του συγγραφέα, θα αρδεύει τα μετέπειτα έργα του.
Η Ιωάννα Αβραμίδου γεννήθηκε στη Δράμα, όπου ολοκλήρωσε τις σπουδές πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Σπούδασε φιλολογία στο ΑΠΘ, γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Τύμπινγκεν στη Γερμανία και μετάφραση στη Σχολή Μετάφρασης και Διερμηνείας της Κέρκυρας. Μιλάει γαλλικά, γερμανικά, αγγλικά, ιταλικά και ισπανικά. Εργάστηκε από το 1980 έως το 2001 στην Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες απ’ όπου και συνταξιοδοτήθηκε πρόωρα. Έκτοτε ασχολείται με τη μετάφραση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών κειμένων. Μεταξύ των δημοσιεύσεών της, τα έργα των: Βάλτερ Μπένγιαμιν, “Τα παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το 1900” (Άγρα), Ζαν-Πιερ Ντυπυί, “Ελάσσων μεταφυσική των τσουνάμι” (Άγρα), Πάουλ Τσέλαν, “Μήκων και μνήμη” (Νεφέλη), Τζον Φέλστινερ, “Πάουλ Τσέλαν. Ποιητής, Επιζών, Εβραίος” (Νεφέλη), Λέοναρντ Κοέν, “Το βιβλίο του πόθου” (Ιανός), Μάρτιν Χάιντεγκερ, “… Ποιητικά κατοικεί ο άνθρωπος…” και “Λόγος, μοίρα, αλήθεια” (Πλέθρον), Γκέοργκ Τρακλ, “Η γαλάζια ψύχωση” (Σαιξπηρικόν), Ζαν Μπωφρέ, “Χαίλντερλιν και Σοφοκλής” (Σαιξπηρικόν), Ζωρζ Νταριέν, “Μπιριμπί” (Κατσάνος), Πάουλ Τσέλαν, “Το γλωσσικό πλέγμα” (Άγρα), Μάριο Λέις, “Λένι Ρίφενσταλ” (Μελάνι), Ζαν-Μπατίστ Μποτύλ, “Η σεξουαλική ζωή του Καντ” (Νεφέλη), Γκέοργκ Τρακλ, “Ποιήματα” (μετάφραση, επίμετρο και σημειώσεις, Νησίδες), Ζωρζ Ρόντενμπαχ, “Μπρυζ, η νεκρή” (Σαιξπηρικόν), Χανς Φαλλάντα, “Και τώρα, ανθρωπάκο;” (Gutenberg), Μαξ Πόρτερ, “Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά” (Πόλις), Λάσλο Κρασναχορκάι “Πόλεμος και πόλεμος”, “Η μελαγχολία της αντίστασης” και “Το τανγκό του Σατανά” (Πόλις).