Γεννημένος στις 13 Μαΐου 1881, στο Ρίο ντε Τζανέιρο, ο Αφόνσο ντε Λίμα Μπαρρέτου ήταν γιος του Ζοαο Ενρίκες ντε Λίμα Μπαρρέτου (παιδί μιας πρώην σκλάβας και ενός Πορτογάλου ξυλουργού), και της Αμάλια Αουγκούστα. Η Αμάλια ήταν επίσης κόρη μιας σκλάβας που υιοθετήθηκε από την οικογένεια Περέιρα Καρβάλιο. Ο Αφόνσο ήταν το μεγαλύτερο από τα τέσσερα παιδιά του ζευγαριού.
Ο πατέρας του, τυπογράφος, εργαζόταν στην εφημερίδα “Σεμάνα Ιλουστράντα”. Στο Εθνικό Τυπογραφείο της Βραζιλίας εργάστηκε ως τυπογράφος και μεταφραστής και μετέφρασε το έργο “Εγχειρίδιο του Μαθητευόμενου Στοιχειοθέτη (τυπογραφείου)” του Jules Clayé, φέρνοντας στη χώρα ένα σημαντικό εργαλείο για την εξέλιξη της του τύπου και των γραμμάτων γενικότερα.
Η μητέρα του, παρότι σκλάβα, κατάφερε να σπουδάσει και εργαζόταν ως δασκάλα στις πρώτες τάξεις της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ωστόσο, πέθανε όταν ο Αφόνσο ήταν μόλις 6 ετών. Ο πατέρας του, ο Ζοάο Ενρίκες, εργαζόταν σκληρά για να φροντίσει τα τέσσερα παιδιά του. Την 13η Μαΐου 1888, όταν η Πριγκίπισσα Ιζαμπέλ υπέγραψε τον νόμο για την κατάργηση της δουλείας, ο νεαρός Λίμα Μπαρρέτου, που τότε ήταν επτά ετών, κρατώντας το χέρι του πατέρα του, παρατηρούσε το πλήθος των απελευθερωμένων σκλάβων που πανηγύριζαν για την ελευθερία τους.
Πολλά χρόνια αργότερα, αυτές οι αναμνήσεις θα διαμορφώσουν το έργο του. Επηρεασμένος από τα παιδικά του βιώματα, ο Λίμα Μπαρρέτου ανέπτυξε μια ξεχωριστή προσέγγιση στην λογοτεχνία και τη δημοσιογραφία.
Λόγω της κοινωνικής θέσης του νονού του, ο Αφόνσο κατάφερε να συνεχίσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευσή και να μπει στο Πολυτεχνείο του Ρίο ντε Τζανέιρο το 1903. Ωστόσο, στο τρίτο έτος των σπουδών του αναγκάστηκε να διακόψει την εκπαίδευσή του. Ο λόγος ήταν η σοβαρή ψυχική ασθένεια του πατέρα του, που ανέγκειτο στην υποστήριξη των τριών μικρότερων αδελφών του.
Το 1904, διορίστηκε στο δημόσιο, στο Υπουργείο Πολέμου, αλλά τον ενδιέφερε περισσότερο η δημοσιογραφία. Ξεκίνησε να γράφει ρεπορτάζ για την εφημερίδα “Correio da Manhã” και συνειδητοποίησε τη δύναμη των λέξεων και τον αντίκτυπο δημιουργούσαν στην κοινωνία.
Οι συνεχόμενες δημοσιεύσεις του σε περιοδικά όπως το “Revistas ABC” και “Careta” αντανακλούσαν το εύρος της δραστηριότητάς του. Ανάμεσα στα πολλά μυθιστορήματα, σατιρικά κείμενα και διηγήματα που δημοσίευσε, ξεχώρισε η προαγωγή του σε διευθυντή του περιοδικού “Pompom”. Ωστόσο, η παραμονή του στο περιοδικό αυτό δεν διήρκεσε πολύ. Το αίσθημα της υποτίμησης που ένιωθε και οι διαφωνίες τον ώθησαν στην παραίτηση. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ανέλαβε την έκδοση του περιοδικού “Floreal”, ως διευθυντής και κύριος μέτοχος. Αυτή η περίοδος αποτέλεσε μια νέα αρχή για τον Λίμα Μπαρρέτου, καθώς είχε περισσότερο έλεγχο και αυτονομία στο έργο του.
Εξέφρασε μια σαφή άποψη σχετικά με τα δρώμενα της εποχής του. Με κριτική στάσης απέναντι στην εξουσία της πρώτης Ρεπούμπλικα, αντιδραστικός απέναντι στον δεσποτισμό και την παρελθοντική κληρονομιά της προηγούμενης αυτοκρατορίας. Προσπάθησε να αποκαλύψει τις κοινωνικές διακρίσεις και τις συγκυρίες που επηρέαζαν τις ζωές των ανθρώπων, όπως την καταγωγή, το χρώμα του δέρματος, και η κοινωνική τάξη.
Το έργο του αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό κομμάτι της λογοτεχνικής και κοινωνικής ιστορίας της Βραζιλίας. Αντιμετώπισε προκλήσεις και δυσκολίες, αλλά δεν σταμάτησε να δίνει φωνή σε ανθρώπους που σπανίως ακούγονταν στα μέσα ενημέρωσης της εποχής του.
Ο τρόπος που έγραφε, με την κριτική και ειρωνική του διάθεση, αλλά και την απλότητα της προσέγγισής του προς την πραγματικότητα, τον καθιέρωσε ως έναν αναγνωρίσιμο και μοναδικό συγγραφέα και δημοσιογράφο. Παρά τις δυσκολίες, παρέμεινε πιστός στην πεποίθησή του για τον ρόλο της λογοτεχνίας και της συγγραφής, αφιερώνοντας τη ζωή του σε αυτήν την προσπάθεια.
Ενσωμάτωσε τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία στο έργο του, αναδεικνύοντας την πολιτική τους διάσταση. Ένα παράδειγμα αυτού είναι το έργο του “Isaías Caminha,” που ολοκλήρωσε το 1909. Σε αυτό το βιβλίο, περιέγραψε τον ρόλο του τύπου και την επίδρασή του στη διαμόρφωση της εξουσίας, χαρακτηρίζοντάς τον ως την “τέταρτη εξουσία εκτός Συντάγματος.” Αυτό το έργο αναδεικνύει την προσέγγιση του συγγραφέα στον ρόλο της δημοσιογραφίας στην κοινωνία και την πολιτική. Πίστευε ότι η επαγγελματική δημοσιογραφία διαδραματίζει καίριο ρόλο στην πληροφόρηση της κοινωνίας και την διαμόρφωση της δημόσιας γνώμης.
Βλέπουμε στο έργο του, την εμφάνιση μιας νέας μορφής τύπου που αλλάζει με βάση τις τεχνολογικές και τυπογραφικές καινοτομίες της εποχής, καθώς και την εισαγωγή της κατηγοριοποίησης της συντακτικής ομάδας σε εξειδικευμένες ενότητες, όπως τις γνωρίζουμε ακόμα και σήμερα. Αυτή είναι η στιγμή όπου πολλές εφημερίδες αρχίζουν σταδιακά να μετατρέπονται σε εταιρείες.
Ο Λίμα Μπαρρέτου εκφράζει κριτική προς τον τύπο, καταδικάζοντας την υποκειμενικότητα και την ανοησία που παρατηρούσε στη δημοσιογραφία της εποχής του. Αυτές οι αρνητικές πτυχές εξακολουθούν να είναι επίκαιρες και σήμερα, καθώς η δημοσιογραφία αντιμετωπίζει ακόμα προκλήσεις σχετικά με την αντικειμενικότητα, την αξιοπιστία και την επίδρασή της στην κοινωνία. Αντιλαμβάνεται τον τύπο ως μια επιχείρηση που μετατρέπει τις ειδήσεις σε προϊόντα προς πώληση.
Αυτή η προσέγγιση, υπό το πρίσμα της κοινωνικής ιστορίας του πολιτισμού, επιδιώκει να τοποθετήσει τα κείμενα του συγγραφέα στη διαλεκτική σχέση μεταξύ λογοτεχνίας και κοινωνίας. Μια ιστορία που χρησιμεύει για να αντιμετωπίσει “την ανοησία των πληθυσμών” (BARRETO, 1909: 137), που, κατά τον ίδιο το συγγραφέα, η δημοσιογραφία υποκίνησε και διέδωσε.
Η κριτική του για την υποτίμηση των σημαντικών κοινωνικών θεμάτων προς όφελος των ασήμαντων και επιφανειακών γεγονότων είναι προφανής. Το γεγονός ότι οι εφημερίδες είναι περιορισμένες σε θέματα που ενδιαφέρουν λίγους αναγνώστες ή παραλείπουν σημαντικά κοινωνικά ζητήματα αποκαλύπτει την ελλιπή κοινωνική ευαισθησία των μέσων ενημέρωσης. Στο χρονικογράφημα με τίτλο “Οι δικές μας εφημερίδες”, δημοσιευμένο στην “Γκαζέτα ντα Τάρντε” στις 18/10/1911, ο συγγραφέας παρατηρεί ότι οι ενότητες για τον στρατό, το ναυτικό, το σιδηροδρομικό δίκτυο και το τελωνείο, για παράδειγμα, είναι “εκτενείς” ή ενδιαφέρουν “λίγους αναγνώστες”.
Επίσης, η παρατήρησή του για τη στήλη των “κοινωνικών” και τον τρόπο που χρησιμοποιείται για να δίνονται μαθήματα ευγένειας και συμπεριφοράς, καθώς και για την υπερβολική έμφαση σε ασήμαντες λεπτομέρειες και αστυνομικά γεγονότα, αναδεικνύει την κριτική του για την αντιμετώπιση του κοινωνικού σώματος από τα μέσα ενημέρωσης. Ο Μπαρρετου προτείνει ότι “θα έπρεπε να πληρώνουν γι αυτό”. Στο ίδιο αυτό χρονικογράφημα, επισημαίνει επίσης ότι οι εφημερίδες δίνουν μεγάλη έμφαση στα αστυνομικά γεγονότα, με πολλές φωτογραφίες νεκρών. Ακόμα και οι ασήμαντες μικρές πυρκαγιές καταλαμβάνουν πολύ χώρο, με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε “Εφημερίδες του Εγκλήματος” ή “Εφημερίδες Αστυνομικών Ειδήσεων”. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η επίκληση στο συναίσθημα και η “copaganda” έχει μια ιστορία και δεν είναι κάτι που ξεκίνησε πρόσφατα.
Στο άρθρο “Δημοσιογραφική αντιπολίτευση”, που δημοσιεύτηκε στο Careta στις 18/09/1915, ο Λίμα Μπαρρέτου περιγράφει πώς ο τύπος κινείται από πολιτικά συμφέροντα. Το κείμενο υποστηρίζει ότι όλες οι εφημερίδες είναι στην αντιπολίτευση, αλλά καμία δεν είναι απόλυτα. “Έτσι είναι όλες αυτές” (BARRETO, 1915b). Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανεξάρτητος, αμερόληπτος, απαλλαγμένος τύπος. Κινούνται ανάλογα με τα συμφέροντά τους και τις πολιτικές τους προτιμήσεις.
Στην εφημερίδα Debate, στις 9/8/1917, όταν συζητά τη θέσπιση της δημοκρατικής επιτροπής, που ο João Laje θα ήθελε να αποτελείται μόνο από ” επιφανείς άνδρες”, ο Λίμα Μπαρρέτου παρουσιάζει τον τύπο ως εργαλείο προσωπικού όφελους και συμφερόντων της ελίτ, αντί να υπηρετεί το αντικειμενικό διάλογο μεταξύ ειδικών. Έτσι, κατανοεί σαφώς πώς στον τύπο εκδηλώνεται ξεκάθαρα η πάλη των τάξεων.
“Το πιο περίεργο, στη σύγχρονη δημοσιογραφία της χώρας μας, είναι ότι, όπως και πολλές άλλες πνευματικές δραστηριότητες, άνθρωποι που δεν έχουν την εκπαίδευση και την κατάρτιση για αυτό, αλλά απλώς με κάποιες σπουδές λογιστικής για παράδειγμα και με τη βοήθεια του χρήματος των αργυροκόπων, θεωρούν πως έχουν το δικαίωμα να μιλούν για κοινωνικά και πολιτικά θέματα” (BARRETO, 1917).
Υπάρχουν επίσης πολλά κείμενα στα οποία ο χρονικογράφος υποστηρίζει την ελευθερία της έκφρασης. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, δεν παραλείπει να ασκήσει την κριτική του σε σχέση με τα μέτρα που έχουν εγκριθεί από τις ίδιες τις εφημερίδες που παραμένουν σιωπηλές μπροστά στην λογοκρισία που ασκείται στον εργατικό τύπο, εκδηλώνοντας μια ενδεικτική παράλειψη.
Αναφέρει επίσης την περίπτωση της εφημερίδας “A Folha” και την κατασχέση των αντιτύπων της από την αστυνομία, επειδή κατηγορήθηκε για επιθέσεις κατά της πώλησης πλοίων στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια του πολέμου. Κι εδώ ο Μπαρρέτου εκφράζει την ανησυχία του για την έλλειψη αλληλεγγύης στον τομέα του τύπου και τον τρόπο με τον οποίο οι εφημερίδες αντιμετωπίζουν την ελευθερία της έκφρασης:
“Ίσως θα έπρεπε να προσέχω πως μιλάω για τις εφημερίδες, διότι τους χρωστάω πολλά, αλλά, ακριβώς για αυτόν τον λόγο, πιστεύω ότι ο χαρακτήρας του Τύπου κινδυνεύει, ακριβώς γιατί δεν υπάρχει αλληλεγγύη στο χώρο ωστε να υπερασπιστεί το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης απέναντι σε επιθέσεις που δέχεται από πραγματικά ισχυρές κυβερνήσεις ή από άλλες που προσποιούνται ότι είναι ισχυρές, όπως η συγκεκριμένη.
Ίσως θα έπρεπε να δούμε πρώτα αν οποιαδήποτε επίθεση κατά μιας εφημερίδας ή της ελευθερίας κυκλοφορίας της δεν αποτελεί απειλή για τις άλλες.
[…] Τα πράγματα με την A Folha εξελίχθηκαν ακριβώς όπως και με τον Σπάρτακο και τους πληβείους.”(BARRETO, 1920)
Αυτό το άρθρο αποδεικνύει πόσο τα έντυπα μέσα είναι πολιτικά εργαλεία υπέρ των συγκεκριμένων συμφερόντων. Δεν υπάρχει αμεροληψία, ανεξαρτησία ή αντικειμενικότητα, υπάρχει πολιτικός αγώνας.
Τελειώνω αυτή την παρουσίαση με ένα απόσπασμα ενός χρονικού για τη δυναμική της δημοσιογραφίας που διαμορφώθηκε στην Πρώτη Ρεπούμπλικα, αν και φαίνεται εξαιρετικά επίκαιρο: “Δεν είναι ο εγκληματίας αυτός που κερδίζει από το έγκλημα• είναι τα έντυπα μέσα. Οι δράστες των εγκλημάτων έγιναν έτσι, για τη χρήση και τη χαρά των φυλλαδίων” (BARRETO, 1919b).
——————————- . ——————————-
Πηγές:
https://www.snh2017.anpuh.org/resources/anais/54/1502136194_ARQUIVO_Comunicacao_Denilson_ANPUH_2017.pdf
https://jornal.usp.br/cultura/compondo-um-outro-tempo-praticas-e-saberes-de-tipografos-oitocentistas/”.
BARRETO, Lima. Recordações do escrivão Isaías Caminha. Lisboa: Livraria Clássica Editora de A. M. Teixeira, 1909.
BARRETO, Lima. “Os nossos jornais” in Gazeta da Tarde, 18/10/1911.
BARRETO, Lima. “As esquinas” in Correio da Noite, 9/1/1915a.
BARRETO, Lima. “Oposição jornalística” in Careta, 18/09/1915b. B
BARRETO, Lima. “Ao Caio M. de Barros” in O Debate, 9/8/1917.
BARRETO, Lima. “Pela ‘Seção Livre’” in Revista Contemporânea, 29/3/1919a.
BARRETO, Lima. “Liga da Defesa Nacional” in Careta, em 25/10/1919b.
BARRETO, Lima. “O caso da A Folha” in A Folha, 14/2/1920.
BARRETO, Lima. “Gruta da Imprensa” in Careta, 26/2/1921b.
BARRETO, Lima. “A Maçã e a polícia” in Careta, 11/3/1922.
BARRETO, Lima. “Lei de imprensa” in Careta, 5/8/1922.
Έφη Γιατράκη
Οκτώβρης 2023
Έφη Γιατράκη | Διδάσκει ισπανικά σε ελληνόφωνους και ελληνικά σε ισπανόφωνους μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας e-learning, αρθρογραφεί στα ηλεκτρονικά μέσα mimundogriego.com και ispania.gr. Έχει ασχοληθεί με τη μετάφραση και τη διερμηνεία, έχει σπουδάσει γραφιστική στο ΤΕΙ Αθήνας, Ισπανική Φιλολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έχει ολοκληρώσει μεταπτυχιακό πρόγραμμα στην Επικοινωνία και Εκπαίδευση μέσω Διαδικτύου στο Εθνικό Ισπανικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο (UNED).