Λεοπόλδο Άλας (Κλαρίν)
«Ρεχέντα»
εκδόσεις Αίολος
συνάντηση με την Λένα Φραγκοπούλου
Β.Μ: Ποιος είναι ο Λεοπόλδο Άλας “Κλαρίν”;
Ο Λεοπόλδο Άλας (1852-1901), είναι ισπανός πεζογράφος και κριτικός λογοτεχνίας σε εφημερίδες της Ισπανίας και της Αμερικής (κυρίως Μαδρίτης και Νέας Υόρκης). Έγινε γνωστός ως Κλαρίν από το ψευδώνυμο με το οποίο υπέγραφε τις κριτικές του στον Τύπο (“Los solos de Clarín” – “Τα σόλο της Σάλπιγγας”). Υπήρξε επίσης καθηγητής Νομικής στα πανεπιστήμια της Σαραγόσα και του Οβιέδο.
Όπως και οι σύγχρονοί του διανοούμενοι, επιδίωκε την αναγέννηση της Ισπανίας του 19ου αιώνα, μιας από τις πλέον ταραχώδεις περιόδους στην ιστορία της χώρας: πόλεμοι, εσωτερικές πολιτικές έριδες, αλλαγές καθεστώτος (από μοναρχία σε Δημοκρατία και Παλινόρθωση της μοναρχίας), οριστική απώλεια των αποικιών.
Υπήρξε κύριος εκπρόσωπος του Κραουζισμού, μιας θεωρίας που βασίστηκε στις ιδέες του γερμανού φιλοσόφου Karl Krause. Οι οπαδοί της οραματίζονταν να οδηγήσουν την ισπανική κοινωνία στην πρόοδο μέσω της παιδείας και του πολιτισμού. Ο Κλαρίν ωστόσο δεν είχε την αισιοδοξία που χαρακτήριζε πολλούς Κραουζιστές. Κατά τη γνώμη του η Ισπανία είχε ελάχιστες πιθανότητες να προοδεύσει. Φανερή ήταν επίσης και η αντίθεσή του προς τον Κλήρο. Στην Ισπανία της εποχής του η αντίθεση προς τον Κλήρο αποτελούσε χαρακτηριστικό των φιλελεύθερων πολιτών και οφειλόταν στη στάση της Εκκλησίας που πάντοτε συντασσόταν με τις πλέον συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις. Κορύφωση της διαμάχης αυτής αποτέλεσε το κάψιμο των μοναστηριών κατά τον εμφύλιο πόλεμο του 1936.
Το συγγραφικό έργο της σχετικά σύντομης ζωής του (πέθανε 49 ετών) περιλαμβάνει διηγήματα, νουβέλες και τέσσερα μυθιστορήματα, με κορυφαίο τη “Ρεχέντα”, την οποία έγραψε σε ηλικία 31 ετών.
Β.Μ: Ποια η θεματολογία που επιλέγει και σε ποια εποχή γράφει τα έργα του;
Το λογοτεχνικό του έργο γράφεται κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα. Κύρια θέματά του είναι η διαφθορά και η υποκρισία της ισπανικής κοινωνίας της εποχής του και δη της επαρχιακής.
Επηρεασμένος από τα μεγάλα ιδεολογικά και φιλοσοφικά ρεύματα του 19ου αιώνα, τους μεγάλους ευρωπαίους λογοτέχνες της εποχής του και τις νεωτερικές τάσεις στην ψυχολογία και την τέχνη, ανατέμνει με οξύτητα τον κόσμο που τον περιβάλλει.
Το πεζογραφικό του έργο τοποθετείται μαζί με το έργο του Benito Pérez Galdós (1843-1920) στην κορυφή του ισπανικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Με την αφηγηματική του πολυπλοκότητα και την τεχνική και γλωσσική του αρτιότητα εγκαινιάζει το σύγχρονο ισπανικό μυθιστόρημα.
Β.Μ: Τι ρόλο διαδραμάτισε στα ισπανικά γράμματα, και όχι μόνο;
Παρότι η “Ρεχέντα” αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα ρεαλιστικά μυθιστορήματα της ιστορίας της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο ρόλος του συγγραφέα της ως κριτικού ήταν πολύ σημαντικότερος από τον ρόλο του ως λογοτέχνη. Ως κριτικός ήταν αιχμηρός, διεισδυτικός, βαθύς (ανα)γνώστης της λογοτεχνίας και των ιδεών, με ορθή αντίληψη περί λογοτεχνικότητας.
Επί Φράνκο, το έργο του απαγορεύτηκε και καταδικάστηκε σε αφάνεια. Ο Κλαρίν κατηγορήθηκε ως αντικληρικαλιστής (που ήταν) και αθεϊστής (που δεν ήταν, το αντίθετο μάλιστα), και η “Ρεχέντα” παρέμεινε επί πολλές δεκαετίες χωρίς νέες εκδόσεις. Στο γεγονός αυτό, και στη συνεπακόλουθη ανυπαρξία μεταφράσεων, οφείλεται το ότι η επίδραση του έργου του εκτός Ισπανίας υπήρξε σχεδόν μηδενική. Μετά το 1984 -οπότε συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την πρώτη έκδοση της “Ρεχέντα”- έγινε το μεταφραστικό μπουμ, η διεθνής κριτική έσκυψε πάνω στο έργο του Κλαρίν και η “Ρεχέντα” αναδύθηκε ως ένα από τα σημαντικότερα ισπανικά μυθιστορήματα του προ-περασμένου αιώνα.
Β.Μ: Πείτε μας δυο λόγια τη Ρεχέντα αλλά και το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο που την περιβάλλει;
Η “Ρεχέντα” αποτελεί τοιχογραφία της ισπανικής κοινωνίας της Παλινόρθωσης της Μοναρχίας, δηλαδή του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα.
Πρόκειται για ένα πληθωρικό ρεαλιστικό μυθιστόρημα που αφηγείται τα ψυχικά αδιέξοδα μιας ευαίσθητης ηρωίδας, έγκλειστης στην ασφυκτική κοινωνία μιας ισπανικής επαρχιακής πόλης.
Συγκεκριμένα, η νέα και όμορφη Άννα Οθόρες παντρεύεται τον Δον Βίκτωρα Κιντανάρ, πρώην πρόεδρο δικαστηρίου, ο οποίος εν ενεργεία έφερε τον τίτλο Ρεχέντε (εξού και η Άννα αποκτά μετά τον γάμο της την προσωνυμία Ρεχέντα), τον οποίο σέβεται αλλά δεν αγαπά. Καθώς δεν υπάρχει ψυχική -αλλά ούτε και σαρκική- επαφή με τον γηραιό σύζυγό της, ερωτεύεται τον Δον Άλβαρο Μεσία, τον Δον Ζουάν της πόλης, άνθρωπο επιφανειακό και μικρόψυχο, ανίκανο να σταθεί στο ύψος της αγάπης της. Εσωστρεφής και με ανήσυχο πνεύμα, με έντονες μυστικιστικές και πνευματικές αναζητήσεις, η Ρεχέντα στρέφεται προς τον πνευματικό της, τον Ιεροκήρυκα Δον Φερμίν Ντε Πας, ο οποίος, με τη σειρά του, βρίσκει στο δυνατό πάθος που ξυπνά μέσα του η Άννα τον μοναδικό τρόπο για να ξεφύγει από τη μετριότητα της ζωής και των εκκλησιαστικών καθηκόντων του. Ολόκληρη η πόλη, ως χορός σε τραγωδία, στενεύει τον κλοιό γύρω από τη Ρεχέντα που τολμά να είναι διαφορετική και να αναζητά στη ζωή κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο από την υποταγή στις κοινωνικές- συμβάσεις.
Παρότι ο Κλαρίν γνώριζε καλά το γαλλικό μυθιστόρημα της εποχής του και παρότι πολύ συχνά η “Ρεχέντα” χαρακτηρίζεται ως η ισπανίδα “Μαντάμ Μποβαρύ”, θα έλεγα ότι οι ομοιότητες των δύο μυθιστορημάτων σταματούν στο γεγονός ότι η κεντρική ηρωίδα και στις δύο περιπτώσεις οδηγείται στη μοιχεία.
Η “Μαντάμ Μποβαρύ” είναι ένα ποιητικό κλειστό μυθιστόρημα: τα πάντα περιστρέφονται γύρω από την Έμμα. Αντίθετα, η “Ρεχέντα” είναι ένα πολύ ανοιχτό μυθιστόρημα, που δεν στέκεται μόνο στο πρόσωπο της Άννας Οθόρες: συνδυάζει το ψυχολογικό με το κοινωνικό μυθιστόρημα, θα έλεγα ότι πρόκειται για ένα “πανοραμικό” έργο. Ο ίδιος ο Κλαρίν θεωρεί ότι ραχοκοκαλιά του έργου του αποτελεί η σύνδεση των πολιτικών προβλημάτων, των κοινωνικών ζυμώσεων και των λαϊκών εθίμων με τους εσωτερικούς κλυδωνισμούς των ηρώων του.
Να σημειώσω ότι παρόλο που βασίζεται στο τότε διαδεδομένο σχήμα του ερωτικού τριγώνου, ο σύζυγος της Άννας δεν αποτελεί κορυφή του τριγώνου αυτού, παρά το άτυχο τέλος που του επιφυλάσσει η πλοκή του μυθιστορήματος. Οι πραγματικοί αντίζηλοι για την αγάπη της Άννας είναι ο Δον Άλβαρο και ο Ιεροκήρυκας Δον Φερμίν, καθώς η ίδια δηλώνει ρητά ότι αισθάνεται πως οφείλει περισσότερη πίστη στον πνευματικό της παρά στον άντρα της. Ένα τέτοιο θέμα, όπου στη μοιχεία προστίθεται η ιεροσυλία ενός εξομολογητή που ερωτεύεται την πνευματική του θυγατέρα, ήταν καταδικασμένο να δεχτεί εντονότατες επικρίσεις από την Εκκλησία, και γενικότερα από όλη την παραδοσιακή και συντηρητική Ισπανία.
Β.Μ: Πώς υποδέχεται το μυθιστόρημα του Κλαρίν η κριτική της εποχής;
Θα τολμούσα να πω με νοσηρή περιέργεια! Ο Κλαρίν ήταν ο πιο άτεγκτος και ο πιο πολυδιαβασμένος κριτικός της εποχής του. Υπήρχε έντονο ενδιαφέρον να δουν πώς έγραφε εκείνος ο κριτικός. Πολλοί συγγραφείς που είχαν δεχτεί τους μύδρους της κριτικής του περίμεναν ακονίζοντας τα δόντια τους. Δυστυχώς γι’ αυτούς, το βιβλίο έγινε ομόφωνα δεκτό από την πρώτη στιγμή ως αριστούργημα. Ωστόσο, η φρανκική λογοκρισία κατάφερε να το εξοβελίσει για πολλά χρόνια από τα ράφια των βιβλιοπωλείων/βιβλιοθηκών κατά το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα.
Β.Μ: Γιατί θεωρείται το σπουδαιότερο έργο του ισπανικού ρεαλισμού;
Γιατί, απλούστατα, και όχι μόνο κατά τη δική μου ταπεινή μου γνώμη, είναι. Μάλιστα, από πολλούς θεωρείται το σπουδαιότερο ισπανικό μυθιστόρημα μετά τον Δον Κιχώτη. Η αφηγηματική τεχνική, ο πλούτος των χαρακτήρων, η παρουσίαση της κοινωνίας, οι περιγραφές των τοπίων τόσο της φύσης όσο και της ψυχής αποτελούν συστατικά ενός πραγματικά μεγάλου μυθιστορήματος. Σε αυτά τα πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά θα προσθέσω τη σπίθα της ματιάς, το υπόγειο χιούμορ, τη μουσική υπόκρουση, αλλά και τα -σκηνοθετικής θα έλεγα κοπής- ρεαλιστικά κάδρα που έκαναν εμένα προσωπικά να ερωτευτώ αυτό το μυθιστόρημα από την πρώτη ανάγνωση. Θα έλεγα ότι το κινηματογραφικό ανάλογο του έργου του Κλαρίν είναι ο ιταλικός νεορεαλισμός. Διαβάζοντας μερικά κομμάτια από τη “Ρεχέντα”, μου έρχονται στο νου εικόνες του Ροσελίνι ή του Βισκόντι.
Β.Μ: Πόσο επίκαιρο είναι σήμερα το έργο;
Η “Ρεχέντα” δεν είναι επίκαιρη με τη δημοσιογραφική έννοια του όρου. Ούτε η κοινωνία που περιγράφει υπάρχει πια, ούτε οι χαρακτήρες θα εξελίσσονταν σήμερα όπως το 1884, ούτε ο σημερινός άνθρωπος αντιμετωπίζει τα διλήμματα των χαρακτήρων της. Ωστόσο, στο βιβλίο απεικονίζονται όλα τα χαρακτηριστικά που κάνουν τον άνθρωπο τόσο θαυμαστό και τόσο ποταπό ταυτόχρονα. Περιγράφονται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο όλες οι αφηρημένες έννοιες: ο έρωτας, το πάθος, η φιλοκαλία, το θρησκευτικό αίσθημα, η μεταρσίωση, ο φθόνος, η ζηλοτυπία, η φιλαργυρία, η έπαρση, η υποκρισία, η στενομυαλιά, η εξουσιομανία, η προδοσία… δηλαδή όλα τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης υπόστασης, που ποτέ δεν θα πάψουν να είναι επίκαιρα. Με αυτή την έννοια λοιπόν θα έλεγα ότι η “Ρεχέντα” είναι ένα έργο πάντα επίκαιρο, δηλαδή κλασικό.
Β.Μ: Τι δυσκολίες και τι προκλήσεις περιλαμβάνει η μετάφραση ενός τέτοιου εμβληματικού έργου;
Άρχισα να μεταφράζω τη “Ρεχέντα” το 1989, όταν η πρώτη της έκδοση είχε ήδη κλείσει τα εκατό. Καθώς ήμουν τότε συνομήλικη με την εικοσιεπτάχρονη κεντρική ηρωίδα Άννα Οθόρες, βυθίστηκα με πλήρη άγνοια κινδύνου στον ωκεανό των λέξεων του Κλαρίν. Έκανα πάνω από έξι μήνες για να μεταφράσω το πρώτο κεφάλαιο και κοντά στα πέντε χρόνια για να ολοκληρώσω και να θεωρήσω παραδοτέα τη μετάφραση, η οποία μετά από πολλές εκδοτικές περιπέτειες, κυκλοφόρησε σε δύο τόμους το 2001 από τις εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ. Αυτή την πενταετία μετέφραζα καθημερινά, πολλές ώρες, και αδιάκοπα – κυριολεκτικά: περνούσα όλες τις διακοπές μου στην πόλη Βετούστα (το όνομα με το οποίο βαφτίζει ο Κλαρίν το Οβιέδο, όπου εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα). Κυκλοφορούσα με μακριά φουστάνια που προσπαθούσα να μην τα βρέξω στους λασπωμένους δρόμους της μουντής αυτής πόλης, εκκλησιαζόμουν στον Καθεδρικό της ναό και χαρτόπαιζα στη Λέσχη της. Υπέφερα από έρωτα για τον Δον Άλβαρο, δεν ξαλάφρωνα με την εξομολόγηση και έσβηνα από τον μαρασμό.
Λίγο πριν νυχτώσει έβαζα συνήθως τα κλάματα, όχι μόνο για τη θλίψη που μου προκαλούσε το ριζικό της Άννας ή η ζωή στην κλειστή ζοφερή επαρχία. Έβαζα τα κλάματα γιατί είχα βυθιστεί σε εκείνο τον ωκεανό των λέξεων χωρίς φιάλες οξυγόνου, χωρίς έστω έναν απλό αναπνευστήρα. Δεν διέθετα γραφομηχανή ή προσωπικό υπολογιστή, δεν ήξερα καν να πληκτρολογώ. Το πρώτο κεφάλαιο ξεκίνησα να το μεταφράζω στο χέρι. Τον τρίτο μήνα έκανα μια παύση, έμαθα τυφλό σύστημα και δανείστηκα ένα PC, δηλαδή ένα κουτί με οθόνη χωρίς σκληρό δίσκο. Δούλευα με δισκέτες που ενίοτε χάλαγαν. Κάποια στιγμή το κεφάλαιο 8 χάθηκε ολοσχερώς όταν καταστράφηκαν οι δισκέτες που το περιείχαν. Δύο μήνες δουλειάς στα χαμένα. Αλλά αυτές ήταν οι τεχνικές δυσκολίες, δηλαδή ούτε το 1% των αμιγώς μεταφραστικών. Να θυμίσω ότι την εποχή εκείνη δεν υπήρχε Internet, μόνα όπλα του μεταφραστή ήταν τα χάρτινα λεξικά. Δεν υπήρχε μάλιστα κανένα αξιόπιστο ισπανο-ελληνικό λεξικό. Και εγώ πνιγόμουν σε όρους κάθε λογής: αρχιτεκτονικούς, λατρευτικούς, θρησκευτικούς, ενδυματολογικούς, ακόμα και του χορού, του κυνηγιού ή της χαρτοπαιξίας! Θυμάμαι τα πρωινά στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη σε αναζητήσεις αυτής της πρώτης ύλης. Ή τις απογευματινές επισκέψεις σε φίλους και γνωστούς διαφόρων ειδικοτήτων: ιστορικούς, αρχιτέκτονες, ισπανιστές, μεταφραστές, λογοτέχνες. Ακόμα και με ισπανό καθολικό ιερέα (που μάλλον δεν συμπαθούσε τον Κλαρίν) συναντήθηκα. Θυμάμαι, ακόμα, ότι από κάποιο σημείο και μετά, υπήρχαν στιγμές που έβαζα τα κλάματα, αλλά από χαρά: όταν ανακάλυπτα μια λέξη που έψαχνα επί μήνες και ερχόταν να καθίσει στην πρότασή της σαν φρέσκο λουλούδι στο βάζο.
Και πάλι, δεν ήταν οι μεμονωμένες λέξεις η σημαντικότερη πρόκληση στη μετάφραση της “Ρεχέντα”. Φυσικά μια μετάφραση πριν γίνει λογοτεχνική πρέπει να είναι μετάφραση. Δηλαδή πρέπει οι λέξεις που την αποτελούν να είναι οι σωστές. Η λογοτεχνία όμως δεν είναι φυσική συρραφή. Είναι χημική διεργασία. Δεν εξαρτάται μόνο από τα υλικά -που πρέπει να είναι καλά- αλλά και μια σειρά αποφάσεων για την τύχη αυτών των υλικών. Θα διατηρήσεις τον μακροπερίοδο λόγο; Θα καταφέρεις να αποδώσεις την πίστη μιας θρησκευόμενης καθολικής -και το βάρος της ενοχής της- με ελληνορθόδοξα λόγια; Θα μεταφράσεις τα παρατσούκλια; (Ρεχέντα ή Προεδρίνα; Τραμπούκο ή Κουμπούρας;) Θα κρατήσεις την πολυτυπία του ίδιου ονόματος (και Φρανθίσκο και Πάκο και Πακίτο); Μήπως άραγε πρέπει να δώσεις ένα εξελληνισμένο όνομα στην πόλη Βετούστα (που σημαίνει γηραιά, παρηκμασμένη); Πόσες φορές θα αλλάξεις τη σύνταξη μιας μακροσκελούς πρότασης για να αποφύγεις ανύπαρκτες ή δύσχρηστες γενικές πληθυντικού των θηλυκών ουσιαστικών (η λεύκα, όπως κι ένα σωρό άλλα δέντρα θηλυκού γένους); Θα βάλεις καθαρεύουσα στο στόμα ενός συντηρητικού πατριδογνώστη και χωριάτικη διάλεκτο στο στόμα ενός αγρότη; Και αν ναι, ποια καθαρεύουσα στην πρώτη περίπτωση και ποιου ακριβώς χωριού στη δεύτερη;
Πολλά τα προβλήματα, ευτυχώς (εύχομαι και επιτυχώς) ξεπερασμένα πλέον. Θα μπορούσα να αποκαλέσω τη μετάφραση της “Ρεχέντα”… “μετάφραση ενηλικίωσης”, καθώς σε αυτήν χρωστάω την ενήλικη μεταφράστρια που φέρει το όνομά μου.
Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω όλους εκείνους που με βοήθησαν στον μεταφραστικό εκείνο μόχθο, κυρίως όμως τον ελληνιστή φιλόλογο Ernesto Casasín, χωρίς τη συνδρομή του οποίου η Ρεχέντα ίσως και να μη μιλούσε ελληνικά. Ίσως και να μην είχε τιμηθεί με το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Θερβάντες 2004.
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Μάης 2020
Η Λένα Φραγκοπούλου γεννήθηκε το 1962 στη Λήμνο. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (1980-87), γαλλική φιλολογία στο ΕΚΠΑ (1988-1996), όπως και ισπανική φιλολογία στο ίδιο Πανεπιστήμιο (2006-2011). Για μια πενταετία (1990-1995) εργάστηκε στο Μορφωτικό Τμήμα της Ισπανικής Πρεσβείας στην Αθήνα.
Από το 1995 κατέχει -κατόπιν διαγωνισμού- θέση μεταφραστή στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή στις Βρυξέλλες. Έχει διδάξει μετάφραση στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης και Λογοτεχνίας (ΕΚΕΜΕΛ) και έχει κάνει φιλολογική επιμέλεια σε μεταφράσεις ισπανικής λογοτεχνίας.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ
Η ΑΦΗΓΗΤΡΙΑ ΤΑΙΝΙΩΝ του Herνán Rivera Letelier, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ 2019. (Το βιβλίο μεταφέρθηκε στο θέατρο, στο πλαίσιο του ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΑΘΗΝΩΝ – ΑΝΟΙΓΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ, το καλοκαίρι του 2019, και στο θέατρο ΑΡΓΩ, τον Ιανουάριο του 2020, με τον τίτλο ΣΙΝΕ-ΠΑΡΜΕΝΗ, σε σκηνοθεσία Θανάση Χαλκιά)
ΑΓΡΙΑ ΕΡΗΜΙΑ του Jesús Carrasco, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ 2018
ΤΑ ΔΕΚΑ ΠΟΥΛΙΑ ΕΛΣΤΕΡ, ΤΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΣΕΛΙΝΙ & Ο ΠΙΑΝΙΣΤΑΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΕ ΠΟΛΛΑ της Ana Campoy, (3 εφηβικά αστυνομικά βιβλία) ΕΚΔΟΣΕΙΣ POLARIS 2014-2015
Η ΤΥΦΛΗ ΑΚΤΗ του Carlos María Domínguez, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ 2010
ΤΟ ΧΑΡΤΙΝΟ ΣΠΙΤΙ του Carlos María Domínguez, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΤΑΚΗ 2006
Η ΡΕΧΕΝΤΑ του Leopoldo Alas “Clarín”, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟΛΟΣ 2001. Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης Θερβάντες 2004
ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ, ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΟ 315 του Julián Egea Martínez. Το κείμενο δεν έχει εκδοθεί σε βιβλίο, αλλά ανέβηκε στο ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (2003-2004) σε σκηνοθεσία Μάνιας Παπαδημητρίου.