Κομμένα κεφάλια
του Πάμπλο Γκουτιέρεθ
εκδόσεις Καστανιώτη
συζήτηση με την μεταφράστρια
Ιφιγένεια Ντούμη
Β.Μ: Σύστησέ μας τον συγγραφέα Πάμπλο Γκουτιέρεθ!
σχ: Έχεις και προσωπική επαφή με τον Ανδαλουσιάνο συγγραφέα, οπότε η γνώμη σου μετράει!
Κάποια στιγμή χρειάστηκε να κάνω μια διερμηνεία για μια συνέντευξή του. Καθώς λοιπόν αυτό εμένα, δυστυχώς, με αγχώνει φοβερά, μετά ήμουν διαλυμένη. «Κουράστηκες», μου λέει. «Δεν είναι αυτό», του λέω, «Απλώς είναι το άγχος μην πω κάτι διαφορετικό από σένα». Και μου απαντάει: «Και τι στεναχωριέσαι, θα το μάθω;». Αυτό για μένα αρκεί για τις συστάσεις· επιβεβαίωσε την καλή εικόνα που είχα γι’ αυτόν προτού ακόμα τον γνωρίσω: ακομπλεξάριστος και προσγειωμένος. Κατά τ’ άλλα, είναι 44 ετών, από την Ουέλβα της Ισπανίας, ζει στο Κάντιθ με την οικογένειά του, κοντά στη θάλασσα, και διδάσκει λογοτεχνία στο γυμνάσιο. Ένας προσηνής άνθρωπος, πολύ ευγενικός, αλλά όχι και δίχως νεύρο.
Β.Μ: Με τι θεματολογία καταπιάνεται στα έργα του; Αλλά και στο ιδιότυπο ιστολόγιό του με τον αν μη τι άλλο «παράξενο» τίτλο: «Το επίθετο σκοτώνει»!
Ο τίτλος του μπλογκ είναι στίχος από το ποίημα του Χιλιανού Βισέντε Ουιδόμπρο, «Arte poética»: Να επινοείς νέους κόσμους και να προσέχεις τις λέξεις σου·/το επίθετο, όταν δεν δίνει ζωή, σκοτώνει. Τα θέματά του, κινούνται γύρω από την περιθωριοποίηση, τη φτώχια, τη μοναξιά, τις ιδεολογικές εμμονές, την αδικία. Και αν σταθούμε μάλιστα στα δύο βιβλία του που μεταφράστηκαν στα ελληνικά, τα Ανατρεπτικά βιβλία (μτφρ. Κλαίτης Σωτηριάδου) και τα Κομμένα κεφάλια, έρχεται να προστεθεί και η παρηγορητική δύναμη της λογοτεχνίας. Η Ρέμε βρίσκει τα βιβλία που θα της αλλάξουν τη ζωή, η Μαρία προσπαθεί να φτιάξει η ίδια κατά κάποιο τρόπο ένα βιβλίο, το οποίο της κρατά συντροφιά και την ανακουφίζει. Όσο για τη σχέση του συγγραφέα με τα επίθετα… θα έλεγα πως ξέρει πολύ καλά πώς να τα αποφεύγει και να μην θυσιάζει στον βωμό των ωραίων λέξεων τον ρυθμό και την πυκνότητα του κειμένου.
Φωτογραφία από το μπλογκ του συγγραφέα με λεζάντα: «Με γέρασαν. Τα βιβλία. Κι όλα τ’ άλλα».
Αναρτήθηκε: 9/3/2019 στο http://eladjetivomata.blogspot.com/
Β.Μ: Τι θα διαβάσουμε στα Κομμένα Κεφάλια που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Καστανιώτη σε δική σου –καταπληκτική– μετάφραση;
Θα κρυφοκοιτάξουμε το (περίπου) ημερολόγιο μιας νέας γυναίκας, της Μαρίας, η οποία μεταναστεύει σε μια μεγάλη ευρωπαϊκή πόλη (έχοντας φύγει από μια μικρή ευρωπαϊκή πόλη του νότου) αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, αλλά θα καταλήξει σερβιτόρα, να ζει σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά αραβόφωνου γκέτο. Λιγότερο μελαψή από τους γείτονες, περισσότερο μελαψή από τους ντόπιους: ξένη κι επικίνδυνη για όλους. Προσοχή όμως: δεν βαρυγκομά, δεν κλαίγεται· είναι σαν να το επιδιώκει. Παρότι φαίνεται ότι «πετάχτηκε» εκεί, τελικά καταλαβαίνουμε ότι αυτό το έχει επιλέξει η ίδια, σαν εξιλέωση, σαν αυτοτιμωρία, σαν πείραμα, ίσως. Αφήνει στην άκρη τις πρώτες ευχάριστες παρέες και μπλέκεται σε μια σκοτεινή αναζήτηση περίπλοκων συναναστροφών, μέσα από τις οποίες θα διερευνήσει τις πικρίες της και τα απωθημένα του παρελθόντος, το μίσος που νιώθει για τις ανώτερες κοινωνικές τάξεις και τον καπιταλισμό, την απέχθειά της για τον θρησκευτικό φανατισμό – εντέλει, την ταυτότητά της, σε κάθε επίπεδο. Και να ήθελα να αποκαλύψω αν καταλήγει σε συμπεράσματα, δεν θα ήξερα τι να πω.
Β.Μ: Ποιος είναι ο έντονος συμβολισμός του τίτλου και τι θέλει να πει (να επικοινωνήσει) ο Γκουτιέρεθ με αυτό το βιβλίο;
Θέλει όπως δηλώνει σε συνεντεύξεις του –και όπως φαίνεται και από το βιβλίο– να αναδείξει τη σαρωτική επίδραση της κρίσης στους νέους (είμαστε κάπου μεταξύ 25 και 35, χωρίς να είναι αυστηρό – εξάλλου δεν είμαστε και στις εποχές που και τον 40ρη τον λες απαραίτητα κατασταλαγμένο) και το βαρύ φορτίο που νιώθουν να κουβαλάνε. Τα εκατομμύρια των ανθρώπων που αναζητούν ένα καλύτερο μέλλον φεύγοντας μακριά από πατρίδα και οικογένεια, αλλά που ποτέ δεν καταφέρνουν να απομακρυνθούν από τα απωθημένα και τις πικρίες τους· τη σαστιμάρα και τη σύγχυση που τους καταδιώκει και που πολύ δύσκολα μπορούν να ξεπεράσουν, μπαίνοντας σε μια συχνά ατελέσφορη απόπειρα οριοθέτησης της προσωπικότητάς τους, αδύναμοι να απαλλαγούν από βάρη παλαιότερων γενιών, αλλά και να βρούνε τι είναι αυτό που πραγματικά μπορεί να τους ικανοποιήσει. Όλα αυτά, μέσα στο περιβάλλον που περιέγραψα και νωρίτερα, τις κοινωνικές ανισότητες, τη θρησκοληψία, τις αμήχανες εμμονές της οικογένειας, τη μεγάλη σαστιμάρα της ταυτότητας. Φυσικά, είμαι σίγουρη ότι θέλει να πει και όλα όσα θα καταλάβει ο κάθε αναγνώστης.
Β.Μ: Κομμένα κεφάλια. Ακέφαλα σώματα που βαδίζουν σε ένα αβέβαιο μονοπάτι και σε ένα σκληρό δυστοπικό μέλλον. Αλήθεια πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι για τη γενιά μας (που ψάχνει τα πάντα αλλά και που ενδεχομένως αμφισβητεί τα πάντα) να προχωρήσει από ένα ζοφερό παρόν σε ένα ακρωτηριασμένο μέλλον;
Εύκολο… δεν νομίζω. Εύκολο δεν είναι ούτε κι αν κάνεις τις φαινομενικά ευκολότερες επιλογές. Από κει και πέρα, ο βαθμός της δυσκολίας συζητιέται και εξαρτάται από το πόσο καταφέρνεις να συμφιλιωθείς με το παρελθόν, το παρόν και τον εαυτό σου. Η Μαρία, ας πούμε, δυσκολεύεται πολύ. Ξεκινάει με όνειρα, με φιλοδοξίες, με την ελπίδα να αφήσει πίσω της ό,τι τη δένει με το παρελθόν και να προχωρήσει, ορμητικά, άγρια, αποφασισμένα, ωστόσο το μόνο που καταφέρνει είναι να αναμοχλεύει το παρελθόν της και να θυμάται με αηδία τις συλλογές του μπαμπά και της μαμάς της, στήνοντας έναν αυτοκαταστροφικό ιστό στον οποίο παγιδεύεται. Υιοθετεί ακραίες συμπεριφορές, εκμεταλλεύεται, την εκμεταλλεύονται, μισεί, θυμώνει. Πιστεύω κατά βάθος ξέρει ότι το μέλλον είναι, όπως λες, δυστοπικό· γιατί το «ζοφερό παρόν» είναι σε μεγάλο βαθμό μια δυσεπίλυτη εσωτερική υπόθεση.
Β.Μ: Ένα βιβλίο με έντονο το στοιχείο του ανθρωπισμού (μια καλώς εννοούμενη «ανθρωπίλα»). Πόσο βοηθούν τέτοια αναγνώσματα γενικά, αλλά και ειδικά μήπως διαμορφώνεται σιγά-σιγά ένα νέο είδος (μια νέα τάση) για ανθρώπινη ενδοσκόπηση στη λογοτεχνία;
Αυτό που βλέπω εγώ σε αυτό το βιβλίο είναι μια μεγαλοσύνη απέναντι στις ανθρώπινες μικρότητες. Υπάρχει κατανόηση για όλους, όσο ακραία συμπεριφορά και να επιδεικνύουν ώρες ώρες. Και πάνω απ’ όλους υπάρχει μεγάλη κατανόηση για τη Μαρία, που κάποιος θα μπορούσε ακόμα και να την αντιπαθήσει για ορισμένα πράγματα που κάνει – και σε άλλους κιόλας. Όμως ο συγγραφέας νομίζω αυτό που θέλει είναι να τονίσει την ανάγκη για μεγαλύτερη ανοχή και κατανόηση, γιατί τελικά μια σκληρή συμπεριφορά συνήθως βλάπτει περισσότερο αυτόν που την έχει, και γιατί όλοι είμαστε επιρρεπείς σε αυτήν. Καθώς το μέσο της ενδοσκόπησης είναι και αυτό που χρησιμοποιείται στην αφήγηση, νομίζω πως ναι, έχει μια τέτοια κατεύθυνση το βιβλίο, και ίσως πράγματι τώρα υπάρξει μια τέτοια στροφή, μιας και ο έξω κόσμος είναι πολύ επισφαλής και θολός. Ο ίδιος ο Γκουτιέρεθ, αν ανατρέξουμε σε συνεντεύξεις του, θα δούμε ότι δεν έχει μεγάλη πίστη στην επίδραση της λογοτεχνίας σε συλλογικό επίπεδο, παρά σε ατομικό. Και πάλι, ούτε καλύτερους ούτε ευτυχισμένους μας κάνουν τα βιβλία, όπως λέει, όμως μπορεί και να αλλάξουν με κάποιο τρόπο τη ζωή μας.
Β.Μ: Έχοντας πρόσφατα μεταφράσει το Mandíbula (Mónica Ojeda, εκδ. Σκαρίφημα), την Κοκορομαχία (María Fernanda Ampuero, εκδ. Σκαρίφημα) και τώρα τα Κομμένα κεφάλια, έχω να πω ότι συναντάμε μια κάπως «συγγενική» γραφή. Έντονος εσωτερικός μονόλογος, στοιχεία beat και κατακλυσμός εικόνων. Είναι σαν να σε πιάνουν τα βιβλία από τον λαιμό! Διακρίνεις μήπως μια ροπή στους σύγχρονους ισπανόφωνους συγγραφείς να αλλάξουν έναν παγιωμένο τρόπο γραφής και έκφρασης στο σύγχρονο μυθιστόρημα;
Φαντάζομαι έχει να κάνει και με την ηλικία των συγγραφέων (που είναι πάνω κάτω ίδια) και τα βιώματά τους. Η Οχέδα είναι νεότερη από τους άλλους, προέρχεται όμως από μια χώρα της Λατινικής Αμερικής με μεγάλες ανισότητες και άπειρα προβλήματα, όπως και η Αμπουέρο, τον Ισημερινό. Ο Γκουτιέρεθ βρίσκεται σε θεωρητικά πιο ευνοημένο περιβάλλον, όπου τα προβλήματα είναι συχνά «πολυτελείας», πιο συγκεκαλυμμένα – όχι λιγότερο άγρια, ωστόσο, τηρουμένων των αναλογιών. Σε αυτό που λες έχεις δίκιο, σε πιάνουν κι οι τρεις αυτοί απ’ τον λαιμό, ο καθένας με διαφορετικό τρόπο. Ίσως είναι μια εποχή που οι συγγραφείς θέλουν να μιλάνε χωρίς περιστροφές κι οι αναγνώστες αντίστοιχα αυτό να περιμένουν να διαβάσουν.
Β.Μ: Αφού σου δώσω για άλλη μια φορά συγχαρητήρια για τη σπουδαία σου δουλειά στη μετάφραση του βιβλίου, πες μου: ποια ήταν τα ρίσκα που πήρες για την μετάφραση, ποιες ήταν οι δύσκολες αποφάσεις που κλήθηκες να πάρεις; Μιλάμε για ένα έργο με έντονο ρυθμό, έντονη προφορικότητα (με στοιχεία παραληρηματικά) που φαντάζομαι θα είχε σημεία παγίδες!
Αυτό το βιβλίο όταν το πρωτοείδα είπα αμάν, δύσκολο. Όμως. Η πρώτη σκηνή που άνοιξα και διάβασα τυχαία με έκανε αμέσως να καταλάβω ότι θα το αγαπήσω. Όπως και έγινε. Γέλασα, ένιωσα αγωνία, στεναχώρια, έκπληξη, το ευχαριστήθηκα τόσο πολύ που δεν μπορώ να σου περιγράψω. Επειδή η μετάφρασή του συνέπεσε με τις καραντίνες, δυσκολεύτηκα στην αρχή· δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, το άφηνα για καιρό, αυτή ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία. Ακριβώς όμως επειδή μου άρεσε τόσο, ήταν σαν να έχω ένα παιδί μέσα στο σπίτι που με τραβούσε από το μπατζάκι για να σηκωθώ. Ή και σκυλί, ό,τι προτιμά ο καθένας. Οι δυσκολίες του βιβλίου είναι κυρίως η πυκνότητα. Χρειάζεται διπλή και τριπλή προσπάθεια για να αποκωδικοποιήσεις τις φράσεις και να μπορέσεις μετά να τις ξανασυνθέσεις με ανάλογη πυκνότητα. Επίσης, μπορεί να πέσεις στην παγίδα να μιλάς εσύ αντί για τον ήρωα και τον συγγραφέα, όταν το ύφος είναι τόσο προσωπικό και όχι εντελώς ξένο ως προς εσένα· να ακούγεσαι εσύ (ο μεταφραστής) πιο πολύ απ’ αυτούς. Θέλω να πιστεύω ότι το απέφυγα.
Β.Μ: – Πάντως το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό!
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Μάρτης 2022
Ιφιγένεια Ντούμη
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο ΕΚΠΑ, λογοτεχνική μετάφραση στο ΕΚΕΜΕΛ και Υποκριτική στη δραματική σχολή «Αρχή». Τον Μάιο του 2018 εξέδωσε το πρώτο της βιβλίο με τίτλο Love me tender από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν. Υπό έκδοση είναι η νέα της ποιητική συλλογή Όλα μ’ αρέσουν, από τις εκδόσεις Καστανιώτη.