Scroll Top

Η κολεκτιβοποίηση στην Ισπανία 1936-1939

dsh

Η κολεκτιβοποίηση στην Ισπανία 1936-1939

Λουκής Χασιώτης

Εκδόσεις των Ξένων

———————————–

Εισαγωγή

Νίκος Νικολαΐδης – Λουκής Χασιώτης

(*Γλωσσάρι, στο τέλος της εισαγωγής)

 

 

Ιστορική σημασία και επικαιρότητα της κολεκτιβιστικής οικονομίας

Η κολεκτιβοποίηση στην Ισπανία στα 1936-1939 προκάλεσε από την πρώτη στιγμή διαφορετικές αντιδράσεις, από την αμέριστη αποδοχή και υποστήριξη μέχρι την καταγγελία, την υπονόμευση και τη δυσφήμιση. Οι αντίπαλοί της την εποχή εκείνη, συντηρητικοί, φιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες και σταλινικοί, κατηγόρησαν τους αναρχικούς ότι είχαν αποσπάσει με τη βία τη γη από τα χέρια των αγροτών, γεγονός που έπληττε την ανεξαρτησία τους και είχε καταστροφικές συνέπειες για την αγροτική παραγωγή, ή πάλι ότι οι καταλήψεις εργοστασίων είχαν αποξενώσει τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες των οποίων την υποστήριξη είχε ανάγκη η Δημοκρατία. Οι κατηγορίες αυτές ανταποκρίνονταν μάλλον στην εμπειρία της κολεκτιβοποίησης –για την ακρίβεια, της κρατικοποίησης– της γης στη Σοβιετική Ένωση, η οποία είχε πράγματι ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της παραγωγής αλλά και το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων, είτε εξαιτίας του επακόλουθου λιμού είτε λόγω των αναγκαστικών μετακινήσεων και των μαζικών εκτελέσεων. Από την άλλη, οι αναρχικοί και πολλοί συμπαθούντες εξύμνησαν τις κολεκτίβες της Ισπανίας για τον εθελοντικό και ελευθεριακό τους χαρακτήρα, την αποτελεσματικότητά τους και, πάνω απ’ όλα, ως δείγμα ενός νέου κόσμου ισότητας και δικαιοσύνης, ως απόδειξη ότι η αναρχική κοινωνία δεν αποτελούσε ουτοπία, αλλά μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Μολονότι το πείραμα της αυτοδιαχειριζόμενης οικονομίας δεν περιορίστηκε στην Ισπανία την περίοδο του Εμφυλίου, αλλά εμφανίστηκε και σε άλλες περιόδους, με διαφορετικές μορφές, σε όλα τα πλάτη και τα μήκη της γης (στη Γερμανία, τη Ρωσία και την Ιταλία αμέσως μετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στα εβραϊκά κιμπούτς, στη Γιουγκοσλαβία, την Αλγερία και την Ινδονησία μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στις ΗΠΑ, την Ιταλία και τη Χιλή στη δεκαετία του 1970, στη Λατινική Αμερική στις αρχές του 21ου αιώνα), ήταν εκεί που απέκτησε την ευρύτερή του διάσταση, γεγονός που κάνει την ισπανική περίπτωση μοναδική στη νεότερη ιστορία, το πλέον χαρακτηριστικό πείραμα εργατικής αυτοδιεύθυνσης, το πιο κλασικό παράδειγμα αναρχοσυνδικαλιστικής οικονομικής οργάνωσης μέχρι σήμερα. [1]

Γι’ αυτό, άλλωστε, η εμπειρία της ισπανικής κολεκτιβοποίησης παραμένει μέχρι τις μέρες μας ένα από τα βασικά επιχειρήματα των αναρχικών και γενικότερα της ελευθεριακής αριστεράς ότι η αυτοδιαχείριση δεν αποτελεί ιδεοληψία μίας χούφτας αντικαπιταλιστών, αλλά είναι εφικτή, εφαρμόσιμη και λειτουργική. Το ζήτημα μάλιστα αποκτάει νέα διάσταση στις σημερινές συνθήκες κρίσης του καπιταλισμού, και μάλιστα όχι μονάχα ως επαναστατική ρητορεία, αλλά ως πολιτική που εφαρμόζεται από τα κάτω (και που ενίοτε αναγνωρίζεται και από τα πάνω), όπως δείχνουν τα παραδείγματα των κατειλημμένων από το 2001 εργοστασίων της Brukman και της Zanon στην Αργεντινή. Προφανώς τα σημερινά δεδομένα είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα της Ισπανίας του Μεσοπολέμου: η καπιταλιστική οικονομία είναι περισσότερο παγκοσμιοποιημένη παρά ποτέ και έχει διεισδύσει πλήρως σε κάθε πτυχή της ζωής μας. η βιομηχανική εργατική τάξη ως επαναστατικό υποκείμενο δεν υφίσταται πλέον, τουλάχιστον με τη μορφή που είχε παλιότερα. ο παραδοσιακός συνδικαλισμός έχει σε μεγάλο βαθμό απαξιωθεί πολιτικά, ηθικά και κοινωνικά. τα πολιτικά δόγματα και η μοναδική αλήθεια που αντιπροσώπευε το κόμμα ή το συνδικάτο, επίσης. Ταυτόχρονα, όμως, η κρίση της καπιταλιστικής οικονομίας, με την κοινωνική υποβάθμιση, την ανασφάλεια και την κατάρρευση των αξιωμάτων περί υπεροχής της ελεύθερης αγοράς ή περί τέλους της ιστορίας που τη συνοδεύουν, οδηγεί και πάλι στο ανακάτεμα της τράπουλας. Η αυτοδιαχείριση στα εργοστάσια και τις υπηρεσίες γίνεται όχι μοναχά ένας εφικτός στόχος, αλλά μία αναγκαία προϋπόθεση για τους εργάτες που δεν θέλουν να χάσουν τη δουλειά τους. Οι καταλήψεις γης από τους αγρότες στην Ονδούρα, τη Βραζιλία, τη Νότια Αφρική, την Ινδία κ.α. αποδεικνύουν την αυξανόμενη αντίσταση στις νέες «περιφράξεις» σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ οι διάφορες σύγχρονες εκδοχές κολεκτίβων και της κοινωνικής ή αλληλέγγυας οικονομίας, σε συνδυασμό με τις αντιλήψεις για μια διαφορετική μορφή ανάπτυξης (ή «αποανάπτυξης»), που θα σέβεται το περιβάλλον και θα θέτει την κοινωνική προστασία, την ισότητα και τη δημοκρατία πάνω από τα κέρδη, κερδίζουν ολοένα και περισσότερο έδαφος. Αναμφίβολα, όλα αυτά τα σύγχρονα εγχειρήματα χαρακτηρίζονται από αντιφάσεις, συμβιβασμούς, ηθικά ή άλλα διλήμματα. Αντίστοιχες όμως ήταν και οι αντιφάσεις της ισπανικής κολεκτιβοποίησης. Με αυτήν την έννοια, η μελέτη αυτής της εμπειρίας και η κριτική προσέγγισή της αποτελεί σήμερα μία αναγκαιότητα περισσότερο ίσως επίκαιρη παρά ποτέ, κι αυτός είναι ο λόγος που επιστρέφουμε ξανά σ’ αυτήν: για να εμπνευστούμε από τα επιτεύγματά της αλλά και να μάθουμε από τα προβλήματά της.

Εμφύλιος και κοινωνική επανάσταση στην Ισπανία

Η μοίρα της κολεκτιβοποίησης στην Ισπανία συνδέθηκε αναπόφευκτα με την εξέλιξη του Εμφυλίου και της κοινωνικής επανάστασης, της οποίας άλλωστε η ίδια αποτέλεσε κορυφαίο χαρακτηριστικό. Η κολεκτιβοποίηση ασφαλώς επηρέασε τις πολιτικές και στρατιωτικές εξελίξεις, κυρίως όμως επηρεάστηκε από αυτές. Επομένως, είναι απαραίτητο να κάνουμε αρχικά ορισμένες παρατηρήσεις για το γενικότερο ιστορικό πλαίσιο του ζητήματος, προκειμένου να καταλάβουμε τις συνθήκες που οδήγησαν στις ισπανικές κολεκτίβες και τους προσέδωσαν τα συγκεκριμένα τους χαρακτηριστικά.

Όπως είναι γνωστό, ο ισπανικός εμφύλιος ξεκίνησε ταυτόχρονα με το πραξικόπημα των στρατιωτικών με επικεφαλής τον στρατηγό Φρανθίσκο Φράνκο (Francisco Franco, 1892-1975) στις 17 Ιουλίου 1936 εναντίον της κυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου (του συνασπισμού δημοκρατικών, αριστερών, βασκικών και καταλανικών κομμάτων). Το πραξικόπημα επικράτησε γρήγορα σε περιοχές που παραδοσιακά υποστήριζαν τα φιλομοναρχικά και δεξιά κόμματα ή εκεί που η καθυστερημένη αντίδραση της κυβέρνησης επέτρεψε στους στρατιωτικούς να πάρουν τον έλεγχο της κατάστασης (Παλιά Καστίλλη, Λεόν, Ναβάρα, Γαλικία, τμήματα Ανδαλουσίας, Αραγωνίας, Καστίλλης). Αντίθετα, πιστές στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας έμειναν οι περισσότερες από τις μεγάλες πόλεις με τις περιφέρειές τους (Μαδρίτη, Βαρκελώνη, Βαλένθια, Μπιλμπάο, Μούρθια, Μάλαγα), χάρη στην ισχυρή παρουσία της αναρχοσυνδικαλιστικής Εθνικής Συνομοσπονδίας Εργασίας (Confederación Nacional del Trabajo, CNT), της σοσιαλιστικής Γενικής Ένωσης Εργατών (Unión General de Trabajadores, UGT) και των αριστερών πολιτικών κομ- μάτων. Ο Εμφύλιος εξελίχθηκε σε πόλεμο φθοράς ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα που ονομάστηκαν γενικά (και εν μέρει απλουστευτικά) Δημοκρατικοί και Εθνικιστές (ή φρανκιστές). Το πρώτο στρατόπεδο συγκροτούσαν σε πολιτικό επίπεδο τα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου σε συμμαχία με τη CNT και την Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία (Federación Anarquista Ibérica, FAI), και σε κοινωνικό επίπεδο ακτήμονες εργάτες γης, μικροκτηματίες, η εργατική και υπαλληλική τάξη των πόλεων και μερίδα των φιλελεύθερων αστών. Το δεύτερο στρατόπεδο υποστήριζαν οι παραδοσιακοί συντηρητικοί – φιλομοναρχικοί πολιτικοί και οι φασίστες, οι στρατιωτικοί, η Εκκλησία, οι μεγαλογαιοκτήμονες του νότου, η μεσαία αγροτική τάξη του βορρά και το μεγαλύτερο τμήμα της μεγαλοαστικής τάξης. [2]

Από την αρχή, οι Εθνικιστές είχαν σημαντικά συγκριτικά πλεονεκτήματα που καθόρισαν αποφασιστικά την πορεία του πολέμου: Το στρατόπεδό τους, αν και πολυσυλλεκτικό, είχε ενιαία διοίκηση· διέθετε τακτικά στρατεύματα, μέρος των οποίων είχε την απαραίτητη πολεμική εμπειρία από τις αποικιακές μάχες στο ισπανικό Μαρόκο· δέχτηκε μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη βοήθεια από την φασιστική Ιταλία και τη ναζιστική Γερμανία που, σε συνδυασμό με την «ουδετερότητα» της Γαλλίας και της Βρετανίας, έκανε αδύνατη τη νίκη των Δημοκρατικών με στρατιωτικά μέσα· και, επιπλέον, ήλεγχε τις πιο παραγωγικές περιοχές της χώρας (πεδιάδες Ανδαλουσίας, Παλιάς Καστίλλης), γεγονός που επέτρεψε τον καλύτερο εφοδιασμό του με τρόφιμα και του έδωσε τη δυνατότητα να συντηρεί το στρατό του και τα μετόπισθεν χωρίς την ανάγκη εισαγωγών. Αντίθετα οι Δημοκρατικοί, αν και κατάφεραν να αποτρέψουν τη γρήγορη νίκη των πραξικοπηματιών, απαρτίζονταν από πολιτικές και κοινωνικές ομάδες με αντικρουόμενα συχνά συμφέροντα, υπολείπονταν των αντιπάλων τους σε στρατιωτικό εξοπλισμό, δεν έλαβαν εξωτερική κρατική υποστήριξη παρά μονάχα από τη Σοβιετική Ένωση και δευτερευόντως από το Μεξικό, ενώ η διεθνής αλληλεγγύη, μολονότι πραγματικά ηρωική και χρήσιμη, όπως απέδειξε η δράση των Διεθνών Ταξιαρχιών, δεν ήταν αρκετή για να ανατρέψει τα δεδομένα. Επιπλέον, σε ό,τι αφορά την επαναστατική προοπτική του Εμφυλίου, η διεθνής πολιτική συγκυρία δεν παρακολουθούσε τις εξελίξεις στην Ισπανία. Ο επαναστατικός χαρακτήρας του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη είχε εξουδετερωθεί, είτε από τις φασιστικές, ναζιστικές και σταλινικές εκ- καθαρίσεις είτε από τη διεθνή οικονομική ύφεση και την ανεργία είτε από τις προσπάθειες ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο πολιτικό σύστημα, όπως συνέβη στη Γαλλία με τη δική της κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου. Συνεπώς, μια γενικευμένη επαναστατική δραστηριότητα που θα αποτελούσε την καλύτερη δυνατή εκδήλωση αλληλεγγύης στην ισπανική επανάσταση δεν ήταν εκείνη τη στιγμή πιθανή. Από τα παραπάνω βγαίνει εύκολα το συμπέρασμα ότι ένας μακρύς πόλεμος φθοράς, όπως εξελίχτηκε ο ισπανικός εμφύλιος, λειτουργούσε υπέρ των Εθνικιστών. Ο ίδιος τύπος πολέμου ευνόησε τελικά τους οπαδούς του συγκεντρωτισμού στο εσωτερικό του στρατοπέδου των Δημοκρατικών και την ανασυγκρότηση του κρατικού μηχανισμού, χάρη βέβαια στην ενεργό υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης που έκανε ό,τι μπορούσε για να αποδυναμώσει την κοινωνική επανάσταση στην Ισπανία τόσο επειδή δεν την ήλεγχε (το Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας [Partido Comunista de España, PCE] είχε εξαιρετικά περιορισμέ- νη απήχηση στις αρχές του Εμφυλίου) όσο και επειδή δεν την ήθελε (στη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου η ΕΣΣΔ είχε προσανατολιστεί στη συνεργασία με τις δυτικές κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις στο πλαίσιο της εναντίωσης στη ναζιστική Γερμανία, εξ ου και η πολιτική των Λαϊκών Μετώπων, ενώ την άνοιξη του 1939, παράλληλα με το τέλος του πολέμου στην Ισπανία, άρχιζε η νέα γραμμή του Στάλιν για αποκατάσταση σχέσεων με τη ναζιστική Γερμανία).

Αφού ξέσπασε το πραξικόπημα, και μετά από αρκετή καθυστέρηση, η κυβέρνηση της Μαδρίτης αποφάσισε να εξοπλίσει τα εργατικά συνδικάτα, βλέποντας ότι οι αντίπαλοί της δεν είχαν καμία διάθεση για συμβιβασμό. Αυτό στην πράξη σήμαινε εκχώρηση μέρους της εξουσίας της στις εργατικές οργανώσεις, γεγονός που έδωσε επαναστατικό χαρακτήρα στον αντιφασιστικό αγώνα. Τους πρώτους μήνες μετά το πραξικόπημα, όπου δεν κατάφεραν να επικρατήσουν οι Εθνικιστές, οι αντιφασιστικές επιτροπές (συγκροτημένες από τα κόμματα που στήριζαν το Λαϊκό Μέτωπο και τα συνδικάτα της CNT και της UGT) αντικατέστησαν τις τοπικές αρχές. Στη Βαρκελώνη η εξέλιξη αυτή, όπως είναι γνωστό, οδήγησε στο να πάρουν τον έλεγχο της πόλης οι πολιτοφυλακές της CNT. Είναι διάσημο το στιγμιότυπο που ο πρόεδρος της καταλανικής τοπικής κυβέρνησης (Ζενεραλιτάτ/ Generalitat [3]), Λουίς Κομπανίς (Lluís Companys i Jover, 1882-1940), παρέδωσε την εξουσία της πόλης στους εκπροσώπους της CNT, αλλά αυτοί αρνήθηκαν, αντιπροτείνοντας τη συγκρότηση της Επιτροπής Αντιφασιστικών Πολιτοφυλακών που θα λειτουργούσε παράλληλα με τη Ζενεραλιτάτ.

Για το ζήτημα της στάσης που κράτησε η ηγεσία της CNT-FAI κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου έχουν χυθεί τόνοι μελανιού κι έχουν σημειωθεί πολλές αντιπαραθέσεις και διασπάσεις τόσο στο εσωτερικό των δύο οργανώσεων όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, στους κόλπους του αναρχικού κινήματος. Εκ των υστέρων, βέβαια, είναι εύκολο να ασκείται έντονη κριτική. Επιφανή στελέχη της CNT και της FAI, όπως η Φεντερίκα Μοντσένι (Federica Montseny i Mañé, 1905-1994) και ο Γκαρθία Ολιβέρ (Juan García Oliver, 1901-1980) υποστήριξαν μεταπολεμικά ότι, από τη στιγμή που οι αναρχικοί δεν επρόκειτο να αναλάβουν την εξουσία για λόγους αρχών, η συνεργασία με το Λαϊκό Μέτωπο αποτελούσε μονόδρομο, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα επικρατούσαν άνετα οι Εθνικιστές και θα επέβαλλαν μία φασιστική δικτατορία που θα εξουδετέρωνε τη δύναμη των εργατικών συνδικάτων. Η ίδια η ιστορία επαλήθευσε με τον πλέον δραματικό τρόπο το σκεπτικό αυτό. Ένα ακόμα επιχείρημα της ηγεσίας της CNT-FAI ήταν ότι η συμμετοχή της στην κυβέρνηση μπορούσε να νομιμοποιήσει τις επαναστατικές αλλαγές των πρώτων μηνών και να προστατεύσει τα συμφέροντα των εργατών, κάτι που αποδείχτηκε φρούδα ελπίδα. Είναι αλήθεια ότι τον Σεπτέμβριο του 1936 η εθνική ολομέλεια των περιφερειακών επιτροπών της CNT πρότεινε την αντικατάσταση της κυβέρνησης Λαϊκού Μετώπου από ένα Εθνικό Συμβούλιο Άμυνας στο οποίο θα κυριαρχούσαν τα συνδικάτα και το οποίο θα αποτελούσε μια μορφή επαναστατικής κυβέρνησης, θα είχε δηλαδή την εξουσία να δημιουργήσει ενιαία στρατιωτική πολιτοφυλακή με υποχρεωτική στράτευση προκειμένου να κερδίσει τον πόλεμο. Αλλά η πρόταση αυτή δεν υποστηρίχτηκε επαρκώς ούτε από τους ίδιους τους αναρχοσυνδικαλιστές, οι οποίοι δύο μήνες αργότερα αποφάσισαν να συμμετάσχουν επισήμως στην κυβέρνηση των Δημοκρατικών. Η ιδέα μίας εναλλακτικής συγκεντρωτικής δομής που θα βασιζόταν σε επιτροπές από τα κάτω και στην άμεση δημοκρατία, δηλαδή στη συνεργασία της CNT με την αριστερή τάση της UGT και το Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενότητας (Partido Obrero de Unificación Marxista, POUM) εκφράζεται μέχρι και τις μέρες μας, συχνά από φιλοτροτσκιστές διανοητές που ασκούν κριτική στους αναρχοσυνδικαλιστές για την έλλειψη σοβαρής ταξικής ανάλυσης ή πολιτικής στρατηγικής. Άλλοι πάλι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν τη στάση της CNT στον Εμφύλιο με βάση τις δύο ανταγωνιστικές τάσεις στο εσωτερικό της οργάνωσης: των υποστηρικτών της FAI και οπαδών της άμεσης δράσης, και των «πραγματιστών» της CNT που τάσσονταν υπέρ της συμμαχίας ή ακόμα και της συμμετοχής στις εκλογές και στην κυβέρνηση.

Οι παραπάνω ενστάσεις φαίνονται βέβαια εύλογες, αλλά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα της δεδομένης στιγμής. Πράγματι, η CNT δεν επιχείρησε να επιβάλει κάποιο συγκεντρωτικό επαναστατικό σχέδιο, δείχνοντας, θα μπορούσαμε να πούμε, εμπιστοσύνη στην επαναστατική δημιουργικότητα της εργατικής τάξης (βρισκόταν άλλωστε επί μία 5ετία σε διαδικασία «επαναστατικής προετοιμασίας»). Το POUM από τη μεριά του αμφιταλαντευόταν επίσης ανάμεσα στη συνεργασία με το Λαϊκό Μέτωπο (το οποίο άλλωστε στήριζε) και στην ενίσχυση του ρόλου των συνδικάτων (στα οποία η επιρροή του ήταν περιορισμένη), τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που έγινε φανερό ότι οι πράκτορες του Στάλιν είχαν αποφασίσει να το διαλύσουν. Η παλιά διάσταση ανάμεσα στην επαναστατική και στην πραγματιστική τάση της CNT είχε επίσης ξεπεραστεί την εποχή εκείνη – αρκεί να σκεφτούμε ότι εξέχοντα στελέχη της FAI, όπως ο Ντουρούτι (José Buenaventura Durruti Dumange, 1896-1936) και ο Γκαρθία Ολιβέρ [4] ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της συμμαχίας με τη Δημοκρατία.

Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε πάντα ότι η CNT κάθε άλλο παρά κυριαρχούσε στο αντιφασιστικό στρατόπεδο, όχι μονάχα σε πολιτικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο κοινωνικής επιρροής των απόψεών της: Ακόμα και στην Καταλωνία η δύναμή της βρισκόταν κυρίως στη Βαρκελώνη, αλλά όχι και στην ύπαιθρο όπου οι μικροϊδιοκτήτες ή ενοικιαστές γης συντάσσονταν παραδοσιακά με την καταλανική κεντροαριστερά. Σε άλλες περιοχές, όπως η Μαδρίτη, η Χώρα των Βάσκων ή η Εξτρεμαδούρα, η ισχύς της ήταν περιορισμένη και η συνεργασία με την UGT και την κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου ήταν απαραίτητη προκειμένου να σταθεροποιήσει τη θέση της και να κερδίσει μεγαλύτερη απήχηση.

Επομένως, η ταυτόχρονη σύγκρουση με τους Εθνικιστές και τους Δημοκρατικούς ήταν ανέφικτη και ανεπιθύμητη, τόσο σε επίπεδο ηγεσίας όσο και βάσης. Αντίθετα, αυτό που απασχο λούσε πρωτίστως εκείνη τη στιγμή τους περισσότερους αναρχικούς ήταν ο κίνδυνος του φασισμού, ενώ, από την άλλη, ο ενθουσιασμός των πρώτων ημερών έκανε πολλούς να πιστεύουν στην ενότητα του αντιφασιστικού αγώνα και της επανάστασης. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας και το εχθρικό ή αδιάφορο προς επαναστατικές λύσεις διεθνές ή ευρωπαϊκό περιβάλλον, η αποστασιοποίηση της CNT από το στρατόπεδο των Δημοκρατικών δεν είχε καμία τύχη. Σε κάθε περίπτωση, η άρνησή της να αναλάβει τον έλεγχο της Καταλωνίας το καλοκαίρι του 1936 δεν επηρέασε ιδιαίτερα την τελική έκβαση του πολέμου. Αυτή κρίθηκε από τους παράγοντες που προαναφέρθηκαν και, κυρίως, από την παράτασή του, η οποία ευνοούσε το στρατόπεδο που είχε περισσότερο ενιαίους στόχους, περισσότερους πόρους και μεγαλύτερη στρατιωτική βοήθεια από το εξωτερικό. [5]

Αδιαμφισβήτητα, η στάση της CNT-FAI υπήρξε αποφασιστικής σημασίας για την μετέπειτα εξέλιξη των συσχετισμών εντός του στρατοπέδου των Δημοκρατικών και για την πορεία της κοινωνικής επανάστασης. Η συμμετοχή του αναρχοσυνδικαλιστικού κινήματος στην κυβέρνηση το οδήγησε πολύ γρήγορα σε αλλεπάλληλους συμβιβασμούς, αποδυναμώνοντας σταθερά την επιρροή του και, αντίστοιχα, ενισχύοντας τη δύναμη της κεντρικής και της καταλανικής κυβέρνησης και γενικότερα των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Ακό- μα περισσότερο, η συμμετοχή της CNT τόσο στην Ζενεραλιτάτ όσο και στην κεντρική κυβέρνηση όχι μονάχα υπονόμευσε την ανεξαρτησία της, αλλά επιπλέον οδήγησε στη δημιουργία μίας νέας ελίτ συνδικαλιστών, η οποία κάλυψε τα κενά του κρατικού μηχανισμού στη διοίκηση, την οικονομία και το στρατό ακολουθώντας διαχειριστική παρά επαναστατική λογική. [6]

Η κρίση του Μαΐου του 1937 στη Βαρκελώνη, που κατέληξε στην επικράτηση των κυβερνητικών αρχών και των σταλινικών και, αντίστοιχα, στη μείωση της επιρροής της CNT και στη διάλυση του POUM, έβαλε τέρμα στις ελπίδες για κοινωνική επανάσταση. Στο εξής η πολιτική των Δημοκρατικών θα χαρακτηριζόταν από έναν ολοένα και αυξανόμενο συγκεντρωτισμό και θα οδηγούσε σταδιακά στην ανάκληση πολλών από τις επαναστατικές αλλαγές που είχαν συντελεστεί στην προηγούμενη περίοδο. Η κολεκτιβοποίηση υποχώρησε και τέθηκε υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο των κυβερνητικών αρχών, πολλές από τις κολεκτιβοποιημένες επιχειρήσεις επιστράφηκαν στους ιδιοκτήτες τους ή κρατικοποιήθηκαν, ενώ οι πολιτοφυλακές αντικαταστάθηκαν ή ενσωματώθηκαν στον νέο Λαϊκό Δημοκρατικό Στρατό (Ejército Popular Republicano, EPR) που βρισκόταν υπό την επιρροή του PCE και της Μόσχας. Αλλά ούτε αυτές οι ανατροπές έσωσαν τελικά την Ισπανική Δημοκρατία από την κατάρρευση και την ολοκληρωτική ήττα, η οποία επήλθε οριστικά στις αρχές του 1939.

Η εξέλιξη της κολεκτιβοποίησης

Αν και οι απαλλοτριώσεις γης είχαν αρχίσει ατύπως πριν ακόμα από το πραξικόπημα της 17ης Ιουλίου, στο αμέσως επόμενο διάστημα απέκτησαν χαρακτήρα μαζικής κοινωνικής επανάστασης. Ωστόσο, η επικράτηση του στρατού του Φράνκο στις πιο παραγωγικές περιοχές της χώρας (ιδιαίτερα στους τομείς των σιτηρών και της κτηνοτροφίας) δημιούργησε πολύ σύντομα ένα ανυπέρβλητο πρόβλημα έλλειψης τροφίμων στη ζώνη των Δημοκρατικών, ιδιαίτερα μάλιστα στα μεγάλα αστικά κέντρα που παρέμεναν στα χέρια τους. Οι Δημοκρατικοί βέβαια ήλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας της χώρας, αλλά δεν διέθεταν τις απαραίτητες πρώτες ύλες, ενώ έχασαν και το μεγαλύτερο κομμάτι της εσωτερικής αγοράς, που τέθηκε υπό τον έλεγχο των Εθνικιστών.

Από την άλλη πλευρά, διατηρώντας τον έλεγχο του κρατικού χρυσού και των μεγαλύτερων τραπεζών, είχαν περισσότερες δυνατότητες για πιστώσεις και δάνεια. Οι ξένοι επενδυτές όμως υποστήριξαν, όπως ήταν λογικό, τους Εθνικιστές και σαμποτάρισαν τις προσπάθειες των Δημοκρατικών να βρουν βοήθεια από το εξωτερικό, στρέφοντάς τους έτσι αναγκαστικά στην ΕΣΣΔ, ενώ, ταυτόχρονα, ο έλεγχος των πι- στώσεων από την κεντρική εξουσία έδινε σε αυτήν τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στη λειτουργία των κολεκτιβοποιημένων γαιών και επιχειρήσεων. [7]

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες πραγματοποιήθηκε η κολεκτιβοποίηση στην ύπαιθρο και στις πόλεις της ζώνης των Δημοκρατικών. Σε αντίθεση με ό,τι είχε συμβεί στη Σοβιετική Ένωση, δεν υπήρξε κανένα κοινό πρότυπο για την κολεκτιβοποίηση, ούτε κάποια επαναστατική δύναμη πρόθυμη να επιβάλει τη γενικευμένη κολεκτιβοποίηση με τη βία. Συνδικαλιστικές επιτροπές ή ακόμα και αυθόρμητες πρωτοβουλίες εργαζομένων άρχισαν να καταλαμβάνουν επιχειρήσεις και κτήματα που ανήκαν σε ιδιοκτήτες φιλικά προσκείμενους στους πραξικοπηματίες, οι οποίοι κατά κανόνα είχαν εγκαταλείψει τις περιουσίες τους μόλις έγινε φανερό ότι η περιοχή τους δεν θα περνούσε στον έλεγχο των στρατιωτικών. [8]

Το κύμα των κολεκτιβοποιήσεων στηρίχτηκε στην ισχυρή προ- καπιταλιστική παράδοση κολεκτιβισμού που υπήρχε ακόμα στην Ισπανία την εποχή του Μεσοπολέμου. Σε αντίθεση με την κλασική μαρξιστική ανάλυση που θεωρεί αναχρονιστική και «ιστορικά αντιδραστική» την παράδοση αυτή, υποστηρίζοντας την αποσύνθεση της τοπικής οικονομίας της υπαίθρου και την προλεταριοποίηση των αγροτών ως απαραίτητο βήμα για τη μετάβαση στον κομμουνισμό, οι ισπανοί αναρχικοί την αξιοποίησαν προς όφελος της αυτοδιεύθυνσης και της αλληλεγγύης. Οι χωρικοί της Αραγωνίας, για παράδειγμα, δεν βίωσαν αναγκαστικά μία ρήξη με το παρελθόν με την κατάργηση της μισθωτής εργασίας, επειδή και με τις παλιότερες συνθήκες εργασίας δεν έβλεπαν συχνά χρήματα στο σπίτι τους, αλλά πληρώνονταν συνήθως σε είδος. [9] Αλλά και οι εργαζόμενοι στη Βαρκελώνη ή σε άλλα αστικά κέντρα της Ισπανίας δεν είχαν αποκοπεί πλήρως από τις προκαπιταλιστικές σχέσεις των αγροτών και των χειροτεχνών, διατηρώντας στη μνήμη τους μια ζωντανή προκαπιταλιστική κουλτούρα, διακριτή από τις συνήθειες και τις συνθήκες ζωής των προλετάριων στις προηγμένες βιομηχανικές κοινωνίες της Ευρώπης. Όπως λέει ο Μπούκτσιν (Murray Bookchin, 1921-2006), τα πεπρωμένα του ισπανικού αναρχισμού εξαρτιόταν από την ικανότητά του να οργανώσει αντιεξουσιαστικές μορφές οργάνωσης που θα αποτελούσαν σύνθεση των προκαπιταλιστικών κολεκτιβιστικών παραδόσεων του χωριού, της βιομηχανικής οικονομίας και της αστικοποιημένης κοινωνίας. [10]

Η σύνθεση αυτή επιχειρήθηκε βέβαια κατεξοχήν στη Βαρκελώνη, όπου το αναρχοσυνδικαλιστικό κίνημα ήταν κυρίαρχο στο αντιφασιστικό στρατόπεδο, τουλάχιστον κατά τον πρώτο χρόνο του Εμφυλίου. Το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανίας και ένα σημαντικό μέρος των υπηρεσιών της πόλης τέθηκε αμέσως υπό τον έλεγχο των συνδικάτων, πρωτίστως της CNT και δευτερευόντως της UGT και του POUM. Ένας ανεξάρτητος αριστερός παρατηρητής, ο Φραντς Μπόρκεναου (Franz Borkenau, 1900-1957), περιέγραψε τις εντυπώσεις του από το πρώτο κύμα της κολεκτιβοποίησης στη Βαρκελώνη: Το ποσοστό των απαλλοτριώσεων των πρώτων ημερών μετά τη 19η Ιουλίου είναι σχεδόν απίστευτο. Τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία, με μία ή δύο εξαιρέσεις, δημεύθηκαν όλα από τις οργανώσεις της εργατικής τάξης (και δεν πυρπολήθηκαν, όπως γράφτηκε σε πολλές εφημερίδες). Το ίδιο συνέβη και με τα μεγάλα μαγαζιά… Μας είπαν ότι στην πράξη όλοι οι εργοστασιάρχες είτε είχαν φύγει είτε είχαν σκοτωθεί και ότι τα εργοστάσια είχαν αναλάβει οι εργάτες. Παντού μεγάλες αφίσες στις προσόψεις εντυπωσιακών κτιρίων διακηρύσσουν το γεγονός της απαλλοτρίωσης, εξηγώντας είτε ότι η διαχείριση βρίσκεται πλέον στα χέρια της CNT είτε ότι κάποια συγκεκριμένη οργάνωση έχει απαλλοτριώσει το συγκεκριμένο κτίριο… Από πολλές απόψεις, ωστόσο, η ζωή είναι πολύ λιγότερο διαταραγμένη απ’ όσο περίμενα μετά τις αναφορές των ξένων εφημερίδων. Τα τραμ και τα λεωφορεία κινούνται κανονικά, το νερό και το ηλεκτρικό δουλεύουν… Όλες οι εκκλησίες έχουν καεί, με την εξαίρεση του καθεδρικού με τους ανεκτίμητους καλλιτεχνικούς θησαυρούς του που η Ζενεραλιτάτ κατάφερε να διασώσει… Αλλά εκτός από τις εκκλησίες και ένα κοσμικό κτίριο δεν έχει υπάρξει άλλος εμπρησμός. [11]

Αντίστοιχες κινήσεις έγιναν και σε άλλες πόλεις της ζώνης των Δημοκρατικών, αν και σε μικρότερο βαθμό, γιατί εκεί η CNT δεν ήταν τόσο ισχυρή όσο στη Βαρκελώνη. Σε πόλεις όπως η Μαδρίτη ή η Βαλένθια, τα απαλλοτριωμένα εργοστάσια ιδιοκτητών που είχαν φύγει πέρασαν συνήθως στον έλεγχο του κράτους, ή υιοθετήθηκαν μικτά συστήματα εργατικής αυτοδιαχείρισης με κρατική εποπτεία. [12]

Στην ύπαιθρο τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Εκεί η κολεκτιβοποίηση ξεκίνησε είτε με πρωτοβουλία τοπικών στελεχών της CNT και της UGT είτε με παρέμβαση των πολιτοφυλακών της CNT και του POUM (που το καλοκαίρι του 1936 προέλασαν στην Αραγωνία με σκοπό την κατάληψη της Σαραγόσα, κάτι που τελικά δεν κατάφεραν). Στην Καταλωνία η CNT έπρεπε να ανταγωνιστεί τα αγροτικά συνδικάτα που συνδέονταν με τα τοπικά κεντροαριστερά κόμματα, και που υποστήριζαν τη δημιουργία συνεταιρισμών. Αντίθετα, στην Αραγωνία το κενό πολιτικής εξουσίας (οι τρεις μεγαλύτερες πόλεις της επαρχίας βρίσκονταν στα χέρια των Εθνικιστών) καλύφθηκε με τη σύσταση του

Αντιφασιστικού Συμβουλίου που βρισκόταν υπό τον απόλυτο έλεγχο της CNT. Στόχος του ήταν να ενθαρρύνει περαιτέρω την κολεκτιβοποίηση «ως μέρος της πολεμικής προσπάθειας», αλλά και να δημιουργήσει ένα πρότυπο για το μέλλον, για το πώς θα ήταν η ελευθεριακή κοινωνία. Επιπλέον, εξέφραζε την τοπική επιθυμία για αυτονομία από τις καταλανικές ελίτ (αλλά και τη συνδικαλιστική ηγεσία της Βαρκελώνης) που αντιμετώπιζαν την Αραγωνία ως αποικία τους, επιδεικνύοντας συγκεντρωτική συμπεριφορά.[13] Οι αναρχικοί πολιτοφύλακες έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη συγκρότηση των αραγωνέζικων αγροτικών κολεκτίβων, είτε ενισχύοντας τις τοπικές πρωτοβουλίες στελεχών της CNT είτε επιβάλλοντας την κολεκτιβοποίη- ση με το ζόρι.[14] Στη Χώρα των Βάσκων η τοπική κυβέρνηση απέτρεψε τις κολεκτιβοποιήσεις, αλλά δημιουργήθηκαν συνεταιρισμοί κυρίως υπό την επιρροή της UGT. Αγροτικές κολεκτίβες σχηματίστηκαν επί- σης στις περιοχές της Βαλένθια, στη Μούρθια, στην Καστίλια Λα Μάντσα, στην Εξτρεμαδούρα και στην Ανδαλουσία, συνήθως με πρωτοβουλία τοπικών στελεχών της CNT και της UGT. [15]

Η κυβέρνηση των Δημοκρατικών νομιμοποίησε με διατάγματα τις αυθόρμητες απαλλοτριώσεις και κολεκτιβοποιήσεις γαιών και επιχειρήσεων, αναγνωρίζοντας τα τετελεσμένα γεγονότα και επιδιώκοντας να ελέγξει τις κολεκτίβες και να περιορίσει την επέκτασή τους. Επιπλέον, η κολεκτιβοποίηση στη γεωργία σήμαινε συνήθως τη συνένωση μικρών ανεξάρτητων γαιών, κάτι που έδινε την ευκαιρία για πιο αποτελεσματική διαχείριση, εκμηχάνιση και συνολικά αύξηση της παραγωγής, όρους απαραίτητους για τη συνέχιση του πολέμου. Έτσι, μέχρι να ενισχύσει τη θέση της, η πολιτική εξουσία ανέχτηκε τις αγροτικές κολεκτίβες και προσπάθησε να τις κηδεμονεύσει προσανατολιζόμενη στη συνεταιριστική οικονομία. Στη βιομηχανία, τόσο η κυβέρνηση της Μαδρίτης όσο και η Ζενεραλιτάτ, έδειξαν μεγαλύτερη αποφασιστικότητα να ελέγξουν τα μέσα παραγωγής, προτάσσοντας άλλοτε την εθνικοποίηση και άλλοτε την κρατική συμμετοχή στις κολεκτιβοποιημένες επιχειρήσεις. Μετά τον Μάιο του 1937 και την αποδυνάμωση της CNT, οι επιθέσεις εναντίον των κολεκτίβων εντάθηκαν: αγροτικές κολεκτίβες διαλύθηκαν με την επέμβαση τμημάτων του Δημοκρατικού Στρατού (EPR) που ελέγχονταν από το Κομμουνιστικό Κόμμα, ενώ αρκετά εργοστάσια και υπηρεσίες επιστράφηκαν στους ιδιοκτήτες τους ή τέθηκαν υπό κρατικό έλεγχο. Οι ενέργειες αυτές δεν έπληξαν τελικά μονάχα τις ίδιες τις κολεκτίβες, αλλά απορρύθμισαν συνολικά την αγροτική και βιομηχανική παραγωγή, επιτείνοντας το πρόβλημα της έλλειψης αγαθών και εντείνοντας την κοινωνική δυσαρέσκεια. Στα τέλη του 1938 η Δημοκρατία δεν αντιμετώπιζε μονάχα την κατάρρευση στο πολεμικό μέτωπο αλλά και στα μετόπισθεν, όπου η κοινωνική επανάσταση έδωσε τη θέση της στον καιροσκοπισμό, τον κυνισμό και τον αγώνα για την προσωπική επιβίωση. [16]

Κρίσιμα προβλήματα της κολεκτιβοποίησης

Όπως είδαμε παραπάνω, οι πολιτικές εξελίξεις επέδρασαν καθοριστικά στην πορεία της κολεκτιβοποίησης, αλλά και, αντίστροφα, η οικονομική οργάνωση στα μετόπισθεν των Δημοκρατικών και οι κοινωνικές σχέσεις που αυτή δημιούργησε επηρέασαν σαφώς την εξέλιξη του Εμφυλίου και της κοινωνικής επανάστασης. Μολονότι πρόκειται για δύο πεδία που είναι δύσκολο να αντιμετωπιστούν ξεχωριστά, θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια να επικεντρωθούμε σε ορισμένα κρίσιμα προβλήματα της κολεκτιβοποιημένης οικονομίας που έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στις επιτυχίες και τις αποτυχίες της και που, κατά τη γνώμη μας, έχουν διαχρονική σημασία.

Α. Οι διαφορετικές εκδοχές οικονομικής οργάνωσης

Είπαμε ήδη ότι δεν υπήρχε κάποιο ενιαίο σχέδιο ή πρότυπο για την οργάνωση της οικονομίας στην περίοδο που εξετάζουμε. Αυτό ήταν αναπόφευκτο λόγω των διαφορετικών πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών που υπήρχαν ανά περιοχή και ανά παραγωγικό τομέα. Λειτούργησε επίσης θετικά, στο βαθμό που πρωτοβουλίες τοπικών κοινοτήτων, συνδικάτων και αυτοοργανωμένων εργαζομένων επέλεξαν οι ίδιες τη μορφή οικονομικής οργάνωσης που θεωρούσαν περισσότερο δίκαιη ή εφικτή. Υιοθετήθηκαν λοιπόν διαφορετικά σχήματα: κοινωνικοποίηση (συνένωση βιομηχανιών και υπηρεσιών ίδιων παραγωγικών τομέων, με τα συνδικάτα να διαχειρίζονται αλλά να μην είναι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων), κολεκτιβοποίηση (αυτοδιαχείριση από τους εργάτες), συνεταιρισμοί (συνεργασία κτημάτων ή επιχειρήσεων με μοίρασμα των κερδών στους ιδιοκτήτες ή μετόχους τους), κρατικοποίηση, εργατικός έλεγχος σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η ίδια η CNT ήταν διχασμένη ανάμεσα στην πλήρη κοινωνικοποίηση και στη διατήρηση της ανεξαρτησίας των κολεκτίβων. Η UGT, αντίθετα, πρότεινε τη συνεταιριστική οργάνωση των μεγάλων επιχειρήσεων και την προστασία των ιδιωτικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων.[17] Αν και στη Βαρκελώνη κολεκτιβοποιήθηκε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το 80% του δευτερογενή και του τριτογενή τομέα, η CNT διαπίστωσε σύντομα ότι οι εργάτες αντιμετώπιζαν την κολεκτίβα ως περιουσία τους, ανταγωνίζονταν με άλλες κολεκτίβες και προτιμούσαν να μοιράζονται τα κέρδη, αντί να τα δίνουν στο Οικονομικό Συμβούλιο της Καταλωνίας ή στα συνδικάτα τους – φαινόμενο που ο Γκαστόν Λεβάλ (Gaston Leval, 1895-1978) περιέγραψε ως «εργατικό νεοκαπιταλισμό».[18]  Η κοινωνικοποίηση υπήρξε αρχικά επιτυχής, αλλά δεν ολοκληρώθηκε, είτε λόγω αντιδράσεων των εργαζομένων ή άλλων συνδικάτων και πολιτικών κομμάτων είτε εξαιτίας των κυβερνητικών παρεμβάσεων, και δεν ξεπέρασε συνήθως το επίπεδο ενός μεμονωμένου βιομηχανικού κλάδου ή μιας ορισμένης αγροτικής περιοχής. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις κολεκτίβες, η διατήρηση ελλειμματικών κολεκτιβοποιημένων επιχειρήσεων, η αποτυχία επαναστατικής ανακατανομής του εργατικού δυναμικού, από βιομηχανίες που πλήττονταν από την ανεργία σε εκείνες που απεγνωσμένα ζητούσαν εργατικά χέρια, αποτέλεσαν βασικά λειτουργικά προβλήματα του μικτού οικονομικού συστήματος που εφαρμόστηκε.[19]

Β. Παραγωγικότητα και αποδοτικότητα της κολεκτιβοποίησης

Για την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα της κολεκτιβοποίησης είναι δύσκολο να μιλήσουμε με ασφάλεια, λόγω της έλλειψης επαρκών στατιστικών στοιχείων. Επιπλέον, είναι αδύνατο να γίνουν γενικεύσεις για ένα τόσο πολύμορφο σύστημα. Για την Καταλωνία που υπάρχουν αρκετές πληροφορίες, γνωρίζουμε ότι η κολεκτιβοποιημένη βιομηχανία της υπέφερε από τις ελλείψεις σε πρώτες ύλες και ενέργεια, ξένο συνάλλαγμα και πιστώσεις. Τον πρώτο χρόνο του πολέμου οι ελλείψεις αυτές οδήγησαν στη συνολική πτώση της παραγωγής κατά 30%, ενώ η ανεργία αυξήθηκε κατά 25%, παρ’ όλο που τον Σεπτέμβριο του 1936 κηρύχτηκε στρατιωτική επιστράτευση. Οι τιμές των βιομηχανικών προϊόντων αυξήθηκαν επίσης, επιβαρύνοντας δραματικά το κόστος ζωής. Στο διοικητικό επίπεδο η έλλειψη εμπειρίας και τεχνογνωσίας των εργατών που ανέλαβαν διαχειριστικές θέσεις αντισταθμίστηκε εν μέρει από τον γενικό ενθουσιασμό.[20] Πιο σοβαρό αποδείχτηκε το ζήτημα της εργατικής πειθαρχίας: πολλοί ήταν οι εργάτες που δεν ταυτίστηκαν με τους επαναστατικούς στόχους των συνδικάτων ούτε θέλησαν να επιβεβαιώσουν τον ταξικό ρόλο που αυτά τους ανέθεσαν. Η χαμηλή παραγωγικότητα, οι συχνές απουσίες από την εργασία, ακόμα και τα σαμποτάζ, οδήγησαν στελέχη της CNT να ζητήσουν σύνδεση του μισθού με την αποδοτικότητα, και τη λήψη αυστηρών μέτρων πειθαρχίας. Όπως σημειώνει ο Σάιντμαν (Michael Seidman), δίνοντας έμφαση στον υποκειμενικό, έως και καθαρά συμφεροντολογικό, χαρακτήρα της ταξικής συνείδησης,

Ενώ οι αγωνιστές ταύτιζαν την ταξική συνείδηση με τον έλεγχο και την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τη δημιουργία μιας παραγωγικίστικης επανάστασης και την ολοκληρωτική προσπάθεια για να κερδηθεί ο πόλεμος, η έκφραση της ταξικής συνείδησης πολλών εργατών περιελάμβανε τη φυγή από το χώρο και το χρόνο εργασίας, όπως πολύ συχνά έκαναν και πριν την επανάσταση.[21]

Ωστόσο, οι καταλανικές κολεκτίβες συνέχισαν να λειτουργούν και να παράγουν καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Η κολεκτιβοποίηση σήμαινε μείωση δαπανών, λόγω της (σχετικής τουλάχιστον) εξίσωσης των μισθών, των καινοτομιών που εφαρμόστηκαν, της κατάργησης των μεσαζόντων. Οι κοινωνικοποιημένες επιχειρήσεις προχώρησαν στην αναδιοργάνωση και τυποποίηση της παραγωγής, στη συγκέντρωσή της σε μεγάλες και καλύτερα εξοπλισμένες εγκαταστάσεις, εισήγαγαν στατιστικές και λογιστικούς ελέγχους, με άλλα λόγια επιχείρησαν να εξορθολογίσουν συνολικά την οικονομία της περιοχής.[22]

Τα στατιστικά στοιχεία για την παραγωγή στις αγροτικές κολεκτίβες είναι επίσης περιορισμένα ή αποσπασματικά και δεν προσφέρουν μία πλήρη εικόνα της κατάστασης. Γνωρίζουμε ότι η αγροτική παραγωγή των Δημοκρατικών έπεσε, αλλά αυτό αφορά τα συνολικά δεδομένα και όχι αποκλειστικά την κολεκτιβοποιημένη γεωργία. Το μεγαλύτερο άλλωστε μέρος της καλλιεργήσιμης γης στη ζώνη των Δημοκρατικών (απαλλοτριωμένης και μη) παρέμεινε στα χέρια ιδιωτών – σύμφωνα με τις σύγχρονες εκτιμήσεις κολεκτιβοποιήθηκε περίπου το 20%.[23] Η πτώση αφορούσε κυρίως τον νευραλγικό τομέα των δημητριακών, γεγονός που ισοδυναμούσε με μόνιμη έλλειψη ψωμιού έως το τέλος του πολέμου. Η παραγωγή άλλων προϊόντων έμεινε στάσιμη, ενώ σε λίγες περιπτώσεις σημειώθηκε αύξηση.[24]  Οι περισσότερες πηγές πάντως αναγνωρίζουν ότι η κολεκτιβοποίηση στη γεωργία οδήγησε σε εντονότερη και αποδοτικότερη αγροτική παραγωγή, δίνοντας την ευκαιρία για καινοτομίες σε μεγάλη κλίμακα: την αυξανόμενη χρήση μηχανημάτων και ύδρευσης, τη μεγαλύτερη ποικιλία καλλιεργειών, την οργάνωση σύγχρονων μεθόδων εκτροφής ζώων, τις προσπάθειες εναρμόνισης παραγωγής και εμπορίου, την εκπαίδευση και κατάρτιση των αγροτών κ.ο.κ.[25]  Μολονότι και στις αγροτικές κολεκτίβες τα συστήματα ποίκιλαν, από την απλή συνεργασία ανεξάρτητων γεωργών μέχρι τον πλήρη έλεγχο της παραγωγής από τις επιμέρους κοινότητες, όπου επικράτησαν οι απόψεις και τα στελέχη της CNT το πρότυπο που υιοθετήθηκε ήταν περισσότερο κοντά στις αρχές του ελευθεριακού κομμουνισμού από οποιονδήποτε άλλο παραγωγικό τομέα. Σε αντίθεση δηλαδή με την κολεκτιβοποίηση στα εργοστάσια, που στόχευε κυρίως στη διατήρηση ή αύξηση της παραγωγής και στη βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, στην ύπαιθρο οι κολεκτιβιστές επιδίωκαν να δημιουργήσουν ένα σύστημα που θα ήλεγχε τόσο την παραγωγή όσο και την κατανάλωση, προ- κειμένου να εμποδίσουν τη συσσώρευση κεφαλαίου σε ιδιώτες, να εξασφαλίσουν την ισότητα μεταξύ των μελών και να εξυπηρετήσουν τις πολεμικές ανάγκες. Εκεί το δελτίο επιβλήθηκε πολύ νωρίτερα απ’ ό,τι στις πόλεις, δημιουργήθηκαν τοπικά νομίσματα ή καταργήθηκε εντελώς το χρήμα. Ο έλεγχος από τα συμβούλια των κολεκτίβων μείωσε τον πληθωρισμό, την ιδιωτική κερδοσκοπία και απελευθέρωσε το πλεόνασμα της παραγωγής δίνοντας τη δυνατότητα για επενδύσεις σε παραγωγικές καινοτομίες, στην εκπαίδευση, την πρόνοια και την υγεία, τη συγκοινωνία και τις μεταφορές. Τα τοπικά προϊόντα διανέμονταν δωρεάν, ενώ τα άλλα αγοράζονταν με κουπόνια από την κοινοτική αποθήκη. Τα πλεονάζοντα αγαθά ανταλλάσσονταν με αναρχικές κωμοπόλεις και χωριά (π.χ. τα χωριά της Αραγωνίας αντάλλασσαν τα δημητριακά τους με το ρύζι της Ταραγκόνας), ενώ οι ανταλλαγές με τις κοινότητες εκτός κολεκτιβιστικού συστήματος γίνονταν με το εθνικό νόμισμα (την πεσέτα). Χάρη στη συνεργασία, η εργασία που αντιστοιχούσε σε κάθε αγρότη ήταν γενικά λιγότερη, δίνοντάς του τη δυνατότητα να συμμετέχει στις άλλες διαδικασίες της κολεκτίβας. Πολλές κολεκτίβες ήταν τόσο αποδοτικές ώστε να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους ιδρύοντας συμπληρωματικά εργοστάσια (π.χ. αρτοποιεία, ξυλουργεία, σιδηρουργεία) και υπηρεσίες (π.χ. εμπορίου, εκπαίδευσης, πρόνοιας και υγείας), ενώ, όπως συνέβη και με την κοινωνικοποίηση της βιομηχανίας, έτσι και στη γεωργία επιχειρήθηκε συντονισμός της παραγωγής και της διαχείρισης μέσω της ομοσπονδιακής οργάνωσης σε τοπικό, επαρχιακό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο – με ανάμικτα αποτελέσματα.[26]

Και στην περίπτωση των αγροτικών κολεκτίβων οι κρατικές παρεμβάσεις λειτούργησαν αρνητικά: Οι κατασχέσεις και οι λεηλασίες τροφίμων ή οι ένοπλες επιθέσεις από την πλευρά του EPR αλλά και πολιτοφυλακών έπληξαν την εμπιστοσύνη των αγροτών στη Δημοκρατία. Η επιβολή χαμηλών τιμών στα αγροτικά προϊόντα, προ- κειμένου να περιοριστεί η αύξηση του κόστους ζωής στις πόλεις, σε συνδυασμό με την κατακόρυφη άνοδο των τιμών των βιομηχανικών προϊόντων, προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια, ενίσχυσε τον τοπικισμό και έστρεψε τους αγρότες και τις κολεκτίβες τους στην πολιτική αυτάρκειας (συνεπώς και στη μείωση της παραγωγής) ή ακόμα και στη μαύρη αγορά.[27]  Ο τοπικισμός και η σύγκρουση υπαίθρου – πόλης αποτελεί ένα παραγνωρισμένο, αλλά ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα της ισπανικής επανάστασης και της έκβασης του πολέμου. Και εδώ βέβαια οι γενικεύσεις είναι άδικες: πράγματι, οι αναφορές των συνδικαλιστικών στελεχών κάνουν λόγο συχνά για ατομισμό και «εγωισμό» σε τοπικό επίπεδο, για την απροθυμία των χωρικών να δώσουν στοιχεία για την παραγωγή τους ή για την εκ μέρους τους απόκρυψη αποθεμάτων και εισοδημάτων, για τη συνύπαρξη «πλούσιων» και «φτωχών» κολεκτίβων. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν αντίστοιχες αναφορές για το πνεύμα αλληλεγγύης που έδειξαν κολεκτίβες απέναντι σε άλλες περιοχές, για την περίθαλψη προσφύγων και για την εθελοντική παραχώρηση τροφίμων και άλλων εφοδίων στα αντιφασιστικά στρατεύματα. [28]

Γ. Αντιδράσεις στην κολεκτιβοποίηση

Δεν ήταν μονάχα τα πολιτικά κόμματα που αντιστάθηκαν και υπονόμευσαν την κολεκτιβοποίηση της οικονομίας κατά τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης, αλλά και ευρύτερες κοινωνικές ομάδες που εκφράζονταν μέσα από τα κόμματα. Η κολεκτιβοποίηση βασίστηκε στους προλετάριους εργάτες της γης, της βιομηχανίας και των υπηρεσιών, στη ραχοκοκαλιά δηλαδή της CNT-FAI, αλλά η αριθμητική τους υπεροχή και η κοινωνική τους επιρροή κάθε άλλο παρά δεδομένες θα πρέπει να θεωρούνται. Η βιομηχανική και εμπορική μικροαστική τάξη, οι κρατικοί λειτουργοί, οι τεχνικοί στα εργοστάσια, πολλοί υπάλληλοι γραφείων και μικροί και μεσαίοι ιδιοκτήτες γης παρέμειναν καχύποπτοι ή εναντιώθηκαν φανερά στην κοινωνικοποίηση και την κολεκτιβοποίηση των μέσων παραγωγής. Οι ίδιες κοινωνικές ομάδες εντάχθηκαν στην UGT, στο Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα (Partido Socialista Obrero Español, PSOE), το PCE και το Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλωνίας (Partit Socialista Unificat de Catalunya, PSUC) και σε άλλα κόμματα και οργανώσεις των Δημοκρατικών, ενισχύοντας τη δύναμή τους εις βάρος της CNT- FAI. Οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες θρηνούσαν για την απώλεια της ανεξαρτησίας τους στο πλαίσιο της κοινωνικοποιημένης οικονομίας. Οι μικρομεσαίοι κτηματίες ήταν δυσαρεστημένοι όχι μονάχα επειδή έχασαν τη δυνατότητα να απασχολούν μισθωτούς εργάτες γης και λόγω της αδυναμίας τους να ανταγωνιστούν τις κολεκτίβες, αλλά επίσης επειδή φοβούνταν την απώλεια των ιδιοκτησιών τους. Αν και οι περισσότερες πηγές συγκλίνουν στο ότι η κολεκτιβοποίηση στη γη ήταν κυρίως εθελοντική, υπήρξαν και οι περιπτώσεις βίαιης επιβολής της, ιδιαίτερα εκεί που οι αναρχικές πολιτοφυλακές είχαν το πάνω χέρι, όπως συνέβη στην Αραγωνία. Η βίαιη κολεκτιβοποίηση είχε αρνητικά αποτελέσματα στην ομαλή λειτουργία των αγροτικών κολεκτίβων, ενθάρρυνε τον ατομικισμό και τον τοπικισμό των αγροτών, δυσφήμισε τον αγώνα των αναρχικών και, αντιστρόφως, ενίσχυσε τα αντεπαναστατικά κόμματα των Δημοκρατικών.[29]

Δ. Ο ρόλος του συνδικαλισμού και η γέννηση μίας νέας γραφειοκρατικής ελίτ

Η παράταση του Εμφυλίου οδήγησε αναπόφευκτα στον πολιτικό και οικονομικό συγκεντρωτισμό και, αντιστρόφως, στην υποβάθμιση της εσωτερικής δημοκρατίας εντός των συνδικάτων και των πολιτικών κομμάτων του στρατοπέδου των Δημοκρατικών. Αρχικά τα απαλλοτριωμένα εργοστάσια και οι υπηρεσίες πέρασαν υπό τη διοίκηση εκλεγμένων από τους εργάτες επιτροπών τις οποίες συντόνιζαν (θεωρητικά τουλάχιστον) ανώτερες –διορισμένες συνήθως– επιτροπές της CNT ή της UGT, σύντομα όμως οι δεύτερες ανέλαβαν πρόσθετες αρμοδιότητες που αυξήθηκαν ακόμα περισσότερο με την είσοδο των αναρχοσυνδικαλιστικών στελεχών στη Ζενεραλιτάτ και στην κεντρική κυβέρνηση της Μαδρίτης. Οι εργάτες μπορούσαν βέβαια πάντοτε να εκφράζουν τις απόψεις και τις κριτικές τους στις γενικές συνελεύσεις των κολεκτίβων, ωστόσο η συνδικαλιστική ηγεσία είχε πάντα τον τελευταίο λόγο, με το επιχείρημα της κρισιμότητας της κατάστασης. Οι συνέπειες αυτών των εξελίξεων ήταν πολύ σοβαρές για την έκβαση της κολεκτιβοποίησης: Οι εργάτες αισθάνονταν ότι δεν συμμετείχαν στη λήψη αποφάσεων, η έλλειψη πληροφόρησης από την πλευρά του συνδικάτου δημιουργούσε δυσαρέσκεια, οι συνελεύσεις των εργατικών επιτροπών έγιναν αραιότερες, η προσωπική ταύτιση των εργαζομένων με το έργο και την παραγωγή των κολεκτίβων υποχώρησε και μαζί με αυτήν και η εργατική πειθαρχία – όπως σχολιάσαμε παραπάνω.

Επιπλέον, οι ανάγκες διαχείρισης και συντονισμού δημιούργησαν μία κατηγορία στελεχών, σταδιακά διακριτή από τη μεγάλη μάζα των εργατών, τα οποία, μολονότι έπαιρναν συχνά (αν και όλο και σπανιότερα) τον ίδιο μισθό, απαλλάσσονταν από τις συνηθισμένες εργασίες. Η νέα αυτή ελίτ απαρτιζόταν από συνδικαλιστικά στελέχη που είχαν αναλάβει διάφορες θέσεις στην οικονομία, τη διοίκηση και το στρατό. Σύμφωνα με την άποψη του αναρχικού αγωνιστή και μετέπειτα ιστορικού και συγγραφέα Εδουάρδο Πονς Πράδες (Eduardo Pons Prades, 1920-2007), «το συνδικάτο έμοιαζε σαν μια μεγάλη εταιρεία, σαν ένα αμερικανικό ή γερμανικό τραστ».[30] Η ανάπτυξη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας συνοδεύτηκε από την υποβάθμιση της εσωτερικής δημοκρατίας. Κατά τον Βέρνον Ρίτσαρντς (Vernon Richards, 1915-2001), μολονότι η CNT ήταν το μόνο συνδικάτο ή πολιτικό κόμμα στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών που εξακολουθούσε να συγκαλεί ολομέλειες κατά τη διάρκεια του πολέμου, στην πραγματικότητα αυτές σπανίως αποφάσιζαν για τα φλέγοντα ζητήματα, επικυρώνοντας απλώς τις προειλημμένες αποφάσεις της ηγεσίας της CNT-FAI.[31]

Ο Ντολγκόφ (Sam Dolgoff, 1902-1990) πάλι, αν και συμμερίζεται την άποψη ότι «ορισμένοι αναρχικοί προσβλήθηκαν και υπέκυψαν στο μικρόβιο της εξουσίας»,[32] απορρίπτει ως συκοφαντία την κατηγορία ότι ολόκληρη η CNT εκφυλίστηκε σε γραφειοκρατικό μηχανισμό, αντιπαραβάλλοντας τις αναφορές του Λεβάλ στις δημοκρατικές διαδικασίες που λάμβαναν χώρα σε κάθε συνδικάτο, κάθε κολεκτίβα και κάθε περιφερειακή οργάνωση. Η αλήθεια πιθανότατα βρίσκεται κάπου στη μέση: Οι αναρχοσυνδικαλιστές διατήρησαν εν μέρει τις ελευθεριακές τους διαδικασίες, όπως δείχνουν και οι πληροφορίες για τις αντιπαραθέσεις ή ακόμα και συγκρούσεις στο εσωτερικό του κινήματος, ωστόσο η συνέχιση του πολέμου και η συνεργασία με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις των Δημοκρατικών αναπόφευκτα αύξησε τον συγκεντρωτισμό, έκανε επιτακτική την άμεση λήψη αποφάσεων από την ηγεσία και ευνόησε το σχηματισμό μίας ελίτ στελεχών, λίγο-πολύ ανεξέλεγκτης από τις εργατικές συνελεύσεις. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας το γεγονός ότι πολλά στελέχη του κινήματος, που ενδεχομένως θα κρατούσαν μία περισσότερο κριτική στάση ή θα διατηρούσαν την ισορροπία ανάμεσα στις διαφορετικές τάσεις εντός του συνδικάτου, είτε είχαν ήδη σκοτωθεί είτε ήταν απασχολημένα στον πόλεμο ή στην παραγωγή και δεν είχαν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν στις διαδικασίες. Από την άλλη πλευρά, νέα και παλιά μέλη της CNT, που δρούσαν πε- ρισσότερο καιροσκοπικά ή αντίθετα με τις παραδοσιακές θέσεις της οργάνωσης, είχαν τη δυνατότητα να αξιοποιήσουν τις περιστάσεις για να αναρριχηθούν στην πολιτική και κοινωνική ιεραρχία.

Η ισπανική εμπειρία έδειξε και τα όρια του συνδικαλισμού, ακόμα και του αναρχοσυνδικαλισμού. Τα εργατικά συνδικάτα δεν είναι από τη φύση τους επαναστατικά, ούτε είναι απαλλαγμένα από τα «βαρίδια» της κοινωνίας εντός της οποίας αναπτύσσονται.[33]  Στη ριζοσπαστικότερή τους εκδοχή απαιτούν τον έλεγχο των μέσων παραγωγής από τους εργάτες, αλλά, όπως φάνηκε στην περίπτωση της Ισπανίας, αυτό δεν είναι συνήθως αρκετό: Η κολεκτιβοποίηση ήταν πράγματι ένα πρωτοφανές πρόγραμμα οικονομικού και κοινωνικού μετασχηματισμού, γεγονός το οποίο, ωστόσο, δεν απέτρεψε τις παρεκκλίσεις σε μορφές «εργατικού καπιταλισμού» ή «τοπικιστικής αυτάρκειας». Επιπλέον, η κολεκτιβοποίηση ή ακόμα και η κοινωνικοποίηση της παραγωγής, ιδιαίτερα στις πόλεις, ταυτίστηκε με τον έλεγχό της από τα συνδικάτα παρά από την τοπική κοινωνία. Αυτά ήταν οι νέοι φορείς εξουσίας, μέχρι το κράτος να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Στο πλαίσιο αυτό η CNT, υπό την πίεση βέβαια των πολιτικών και κοινωνικών συσχετισμών, αντί να μεταφέρει αυτήν την εξουσία στη βάση της κοινωνίας, τη συγκέντρωσε στα χέρια της ηγεσίας της. Οι εκκλήσεις της για πειθαρχία και σκληρή δουλειά βασίζονταν (πέραν της φασιστικής απειλής) στην κουλτούρα της «λατρείας» της οργάνωσης και της «τυφλής» πίστης στο συνδικάτο, η οποία χαρακτήριζε όλα τα σοσιαλιστικά και εργατικά κινήματα της εποχής – ιδιαίτερα τα πλέον συγκεντρωτικά. Ο παράγοντας αυτός πιθανότατα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη στάση που κράτησε η βάση του ισπανικού αναρχικού κινήματος απέναντι στην ηγεσία του και στις αποφάσεις που αυτή έλαβε.

Ε. Κολεκτιβοποίηση και έμφυλες σχέσεις

Μία χαρακτηριστική πλευρά των ορίων της ισπανικής επανάστασης σε σχέση με την κοινωνική απελευθέρωση αποτελεί η θέση των γυναικών στην κολεκτιβοποιημένη οικονομία. Οι φωτογραφίες των μαχητριών των αναρχικών πολιτοφυλακών έγιναν πολύ γρήγορα διάσημες και αποτέλεσαν ένδειξη της γυναικείας χειραφέτησης στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Η πραγματικότητα ωστόσο είναι πιο πολύπλοκη: Οι γυναίκες συμμετείχαν πράγματι στον ένοπλο αγώνα κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, αλλά ο ρόλος τους σύντομα υποβαθμίστηκε, μετά τις πιέσεις για τη στρατιωτικοποίηση και την επιβολή πειθαρχίας στις πολιτοφυλακές. Οι γυναίκες επίσης εντάχθηκαν μαζικά στους χώρους εργασίας, διεύρυναν τους επαγγελματικούς τους ορίζοντες, βελτίω σαν τους μισθούς και τις συνθήκες δουλειάς τους, και πολλές ανέλαβαν σημαντικές θέσεις στα συνδικάτα ή στον κρατικό μηχανισμό – το πλέον γνωστό παράδειγμα αποτελεί η Φεντερίκα Μοντσένι, μία από τις πρώτες γυναίκες στον κόσμο που ανέλαβαν κυβερνητική θέση (υπουργός Υγείας). Ωστόσο η ευθύνη της φροντίδας των παιδιών και του σπιτιού παρέμενε στα καθήκοντα των γυναικών και οι περισσότερες δύσκολα μπορούσαν να εξισορροπήσουν τους πολλαπλούς τους ρόλους. Η παραδοσιακή πατερναλιστική και σεξιστική στάση των αν- δρών (ακόμα και των αναρχοσυνδικαλιστών) απέναντι στις γυναίκες συνεχίστηκε ακόμα και μέσα στις κολεκτίβες: Σε πολλές από αυτές, οι γυναίκες πληρώνονταν με μικρότερους μισθούς, υποεκπροσωπούνταν στις εργοστασιακές επιτροπές και σε άλλες εκλεγμένες θέσεις, ενίοτε δεν είχαν ούτε καν δικαίωμα ψήφου. Στις αγροτικές κολεκτίβες οι γυναίκες δεν αναγνωρίζονταν πάντοτε ως αυτόνομες υπάρξεις, αλλά αποκλειστικά ως μέλη της οικογενειακής μονάδας – με βάση την οποία γινόταν η διανομή των αγαθών. Οι γυναίκες πάντως αποδείχτηκαν σε γενικές γραμμές σθεναρές υπερασπίστριες της κολεκτιβοποίησης και αντίπαλοι της επιστροφής στη μισθωτή εργασία, τον ιδιωτικό ή τον κρατικό έλεγχο. Οι κολεκτίβες αύξησαν την κοινωνική τους αυτονομία, βοήθησαν τις ίδιες και τα παιδιά τους σε ζητήματα εκπαίδευσης, υγείας και πρόνοιας, και πρόσφεραν σαφώς περισσότερη ελευθερία σε σχέση με την παραδοσιακή καθολική κουλτούρα της Ισπανίας.[34]

Συµπεράσµατα

Πολλοί αναρχικοί και ιστορικοί απέδωσαν τις δυσκολίες των κολεκτίβων στις πιέσεις του πολέμου και στις επιθέσεις των αντιπάλων της κοινωνικής επανάστασης εντός του στρατοπέδου των Δημοκρατικών. Αυτό αναμφίβολα αληθεύει, αφού οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν οι κολεκτίβες από την έλλειψη πρώτων υλών, αγορών, πιστώσεων και εργατικού δυναμικού υπήρξαν άμεσες συνέπειες του Εμφυλίου και του χωρισμού της Ισπανίας σε δύο ζώνες. Είναι επίσης γνωστό ότι τόσο οι κυβερνητικές αρχές όσο και τα δημοκρατικά και αριστερά πολιτικά κόμματα αντιμετώπισαν με καχυποψία ή ανοιχτή εχθρότητα την κολεκτιβοποίηση και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να την περιορίσουν και να την ελέγξουν. Από την άλλη πλευρά, ο πόλεμος, όπως εξελίχτηκε, δεν ήταν επιλογή ούτε των κολεκτιβιστών, εν μέρει ούτε των Δημοκρατικών, αλλά των κοινών τους αντιπάλων – και οι δεδομένες ιστορικές συνθήκες δεν άφηναν πολλά περιθώρια για κάποια εναλλακτική επιλογή. Έτσι, η ίδια η CNT αποδέχτηκε τελικά τη λειτουργία μίας μικτής οικονομίας, στην οποία το κράτος θα είχε τον κεντρικό έλεγχο, έστω και με τη συμμετοχή αναρχοσυνδικαλιστών στα διάφορα κέντρα λήψης αποφάσεων. Η απόφαση αυτή οδήγησε στη σταδιακή αποδυνάμωση της επιρροής τής οργάνωσης και στην αδυναμία της να προστατέψει το εγχείρημα της κολεκτιβοποίησης, ενώ η ηγεσία της σταδιακά αποκόπηκε από την κοινωνική της βάση.

Στα μετόπισθεν των Δημοκρατικών, ο συνδυασμός οικονομίας της αγοράς, κρατικού ελέγχου και κολεκτιβοποίησης δεν κατάφερε να συντηρήσει επαρκώς τους στρατιώτες και τους εργάτες, αλλά ούτε και να κρατήσει ψηλά το φρόνημα και την αποφασιστικότητά τους να κερδίσουν τον πόλεμο. Στο μεταξύ, το ποιος ακριβώς θα κέρδιζε αν νικούσαν οι Δημοκρατικοί γινόταν όλο και περισσότερο ασαφές, καθώς η προοπτική της επανάστασης απομακρυνόταν και ο συγκεντρωτισμός θριάμβευε, ενώ στα μετόπισθεν εκατοντάδες επαναστάτες συλλαμβάνονταν ή εκτελούνταν. Κάτω από αυτές τις συν- θήκες, και με το δεδομένο ότι ολοένα και περισσότεροι από τους πιο ειλικρινείς αγωνιστές χάνονταν στο μέτωπο, ήταν λογικό να βγουν στην επιφάνεια οι διακριτές επιδιώξεις των ατόμων και η προτεραιότητα που αυτά έδιναν στις δικές τους ανάγκες, τις προσωπικές ή εκείνες του στενού κοινωνικού τους περίγυρου, συμβάλλοντας έτσι στο πολιτικό και οικονομικό αδιέξοδο. Μια χαρακτηριστική όψη αυτής της εξέλιξης ήταν η σύγκρουση υπαίθρου – πόλης, η οποία έπαιξε καταλυτικό ρόλο στη μείωση της μαχητικότητας των Δημοκρατικών. Η ίδια σύγκρουση επαναλαμβάνεται πάντοτε σε περιόδους κρίσης, εμφύλιων συγκρούσεων και πολέμων, όπως έχουν δείξει οι περιπτώσεις της Γαλλικής και της Ρωσικής Επανάστασης αλλά και της «εθνικής αντίστασης» στην Ελλάδα – αν και στις περιπτώσεις αυτές τα επαναστατικά επιτελεία, χάρη στον συγκεντρωτικό τους χαρακτήρα, κατάφεραν να καταστείλουν τις αντιδράσεις.

Οι παραπάνω παρατηρήσεις δεν μπορούν φυσικά να επισκιάσουν την αξία του κινήματος της κολεκτιβοποίησης κατά τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης. Μόνο το γεγονός ότι οι ισπανοί εργάτες και οι ισπανίδες εργάτριες κατάφεραν να εφαρμόσουν μορφές αυτοδιαχείρισης σε τέτοια κλίμακα και διάρκεια, και να τις κάνουν λειτουργικές, βελτιώνοντας ταυτόχρονα τις συνθήκες εργασίας και προσφέροντας στους ίδιους και στις οικογένειές τους εκπαίδευση, πρόνοια και υγεία, αποτελεί δικαίωση της ιδέας της κολεκτίβας, και μάλιστα κάτω από τις πιο δυσμενείς διεθνείς συνθήκες. Δεν αρκεί να λέμε ότι κάτω από άλλες συνθήκες προφανώς θα τα είχαν καταφέρει καλύτερα. πρέπει να θυμόμαστε πάντα και τα υπόλοιπα παραδείγματα κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής οργάνωσης σε σύγκριση με τα οποία οφείλουμε να προσεγγίσουμε το σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας: η άλλη επαναστατική επιλογή της εποχής ήταν ο τρόμος και η παράνοια του σταλινισμού. η άλλη οικονομική επιλογή της εποχής ήταν ο κρατικός καπιταλισμός, με τον σταλινισμό στην ΕΣΣΔ, τον φασισμό στην Ιταλία, τον ναζισμό στη Γερμανία, το new-deal και την οικονομία πολέμου στις ΗΠΑ.

Σήμερα, που αναδεικνύεται με τον πιο αναμφισβήτητο τρόπο ότι η επιτυχία και η αποτελεσματικότητα της οικονομίας της αγοράς συνίσταται στο ότι καταστρέφει ολόκληρο τον πλανήτη προκειμένου να παραγάγει μια αφηρημένη και διεστραμμένη έννοια του κέρδους, η επαναστατική ουτοπία της Ισπανίας του ’36 αναδύεται ως όλο και περισσότερο ρεαλιστική. Η κριτική προσέγγιση στο κολεκτιβιστικό πείραμα της Ισπανίας είναι χρήσιμη τόσο για να εμπνευστούμε όσο και για να αποφύγουμε την επανάληψη λαθών.

Μέσα από τα κείμενα που έχουν συμπεριληφθεί σε αυτήν την έκδοση (με αρκετές θέσεις των οποίων διαφωνούμε, αλλά γνώρισμα της ελευθεριακής ιδιοσυγκρασίας είναι η δημοσιοποίηση των διαφωνιών και όχι η δημιουργία μυστικών αστυνομιών για την καταστολή τους) διαφαίνεται πως η κατάκτηση των μέσων παραγωγής από τους εργάτες δεν αρκούσε για την επιτυχία της επανάστασης. Διαφαίνεται επίσης ότι όταν τα συνδικάτα και οι κολεκτίβες αποκόπηκαν από την επαναστατική διαδικασία και αποστερήθηκαν την ουτοπία, έγινε εφικτή η μετατροπή τους σε άψυχους μηχανισμούς, ευάλωτους στη γραφειο-κρατικοποίηση, τον οικονομισμό ή την οργάνωση ως αυτοσκοπό.

Ωστόσο, παρ’ όλο που ο μαρασμός της επανάστασης δημιούργησε αρνητικές καταστάσεις όπως οι προαναφερθείσες, το ελευθεριακό κίνημα που γέννησε την κολεκτιβοποίηση στην Ισπανία εξακολουθεί να αποτελεί μία από τις λίγες στιγμές της ευρωπαϊκής ιστορίας που μπορούν να προσφέρουν περηφάνια στην ανθρωπότητα. Ο κολεκτιβισμός στην Ισπανία δεν ήταν προϊόν ούτε κάποιου οργανωτικού μοντέλου ούτε κάποιου διαχειριστικού τεχνάσματος, δεν δημιουργήθηκε χάρη στην πειθάρχηση στη θρησκεία της επαναστατικής νομοτέλειας και του ιερατείου της, δεν ήταν αποτέλεσμα της επιδίωξης του ατομικού συμφέροντος, ούτε λύση ανάγκης. Ο κολεκτιβισμός στην Ισπανία ήταν αποτέλεσμα δεκαετιών ανάπτυξης του ελευθεριακού κινήματος, δεκαετιών ανάπτυξης της αλληλεγγύης, της ελευθεριακής παιδείας, της αγωνιστικής ανιδιοτέλειας.

Απολογητές ιδεολογιών και συστημάτων που έχουν γεννήσει κυρίως τέρατα, αποφεύγουν συνήθως να μιλήσουν για την ελευθεριακή κολεκτιβοποίηση στην Ισπανία. Αν θα το έκαναν με ειλικρίνεια, το μόνο για το οποίο θα μπορούσαν να την κατηγορήσουν θα ήταν ότι δεν κατάφερε να μετατρέψει τα μέλη της κοινωνίας σε αγγέλους.

Συνοπτική παρουσίαση των συγγραφέων και των κειμένων τους

Το παρόν ανθολόγιο αποτελείται από μία μαρτυρία ενός βετεράνου της κολεκτιβοποίησης και από τέσσερα άρθρα επαγγελματιών ιστορικών – επιλογή ενδεικτική και της στροφής, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, του ενδιαφέροντος για τις κολεκτίβες του ισπανικού εμφυλίου από τον αναρχικό πολιτικό λόγο στην ακαδημαϊκή ιστοριογραφία.

Ο Ντιέγκο Αμπάντ ντε Σαντιγιάν (Diego Abad de Santillán, 1897- 1983) είναι μία από τις πιο γνωστές προσωπικότητες του ισπανικού αλλά και του διεθνούς αναρχικού κινήματος. Υπήρξε μέλος της FAI και της CNT, της συντακτικής επιτροπής της εφημερίδας Tiempos Nuevos, οργανωτής αναρχικών πολιτοφυλακών, και στα 1936-7 οικονομικός σύμβουλος της καταλανικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου. Από αυτήν την τελευταία του θέση επιχείρησε να συντονίσει τη λειτουργία της κολεκτιβοποιημένης οικονομίας στην Καταλωνία. Η οικονομική του θεωρία αποτυπώθηκε στο έργο του El organismo económico de la revolución (Η οικονομική οργάνωση της επανάστασης, 1936), που γράφτηκε κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου. Μολονότι υπέρμαχος της συνεργασίας της CNT-FAI με τα κόμματα του Λαϊκού Μετώπου και της συμμετοχής των αναρχικών στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας, αργότερα αναγνώρισε ότι η επιλογή αυτή οδήγησε στην ανασυγκρότηση των κρατικών θεσμών και στη μετατόπιση της ισχύος από τους ένοπλους εργάτες στην κεντρική εξουσία, ενώ ταυτόχρονα απέτυχε να προστατεύσει τους εργαζόμενους στην ύπαιθρο και στις πόλεις από την οικονομική και πολιτική τους εκμετάλλευση. Το απόσπασμα που συμπεριλαμβάνεται σε αυτή τη συλλογή προέρχεται από το πιο γνωστό του έργο, Por qué perdimos la guerra (Γιατί χάσαμε τον πόλεμο, 1940, 1977), και αποτελεί μία μαρτυρία από πρώτο χέρι των συνθηκών κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε η κολεκτιβοποίηση στην επαναστατημένη Ισπανία. Ο Σαντιγιάν αναφέρεται στην αναρχική παράδοση που στήριξε την κολεκτιβοποίηση ιδιαίτερα στην ύπαιθρο, στην αυτοδιαχείριση των εργοστασίων από τους εργάτες, στις δυσκολίες που συνάντησαν οι κολεκτίβες αλλά και στα επιτεύγματά τους, και, τέλος, στις αδυναμίες των ίδιων των αναρχοσυνδικαλιστών στην οργάνωση της κολεκτιβοποιημένης και κοινωνικοποιημένης οικονομίας.

Ο Αντόνι Καστέλς Ντουράν (Antoni Castells Duran) είναι καθηγητής οικονομικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη μελέτη της κολεκτιβοποίησης κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου[35]  Το άρθρο του που περιλαμβάνεται σε αυτήν τη συλλογή προέρχεται από τον συλλογικό τόμο του Angel Smith (επιμ.), Red Barcelona. Social Protest and Labour Mobilization in the Twentieth Century (Κόκκινη Βαρκελώνη. Κοινωνική διαμαρτυρία και εργατική κινητοποίηση στον 20ό αιώνα, 2002). Ο Καστέλς Ντουράν κάνει μια γενική καταγραφή της εμπειρίας της κολεκτιβοποίησης στη Βαρκελώνη, διακρίνει τις διαφορετικές φάσεις του εγχειρήματος, τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις που αυτό αντιμετώπισε, τους κοινωνικούς παράγοντες που το υποστήριξαν κι εκείνους που το πολέμησαν, προσφέροντας πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία για τη λειτουργία, τη διαχείριση και την παραγωγικότητα των κολεκτίβων, αλλά και για τις τραγικές συνέπειες της ανάληψης της κολεκτιβοποιημένης οικονομίας από το κράτος, τόσο για την επανάσταση όσο και για τον ίδιο τον πόλεμο εναντίον του Φράνκο.

Ο Λουίς Γκαρίδο Γκονθάλεθ (Luis Garrido González) είναι καθηγητής οικονομικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Χαέν και οι έρευνές του σχετίζονται επίσης με την ιστορία και τη λειτουργία των κολεκτίβων στην Ισπανία. Στο άρθρο του αναλύει τα δεδομένα που υπάρχουν για την κατανομή των απαλλοτριωμένων γαιών την περίοδο της επανάστασης, για τη γεωγραφική κατανομή της κολεκτιβοποίησης και για την κολεκτιβοποιημένη αγροτική και βιομηχανική παραγωγή την περίοδο 1936-9. Επισημαίνει τις διαφορές μεταξύ αστικών και αγροτικών κολεκτίβων και επιχειρεί να ερμηνεύσει τις δεύτερες με βάση τις έννοιες της κοινωνικής οικονομίας και της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης.

Ο Μάικλ Σάιντμαν είναι καθηγητής ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Βόρειας Καρολίνας στο Γουίλμιγκτον. Άρχισε να ασχολείται με διάφορες πτυχές του ισπανικού εμφυλίου από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, επηρεασμένος από τις αντιλήψεις γαλλικών ακροαριστερών ομάδων που ασκούσαν κριτική στην παραγωγικίστικη προσέγγιση της εργασίας εκ μέρους του εργατικού κινήματος.[36] Στα πιο πρόσφατα έργα του ο Σάιντμαν –ιδιαίτερα στο Republic of Egos. A Social History of the Spanish Civil War (Δημοκρατία των Εγώ. Μια κοινωνική ιστορία του ισπανικού εμφυλίου πολέμου) – εστιάζει το ενδιαφέρον του στη στάση των ατόμων και όχι των κοινωνικών ομάδων, αναδεικνύοντας την ισχύ των προσωπικών κινήτρων έναντι των συλλογικών και προβάλλοντας τη σημασία που έδιναν τα άτομα στην προσωπική (ή οικογενειακή) τους επιβίωση έναντι των ιδεολογικών ή πολιτικών τους πεποιθήσεων. Η προσέγγιση αυτή, σε συνδυασμό με την επιμελή του έρευνα και την εκτεταμένη χρήση πρωτογενών πηγών, μας δίνει μια αρκετά διαφορετική και λιγότερο συμπαγή εικόνα των κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων στην Ισπανία και αναθεωρεί αρκετές από τις παραδοχές της ιστοριογραφίας. Ωστόσο, η αρετή αυτή αποτελεί ταυτόχρονα και αδύναμο σημείο της προσέγγισης του Σάιντμαν, καθώς δεν μας εξηγεί σαφώς γιατί άνθρωποι της ίδιας ή διαφορετικής κοινωνικής τάξης έδρασαν με παρόμοιο τρόπο και κάποιοι άλλοι έδρασαν πολύ διαφορετικά. Αντιφατικό είναι επίσης το συμπέρασμά του ότι, αν και ο ισπανικός εμφύλιος ήταν αναμφισβήτητα ένας ταξικός πόλεμος, «τα άτομα δεν δρούσαν με βάση την κοινωνική τους τάξη ή το φύλο ή, όταν το έκαναν, οι αντιλήψεις τους για την τάξη ή το φύλο ήταν διαφορετικές». Η ίδια προσέγγιση ακολουθείται και στο άρθρο που συμπεριλάβαμε στην παρούσα συλλογή. Ο συγγραφέας επισημαίνει, μεταξύ άλλων, τον μερικό χαρακτήρα της εφαρμογής της κολεκτιβοποίησης στη γη που ήλεγχε το στρατόπεδο των Δημοκρατικών, τη σύγκρουση υπαίθρου – πόλης, τον τοπικιστικό χαρακτήρα των αγροτικών κολεκτίβων, τις αντιδράσεις των αγροτών στις πολιτικές ελέγχου των τιμών εκ μέρους της Δημοκρατίας, καθώς και στην επιστροφή –από το 1938– στη μισθωτή εργασία, αλλά και στην ανεξέλεγκτη δράση των πολιτοφυλακών και του Λαϊκού Δημοκρατικού Στρατού εις βάρος τους. Παρά τις επιφυλάξεις μας για κάποια από τα επιχειρήματά του, το άρθρο αποτελεί μία χρήσιμη κριτική προσέγγιση της ισπανικής κολεκτιβοποίησης και μία από τις πλέον σταθερές αναφορές της διεθνούς βιβλιογραφίας για το συγκεκριμένο ζήτημα.

Η Μάρθα Άκελσμπεργκ (Martha Ackelsberg) διδάσκει πολιτική φιλοσοφία στο Smith College της Μασαχουσέτης και ταυτόχρονα είναι ενεργή θεωρητικός και ακτιβίστρια του φεμινιστικού κινήματος στις ΗΠΑ. Το πιο γνωστό της έργο είναι το Free Women of Spain. Anarchism and the Struggle for the Emancipation of Women (Οι Ελεύθερες Γυναίκες της Ισπανίας. Ο αναρχισμός και ο αγώνας για τη χειραφέτηση των γυναικών, 2005). Στο άρθρο της για τη θέση των γυναικών στις αγροτικές κολεκτίβες της επαναστατημένης Ισπανί- ας παρουσιάζει τις δύο διαφορετικές προσεγγίσεις του γυναικείου ζητήματος από την πλευρά του αναρχικού κινήματος: Την κυρίαρχη θέση της ανδροκρατούμενης CNT-FAΙ ότι η κοινωνική και οικονομική υποταγή της γυναίκας θα εξαφανιζόταν μαζί με τον καπιταλισμό, και την άποψη της οργάνωσης Mujeres Libres (Ελεύθερες Γυναίκες) ότι η υποταγή των γυναικών είχε βαθύτερες πολιτισμικές ρίζες που μπορούσαν να καταπολεμηθούν μονάχα με την εκπαίδευσή τους, την αναγνώρισή τους ως διαφορετικών οντοτήτων και την ισότιμη συμμετοχή τους στις επαναστατικές διαδικασίες. Η συγγραφέας περιγράφει τις δραστηριότητες και την επίδραση των Mujeres Libres στις αγροτικές κολεκτίβες, τις ανατροπές αλλά και τις συνέχειες στις έμφυλες σχέσεις εντός των κολεκτίβων.

 

————————————————————————-

 

[Σημειώσεις]

[1] Για την ιστορία της αυτοδιαχείρισης και του εργατικού ελέγχου, βλ. Smith 2002.

[2] Preston 2006: 102-35.

[3] Η ονομασία της εδώ παρουσιάζεται με την καταλανική προφορά, αντί της καστελλιάνικης (Χενεραλιτάτ). Η ίδια επιλογή ακολουθήθηκε και για τις αποδόσεις στα ελληνικά καταλανικών ονομάτων και πόλεων.

[4] Ο ίδιος ο Ολιβέρ, στα απομνημονεύματά του (El eco de los pasos, Παρίσι 1978), λέει ότι στην πρώτη ολομέλεια της CNT της Καταλωνίας μετά το φρανκικό πραξι- κόπημα (στις 23 Ιουλίου 1936), είχε προτείνει το περίφημο “ir a por todo” («πάμε για όλα», δηλαδή την άμεση ανακήρυξη του Ελευθεριακού Κομμουνισμού), αλλά η πρότασή του δεν υιοθετήθηκε, και αντίθετα προκρίθηκε η στάση της συνεργασίας στον πόλεμο ενάντια στους φασίστες παράλληλα με την κατοχύρωση και το βάθεμα των επαναστατικών κατακτήσεων και διαδικασιών.

[5] Για τη σχετική συζήτηση, βλ. ενδεικτικά, Richards 1972: 63-88, 192-201, Leval 1975: 321-6, Morrow 1974: 241 κ.εξ., Brenan 1980: 319-21, Dolgoff 1982: 114-20, Fraser 1986: 180-1, Souchy 1991: 13-4, και Durgan 2011: 169.

[6] Peirats 1978: 249-69.

[7] Brenan 1980: 319-21, και Seidman 2002: 45-6.

[8] Souchy 1991: 59-60, 81-3, και Garrido González 2006.

[9] Fraser 1986: 355.

[10] Dolgoff 1982: 24.

[11] Borkenau 1988: 71.

[12] Borkenau 1988: 124, και Garrido González 2006.

[13] Fraser 1986: 348-51, και Richards 1990: 169.

[14] Fraser 1986: 348-50, και Seidman 2002: 69-71.

[15] Brenan 1980: 319-20, και Dolgoff 1982: 206-46.

[16] Richards 1972: 107-9, Alexander 1999: 318-20, 372-3, και Seidman 2002:12-3.

[17] Fraser 1986: 211-2.

[18] Leval 1975: 227.

[19] Dolgoff 1982: 151-4, Fraser 1986: 231-2, και Durgan 2011: 168.

[20] Castells Duran 2002: 134-5.

[21] Seidman 2006: 39.

[22] Brenan 1980: 319-21, και Castells Duran 2002: 135-7.

[23] Seidman 2000: 210, και Garrido González 2006.

[24] Garrido González 2006.

[25] Jackson 1970: 4-11, Richards 1972: 100, Dolgoff 1982: 202, 248, Harrison 1985: 114, και Damier 2009: 167.

[26] Richards 1972: 103-4, 355-7, Fraser 1986: 370-1, και Souchy 1991: 59-60.

[27] Fraser 1986: 348, και Seidman 2000: 218-24.

[28] Dolgoff 1982: 191-2, 201, Fraser 1986: 370-1, και Seidman 2000: 216-7.

[29] Dolgoff 1982: 251-2, Fraser 1986: 371-3, Harrison 1985: 114, Bolloten 1991: 57-61, 74-7, Seidman 2000: 211-3, και Castells Duran 2002: 129-31.

[30] Βλ. Fraser 1986: 222-3, και 366-7. Πρβλ. την εισαγωγή του Μπούκτσιν στο Dolgoff 1982: 44-5, Castells Duran 2002: 137, και Durgan 2011: 168.

[31] Richards 1972: 81-8.

[32] Η φράση ανήκει στον Λεβάλ, βλ. Dolgoff 1982: 118.

[33] Richards 1972: 198, και εισαγωγή του Μπούκτσιν στο Dolgoff 1982:47-8.

[34] Dolgoff 1982: 248, Ackelsberg 1993: 367-88, Seidman 2000: 225-8, Seidman 2002: 55-6, Hogan 2003, και Garrido González 2006.

[35] Η πρώτη σχετική μονογραφία του είχε ως τίτλο Las transformaciones colec- tivistas en la industria y los servicios de Barcelona (1936-39), Μαδρίτη 1992.

[36] Προϊόν αυτής της προσέγγισης ήταν το έργο του Workers Against Work: Labor in Paris and Barcelona during the Popular Fronts (Εργάτες ενάντια στην ερ- γασία: Η εργασία στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη κατά τη διάρκεια των Λαϊκών Με- τώπων, 1991), του οποίου μία πρώτη εκδοχή μεταφράστηκε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κόκκινο Νήμα (Η αντίσταση των εργατών στην εργασία στο Παρίσι και τη Βαρκελώνη κατά τη διάρκεια του Γαλλικού Λαϊκού Μετώπου και της Ισπανικής Επανάστασης, 1936-38, 2006).

————————————————————————-

[Γλωσσάρι]

ACR: Acció Catalana Republicana (Καταλανική Δημοκρατική Δράση)

CNT: Confederación Nacional del Trabajo (Εθνική Συνομοσπονδία Εργασίας)

EPR:  Ejército Popular Republicano (Λαϊκός Δημοκρατικός Στρατός)

ERC: Esquerra Republicana de Catalunya (Δημοκρατική Αριστερά της Καταλωνίας)

FAI: Federación Anarquista Ibérica (Ιβηρική Αναρχική Ομοσπονδία)

Generalitat: Η αυτόνομη κυβέρνηση της Καταλωνίας (Ζενεραλιτάτ)

FIJL: Federación Ibérica de Juventudes Libertarias (Αναρχική Ομοσπονδία Ελευθεριακών Νεολαίων)

Mujeres Libres: Ελεύθερες Γυναίκες (ελευθεριακή οργάνωση γυναικών)

PCE: Partido Comunista de España (Κομμουνιστικό Κόμμα Ισπανίας)

POUM: Partido Obrero de Unificación Marxista (Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενότητας)

PSOE: Partido Socialista Obrero Español (Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα)

PSUC: Partit Socialista Unificat de Catalunya (Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλωνίας)

UGT: Unión General de Trabajadores (Γενική Ένωση Εργατών)

Uniό de Rabassaires: Ένωση μικροϊδιοκτητών και εκμισθωτών

 

 

————————————————————————-

 

[Βιβλιογραφικές αναφορές]

Abad de Santillán, Diego (1970), Por qué perdimos la guerra, Βαρκελώνη, Plaza y Janés.

Ackelsberg, Martha A. (1993), “Models of Revolution: Rural Women and anarchist collectivization in Civil War Spain”, Journal of Peasant Studies, τ. 20, αρ. 3, 367-88.

Alexander, Robert J. (1999), The Anarchists in the Spanish Civil War, Λονδίνο, Janus.

Beevor, Antony (2006), Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος 1936-1939 (μτφρ. Γ. Καστανάρας), Αθήνα, Γκοβόστης.

Bolloten, Burnett (1991), The Spanish Civil War: revolution and counterrevo- lution, Τσάπελ Χιλ – Λονδίνο, University of North Carolina Press.

Borkenau, Franz (1988), The Spanish Cockpit. An eyewitness account of the Spanish Civil War, Λονδίνο, Phoenix Press.

Brenan, Gerald (1980), The Spanish Labyrinth. An Account of the Social and Political Background of the Spanish Civil War, Κέιμπριτζ – Λονδίνο, Cam- bridge University Press.

Castells Duran, Antoni (2002), “Revolution and collectivizations in Civil War Barcelona, 1936-9”, στο Angel Smith (επιμ.), Red Barcelona. Social Protest and Labour Mobilization in the Twentieth Century, Λονδίνο – Νέα Υόρκη, Routledge, 127-41.

Damier, Vadim V. (2009), Anarcho-syndicalism in the 20th Century (μτφρ. Malcolm Archibald), Έντμοντον, Αλμπέρα, Black Cat Press, και στο http://libcom.org/files/Damier-AS-A4.pdf (29-7-2012).

Dolgoff, Sam (1982), Αναρχικές κολλεκτίβες. Η εργατική αυτοδιεύθυνση στην ισπανική επανάσταση (μτφρ. Ν. Ποταμιάνος), Αθήνα, Διεθνής Βι- βλιοθήκη.

Durgan, Andy (2011), “Worker’s Democracy in the Spanish Revolution, 1936-1937”, στο Immanuel Ness, Dario Azzellini (επιμ.), Ours to Master and to Own: Workers’ Control from the Commune to the Present, Σικάγο, Haymarket.

Fraser, Ronald (1986), Blood of Spain. An Oral History of the Spanish Civil War, Νέα Υόρκη, Pantheon Books.

Garrido González, Luis (2006), “La economía colectivizada de la zona re- publicana en la guerra civil”, Congreso La Guerra Civil Española 1936
– 1939, Sociedad Estatal de Conmemoraciones Culturales, 2006, http:// www.secc.es/media/docs/12_1_Luis_Garrido2.pdf (1-5-2012).

Harrison, Joseph (1985), The Spanish Economy in the 20th Century, Μπέκεν- χαμ, Κέντ, Croom Helm.

Hogan, Deirdre (2003), «Βιομηχανική κολλεκτιβοποίηση κατά τη διάρκεια της Ισπανικής Επανάστασης» (μτφρ. Θ. Σάρας), στο http://autopoiesis- gr.blogspot.com/2010/08/blog-post_07.html#more (17-6-2012).

Jackson, Gabriel (1970), “The living experience of the Spanish civil war col- lectives”, Newsletter for the Society of Spanish and Portuguese Historical Studies, τ. 1, αρ. 2, 4-11, και στο http://uweb.cas.usf.edu/ssphs/vol1no2.
html (5-6-2012).

Leval, Gaston (1975), Collectives in the Spanish Revolution, Λονδίνο, Free- dom Press.

Morrow, Felix (1974), Revolution and Counter Revolution in Spain, Νέα Υόρκη, Pathfinder Press.

Ness Immanuel, Dario Azzellini, επιμ. (2011), Ours to Master and to Own: Workers’ Control from the Commune to the Present, Σικάγο, Haymarket.

Oliver, Juan García (1978), El eco de los pasos, Παρίσι, Ruedo Ibérico.

Peirats, José (1978), La CNT en la revolución española, τόμ. Α΄, Μαδρίτη,
Ruedo Ibérico.

Preston, Paul (2006), The Spanish Civil War. Reaction, Revolution and Re- venge, Λονδίνο, Harper.

Richards, Vernon (1972), Lessons of the Spanish Revolution (1936-1939), Λονδίνο, Freedom Press.                                                                                                                                                                                                                                 —, επιμ. (1990), Spain and the World: Social Revolution and Counter-Rev- olution / Selections from the Anarchist Fortnightly, Spain and the World, 1936-1939, Λονδίνο, Freedom Press.

Seidman, Michael (2000), “Agrarian collectives during the Spanish Revolu- tion and Civil War”, European History Quarterly, τ. 30, αρ. 2, 209-35.
— (2002), Republic of Egos. A Social History of the Spanish Civil War, Μάντισον, Ουισκόνσιν, University of Wisconsin Press.
— (2006), Η αντίσταση των εργατών στην εργασία στο Παρίσι και τη Βαρκε- λώνη κατά τη διάρκεια του Γαλλικού Λαϊκού Μετώπου και της Ισπανικής Επανάστασης, 1936-38, Αθήνα, Κόκκινο Νήμα.

Smith, Angel, επιμ. (2002), Red Barcelona. Social Protest and Labour Mobili- zation in the Twentieth Century, Λονδίνο, Routledge.

Souchy, Augustin (1991), Κολλεκτιβισμός και αυτοδιαχείριση στην Ισπανία, 1936-39 (μτφρ. Κ. Νικολάου), Αθήνα, Ελεύθερος Τύπος.

 

 

 

Ολόκληρο το Αφιέρωμα στον Ισπανικό Εμφύλιο, στον παρακάτω σύνδεσμο:

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ