η Καταστροφή
του Χανς Έριχ Νόσσακ
εκδόσεις Σκαρίφημα
συνάντηση με τον μεταφραστή
Αλέξανδρο Κυπριώτη
Β.Μ.: Ποιος είναι ο Χανς Έριχ Νόσσακ;
Α.Κ.: Ο Χανς Έριχ Νόσσακ γεννήθηκε το 1901 στο Αμβούργο, όπου και πέθανε το 1977. Άρχισε να σπουδάζει Ιστορία της Τέχνης και Λογοτεχνία στη γενέτειρά του, αλλά μετά το πρώτο έτος των σπουδών του τις διέκοψε, για να πάει στην Ιένα και να σπουδάσει Νομικά και Οικονομικά. Όμως ούτε αυτές τις σπουδές τις ολοκλήρωσε, αφού σε μια προσπάθεια να ανεξαρτητοποιηθεί από την οικογένειά του, μια από τις εύπορες οικογένειες του Αμβούργου, ο πατέρας του συγκεκριμένα είχε μια εταιρεία εισαγωγών και εμπορευόταν καφέ και κακάο, άρχισε να εργάζεται ως ανειδίκευτος εργάτης στην Ιένα. Ωστόσο το 1923 επέστρεψε στο Αμβούργο, άρχισε να εργάζεται ως υπάλληλος τραπέζης, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στον τομέα αυτό και παντρεύτηκε. Την ίδια περίοδο άρχισε και να γράφει, στην αρχή ποιήματα και θεατρικά έργα. Το 1933 ανέλαβε την επιχείρηση του πατέρα του. Η αλήθεια είναι ότι πέρα από κάποια ποιήματά του, που είχαν δημοσιευθεί αρχικά, άργησαν να δημοσιευθούν άλλα έργα του, γιατί από το 1933 μέχρι το 1945, την περίοδο του ναζισμού, απαγορευόταν η δημοσίευση έργων του, αν και παρά τις επανειλημμένες έρευνες της αστυνομίας και των Ταγμάτων Εφόδου στο σπίτι του, ο Νόσσακ δεν συνελήφθη ποτέ. Ουσιαστικά, λοιπόν, άρχισε να εκδίδει τα έργα του από το 1947 και μετά. Παρ’ όλ’ αυτά, για μία πενταετία περίπου, από το ’49 μέχρι το ’55, που άλλαξε πλέον εκδότη, ο Νόσσακ δεν εξέδιδε τίποτα, γιατί ο πρώτος εκδότης του του ζητούσε να γράψει κάτι πιο εμπορικό και ο Νόσσακ αρνούνταν να συμμορφωθεί. Πάντως, από το 1957 άρχισαν και τα βραβεία και οι διακρίσεις. Ενδεικτικά σας αναφέρω ότι το 1961, για παράδειγμα, του απονεμήθηκε το πολύ σημαντικό βραβείο Γκέοργκ Μπύχνερ, το οποίο είχαν ήδη πάρει συγγραφείς και ποιητές όπως ο Έριχ Κέστνερ, ο Μαξ Φρις, ο Πάουλ Τσέλαν, και αργότερα, βέβαια, το πήραν ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ, η Ίνγκεμποργκ Μπάχμαν, ο Γκύντερ Γκρας, ο Τόμας Μπέρνχαρντ, ο Ούβε Γιόνζον, ο Ελίας Κανέτι, ο Πέτερ Χάντκε κ.ά. Ενώ το 1963 του απονεμήθηκε το βραβείο Βίλχελμ Ράαμπε, το οποίο είχαν ήδη πάρει ο Χέρμαν Έσσε και ο Μαξ Φρις, ενώ αργότερα το πήραν ο Χαϊμίτο φον Ντόντερερ, ο Βάλτερ Κεμπόβσκι, ο Ούβε Γιόνζον, ο Ζίγκφριντ Λεντς κ.ά. Επίσης πολύ σημαντικό θεωρώ το γεγονός ότι μετά τον θάνατο του Νόσσακ θεσπίστηκαν δύο βραβεία με το όνομά του.
Β.Μ.: Ποια η θεματολογία που επιλέγει και σε ποια εποχή γράφει τα έργα του;
Α.Κ.: Οι αρχές των σπουδών του, η προσπάθειά του για ανεξαρτητοποίηση από την οικογένειά του, αλλά και η επιστροφή του στο Αμβούργο και ο γάμος του, τα πρώτα ποιήματα και θεατρικά του έργα, όλα αυτά γίνονται, βέβαια, στην αρχή του μεσοπόλεμου. Οπότε μιλάμε για τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, που ήταν ατιμωτική για τη Γερμανία, αφού έχασε πολλά εδάφη, αποδέχτηκε την πλήρη ενοχή για την κήρυξη του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου και ανέλαβε την υποχρέωση πολεμικών αποζημιώσεων. Μιλάμε για τη γνωστή εποχή της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, στις αρχές της δεκαετίας του ’20, πριν επιστρέψει στη γενέτειρά του ο Νόσσακ, έγινε μέλος του νεοσύστατου Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Καρλ Λίμπκνεχτ τότε είχαν ήδη δολοφονηθεί. Η επανάσταση του ’18/’19 και η «Δημοκρατία των Συμβουλίων» στη Βαυαρία ήταν ήδη παρελθόν. Τις συνθήκες που επικρατούν στη Γερμανία μέχρι την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία αλλά και την ψυχολογία των Γερμανών εκείνη την περίοδο τις περιγράφει εξαιρετικά ο Ερνστ Βάις στο μυθιστόρημά του Ο αυτόπτης μάρτυρας, που ήταν το πρώτο βιβλίο που μου ανέθεσαν να μεταφράσω οι εκδόσεις Σκαρίφημα. Ένα από τα πρώτα θεατρικά έργα του Νόσσακ, γραμμένο το 1926, διαπραγματευόταν την προσπάθεια φυγής του ατόμου από τη μοίρα, από τις αποφάσεις του και από τον ίδιο του τον εαυτό. Το 1930, αφού έχει αρχίσει να γράφει ποιήματα και θεατρικά έργα, ξαναγίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1934 γράφει ένα θεατρικό έργο, το οποίο, ωστόσο, θα δημοσιευτεί για πρώτη φορά το 2013, και μάλιστα όχι από τον εκδοτικό οίκο που εκδίδει τα έργα του από το 1955 μέχρι σήμερα, ενώ το έργο αυτό δεν έχει ανέβει ακόμα σε καμία επίσημη γερμανική σκηνή. Καθόλου τυχαίο, γιατί ο Νόσσακ σε εκείνο το έργο βάζει επί σκηνής τον τρομερό Γερμανό ποιητή, δραματουργό και επαναστάτη Γκέοργκ Μπύχνερ και γράφει ένα έργο, στο οποίο σημειώνει ότι διαδραματίζεται από το 1833 μέχρι το 1937, χαρακτηρίζοντάς το «γερμανική τραγωδία». Καμπή στο συγγραφικό έργο του, βέβαια, και στη ζωή του αποτέλεσε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος και συγκεκριμένα οι βομβαρδισμοί του Αμβούργου το καλοκαίρι του ’43. Τότε καταστρέφονται και τα χειρόγραφά του και τα ημερολόγιά του. Κάποια από τα θεατρικά του, τα ανασυνέθεσε αργότερα, αποκαλώντας τα υπόλοιπα «καμμένα». Τότε παίρνει και την απόφαση να αφιερωθεί εξολοκλήρου στη συγγραφή αφήνοντας την εταιρεία του πατέρα του. Δυο τρεις μήνες μετά τους βομβαρδισμούς ολοκληρώνει την Καταστροφή, που θα εκδοθεί το ’48, ενώ ήδη το ’47 εκδίδεται η Νέκυια. Η μαρτυρία ενός επιζώντος, την οποία ουσιαστικά ολοκλήρωσε μετά την Καταστροφή. Η Νέκυια ήταν ένα από τα πρώτα λογοτεχνικά κείμενα που πραγματεύονταν τις εμπειρίες του γερμανικού λαού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Το ιδιαίτερο όμως στη Νέκυια είναι ότι δεν είναι γραμμένη με τον ρεαλισμό που χαρακτηρίζει γενικά τη μεταπολεμική γερμανική λογοτεχνία και σε έναν μεγάλο βαθμό και την Καταστροφή. Το ονειρικό και αλληγορικό ύφος του Νόσσακ δίνει στη Νέκυια ατμόσφαιρα Αποκαλύψεως. Ο ήρωας του Νόσσακ διαπιστώνει ότι το το είδωλό του δεν αντικατοπτρίζεται πλέον στον καθρέφτη. Συναντά νεκρούς, αναρωτιέται κάποια στιγμή πόσοι νεκροί κυκλοφορούν, χωρίς να ξέρουν ότι είναι νεκροί και σε ένα άλλο σημείο λέει ότι θα πει στους ανθρώπους που μαζεύονται γύρω του και δεν έχουν όνομα, να πάνε να βρουν έναν ποταμό, να πλυθούν, για να αναγνωρίσουν και πάλι τον εαυτό τους και να δώσουν ο ένας όνομα στον άλλον, γιατί μόνο αν ακουστούν τα ονόματα, θα ξυπνήσει η γη και θα σκεφτεί ότι πρέπει να βγάλει λουλούδια και δέντρα πάλι. Αλλά και πολλά χρόνια αργότερα, το ’73, εκδίδει το μυθιστόρημα Σε επιφυλακή. Η μαρτυρία για μια επιδημία. Έπειτα από μια επιδημία αυτοχειρίας που κράτησε πέντε χρόνια, ο ήρωας του Νόσσακ προσπαθεί να καταλάβει και να καταγράψει τι έγινε. Οι επιζώντες όμως έχουν απωθήσει τα πάντα και επικρατεί κάτι σαν όρκος σιωπής. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, λοιπόν, το ότι ο Νόσσακ αναφέρεται και ως «ο μεγαλύτερος Γερμανός αφηγητής του φανταστικού μετά τον Κάφκα». Το ανεξήγητο, το φανταστικό, το πέραν της λογικής υπάρχει και σε άλλα έργα του. Και στη Σπείρα. Το μυθιστόρημα μιας ξάγρυπνης νύχτας, που εκδόθηκε το ’56 και στο μυθιστόρημά του Ο μικρότερος αδελφός, που εκδόθηκε το ’58, αλλά και στο Ένας ευτυχισμένος άνθρωπος που εκδόθηκε το ’75, δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του. Το μαζικό τραύμα, η ενοχή, η σχέση με το παρελθόν, η απώθηση και η κατ’ επιλογή λήθη είναι θέματα, τα οποία απασχολούν τον Νόσσακ στα έργα του γενικότερα.
Β.Μ.: Τι ρόλο διαδραμάτισε στα γερμανικά γράμματα, (και όχι μόνο) για να φτάσει ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ να τον χαρακτηρίσει ως τον σπουδαιότερο Γερμανό συγγραφέα της μεταπολεμικής περιόδου;
Α.Κ.: Στα Γαλλικά ο Νόσσακ άρχισε να μεταφράζεται ήδη από το 1949, εξού φαντάζομαι και ο χαρακτηρισμός του Σαρτρ. Ανέφερα και πριν ότι ο μετά τον θάνατο του Νόσσακ θεσπίστηκαν δύο λογοτεχνικά βραβεία με το όνομά του. Αυτό από μόνο του λέει πολλά. Κατά τα άλλα, είναι πολύ δύσκολο να πει κανείς με σιγουριά πόσο έχει επηρεάσει ένας συγγραφέας με το έργο του τόσο στη χώρα του όσο και αλλού. Θεωρώ ότι ο Νόσσακ επηρέασε, για παράδειγμα, τον εξαιρετικό συγγραφέα και σκηνοθέτη Αλεξάντερ Κλούγκε, ανοίγοντας τον δρόμο για τον στοχασμό πάνω στο γερμανικό τραύμα, τη γερμανική ενοχή γενικότερα και για την αντιπαράθεση με το παρελθόν. Το 1968 ο Κλούγκε εξέδωσε ένα βιβλίο για τον βομβαρδισμό του Χάλμπερσταντ, μιας άλλης γερμανικής πόλης. Βέβαια, η γραφή του Κλούγκε, γενικότερα, έχει το δικό της ύφος και είναι συγκλονιστική και με έναν άλλον τρόπο, αλλά θεωρώ ότι ο Κλούγκε είχε ασφαλώς διαβάσει Νόσσακ, ο οποίος και τον επηρέασε ως έναν βαθμό. Όπως και τον Ζέμπαλντ. Φανταστείτε ότι ο Ζέμπαλντ έκανε μια σειρά διαλέξεων για τους βομβαρδισμούς των γερμανικών πόλεων, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στον Νόσσακ, το 1997, την ίδια χρονιά μάλιστα που δημοσιεύθηκαν τα Ημερολόγια 1943-1977 του Νόσσακ, είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό του. Φαντάζομαι ότι πρέπει να έπαιξε σημαντικό ρόλο στον χώρο των γερμανικών γραμμάτων. Το 1949 έγινε δεκτός ως μέλος στην Ακαδημία Επιστημών και Λογοτεχνίας του Μάιντς, το 1950 ήταν ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ακαδημίας Τεχνών του Αμβούργου και από το 1961 ήταν μέλος της Γερμανικής Ακαδημίας Γλώσσας και Ακαδημίας του Ντάρμσταντ. Από το 1955 εκδίδει τα έργα του στον Ζούρκαμπ, έναν από τους σημαντικότερους γερμανικούς οίκους, λαμβάνει μέρος στις συναντήσεις των συγγραφέων του Ζούρκαμπ και παρευρίσκεται στην έκθεση βιβλίου στη Φρανκφούρτη. Κάνει μάλιστα πολλά ταξίδια ανά τον κόσμο με αφορμή εκδόσεις των έργων του και κάποιες φορές αντιμετωπίζεται ως ανεπίσημος πρέσβης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Το 1974 παρασημοφορήθηκε, μάλιστα. Και για να είμαι ειλικρινής, αυτό το αναφέρω, γιατί την απονομή παρασήμων σε συγγραφείς, τη μέγιστη μάλλον τιμή εκ μέρους της κρατικής μηχανής, όταν δεν πρόκειται φυσικά για φερέφωνά της, τη βλέπω πάντα ως μια προσπάθεια στρογγυλέματος του έργου τους, μια προσπάθεια λείανσης των αιχμών, άρα ως μια έμμεση αναγνώριση του ότι, αν μη τι άλλο, ταράζουν τα λιμνάζοντα νερά, θίγουν επικίνδυνα τα κακώς κείμενα ή ως μια προσπάθεια του εκάστοτε ανώτατου εκπροσώπου της κρατικής μηχανής να διαφοροποιηθεί έμμεσα από τα κακώς κείμενα που θίγονται. Γενικότερα δεν νομίζω ότι οι τιμές προσφέρονται ανυστερόβουλα στους συγγραφείς και τους ποιητές.
Β.Μ.: Πείτε μας δυο λόγια για την Καταστροφή αλλά και το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο που περιβάλλει την ιστορία (με το κωδικό όνομα «Επιχείρηση Γόμορρα»);
Α.Κ.: Με την Καταστροφή βρισκόμαστε στο καλοκαίρι του ’43, συγκεκριμένα στα τέλη Ιουλίου. Η «επιχείρηση Γόμορρα» ήταν η κωδική ονομασία των αεροπορικών επιδρομών που έκαναν στο Αμβούργο αμερικανικά και αγγλικά βομβαρδιστικά από τις 24 Ιουλίου έως τις 3 Αυγούστου και που ήταν, μάλιστα, οι μεγαλύτερες αεροπορικές επιδρομές που είχαν γίνει μέχρι τότε. Ουσιαστικά οι αεροπορικές επιδρομές ήταν αντιπρόταση των Συμμάχων στο Στάλιν, ο οποίος ζητούσε τη δημιουργία ενός μετώπου κατά του Χίτλερ και στα Δυτικά της Γερμανίας. Πολλοί σκοτώθηκαν, πολλοί πέθαναν από ασφυξία, πολλοί κάηκαν ζωντανοί. Ο αριθμός των νεκρών και των τραυματιών διαφέρει από πηγή σε πηγή. Εκείνες τις ημέρες ο Νόσσακ είχε τυχαία φύγει από το Αμβούργο για ολιγοήμερες διακοπές και έζησε τους βομβαρδισμούς βλέποντάς τους από μακριά. Μετά το πέρας των βομβαρδισμών επέστρεψε στο Αμβούργο. Όλη αυτή την εμπειρία του περιγράφει στην Καταστροφή. Τόσο την από μακριά παρακολούθηση των βομβαρδισμών όσο και τον γυρισμό του στο ισοπεδωμένο Αμβούργο με τους χιλιάδες νεκρούς αλλά και τις επόμενες ημέρες των προσφύγων. Πρόκειται για ένα κείμενο, στο οποίο η συγκλονιστικά ρεαλιστική αφήγηση και η ποιητική γλώσσα του Νόσσακ εναλλάσσονται. Εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1948, όπως σας είπα, στη συλλογή πεζογραφικών κειμένων Συνέντευξη με τον θάνατο και επανεκδόθηκε το 1950 με τον τίτλο Δωροθέα, ενώ αργότερα εκδόθηκε μεμονωμένα.
Β.Μ: Πόσο σημαντικό είναι το ντοκουμέντο αυτό (χρονικό ή ημερολόγιο θα το χαρακτήριζε κανείς) για να κατανοήσουμε την καταστροφή του πολέμου αλλά και να δούμε πως βίωσαν τον πόλεμο οι ίδιοι οι Γερμανοί;
Α.Κ.: Η καταστροφή είναι σαφέστατα ένα ντοκουμέντο, όπως λέτε, ένα χρονικό και θυμίζει και ημερολογιακές καταγραφές, αλλά ουσιαστικά είναι η μαρτυρία ενός συγγραφέα, ενός ποιητή, και δεν μπορεί παρά να είναι λογοτεχνική. Τώρα, όσον αφορά το πόσο σημαντικό είναι αυτό το ντοκουμέντο, θα κάνω μια παρένθεση, για να σας πω το εξής: Πριν από 3 χρόνια το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου δημοσίευσε μια προκήρυξη, αναζητώντας μεταφραστές και μεταφράστριες για τη μετάφραση απομαγνητοφωνημένων κειμένων από τα Ελληνικά στα Γερμανικά. Επρόκειτο για το πρόγραμμα «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα» με συνεντεύξεις επιζώντων της γερμανικής Κατοχής, επιστημονικός υπεύθυνος του οποίου ήταν ο Χάγκεν Φλάισερ, ομότιμος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είχα την τύχη να μεταφράσω τέσσερις συγκλονιστικές συνεντεύξεις προφορικής ιστορίας: της Μαριάνθης Ναχμία από την Καλαμπάκα, του Θεόδωρου Βαλαχά από τον Χορτιάτη, της Άλκης Ζέη και του Τίτου Πατρίκιου. Μακρηγόρησα, για να σας πω τελικά ότι για μένα όσο σημαντικές είναι εκείνες οι συνεντεύξεις τόσο σημαντική είναι και Η καταστροφή. Θα μπορούσε ίσως να πει κανείς ότι οι προφορικές συνεντεύξεις για τη γερμανική Κατοχή στην Ελλάδα και η μαρτυρία του Νόσσακ για τον βομβαρδισμό του Αμβούργου από τους Συμμάχους είναι οι δυο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Αλλά δεν ισχύει αυτό. Θεωρώ ότι είναι το ίδιο πράγμα. Από τη μια πλευρά είναι όλα αυτά, οι κακουχίες και το δράμα των απλών ανθρώπων, οι εξευτελισμοί και ο ξεριζωμός, οι τραυματίες, οι σκοτωμένοι και από την άλλη πλευρά είναι τα συμφέροντα που εξυπηρετεί ο πόλεμος, αυτοί που πλουτίζουν απ’ τον πόλεμο. Ο Χίτλερ ήταν δημαγωγός, μπορεί να ήταν και ψυχοπαθητική προσωπικότητα, και θα παραπέμψω και πάλι στον Αυτόπτη μάρτυρα του Ερνστ Βάις, όπου η συνάντηση του ήρωα γιατρού με τον ασθενή νεαρό Χίτλερ που έχει υποστεί υστερική τύφλωση στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο παίζει καθοριστικό ρόλο στην πλοκή του μυθιστορήματος. Ωστόσο, τον πόλεμο δεν τον έκανε ο Χίτλερ, επειδή ήταν ψυχοπαθητική προσωπικότητα. Συγκεκριμένα συμφέροντα εξέφραζε και γι’ αυτό στηρίχτηκε, γι’ αυτό πήρε την εξουσία. Και δεν ήταν μόνο γερμανικά τα συμφέροντα που εξυπηρετούσε, και γι’ αυτό δεν ήταν μόνο γερμανικός ο Τύπος που τον ανέδειξε και τον στήριξε. Το ίδιο ισχύει και για τους Συμμάχους. Δεν ισοπέδωσαν οι Άγγλοι και οι Αμερικανοί το Αμβούργο και άλλες γερμανικές πόλεις για την αποκατάσταση της ειρήνης, δεν έριξαν οι Αμερικανοί τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι για το καλό των λαών, για να τελειώσει ο πόλεμος. Κάτι που με συγκλόνισε στον Νόσσακ, από την πρώτη ανάγνωση, ήταν η στιγμή που επιλέγει να χρησιμοποιήσει δυο στίχους από την Οδύσσεια του Ομήρου. Αναφέρει, λοιπόν, ότι, όταν κάποια στιγμή καταρρίφθηκε ένα συμμαχικό βομβαρδιστικό από τα αντιαεροπορικά πυρά και κάποιες γυναίκες στη στέγη του διπλανού σπιτιού άρχισαν να χειροκροτούν, εκείνου του ήρθαν στον νου όλο θυμό τα λόγια του Οδυσσέα προς την Ευρύκλεια, όταν εκείνη εκφράστηκε με χαρά για τον θάνατο των μνηστήρων: «Χάρου από μέσα σου, γερόντισσα, και βάστα, μη φωνάζεις / δε θέλει ο θεός χαρά να δείχνουμε μπροστά σε σκοτωμένους!» Σαφέστατα διαφορετικά διαβάζει αυτούς τους στίχους ένας Γερμανός και διαφορετικά ένας Έλληνας. Όμως το νόημα των στίχων του Ομήρου ένα είναι. Η Καταστροφή είναι ένα συγκλονιστικό, αντιπολεμικό κείμενο με διαχρονική αξία, γιατί είναι μια αληθινή, βαθύτατα ανθρώπινη μαρτυρία.
Β.Μ.: Αλήθεια τι αποκομίσατε (τι σας έμεινε ως απόσταγμα) μεταφράζοντας το συγκεκριμένο έργο και τι προκλήσεις περιλάμβανε η μεταφραστική διαδικασία;
Α.Κ.: Κοιτάξτε, πάντα λέω ότι τίποτα δεν είναι εύκολο στη μετάφραση. Η μετάφραση οποιουδήποτε σοβαρού, σημαντικού λογοτεχνικού κειμένου είναι αυτή καθεαυτήν μια πρόκληση. Με τη μετάφραση της Καταστροφής όμως ήταν κάπως διαφορετικά. Ενώ από την πρώτη ανάγνωση του κειμένου ήταν ξεκάθαρο ότι πρόκειται για ένα συγκλονιστικό κείμενο και είχα την αίσθηση ότι μπορούσα να βρω σχετικά εύκολα τον ρυθμό της αφηγηματικής φωνής, τα πράγματα αποδείχτηκαν διαφορετικά. Παρά τη μικρή έκταση του κειμένου, η μετάφρασή του διήρκησε δυσανάλογα πολύ. Με κούραζε πάρα πολύ ψυχολογικά, κάποιες μέρες δεν μπορούσα παρά να μεταφράσω μια δυο προτάσεις μόνο και κάποιες άλλες απέφευγα και να ανοίξω το βιβλίο. Βέβαια, το γεγονός ότι η μετάφραση κάποια στιγμή ολοκληρώθηκε οφείλεται στο ότι, όταν έβρισκα τη δύναμη και μετέφραζα λίγο παραπάνω, συνειδητοποιούσα ξανά και ξανά ότι πρόκειται για ένα σπουδαίο έργο και ότι έπρεπε να το μεταφράσω. Ξέρετε, μεγάλωσα στην Καλογρέζα, μικρός άκουγα από τη γιαγιά μου και από μια γειτόνισσα που έμενε δίπλα μας ιστορίες για τους Γερμανούς από τον πόλεμο και την Κατοχή και άκουγα φυσικά και την ιστορία για το μπλόκο της Καλογρέζας, που κάθε Μάρτη πηγαίναμε στον εορτασμό της μνήμης των εκτελεσθέντων. Ήταν συγκλονιστικό, ξέρετε, όταν συνειδητοποίησα ότι τον Αύγουστο του ’43, όταν ο Νόσσακ ζει την Καταστροφή, οι Γερμανοί στην Αθήνα συλλαμβάνουν απεργούς τροχιοδρομικούς, που η προσπάθεια απελευθέρωσής τους από το αστυνομικό τμήμα της Νέας Ιωνίας ήταν μια από τις αφορμές που αργότερα, τον Μάρτη του ’44 πια, έκαναν τη χωροφυλακή και τους ταγματασφαλίτες να οργανώσουν το μπλόκο της Καλογρέζας. Από τη γιαγιά μου, όμως, άκουγα και την ιστορία για τον διωγμό του ’22, όταν εκείνη ήταν οκτώ χρονών, και πάντα έλεγε για έναν Τούρκο φίλο του μπαμπά της, που τους ειδοποίησε να φύγουν άρον άρον από τη Σμύρνη, και που, όταν πια ανοίχτηκαν με μια βάρκα στη θάλασσα, είδαν τη Σμύρνη να καίγεται. Αυτό νομίζω ήταν το πιο σημαντικό από την ενασχόλησή μου με τη μετάφραση της Καταστροφής, η συνειδητοποίηση για μια ακόμα φορά ότι οι απλοί άνθρωποι, αυτοί που πάντα υποφέρουν, ζουν όλα τα δεινά, ματώνουν και σκοτώνονται, αυτοί που λέμε ο λαός, δεν έχουν σχέση με αυτόν που μαθαίνουμε από μικροί να θεωρούμε εχθρό. Όλα τα σύνορα και οι διαχωριστικές γραμμές, η ξένη γλώσσα, η άλλη θρησκεία, οι άλλες συνήθειες, ό,τι μας χωρίζει αίρεται μπροστά στον ανθρώπινο πόνο.
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Δεκέμβρης 2020
O Αλέξανδρος Κυπριώτης (γεν. 1968) είναι συγγραφέας και μεταφραστής. Έχει μεταφράσει Τόμας Μανν, Μπότο Στράους, Φραντς Κάφκα, Μαρσέλ Ράιχ-Ρανίτσκι, Τζέννυ Έρπενμπεκ, Μοχαμμάντ Χεμματί, Έντουαρντ φον Κάιζερλινγκ κ.ά. Για τις μεταφράσεις των βιβλίων Ερνστ Βάις, Ο αυτόπτης μάρτυρας (Σκαρίφημα, 2017) και Τόμας Μπέρνχαρντ, Γεγονότα (Εξάντας, 2019) έχει λάβει μεταφραστικά έπαθλα από το Υπουργείο Παιδείας, Τεχνών και Πολιτισμού της Αυστρίας. Με τον Ιρανό ποιητή και μεταφραστή Μοχαμμάντ Χεμματί ίδρυσε το 2018 το «Εργαστήρι μετάφρασης σύγχρονης περσικής και ελληνικής ποίησης εν προόδω» και το 2019 τη διεθνή εν εξελίξει δράση «Abolish Borders With Words», στην οποία συμμετέχουν προς το παρόν πάνω από 40 μεταφραστές, μεταφράστριες, ποιητές και ποιήτριες απ’ όλο τον κόσμο. Έχει εκδώσει τη συλλογή διηγημάτων Μ’ ένα καλά ακονισμένο μαχαίρι. Ιστορίες ανθρώπων (Εκδόσεις Ίνδικτος, 2013) και την ποιητική συλλογή Μπορεί επίτηδες να μένω από τσιγάρα (Σκαρίφημα, 2019). Το 2019 ανέβηκε στη Θεσσαλονίκη από την ομάδα «Άνθρωπος στη Θάλασσα» η παράσταση Γκλόρυ Νταίηζ βασισμένη σε θεατρικά κείμενά του. Με αφορμή το πρώτο lockdown του 2020 άρχισε να δημοσιεύει κάθε μέρα και ένα από τα 99 χαϊκού (μόνο για την αγάπη μου) ψιθυριστά σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης.