Scroll Top

Καμίνο Ρεάλ | συζήτηση με τον Ορέστη Κορακιανίτη για τον Τέννεσση Ουίλιαμς

kaminoreal1800

Καμίνο Ρεάλ
Τέννεσση Ουίλλιαμς
εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος
συζήτηση με τον μεταφραστή
Ορέστη Κορακιανίτη

 

Ποιος είναι ο Τέννεσση Ουίλλιαμς για σένα; Δώσε μας μερικούς σταθμούς της πολυτάραχης ζωής του.

Ο Τέννεσση Ουίλλιαμς γεννήθηκε στο Μισσισσίπη το 1911. Έχει σημασία, ίσως, ότι ο συγγραφέας κουβαλάει την ανάμνηση μιας αθώας κι ευτυχισμένης παιδικής ηλικίας, η οποία διακόπτεται βίαια από την αρρώστια και μια απότομη αλλαγή περιβάλλοντος. Στα οχτώ του χρόνια παθαίνει μια σοβαρή λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού, η οποία διήρκεσε έναν χρόνο και παραλίγο να του κοστίσει τη ζωή. Μετέπειτα η οικογένειά του μετακομίζει στο Σαιντ Λούις λόγω της προαγωγής του πατέρα του. Δυο περιστατικά, δηλαδή, που πολύ νωρίς φαίνεται να τον σημαδεύουν και να επισφραγίζουν τη μοναχική και ντροπαλή του φύση.

Έφηβος βασανίζεται από μια συστολή σχεδόν παθολογικού χαρακτήρα. «Άρχισα να κοκκινίζω όποτε τα μάτια κάποιου συναντιόνταν με τα δικά μου, σαν να έκρυβα πίσω τους κάποιο φρικτό ή αποτρόπαιο μυστικό».

Ωστόσο, «η πιο τρομερή, σχεδόν ψυχωσική κρίση» της νεαρής του ηλικίας συμβαίνει στα δεκάξι του χρόνια, σε ένα ταξίδι στην Ευρώπη. Ξεκινάει σε έναν περίπατό του σε μια λεωφόρο του Παρισιού και κορυφώνεται στον καθεδρικό ναό της Κολωνίας. Ο ίδιος τη χαρακτηρίζει ως μια φοβία της ανθρώπινης διαδικασίας της σκέψης, η οποία τον καταδιώκει επί έναν μήνα περίπου, του προκαλεί σωματική κόπωση και καταλήγει σε κάτι που μάλλον, από τον τρόπο που το περιγράφει, πρόκειται για κρίση πανικού. Τέτοιου είδους εμμονές δεν έλειψαν κι από την ενήλικη ζωή του.

Ακούγοντας αυτά, ίσως θα φανταζόταν κανείς πως ο Τέννεσση Ουίλλιαμς υπήρξε ένας άνθρωπος γεμάτος αμφιβολίες, αποτραβηγμένος στον εαυτό του και σε διαρκή σύγκρουση με αυτόν, μια σύγκρουση από την οποία το γράψιμο ήταν η μοναδική του διέξοδος. Μπορεί κάτι τέτοιο να μην απέχει πολύ από την αλήθεια, όμως ο Τέννεσση Ουίλλιαμς ήταν συνάμα ένας άνθρωπος με εκρηκτικό ταμπεραμέντο, τεράστια ενεργητικότητα και δίψα για ζωή, τόσο που ορισμένες περιπέτειες της ζωής του μοιάζουν βγαλμένες από σελίδες βιβλίου της beat λογοτεχνίας.

Το 1939 τον βρίσκει, άφραγκο κι επίδοξο θεατρικό συγγραφέα, να εργάζεται σε ένα ράντσο στα περίχωρα του Λος Άντζελες για να βγάλει τα προς το ζην. Εκεί λαμβάνει ένα τηλεγράφημα που τον πληροφορεί πως έχει κερδίσει το βραβείο των εκατό δολαρίων για μια ανθολογία μονόπρακτων έργων που είχε γράψει τότε, με τίτλο “American blues”. Με τα λεφτά αυτά αποφασίζουν, παρέα με τον ανιψιό των ιδιοκτητών του ράντσου, να νοικιάσουν μεταχειρισμένα ποδήλατα και να διασχίσουν τη νότια Καλιφόρνια ως τα σύνορα με το Μεξικό, ακολουθώντας μια παραλιακή λεωφόρο, που δεν είναι άλλη από το Καμίνο Ρεάλ, δηλαδή τον Δρόμο του Βασιλιά, που φτιάχτηκε κατά την περίοδο της ισπανικής αποικιοκρατίας (1542-1821).

Το Μεξικό υπήρξε ένας από τους πιο αγαπημένους του προορισμούς, το επισκέφτηκε αρκετές φορές και σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του, συλλέγοντας πλήθος αναμνήσεων, καλών αλλά και κακών. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, ότι αποτέλεσε έμπνευση γι΄αυτόν τον τόπο «έξω από τον χρόνο και τον χώρο», όπου διαδραματίζεται το έργο Καμίνο Ρεάλ.

Το 1944 ο Γυάλινος Κόσμος κάνει πρεμιέρα στο Μπρόντγουεϊ και γίνεται δεκτός με ενθουσιασμό από κοινό και κριτικούς. Στο κλείσιμο της αυλαίας, κάποιος από τη σκηνή τού τείνει το χέρι και τον ανεβάζει επάνω. Ο Τέννεσση Ουίλλιαμς ένιωσε ντροπή. «Δεν ένιωσα κάποια αίσθηση θριάμβου. Νομίζω ότι το γράψιμο είναι σαν το κυνήγι ενός θηράματος που διαρκώς ξεγλιστράει και τελικά δεν πιάνεις ποτέ.»

Σε ποια εποχή γράφει τα έργα του και ποια η κοινωνικοπολιτική κατάσταση μέσα στην οποία γράφει και επιβιώνει;

Ο Τέννεσση Ουίλλιαμς ενηλικιώνεται κι αρχίζει τις σπουδές του το 1929, τη χρονιά, δηλαδή, που ξεσπάει η μεγάλη ύφεση στην Αμερική. Τον τρίτο χρόνο παρατάει το πανεπιστήμιο κι ο πατέρας του τον βάζει να δουλέψει σε ένα υποκατάστημα της Εταιρείας Υποδημάτων, της οποίας είναι στέλεχος. Εκεί, εξαιτίας των ελεεινών συνθηκών εργασίας και μέσα από την τριβή του με τους συναδέλφους του, αποκτά μια σοσιαλίζουσα πολιτική αντίληψη, η οποία βέβαια δεν αποκρυσταλλώνεται ποτέ σε κάτι περισσότερο. Ο Τέννεσση Ουίλλιαμς θα παραμείνει, πάνω απ’ όλα, ένα μποέμ στοιχείο, που ζει στο μεταίχμιο των κοινωνικών συμβάσεων, ενώ κι ο ίδιος στη ζωή του γοητεύεται από αντισυμβατικούς χαρακτήρες, από ανθρώπους του περιθωρίου, από ανθρώπους ατίθασους αλλά και ευαίσθητους, πολλές φορές ψυχικά ασταθείς. Τους ίδιους χαρακτήρες δηλαδή που, σε παραλλαγές, συναντάμε και στο έργο του.

Ακολουθεί ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, η προεδρία Μακάρθυ, το ψυχροπολεμικό κλίμα και η αντικομμουνιστική υστερία, η οποία αγγίζει το απόγειό της στις αρχές της δεκαετίας του 50. Μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα είναι που γράφεται το Καμίνο Ρεάλ. Ένα προσχέδιο του έργου το έχει ήδη γράψει το 1946, σε μια περίοδο ψυχικής αλλά και σωματικής αδυναμίας για τον ίδιο. Ένα έντονο αίσθημα ματαιότητας τον έχει κυριεύσει έπειτα από την επιτυχία του Γυάλινου Κόσμου και για μεγάλο χρονικό διάστημα αποτραβιέται στη Νέα Ορλεάνη, όπου δεν καταφέρνει να γράψει τίποτα, πέρα από ένα «μικρό, αλλόκοτο θεατρικό έργο με τίτλο Ten Blocks on the Camino Real».

Το έργο παίρνει την τελική μορφή του το 1952 (έχει μεσολαβήσει η δεύτερη μεγάλη επιτυχία του συγγραφέα με το Λεωφορείο ο Πόθος και η πρώτη του συνεργασία με τον σκηνοθέτη Ελία Καζάν) και ανεβαίνει στο Μπρόντγουεϊ το 53.

Ποια η θεματολογία που επιλέγει, κατά πόσο επηρεάζεται αυτή από τη ζωή του και περιστατικά αυτής;

Μεγάλο μέρος της έμπνευσής του το αντλεί από την προσωπική του ζωή: το οικογενειακό του περιβάλλον, τους ερωτικούς του συντρόφους, τα ταξίδια του και διάφορα μικροπεριστατικά, που μπορεί να μοιάζουν ασήμαντα, διατηρούν ωστόσο ξεχωριστή σημασία για τον ίδιο. Ίσως αυτό να είναι αλήθεια, λίγο πολύ, για κάθε συγγραφέα — ορισμένοι απλώς το κρύβουν καλύτερα από άλλους. Ο Τέννεσση Ουίλλιαμς, ωστόσο, δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να το αποσιωπήσει. Αντιθέτως, κάποιες σκηνές των έργων του είναι τόσο σπαραχτικές που φωνάζουν ότι δεν θα μπορούσαν παρά να είναι καθρέφτης προσωπικών βιωμάτων.

Η Αμάντα, η παρεμβατική και υπερφίαλη μητέρα στον Γυάλινο Κόσμο, είναι μια εκδοχή της μητέρας του, Εντουίνα. Η κόρη Λώρα, παγιδευμένη στη «διαφορετικότητά» της, εσωστρεφής και εύθραυστη σαν τα γυάλινα ζωάκια της, μας παρουσιάζει μια όψη του χαρακτήρα της αδελφής του, Ρόουζ. Εκείνη την όψη ίσως που, στα μάτια του Τέννεσση Ουίλλιαμς, την οδήγησε στην τρέλα. Ενώ ο Τομ, ο γιος με τις τάσεις φυγής και τα νυχτοπερπατήματά του, δεν είναι παρά ο ίδιος ο συγγραφέας, που αναμετριέται με το παρελθόν και τις τύψεις του.

Μια άλλη πλευρά του συγγραφέα εμφανίζεται στο πρόσωπο της περίφημης Μπλανς στο Λεωφορείο ο Πόθος. Νευρωτική, ψυχικά ασταθής, με μια αγωνιώδη ανάγκη να βρει κάπου ένα στήριγμα, την περιμένει η τραγική μοίρα που ο συγγραφέας φοβόταν και για τον δικό του εαυτό, εάν η συνάντησή του με το θέατρο δεν «του έσωζε τη ζωή».

Χαρακτήρες ευαίσθητοι, μοναχικοί, ταπεινωμένοι, κυνηγημένοι —συχνά από τον ίδιο τους τον εαυτό— αλλά και ταυτόχρονα αντιπροσωπευτικοί μιας εποχής και μιας Αμερικής που ταλαντεύονταν ανάμεσα στην εσωστρέφεια και την εξωστρέφεια, στην υπόσχεση της κοινωνικής ανέλιξης (το περιβόητο αμερικάνικο όνειρο) και τη διάψευση, στον πουριτανισμό και κομφορμισμό από τη μία και σε μια «εξέγερση» των τεχνών από την άλλη (με μπροστάρη τον κινηματογράφο και το Χόλυγουντ). Γέννημα και κομμάτι αυτών των αντιφάσεων υπήρξε κι ο ίδιος ο Τέννεσση Ουίλλιαμς.

Με τα δικά του λόγια πάντως: «…το μεγαλύτερο βάσανο, το κεντρικό θέμα ίσως των έργων μου, το βάσανο της μοναξιάς, που με ακολουθεί σαν μια ασήκωτη σκιά, υπερβολικά βαριά για να τη σέρνω πίσω μου όλες τις μέρες και τις νύχτες μου…»

Τι θα διαβάσουμε λοιπόν στο έργο του, Καμίνο Ρεάλ, που στάθηκε αφορμή για τη συνάντησή μας και που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος σε δική σου εξαιρετική μετάφραση;

Το Καμίνο Ρεάλ είναι πράγματι ένα παράξενο έργο. Διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό μέρος άγνωστης τοποθεσίας, σε ένα λιμάνι από το οποίο, παραδόξως, κανείς δεν μπορεί να αναχωρήσει. Νομίζω ότι ο Τέννεσση Ουίλλιαμς δανείζεται το λογοτεχνικό τέχνασμα —αν μπορούμε να το ονομάσουμε έτσι— ενός τόπου έξω από τον χρόνο, στον οποίο παρελαύνουν υπαρκτά και φανταστικά πρόσωπα της λογοτεχνίας, από τον Δάντη. Για τον Δάντη, πιστό Χριστιανό και γνώστη της χριστιανικής παράδοσης της εποχής του, αυτός ο τόπος δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από την Κόλαση. Εκεί είναι καταδικασμένοι οι μεγάλοι ποιητές της αρχαιότητας: ο Όμηρος, ο Οράτιος, ο Οβίδιος, ο Λουκανός, καθώς και ο «δάσκαλος και οδηγός του» στην κάθοδο, Βιργίλιος. Βρίσκονται εκεί όχι επειδή αμάρτησαν, αλλά επειδή, γεννημένοι πριν τον χριστιανισμό καθώς ήταν, «δεν λάτρεψαν τον Θεό όπως αρμόζει». Εκεί βλέπει και άλλες φιγούρες της αρχαιότητας, υπαρκτές και μη.

Αντιθέτως, η σύγχρονη «κόλαση» του Τέννεσση Ουίλλιαμς δεν θα μπορούσε παρά να βρίσκεται κάπου στη γη και αόριστα μας θυμίζει «άλλα λιμάνια διάσπαρτα ανά την υφήλιο», σε κάποιο από τα οποία ίσως να έχουμε βρεθεί κι εμείς. Πρόκειται για μια μιλιταριστική πολιτεία, περιτριγυρισμένη από αρχαία τείχη, έξω από τα οποία απλώνεται μια αχανής κι αφιλόξενη έρημος. Οι πηγές στον τόπο αυτόν έχουν στερέψει και το νερό είναι αποκλειστικό προνόμιο των ενοίκων του πολυτελούς ξενοδοχείου Σιέτε Μάρες. Εκεί ξεμπαρκάρει ο Κίλροϊ, ένας νεαρός, περιπλανώμενος Αμερικάνος, ο οποίος πάσχει από ένα πρόβλημα στην καρδιά του: έχει αφύσικα μεγάλη καρδιά. (Σημειωτέον, ο Τέννεσση Ουίλλιαμς φοβόταν από νεαρή ηλικία πως η ασθένεια που πέρασε παιδί του είχε αφήσει κουσούρι κάποια καρδιακή νόσο.)

Ο Κίλροϊ, λοιπόν, δοκιμάζεται σε αυτό το μέρος, αλλά και κατά κάποιον τρόπο φέρνει τα πάνω κάτω.

Ποια κοινά στοιχεία και ενδεχομένως ποιες διαφοροποιήσεις διακρίνεις σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του;

Θα έλεγα ότι η βασική διαφοροποίηση έγκειται στη μορφή του Καμίνο Ρεάλ, στο γεγονός δηλαδή ότι η πλοκή και η δομή του δεν ακολουθεί τους τυπικούς κανόνες ενός θεατρικού έργου, αλλά μάλλον τους αυθαίρετους κανόνες —αν επιτρέπεται αυτή η παραδοξολογία— μιας ονειροφαντασίας.

Το πρώτο κοινό στοιχείο, πάντως, που μου έρχεται στο μυαλό είναι ο χαρακτήρας της Μαργαρίτας Γκωτιέ, ο οποίος έρχεται να προστεθεί στο μωσαϊκό γυναικείων ηρωίδων του Τέννεσση Ουίλλιαμς. Γυναικών, δηλαδή, που κάτι τις έχει τραυματίσει, απελπίσει, τις έχει φέρει στα πρόθυρα της κατάθλιψης ή της τρέλας. Η Μαργαρίτα είναι η Κυρία με τις καμέλιες από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δούμα υιού. Πρόκειται για μια πανέμορφη πόρνη πολυτελείας, της οποίας τη μοίρα μαθαίνουμε στις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου: πεθαίνει πολύ νέα από φυματίωση. Την ιστορία της μας τη διηγείται εκ των υστέρων ένας εραστής της, ο Αρμάν Ντουβάλ, που είναι ερωτευμένος με πάθος μαζί της.

Μπορούμε να φανταστούμε πως η Μαργαρίτα του Καμίνο Ρεάλ είναι μια σκιά της ηρωίδας του βιβλίου. Θα παρεκκλίνω, όμως, λίγο για να πω κάτι που ταιριάζει και με μια προηγούμενη ερώτηση. Πρόκειται για υπόθεση τελείως δικής μου έμπνευσης —οπότε την αναφέρω με κάποια επιφύλαξη— αλλά νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον.
Στην αυτοβιογραφία του ο Τέννεσση Ουίλλιαμς θυμάται δύο συναντήσεις του με την ηθοποιό Γκρέτα Γκάρμπο. Η Γκρέτα Γκάρμπο μεσουρανούσε στο Χόλυγουντ τις δεκαετίες του 20 και 30, αλλά, τελείως αινιγματικά, αποσύρθηκε από την ηθοποιία μετά τον πόλεμο. Ένας από τους πιο πετυχημένους ρόλους της ήταν αυτός της Μαργαρίτας Γκωτιέ στην κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου του 1936. Ο Τέννεσση Ουίλλιαμς κάνει ειδική μνεία στην ομορφιά της, χαρακτηρίζοντας την «εκθαμβωτικά όμορφη». Έπειτα αναφέρει δύο περιστατικά, τα οποία, εν ολίγοις, καταλήγουν με τον Ουίλλιαμς να προσπαθεί να την πείσει να επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη. Στο δεύτερο, μάλιστα, την ταράζει τόσο, που εκείνη αναφωνεί: «Αυτό το δωμάτιο είναι αποπνικτικό!», τρέχει προς το παράθυρο και κρεμιέται σχεδόν απέξω προκειμένου να πάρει ανάσα. Για όλα αυτά ο συγγραφέας σχολιάζει: «Πόσο λυπηρό για έναν καλλιτέχνη να εγκαταλείπει την τέχνη του. Νομίζω πως είναι πολύ πιο λυπηρό ακόμη κι απ’ τον θάνατο…».

Αναρωτιέμαι, λοιπόν, αν γράφοντας αυτόν τον χαρακτήρα, ο Τέννεσση Ουίλλιαμς φανταζόταν τη Μαργαρίτα Γκωτιέ του βιβλίου ή μήπως φανταζόταν τη Γκρέτα Γκάρμπο να υποδύεται τη Μαργαρίτα Γκωτιέ του βιβλίου.

Ποιος είναι ο βαθύτερος συμβολισμός του έργου; Πέραν της απουσίας εξόδου από μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να αντέξει και πολύ ο άνθρωπος σύμφωνα με τον Τέννεσση Ουίλλιαμς.

Νομίζω ότι κάθε αναγνώστης πρέπει να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Έτσι κι αλλιώς, η ειλικρινής απάντηση είναι ότι δεν ξέρω. Διαβάζοντας το έργο, μου γεννήθηκαν πάρα πολλές σκέψεις, ειδικά καθώς, και λόγω της μετάφρασης, το διάβαζα και το ξαναδιάβαζα. Προσωπικά, με συγκίνησε ιδιαίτερα ο διάλογος της Μαργαρίτας και του Ζακ στον σταθμό δέκα. Αν και στην προκειμένη περίπτωση τα πράγματα είναι μάλλον αρκετά ξεκάθαρα.

Το αίσθημα του εγκλωβισμού, όπως κι η επιθυμία για μια φυγή η οποία διαρκώς ματαιώνεται, αντικατοπτρίζει τόσο τα προσωπικά αδιέξοδα του συγγραφέα, όσο ίσως και το συλλογικό αδιέξοδο μιας ολόκληρης κοινωνίας (ας θυμηθούμε πάλι τον Ψυχρό Πόλεμο και τον μακαρθισμό ή ας αναλογιστούμε τους εαυτούς μας μέσα στις σημερινές κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις). Πρόκειται ωστόσο —όπως λες κι εσύ— και για μια βαθιά ανθρώπινη κατάσταση, που μπορεί να απορρέει από τη συνειδητοποίηση της φθοράς, τη διάψευση ορισμένων προσδοκιών, τον φόβο του αποχωρισμού και της μοναξιάς ή και τον φόβο να αδράξουμε την ελευθερία μας.

Συνολικά, πάντως, θα έλεγα πως το Καμίνο Ρεάλ δεν είναι ένα ζοφερό κι απαισιόδοξο έργο, τουλάχιστον όχι πολύ περισσότερο απ’ όσο η ίδια η ζωή. Πέρα από τον έρωτα, ανοίγονται στη διάρκειά του κι άλλες διέξοδοι από την ασφυκτική πραγματικότητα, όπως η αδελφοσύνη ή η φιλία.

Πώς υποδέχτηκε το έργο η κριτική της εποχής αλλά και το κοινό;

Οι αντιδράσεις του κοινού ήταν ανάμεικτες, τείνοντας μάλλον προς μια άκριτη απαξίωση. Όπως θυμάται χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Τένεσση Ουίλλιαμς, κάποιοι από τους θεατές έφευγαν όπως όπως στα μέσα της παράστασης, «λες και το κτίριο είχε πιάσει φωτιά». Αντίστοιχα, οι κριτικοί «έθαψαν» την παράσταση μετά την πρεμιέρα της στη Νέα Υόρκη, πέραν ορισμένων εξαιρέσεων που αναγνώρισαν τα πρωτοποριακά της στοιχεία και τις αρετές της παραγωγής, η οποία σε κάθε περίπτωση ήταν απαιτητική.

Νομίζω η άποψη που επικράτησε ήταν πως πρόκειται για ένα δυσνόητο έργο γεμάτο εξεζητημένους συμβολισμούς. Ενώ όσοι το «κατάλαβαν», το έκριναν ως υπερβολικά μελαγχολικό και σκοτεινό. Το Καμίνο Ρεάλ είναι ένας καθρέφτης ανθρωπότυπων αλλά και ανθρώπινων καταστάσεων που γενικώς αποφεύγουμε να κοιτάξουμε.

Ο ίδιος ο συγγραφέας του, αν και αναγνώριζε πως το έργο έχει τα ελαττώματά του, δεν έπαψε να το υπερασπίζεται, καθώς και τη συμβολή του στην απελευθέρωση του σύγχρονου αμερικανικού θεάτρου από τους φραγμούς του ρεαλισμού — νομίζω δικαίως.

Τι δυσκολίες και τι προκλήσεις περιλαμβάνει η μετάφραση ενός θεατρικού έργου και πώς βίωσες την όλη διαδικασία;

Πρόκειται, καταρχάς, για την πρώτη ολοκληρωμένη μου μετάφραση. Την πρώτη, δηλαδή, με σαφή σκοπό να εκδοθεί και που δεν έγινε απλώς για εξάσκηση ή την προσωπική μου ευχαρίστηση. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποιος μπούσουλας τον οποίο ακολουθούν οι περισσότεροι μεταφραστές. Εμένα, πάντως, παραδέχομαι ότι μου έλειψε η μέθοδος. Μπορεί να διάβαζα κάποιο σημείο που μου άρεσε ή να μου ερχόταν κάποια έμπνευση και να άρχιζα να μεταφράζω επιτόπου. Αυτό σε αρκετά σημεία δούλεψε, σε άλλα όχι τόσο, οπότε όταν τελείωσα την ανάγνωση και είχα μια συνολική εικόνα του έργου, γύρισα πίσω και τα διόρθωσα.

Η μεγαλύτερη πρόκληση στη μετάφραση ενός θεατρικού έργου είναι οι διάλογοι. Μοιάζει αυτονόητο ίσως. Το Καμίνο Ρεάλ, βέβαια, περιλαμβάνει πολλή δράση, άρα πολλές οδηγίες προς τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς, οι οποίες είναι μάλιστα και πολύ καλογραμμένες. Ο Τέννεσση Ουίλλιαμς, είτε του αρέσει είτε όχι, κάνει και λογοτεχνία πέρα από θέατρο (αστειεύομαι φυσικά, αλλά αν διαβάσετε το επίμετρο της έκδοσης, θα καταλάβετε σε τι αναφέρομαι).

Όπως και να’ χει, όταν πιάνεις το βιβλίο ενός θεατρικού έργου στα χέρια σου, το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι είναι ότι αυτό εδώ προορίζεται για τη σκηνή. Ο δραματικός λόγος πρέπει να έχει ροή και φυσικότητα. Νομίζω ότι κάποιος που έχει καθημερινή τριβή με το θέατρο, ένας σκηνοθέτης ή ένας ηθοποιός, αναπτύσσει ένα ένστικτο γύρω από αυτό. Εγώ, που η σχέση μου με το θέατρο είναι αυτή του θεατή και του αναγνώστη, έπρεπε, κατά κάποιον τρόπο, να το οραματιστώ αυτό το ένστικτο.

Να πω σ’ αυτό το σημείο ότι είχα σημαντική βοήθεια και να ευχαριστήσω όσους διάβασαν τη μετάφρασή μου και με τις παρατηρήσεις τους συνέβαλαν στο τελικό αποτέλεσμα. Οι τελικές αποφάσεις βέβαια —και με αρκετή δόση εγωισμού— ανήκουν σε μένα, οπότε τυχόν αστοχίες με βαραίνουν αποκλειστικά.

Ένα δεύτερο σημείο προβληματισμού ήταν οι σημειώσεις του μεταφραστή, οι οποίες, εκ πρώτης όψεως, μοιάζουν αταίριαστες σε ένα θεατρικό έργο, αφού απευθύνονται στον αναγνώστη κι όχι στον θεατή. Στην αρχή ήμασταν επιφυλακτικοί, θεωρήσαμε όμως πως ήταν απαραίτητες, ώστε να διατηρήσουμε ορισμένα στοιχεία του πρωτότυπου έργου (π.χ. τους διαλόγους στα ισπανικά), αντί να τα παραμορφώσουμε, ώστε να γίνουν κατανοητά ή πιο οικεία στον Έλληνα θεατή, αν τυχόν το έργο βρει ποτέ τον δρόμο του προς κάποια θεατρική σκηνή.

Τώρα, για να ‘μαι ειλικρινής, θα πρόσθετα και δυο τρεις υποσημειώσεις ακόμη.

 

 

 

συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Φλεβάρης 2025

 

 

Ο Ορέστης Κορακιανίτης ζει, εργάζεται και δρα στην Αθήνα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ