ΤΥΧΗ
του Joseph Conrad
εκδόσεις Gutenberg
συζήτηση με τον μεταφραστή
Μιχάλη Παπαντωνόπουλο
Διαβάζοντας την βιβλιογραφία και λαμβάνοντας υπόψη αρκετές αναφορές από το διαδίκτυο νομίζω έχουμε αρκετές πληροφορίες για την ζωή και το έργο του σπουδαίου (κλασικού) Τζόζεφ Κονραντ! Τι θα κρατούσατε εσείς ως ναυαρχίδες αυτής της αν μη τι άλλο πολυτάραχης προσωπικότητας;
Η μετάβαση στη Μασσαλία για να γίνει ναυτικός στα 16 του χρόνια και το πρώτο μπάρκο είναι ορόσημα για την πλοκή της μυθιστορηματικής ζωής του Κόνραντ. Έκτοτε, μπορείς να βγάλεις τον Κόνραντ από τη ναυτική ζωή –άλλωστε αρκετά χρόνια μετά θα επιλέξει ο ίδιος να αποσυρθεί από τα καράβια–, όμως ποτέ δεν μπορείς να βγάλεις τη ναυτική ζωή από τον Κόνραντ – και ας μένει στη στεριά. Όμως κρατώ αυτό το ορόσημο και για προσωπικούς λόγους. Υπήρχαν κάποιες ομοιότητες σε αυτό το ξεκίνημα του Κόνραντ με ιστορίες που άκουγα από τον πατέρα μου. Ο ένας ορφανός και από τους δύο γονείς πήγε στο λιμάνι της Μασσαλίας για να μπαρκάρει· ο άλλος, ορφανός από τον έναν γονέα πήγε στο λιμάνι του Πειραιά για τον ίδιο λόγο. Και οι δύο αποτραβήχτηκαν από τη θάλασσα. Έμειναν όμως οι ιστορίες τους: τα μυθιστορήματα και οι νουβέλες του ενός, οι προφορικές αφηγήσεις του άλλου που τις θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια. Οπότε, απέναντι στον Ντομίνικο Τσερβόνι που γνωρίζει ο Κόνραντ στα καράβια και μαθαίνει από αυτόν πώς να επιβιώνει στις πλέον αντίξοες συνθήκες, έχω άλλα ονόματα, άλλους τυχοδιώκτες ναυτικούς να θυμάμαι από τις αφηγήσεις του πατέρα μου. Υπό μία έννοια είχα τον δικό μου «Μάρλοου» στο σπίτι, σε μια ηλικία που όλες αυτές οι αφηγήσεις μού έμοιαζαν με απίστευτες –αν και πέρα για πέρα αληθινές– περιπέτειες.
Τι ρόλο διαδραμάτισε ο Κόνραντ στην παγκόσμια λογοτεχνία κατά τη γνώμη σας;
Του έχει αναγνωριστεί ότι υπήρξε πρόδρομος του μοντερνισμού και πως με το έργο του επηρέασε –όσο λίγοι– πολλούς διάσημους συγγραφείς του 20ού αιώνα, όπως ο Χεμινγουέι, ο Ντ.Χ. Λόρενς, o Γκριν, o Μπάροουζ· ότι ήταν στιλίστας, ότι έκανε ασκήσεις ύφους, αφηγηματικών τεχνικών και πειραματισμούς. Ασφαλώς και ισχύουν όλα αυτά· νομίζω, όμως, ότι το ιδιαίτερο στοιχείο στην περίπτωσή του ήταν ότι έγραψε τα βιβλία του στην αγγλική γλώσσα που την έμαθε μπαίνοντας στην τρίτη δεκαετία της ζωής του, δείχνοντάς μας ουσιαστικά πώς μπορείς να δουλεύεις ως ξένος πάνω σε μια ξένη γλώσσα.
Αφορμή όμως για να συναντηθούμε υπήρξε η νέα έκδοση του εμβληματικού κατά τη γνώμη μου βιβλίου «Τύχη» από τις εκδόσεις Gutenberg σε δική σας (εξαιρετική!) μετάφραση. Πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτό το έργο και τι θα διαβάσει ο αναγνώστης που πρώτη φορά θα αναμετρηθεί με αυτό;
Θα διαβάσει μια ρομαντική (με την έννοια του ερωτικού ειδυλλίου) ιστορία, φαινομενικά παράταιρη για τη λογοτεχνική ταυτότητα που απέδιδαν στον Κόνραντ οι κριτικοί. Ακολουθούμε ―όχι γραμμικά― τη ζωή της Φλόρα ντε Μπαράλ, που ορφανή από μητέρα μεγαλώνει σε συναισθηματική απομόνωση και έπειτα ο πατέρας της, ένας χρεοκοπημένος τραπεζίτης, μπαίνει στη φυλακή. Κατόπιν, ένας πλοίαρχος την ερωτεύεται και της προσφέρει την ασφάλεια του γάμου. Οι ατυχίες της δεν σταματούν, αλλά η Φλόρα δεν αφήνει τη ζωή της στην τύχη και σταδιακά στηρίζεται στην εσωτερική της δύναμη για να διεκδικήσει τις επιθυμίες της.
Η ρίζα αυτού του μυθιστορήματος εντοπίζεται σε ένα διήγημα 5.000 λέξεων, με τον τίτλο «Δυναμίτης», που έγραψε ο Κόνραντ το 1898 και το οποίο μεταμορφώθηκε στο εκτενές χειρόγραφο «Εκρηκτικά: Μια ναυτική ιστορία». Ο Κόνραντ ξαναδούλεψε το έργο του εστιάζοντας στις φεμινιστικές ιδέες της εποχής για να καταλήξει στην «Τύχη».
Το μυθιστόρημα που έχουμε στα χέρια μας χωρίζεται σε δύο μέρη, υπό τους τίτλους «Η Δεσποσύνη» και «Ο Ιππότης». Το ιπποτικό σχήμα ως δομή της αφήγησης προετοιμάζει τον αναγνώστη για την ιστορία ενός ζευγαριού που χωρίζει για να περάσει από πολλά δεινά ωσότου ξανασμίξει. Το ερωτικό ειδύλλιο και η ναυτική ζωή αποτελούν τον καλειδοσκοπικό φακό μέσα από τον οποίο αποκαλύπτονται οι εξουσιαστικές σχέσεις των ανθρώπων, αλλά και το καινοφανές για την εποχή (στις αρχές του 20ού αιώνα) φεμινιστικό ζήτημα.
Πότε εκδίδεται και τι θέλει να πει/εκφράσει με αυτό το κείμενο ο συγγραφέας και σε ποιους απευθύνεται; Και ποιος είναι ο ιδιαίτερος συμβολισμός του;
Δημοσιεύεται σε συνέχειες το 1912. Όμως ο Κόνραντ το αναθεώρησε σημαντικά κατά την έκδοσή του στη Μεγάλη Βρετανία τον Ιανουάριο του 1914, αφού πειραματίστηκε ως προς τις τεχνικές της αφήγησης, δημιουργώντας εντέλει ένα περίπλοκο δομικά μυθιστόρημα που αποτελεί και τη μοντερνιστική του πρόταση ― μια πρόταση που προέκυψε μετά από 15 χρόνια –ανά διαστήματα– συγγραφικής δουλειάς.
Προφανώς οι συμβολισμοί, τα νοήματα, οι συνδηλώσεις της «Τύχης» είναι όσα και οι αναγνώσεις της. Αν πρέπει να διαλέξω μια κατεύθυνση, θα έλεγα πως ο Κόνραντ συνθέτει μια ανατομία των νέων κοινωνικών δομών που αναδύονται στην Αγγλία πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με μέτρο τη Φλόρα ντε Μπαράλ. Δέσμια της πατριαρχίας, δέσμια ως γυναίκα-προϊόν της καπιταλιστικής κοινωνίας που εκπροσωπεί ο τραπεζίτης πατέρας της, δέσμια της γκουβερνάντας ή των αντιδραστικών της συγγενών, δέσμια των θεσμών (της δικαιοσύνης που φυλακίζει τον πατέρα της και του γάμου που φαντάζει ως το μόνο «αποδεκτό» πεπρωμένο για μια νέα κοπέλα), δέσμια ακόμα και μιας «φεμινιστικής αυλής», η Φλόρα αποστερείται ή εκχωρεί το δικαίωμα να είναι ο εαυτός της. Η «Τύχη», ακολουθώντας τον βίο της πρωταγωνίστριας, αποτυπώνει μια πορεία αυτογνωσίας και συνειδητοποίησης της ατομικότητας. Στην εξέλιξή της βλέπει τη μετάβαση της γυναίκας από τη βικτοριανή υποτέλεια προς τη νέα εποχή της χειραφέτησης. Η Φλόρα ντε Μπαράλ είναι το μέτρο της τύχης, των πιθανοτήτων και της ευκαιρίας που διεκδικεί η σύγχρονη γυναίκα για να απαλλαγεί από τι εξουσιαστικές φαντασιώσεις του κοινωνικού περίγυρου, ο οποίος κατασκευάζει, και προσαρμόζει στο ίδιο άτομο, από το πρότυπο της ερωμένης ή της κόρης-λάφυρο μέχρι το brand ενός φεμινισμού, που διαμορφώνεται εξίσου αντιδραστικά με την πατριαρχία: με δομές, ιεραρχία και υπακοή σε μια εν δυνάμει διάδοχη αρχή.
Πώς παρεκκλίνει θεματολογικά αλλά και τεχνικά το συγκεκριμένο βιβλίο του σε σχέση με τα υπόλοιπα;
Ο Κόνραντ ήταν ένας συγγραφέας που ταξίδευε, παρά ένας ναυτικός που έγραφε. Αξιοποίησε τις εμπειρίες του από τη ναυτική ζωή σε πολλά από τα έργα του, αλλά θέλησε να αποτυπώσει την κοσμοθεωρία του και χωρίς τα μοτίβα αυτά. Έγραφε συχνότερα για τη ζωή στη θάλασσα και σε εξωτικά μέρη παρά για τη ζωή στη βρετανική ξηρά, επειδή γνώριζε ελάχιστα για τις καθημερινή κοινωνική συναλλαγή στη Βρετανία. Παρόλα αυτά, δεν έγραφε μόνο για τη ναυτική ζωή – σταδιακά μετατόπιζε το κέντρο βάρους της αφήγησης στην ξηρά. Η αποτυχία πολλών κριτικών να το αναγνωρίσουν αυτό τού προκάλεσε απογοήτευση. Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα μιας επιστολής προς έναν Γάλλο μεταφραστή του, περίπου το 1906: «Πίσω από την κολακεία (σημ.: των κριτικών) ακούω να ψιθυρίζουν: “Μείνετε στα ανοιχτά της θάλασσας! Μην αποβιβάζεστε!” Θέλουν να με εξορίσουν στη μέση του ωκεανού».
Στην «Τύχη» ο Κόνραντ θέτει ως στόχο την αφηγηματική ισορροπία μεταξύ ζωής στη θάλασσα και ζωής στη στεριά. Το αποδεικνύει η μεταμόρφωση του αρχικού ναυτικού διηγήματος σε ένα εκτενές ρομαντικό μυθιστόρημα, που είναι το τελικό έργο. Εικάζω πως για τον Κόνραντ η «Τύχη» ήταν ένα σημαντικό λογοτεχνικό στοίχημα για να σβήσει έστω κάποια γράμματα από την ταμπέλα του συγγραφέα ναυτικών ιστοριών.
Αποκεί και πέρα ο Κόνραντ χρησιμοποιεί ως κύριο αφηγητή τον ναυτικό Μάρλοου (πρωταγωνιστή και σε άλλα έργα του Αγγλοπολωνού συγγραφέα), ο οποίος επιφορτίζεται να συνδέσει τις αφηγήσεις τουλάχιστον έξι ηρώων του μυθιστορήματος σε επτά διαφορετικά χρονικά επίπεδα της πλοκής. Ο Μάρλοου δίνει ειρμό και ολοκληρωμένη εικόνα σε αποσπασματικά γεγονότα και μεροληπτικής αντιλήψεις για την πραγματικότητα. Ως καινούργιο για τις απαρχές του 20ού αιώνα, ακόμα και οι φεμινιστικές ιδέες της εποχής θα περάσουν και μέσα από τον Μάρλοου, ο οποίος «γνωστός» για τον μισογυνισμό του και την αναπαραγωγή στερεοτύπων, θα αποτυπώσει την ενέργεια μιας κοινωνίας σε μεταβολή – και, συνεπώς, σε σύγκρουση: μια κοινωνία με «φρέσκα» χάσματα από όπου ξεπηδούν τόσο η αντιδραστικότητα όσο και η προσδοκία για το καινούργιο και το ριζοσπαστικό.
Έχουμε πληροφορίες για το πώς υποδέχεται το συγκεκριμένο μυθιστόρημα η κριτική της εποχής; Το ρωτώ μιας και ο ίδιος ο Κόνραντ μας πληροφορεί ότι αυτό το μυθιστόρημα το αγκάλιασε περισσότερο απ’ όλα το κοινό και δεν έγινε ένας συγγραφέας που θα διαβάζεται από μια μικρή συντροφιά.
Όντως η «Τύχη» γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Πούλησε χιλιάδες αντίτυπα μέσα σε δύο χρόνια στη Μεγάλη Βρετανία, ενώ λίγο αργότερα εκδόθηκε και στις ΗΠΑ, όπου έγινε δεκτό από τους αναγνώστες με ακόμη μεγαλύτερη θέρμη. Ορισμένοι κριτικοί όμως δεν θα αποδέχονταν εύκολα το γεγονός πως ο Κόνραντ έγινε διάσημος με ένα «υποδεέστερο», «γυναικείο» μυθιστόρημα και όχι με τα προδρομικά για τον μοντερνισμό έργα του, ούτε με τις «εξωτικές» νουβέλες και αφηγήσεις του για τη ναυτική ζωή, ούτε καν με το εμβληματικό «Η καρδιά του σκότους». Μετά την έκδοση της «Τύχης» όσο κι αν δοκίμασε μια μερίδα κριτικών να εξηγήσει τη στροφή του Αγγλοπολωνού συγγραφέα προς τις ερωτικές ιστορίες με ψυχολογικούς όρους –εργαλειοποιώντας τον νευρικό κλονισμό που υπέστη το 1910, όσο κι αν επέμεινε να διαχωρίζει το λογοτεχνικό του έργο σε δύο περιόδους –πριν και μετά το 1910– χαρακτηρίζοντας υποτιμητικά τη δεύτερη ως «περίοδο της παρακμής», η αλήθεια είναι πως η «Τύχη» αποτελεί ορόσημο στη συγγραφική πορεία του Κόνραντ και συγχρόνως πλήρωση των λογοτεχνικών στόχων που ο ίδιος είχε θέσει.
Τι δυσκολίες και τι προκλήσεις περιλαμβάνει η μετάφραση ενός τέτοιου εμβληματικού έργου;
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι να αναδημιουργήσεις ένα λογοτεχνικό έργο που να στέκεται στο ίδιο αισθητικό ύψος με το πρωτότυπο. Στην περίπτωση του Κόνραντ έχουμε ένα συγγραφέα που γράφει στην τρίτη γλώσσα του: μεγάλωσε σε πολωνική οικογένεια και πολιτιστικό περιβάλλον· έμαθε γαλλικά από παιδί και παρόλο που διδάχθηκε γερμανικά, τα γαλλικά ήταν η γλώσσα που μιλούσε με τη μεγαλύτερη ευχέρεια· έγραψε όμως τα βιβλία του στα αγγλικά, μια γλώσσα που άρχισε να μαθαίνει περίπου όταν ήταν 20 ετών. Αρκετές φορές, μοιάζει να παραμένει υπό την επίδραση των πολωνικών και των γαλλικών και τα αγγλικά του να φαίνονται ασυνήθιστα – σε επίπεδο ακόμα και γραμματικής ή σύνταξης. Παράμετρος που εγείρει προκλήσεις, δημιουργικό χώρο, αλλά και αδιέξοδα. Οφείλω να πω ότι λύσεις στα αδιέξοδα για το τελικό κείμενο της «Τύχης» έχει δώσει και η δουλειά της επιμελήτριας του βιβλίου, της Ζωής Μπέλλα-Αρμάου.
Ποια η ιδιαίτερη σημασία της έκδοσης και αλήθεια αγγίζει κάποια χορδή σας το συγκεκριμένο κείμενο;
Αισθάνομαι έναν ιδιαίτερο συναισθηματικό δεσμό με τη συγκεκριμένη έκδοση, για εξωκειμενικούς όμως λόγους. Η μετάφραση της «Τύχης» ήταν η πρώτη δουλειά που ανέλαβα επιστρέφοντας στην Ελλάδα, μετά από έξι χρόνια διαμονής και εργασίας στην Κύπρο. Οι πολλαπλές ερμηνείες του πρωτότυπου τίτλου «Chance», δηλαδή τύχη, ευκαιρία, πιθανότητες, αντιπροσώπευαν εκείνη την περίοδο όλα όσα θα δοκίμαζα εκ νέου. Τρόπον τινά, νιώθω πως το βιβλίο αυτό με υποδέχθηκε και πως οι συνδηλώσεις του τίτλου του ήταν ένα σημάδι πως θα ξαναπαίξω την τύχη, τις ευκαιρίες και τις πιθανότητές μου.
Σας ευχαριστώ πολύ για τη διαθεσιμότητά σας!
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Νοέμβρης 2023
Ο Μιχάλης Παπαντωνόπουλος είναι Έλληνας ποιητής και μεταφραστής. Γεννήθηκε το 1980 στο Μεταξουργείο. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία. Έχει εργαστεί ως διορθωτής, επιμελητής εκδόσεων, βιβλιοπώλης και κειμενογράφος. Εξέδωσε τα ποιητικά βιβλία Δ (Ερατώ, 2006), Συμεών Βάλας (Μελάνι, 2010), Οι Δώδεκα (Αιγαίον/Κουκκίδα, 2011) και Βόλια (Τυπωθήτω, 2015). Έχει μεταφράσει έργα των Γκέοργκ Τρακλ, Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Όσκαρ Ουάιλντ, Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς, Νοβάλις κ.ά. Έχει συνεργαστεί με το ένθετο «Αναγνώσεις». της εφημερίδας «Η Αυγή» και με την κυπριακή εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος».