Οι Φράουλες
του Γιόσεφ Ροτ
εκδόσεις ΑΓΡΑ
συνάντηση με την
Μαρία Αγγελίδου
Β.Μ: Μετά από τόσα χρόνια ενασχόλησης και τριβής με το έργο του Γιόσεφ Ροτ, ποια πιστεύετε είναι εκείνα τα χαρακτηριστικά που τον καθιστούν τόσο σπουδαίο συγγραφέα;(μιλάμε για έναν πολυγραφότατο συγγραφέα που πέθανε μόλις 45 ετων!)
Ο Ροτ πουθενά δεν γράφει για να γράψει. Γράφει για να ζήσει, γράφει για να επιβιώσει, γράφει για να υπάρχει. Ίσως αυτό τον κάνει “σπουδαίο”, “μεγάλο”, κλασικό. Το σίγουρο είναι οτι ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν για κανέναν απ’ αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Κι αν μπορούσε να δει το πιστοποιητικό θανάτου του, στο παρισινό νοσοκομείο Νεκέρ, μάλλον θα διασκέδαζε διαβάζοντας πως οι γιατροί δεν τον ανέφεραν ως συγγραφέα, λογοτέχνη ή έστω δημοσιογράφο, αλλά ως ανεπάγγελτο. Μέσα στον κόσμο που κατέρρεε γύρω του με απίστευτες ταχύτητες, ο Ροτ δεν νοιάζεται καθόλου για τη “λογοτεχνία” – αλλά γράφει με πάθος και συγκλονιστική ειλικρίνεια. Είναι δε ένας άνθρωπος με εκπληκτική γλωσσική ευφυία και συγκινητικό γλωσσικό θάρρος. Ο άγγλος μεταφραστής του λέει γι’ αυτόν πως θ’ άξιζε να διαβάσει κανείς ακόμα και τις λίστες του για τα ψώνια ή το καθαριστήριο.
Β.Μ: Στο έργο του ο Ροτ αναφέρεται πολύ συχνά (από το Hotel Savoy και μετά) στην «χαμένη του πατρίδα» την περιοχή της Γαλικίας. Κατ’ εμέ όμως το έργο του έχει μια βαθιά οικουμενικότητα. Πως το καταφέρνει αυτό, και μπορεί και διαβάζεται (μανιωδώς) ακόμα και σήμερα;
Ο Ροτ πέρασε όλη την ενήλικη ζωή του, το γάμο του, τις εφήμερες σχέσεις και τις εξίσου εφήμερες δουλειές του ως ένοικος ξενοδοχείων. Τα “Χρόνια των Ξενοδοχείων” (εκδ. Άγρα) ανθολογούν μερικά από τα ωραιότερα άρθρα του, γραμμένα από διάφορα μέρη της μεταπολεμικής ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης, όπου ταξίδευε ως ανταποκριτής διαφόρων γερμανόφωνων εφημερίδων. Είναι πράγματι ένας συγγραφέας “οικουμενικός”. Αυτή η οικουμενικότητα του Ροτ έχει δυο ρίζες, πιο σωστά: δυο άξονες. Έναν από την αρχή κι έναν στη συνέχεια. Η αρχή: ο Γιόζεφ Ροτ γεννήθηκε και μεγάλωσε σε έναν κόσμο διαφορετικό από τον δικό μας. Κοσμοπολίτικο, πολυεθνικό, πολύγλωσσο, πολυπολιτισμικό. Πίστεψε σ’ αυτόν τον κόσμο και θρήνησε όσο λίγοι τον χαμό του. Οι μεγάλες αυτοκρατορίες, που κατέρρευσαν στην αρχή του εικοστού αιώνα, ήταν πολύ πιο “οικουμενικές” απ’ ό τι θα μπορούσαν και να διανοηθούν ακόμα τα εθνικά κράτη, που είχαν ήδη αρχίσει να ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια από τον δέκατο ένατο αιώνα επικυρώντας την αυτονομία και την “ανεξαρτησία” τους μετά τον Πρώτο Π.Π.
Η συνέχεια: φεύγοντας από τη ναζιστική Γερμανία, αυτοεξόριστος αρχικά στην Ολλανδία και μετά στη Γαλλία, στο Παρίσι, ο Ροτ βιώνει την οικουμενικότητα όχι απλά ως επιλογή ζωής αλλά και ως ανάγκη. Δεν χάνει μόνο την πατρίδα του (που ήταν η Γαλικία, και μετά η Βιέννη, και μετά το Βερολίνο). Χάνει και τη γλώσσα του. Και δείχνει και σ’ αυτήν την γλωσσική εξορία την ίδια ανοιχτοσύνη, την ίδια κατάφαση κι αγάπη για τη ζωή: δεν διστάζει να υιοθετήσει τη γλώσσα που τον φιλοξενεί, γράφει γαλλικά με το ίδιο θάρρος και με την ίδια μαεστρία που τον διακρίνουν και στα γερμανικά.
Β.Μ: Τι θα διαβάσουμε στο τελευταίο του βιβλίο κου κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ σε δική σας μετάφραση, «Οι Φράουλες»;
Οι Φράουλες είναι ένα μυθιστορηματικό σπάραγμα – που αφήνει για τον αναγνώστη ανοιχτές όλες τις πιθανές διαδρομές μιας συναρπαστικής και για πάντα ημιτελούς αφήγησης. Ξεκινούν με τον τόνο και τον τρόπο της παραδοσιακής αυτοβιογραφίας – αλλά και στην αυτοβιογραφία του ο Ροτ έχει κρατήσει με συγκινητικό θάρρος την ίδια ελευθερία που κρατάει και με τους μυθιστορηματικούς του ήρωες: οι εκδοχές της, όπως ο ίδιος τις επινοεί, είναι ατελείωτες. Οι Φράουλες είναι πολλά πράγματα. Κυρίως όμως είναι η επιστροφή του Ροτ στη Γαλικία, την ιδιαίτερη πατρίδα του. Μόνο που η Γαλικία που περιγράφεται στις “Φράουλες’, είναι μια χώρα μυθική, που ζει μεγάλη και τρανή ακόμα μέσα του, κι ας έχει χαθεί οριστικά μετά το τέλος του πολέμου και τη διάλυση της Αυστο-Ουγγαρίας.
Β.Μ: Άραγε θα ξεχωρίζατε κάποιο έργο του, από το σύνολο της εργογραφίας του;
Ο Ροτ είναι ένας συγγραφέας που μ’ αρέσει ολόκληρος. Μ’ αρέσει η κάθε του σελίδα. Μ’ αρέσει η κάθε του πρόταση. Δεν δυσκολεύτηκα, ωστόσο, να απαντήσω σ’ αυτήν την ερώτησή σας. Ξεχωρίζω την αρθρογραφία του. Τα χρονογραφήματά του. Τις επιφυλλίδες του. Ό τι δημοσίευσε σε εφημερίδες και περιοδικά τις δεκαετίες του είκοσι και του τριάντα. Ίσως γιατί σ’ αυτά τα σύντομα κείμενα κατορθώνει να χωρέσει κάθε φορά έναν ολόκληρο κόσμο εν κινήσει, έναν κόσμο χαώδη, συγκινητικό, παραδομένο σε νέους ρυθμούς, σε βιασύνες πρωτόγνωρες, συχνά παραληρηματικό κι επικίνδυνο.
Ίσως και επειδή περιγράφει με σαφήνεια την συγγραφική πρόθεση, το συγγραφικό βλέμμα, μιλώντας γι’ αυτά τα σύντομα κείμενα: και δηλώνει απερίφραστα οτι γράφει αυτά που γράφει για να διαβαστούν.
Β.Μ: Τι δυσκολίες και τι προκλήσεις περιλαμβάνει η μετάφραση του Ροτ;
Έχω μεταφράσει στα ελληνικά πολλούς συγγραφείς κι αρκετούς απ’ αυτούς τους έχω λατρέψει. Αλλά με τον Joseph Roth έχω μια ιδιαίτερη σχέση. Σε δικές μου μεταφράσεις κυκλοφορούν (από τις εκδόσεις Άγρα) Το εμβατήριο του Ραντέτσκυ, Η κρύπτη των Καπουτσίνων, Η ομολογία ενός δολοφόνου -μέσα σε μια νύχτα, Ο θρύλος του Άγιου Πότη, Ο Ιώβ, το Hotel Savoy, τα Βερολινέζικα Χρονικά, τα Χρόνια των Ξενοδοχείων, οι Φράουλες. Μόλις τελείωσα τις Εκατό Μέρες. Πρέπει να πω οτι ευγνωμονώ βαθιά αυτόν τον συγγραφέα, που βρέθηκε ο ίδιος στα γλωσσικά σύνορα, και αγωνίζεται συχνά να εκφραστεί σμιλεύοντας μία-μία τις λέξεις και τις φράσεις του. Αυτή η ιδιαίτερη γλωσσική γενναιότητα εξασφαλίζει στον Joseph Roth την αιώνια αγάπη, τον σταθερό θαυμασμό όποιου επιχειρεί να τον μεταφράσει. Aκόμα κι όταν αυτό που λέει είναι βαρύ και σκοτεινό και απελπισμένο, το βλέπεις ν’ανασηκώνεται και να φωτίζεται και να λάμπει˙ γιατί μια σπίθα ενθουσιασμού τινάζεται και συγκλονίζει πάντα αυτόν που είναι σίγουρος οτι έχει βρει τη σωστή λέξη- είτε συγγραφέας είναι είτε μεταφραστής.
Β.Μ: Από τις εκδόσεις ΑΓΡΑ ετοιμάζεται σε δική σας μετάφραση «Οι Εκατό Μέρες» τι να περιμένουμε από τον «καινούριο» Ροτ;
Οι Εκατό Μέρες είναι το μόνο από τα μυθιστορήματα του Γιόζεφ Ροτ που δεν ξετυλίγεται στην αρχή του εικοστού αιώνα στην ανατολική Ευρώπη. Οι Εκατό Μέρες κινούνται μέσα σε λίγους μήνες του 1815, το διάστημα της επανόδου του Ναπολέοντα στην εξουσία, που αρχίζει με την δραπέτευσή του από τη νήσο Έλβα και τελειώνει με την πανωλεθρία στο Βατερλώ.
Στους αναγνώστες του Ροτ την εποχή εκείνη φάνηκε ασφαλώς περίεργη η επιλογή του θέματος. Ο μεσοπόλεμος δεν μπορούσε να δείξει ούτε εύνοια ούτε συμπάθεια σ’ έναν απόλυτο μονάρχη, να τον δει στις ανθρώπινες μικρές στιγμές του, να τον λυπηθεί και να τον συμπονέσει στην κατάρρευσή του. Ο Ροτ, ωστόσο, διαβλέποντας την επερχόμενη και πολύ χειρότερη τυραννία του Τρίτου Ράιχ, νοσταλγεί την ελευθερία, την απεραντοσύνη, την ποικιλία του χαμένου κόσμου. Και ο Ναπολέων του σ’ εκείνον τον χαμένο κόσμο ζει.
Το μυθιστόρημα έχει δυο αφηγηματικές φωνές: από τη μια τον ίδιον τον Βοναπάρτη κι από την άλλη μια νεαρή, ταπεινή κι ασήμαντη πλύστρα, που γεννημένη κι αυτή στην Κορσική, έρχεται στο Παρίσι, πιάνει δουλειά στο παλάτι και χαρίζει μια για πάντα την καρδιά και την αφοσίωσή της στον αυτοκράτορα.
Οι Εκατό Μέρες είναι Εκατό Ισορροπίες: ένα μυθιστόρημα που ισορροπεί ανάμεσα στην ποίηση και το έπος, ανάμεσα στην ιστορία και τη μυθοπλασία, ανάμεσα στα πλήθη και στις μοναχικότητες, ανάμεσα στο θρίαμβο και στην πανωλεθρία, ανάμεσα στη βία της ζωής και στη βία του θανάτου.
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Οκτώβρης 2020
Η Μαρία Αγγελίδου γεννήθηκε το 1957 στην Αθήνα και σπούδασε κλασική φιλολογία σε Αθήνα, Γερμανία και Ελβετία. Τα περισσότερα βιβλία της είναι ιστορικά παραμύθια και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ισπανικά. Ασχολείται, επίσης, με τη λογοτεχνική μετάφραση και έχει μεταφράσει πάνω από 500 βιβλία, τα μισά από τα οποία είναι για παιδιά. Για το παιδικό αναγνωστικό κοινό έχει επίσης μεταφράσει Σαίξπηρ, Μολιέρο, Δάντη, Θερβάντες, Γκολντόνι κ.ά.. Για τις μεταφράσεις της έχει βραβευτεί τρεις φορές από τη Ελληνική Εταιρεία Μεταφραστών Λογοτεχνίας. Διετέλεσε πρόεδρος του Πανελληνίου Συλλόγου Επαγγελματιών Μεταφραστών και μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, μεταξύ 2000-2004.