Ιστορίες σε Τρεις Γραμμές
του Φελίξ Φενεόν
εκδόσεις ΕΡΜΑ
συνάντηση με την μεταφράστρια
Βίκυ Λιακοπούλου
Β.Μ: Σύστησέ μας τον Φελίξ Φενεόν.
Χωρίς να υπερβάλλουμε θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Φελίξ Φενεόν ενσάρκωσε την πεμπτουσία του δανδισμού και αποτέλεσε πρότυπο διανοούμενου που έζησε κατά την περίοδο του fin-de-siècle. Η δράση του μπορεί να συμπυκνωθεί στο τρίπτυχο αναρχία-τέχνη-λογοτεχνία αλλά κυρίως ήταν φύσει και θέσει ον πολιτικό.
Ο ΦΦ ζούσε διπλή ζωή: το πρωί εργαζόταν ως υπάλληλος στο Υπουργείο Πολέμου της Γαλλίας ενώ είχε ταχθεί στον «στρατό» εκείνο των διαννοούμενων που είχαν έντονη αναρχική δραστηριότητα. Οι νεαροί αναρχικοί και διαννοούμενοι στις τάξεις των οποίων ανήκει και ο ΦΦ έπαιξαν μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση του πολιτικού φαντασιακού της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας τα χρόνια που προηγήθηκαν της υπόθεσης Ντρέιφους καθώς βρίσκονταν σε πόλεμο με την ίδια τους την κοινωνία. Μιλάμε για ένα πεδίο μάχης ιδεών σχετικά με τη θέση της θρησκείας στη Γαλλία, με τη νεολαία και το εκπαιδευτικό σύστημα, με τη φύση του σοσιαλιστικού κινήματος και, εν τέλει, και την ίδια την ταυτότητα της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας. Οι Ιστορίες σε τρεις γραμμές καταπιάνονται με όλα αυτά τα θέματα μεταξύ άλλων.
Εκτός από τη συμμετοχή του στο θεωρητικό κομμάτι του αναρχισμού με τη συγγραφή άρθρων σε αναρχικά περιοδικά, ο ΦΦ, όπως και πολλοί άλλοι, είχε ασπαστεί και την έννοια της propagande par le fait («προπαγάνδα της πράξης»)[1] . Οι δραστηριότητές του του είχαν εξασφαλίσει έναν αξιοπρεπέστατο αστυνομικό φάκελο με αποκορύφωμα τον Αύγουστο του 1894 όπου συνελήφθη[2] μαζί με άλλα είκοσι εννιά άτομα και προφυλακίστηκε για τη βομβιστική ενέργεια στο ισόγειο εστιατόριο του ξενοδοχείου Foyot.
Προφυλακίστηκε και δικάστηκε μαζί με τους υπόλοιπους σε μια δίκη που έμεινε γνωστή ως η Δίκη των Τριάντα. Η δίκη ξεκίνησε στις 6 Αυγούστου του 1894 και διήρκεσε οκτώ ημέρες. Όλοι οι συλληφθέντες κατηγορήθηκαν ότι ανήκουν σε μια οργάνωση με στόχο να καταστρέψουν την κοινωνία μέσω της κλοπής, της λεηλασίας, των εμπρησμών και των δολοφονιών.
Η δίκη θεωρήθηκε μια τεράστια αποτυχία και για την κυβέρνηση και για τον Bulot, που ήταν ο δημόσιος κατήγορος, για δύο λόγους: εξαιτίας της έλλειψης στοιχείων αλλά και εξαιτίας των πυρών που εξαπέλυαν στις απαντήσεις τους οι διαννοούμενοι συλληφθέντες. Πιο συγκεκριμένα ήταν το αιχμηρό χιούμορ του ΦΦ -ακριβώς όπως αποτυπώνεται και στις Ιστορίες σε τρεις γραμμές– αυτό που κατόρθωσε να εξευτελίσει τον δημόσιο κατήγορο. Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό μάλιστα ήταν όταν ο Bulot κάποια στιγμή διέκοψε τη δίκη διαμαρτυρόμενος ότι μόλις έλαβε με το ταχυδρομείο «πακέτο περιέχον κοπρανώδεις ουσίες» και ζήτησε να πάει αμέσως να πλύνει τα χέρια του. Εκεί ο ΦΦ βρήκε την ευκαιρία να ευφυολογήσει ότι κανείς δεν έπλυνε τα χέρια του με τόση επισημότητα από την εποχή του Πόντιου Πιλάτου[4].
Ο αναρχισμός στη Γαλλία στο τέλος του αιώνα δεν ήταν ένα συμπαγές σύστημα ιδεών και σωστά παρατηρεί η Julia Kristeva ότι «είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς τα διάφορα εσωτερικά ιδεολογικά ρεύματα του αναρχικού κινήματος εκείνης της εποχής»[5] . Για να αντιληφθεί κανείς τα αίτια χρειάζεται να μελετήσει την ψυχολογία των αναρχικών, την επίδραση του περιβάλλοντος, της εκπαίδευσης και την αποτυχία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Το αναρχικό όραμα του ΦΦ μπορεί να περιγραφεί περιληπτικά στον παρακάτω πίνακα του Paul Signac με το αρκαδικής εμπνεύσεως, θα έλεγε κανείς, τοπίο που ο ζωγράφος εμπνεύστηκε στην περιοχή του Σεν Τροπέ. Ο πίνακας είναι μια ωδή στην αδερφοσύνη και στον ελεύθερο έρωτα, στα κομμουνιστικά και φιλελεύθερα ιδεώδη που εξαπλώνονταν εκείνη την εποχή στην Ευρώπη και υπόσχονταν στο ανθρώπινο είδος ευτυχία και ισότητα. Ο αρχικός τίτλος αυτού του πίνακα, Au temps d’ anarchie (Στους καιρούς της αναρχίας) υποδηλώνει το όραμα μιας πολιτικής ουτοπίας.
Ο ΦΦ ασχολήθηκε επίσης ποικιλοτρόπως με την τέχνη καθώς διέθετε το σπάνιο ταλέντο να βλέπει αυτό που έρχεται από το μέλλον και ήταν απίστευτα σημαντική η συνδρομή του ως κριτικός τέχνης, διευθυντής γκαλερί, υποστηρικτής καλλιτεχνών, διορατικός συλλέκτης έργων τέχνης. Ίδρυσε το La Revue Independante και προώθησε και υποστήριξε καλλιτέχνες -συχνά με ιδία δαπάνη- όπως τους Georges Seurat, Paul Signac, Maximilien Luce, Henri-Edmond Cross, Camille Pissarro, τους Φωβιστές και αργότερα τους Ιταλούς φουτουριστές.
Η προσωπική του συλλογή περιλάμβανε Ματίς, Μοντιλιάνι και Μπρακ αλλά η σημαντικότερη συμβολή του στην τέχνη και ο λόγος για τον οποίο o 21ος αιώνας τον ανακαλύπτει εκ νέου[6] είναι η καλλιτεχνική του διορατικότητα να διαβάσει στην τέχνη των απομακρυσμένων χωρών, και πιο συγκεκριμένα της Αφρικής και της Ωκεανίας, κι άλλα στοιχεία πέρα από τα καθαρά ανθρωπολογικά. Μάλιστα το 1920 συγκέντρωσε ιστορικούς τέχνης, ακαδημαϊκούς, ανθρωπολόγους κ.α. για μια μεγάλη έρευνα ως απόπειρα να εξισώσει την τέχνη αυτή με τη δυτική, που δημοσιεύτηκε στο Le Bulletin de la Vie Artistique με τίτλο Seront-ils admis au Louvre? («Θα γίνουν αποδεκτοί στο Λούβρο;»)[7].
Ο παρακάτω πίνακας είναι η πιο γνωστή απεικόνιση του ΦΦ από τον φίλο του Paul Signac και νομίζω δείχνει με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο πώς τον έβλεπαν οι σύγχρονοί του. Δυο ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες γι’ αυτόν τον εμβληματικό πίνακα: ο ΦΦ τον μισούσε αλλά από αγάπη στο φίλο του τον είχε κρεμασμένο στο γραφείο του μέχρι αυτός να πεθάνει. Η ειρωνία η οποία επιφύλασσε το μέλλον όμως σε αυτό το έργο τέχνης είναι κάτι που θα εξόργιζε τον απεικονιζόμενο. Ο πίνακας αυτός σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης και αποτελεί δωρεά του Αμερικανού τραπεζίτη David Rockfeller, ο οποίος για χρόνια είχε κρεμασμένο στο προσωπικό του γραφείο το πορτραίτο ενός Γάλλου αναρχικού.
Όσον αφορά στη λογοτεχνία είναι γνωστός για τη φιλία του με τον Απολιναίρ και τον Μαλαρμέ, επιμελήθηκε μια σειρά από εκδόσεις όπως, τις «Εκλάμψεις» του Ρεμπώ, τις «Moralités légendaires» του Λαφόργκ, το «L’Après-midi d’un faune» του Μαλαρμέ, την πρώτη έκδοση των «Ασμάτων του Μαλντορόρ» του Λωτρεαμόν. Μεταξύ άλλων δημοσίευσε τον «Dédale», την πρώτη γαλλική μετάφραση του «Οδυσσέα» του James Joyce και κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του στην φυλακή Mazas[8] περιμένοντας την εκδίκαση της υπόθεσής του, μετέφρασε «Το αββαείο του Νορθάνγκερ» της Τζέιν Ώστεν. Μαζί με τους Jean Moréas, Oscar Méténier και Paul Adam συνέγραψε -φυσικά ανώνυμα- το «Petit Bottin Des Lettres et des Arts», ένα ονομαστικό λεξικό για τον λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό περίγυρο του Παρισιού της εποχής.
Β.Μ: Τι θα διαβάσουμε στις Ιστορίες σε τρεις Γραμμές; Δώσε μας λίγο το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο της εποχής.
Την περίοδο 1892-1894 ένα κύμα αναρχικού τρόμου σάρωνε το Παρίσι, μια «πραγματική επιδημία τρομοκρατίας», όπως θα τη χαρακτηρίσει ο πιο γνωστός ιστορικός του γαλλικού αναρχικού κινήματος Jean Maitron[9] , με 11 εκρήξεις και 10 νεκρούς (αστυνομικούς, θαμώνες εστιατορίων, και έναν αναρχικό). Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της μάχης που έδινε η γαλλική εργατική τάξη με το Κεφάλαιο σε μια σειρά από απεργίες που συχνά είχαν βίαιη κατάληξη, όπως απεικονίζονται εξαιρετικά στην ασπρόμαυρη σειρά χαρακτικών του Félix Valloton με χαρακτηριστικές σκηνές της παρισινής ζωής εκείνη την περίοδο.
Ενδεικτικά θα αναφέρω κάποια ορόσημα που πυροδότησαν τις επιθέσεις όπως τη δημιουργία του πρώτου μαρξιστικού κόμματος στη Γαλλία, δηλαδή του Γαλλικού Εργατικού Κόμματος, στην πόλη Roannes το 1882[10] , τις επιθέσεις της Bande Noire που ήταν το όνομα που δόθηκε σε μια σειρά από αναρχικές εργατικές οργανώσεις που πραγματοποιούσαν τρομοκρατικές επιθέσεις στην περιοχή Montceau-les Mines κατά την περίοδο 1882-1885, την απεργία στην Decazeville[11] και την ένοπλη καταστολή των διαδηλωτών για να διατηρηθεί το οχτάωρο που οδήγησε σε σφαγή από τον στρατό την 1η Μαΐου του 1891 στην πόλη Fourmies[12] .
Ειδικά το τελευταίο επεισόδιο ήταν αυτό που πυροδότησε την καμπάνια του τρόμου των Γάλλων αναρχικών. Να σημειωθεί ότι όλα αυτά συνέβαιναν μέσα στο παγκόσμιο οικονομικό κλίμα της μεγάλης Ύφεσης (1873-1896).
Αυτό που φάνηκε απειλή μέσα σε όλη αυτήν την αναρχική υποκουλτούρα που είχε δημιουργηθεί, ήταν ότι εκτός από τους εργάτες, στους αναρχικούς αγώνες συμμετείχαν επίσης διαννοούμενοι, καλλιτέχνες και κομμάτι της νεολαίας, ένα κοινωνικό κομμάτι του πληθυσμού δηλαδή, που το ταξικό του υπόβαθρο δε δημιουργούσε την προδιάθεση για τέτοιες τρομοκρατικές ενέργειες. Τι κοινό είχαν όλοι αυτοί; Όλοι τους βρίσκονταν απέναντι στον φιλισταιϊσμό της μπουρζουαζίας.
Κατά τον ρουν της ιστορίας λοιπόν, οι προσπάθειες των αναρχικών δεν πυροδότησαν μια κοινωνική επανάσταση όπως ήλπιζαν αλλά μια σειρά από νόμους, τους επονομαζόμενους και lois scélérates την περίοδο 1893-1894 με στόχο τον περιορισμό της ελευθερίας του αναρχικού τύπου και τη διάδοση των αναρχικών αντιλήψεων και την καταστολή των αναρχικών από την αστυνομία.
Στις Ιστορίες σε τρεις γραμμές θα δούμε επίσης μια λιγότερο glamorous πλευρά της Μπελ Επόκ που περιλαμβάνει μικρά και μεγαλύτερα ατυχή συμβάντα, μια σειρά ατυχημάτων, τραυματισμών, θανάτων, ανέλπιστα και αιφνίδια γεγονότα που σχετίζονται με τη σύγχρονη ζωή, πτώσεις, συγκρούσεις, συγκοπές, μια σειρά κακοτυχιών που σχετίζονται με τη βιομηχανική και αστική εποχή. Νομίζω ότι η λέξη «σοκ» με τον τρόπο που την διάβαζε ο Μπένγιαμιν στα κείμενά του για τον Μπωντλαίρ, θα μπορούσε να περιγράψει με ακρίβεια αυτό που βιώνει ο αναγνώστης σε αυτό το μικρό βιβλιαράκι.
Β.Μ: Ποιος είναι ο σκοπός του Φενεόν γράφοντας αυτές τις Τρεις Γραμμές;
Αυτό το εκδοτικό εγχείρημα έχει συντεθεί από το περιεχόμενο μιας στήλης που διατηρούσε ο ΦΦ από τον Μάιο έως τον Ιούνιο του 1906 στην εφημερίδα Le Matin. Είχε οπωσδήποτε ανάγκη τη δουλειά γιατί μετά τη σύλληψή του, τη φυλάκιση και την Δίκη των Τριάντα, παρά το γεγονός ότι δεν καταδικάστηκε, έχασε τη δουλειά του στο δημόσιο και ως εκ τούτου και τον σταθερό μισθό που είχε στο υπουργείο.
Το μόνο που μπορεί να πει κανείς με βεβαιότητα είναι ποιος δ ε ν ήταν ο σκοπός του. Σίγουρα δεν είχε ούτε την πρόθεση της υπογραφής της στήλης αλλά και ούτε και της έκδοσης σε βιβλίο. Αυτό είναι μια «ιεροσυλία» που την κάνουμε εμείς, οι σύγχρονοί του σίγουρα παρά τη θέλησή του. Ο ΦΦ είχε ως μόνο σκοπό της ζωής του τη σιωπή. “Je n’ aspire qu’ au silence” (μόνο στη σιωπή προσβλέπω) ήταν η μόνιμη επωδός του κάθε φορά που του ζητούσαν να γράψει τα απομνημονεύματά του ή να εκδόσει κάποιο από τα κείμενά του[13] . Επίσης είναι γνωστό ότι κατέστρεψε και πολλά από τα γραπτά του. Ήθελε να μείνει στην αιωνιότητα όπως έζησε: αόρατος, στα παρασκήνια, στο σκοτάδι που του ταίριαζε και τόσο πολύ.
Ήταν τέτοια η επιθυμία του μείνει στην αφάνεια που δεν ήταν καθόλου άστοχο το αστείο που έκανε η επιμελήτρια της έκθεσης στο Momma της Νέας Υόρκης, όταν ανέφερε χαρακτηριστικά ότι τώρα που αποφασίσαμε να τον βγάλουμε στην επιφάνεια, με τις εκθέσεις στην Orangerie στο Παρίσι και στο Momma, έγινε η πανδημία και έκλεισαν όλα τα μουσεία του κόσμου, αυτό πρέπει να ήταν κάποιο είδος μηνύματος του ΦΦ από τον τάφο. Παρόμοια αίσθηση έχουμε κι εμείς με την ελληνική έκδοση όπου κυκλοφορήσαμε έναν άγνωστο συγγραφέα -επειδή αυτός ήθελε να είναι άγνωστος- όχι του ενός αλλά του κανενός βιβλίου, καταμεσής της πανδημίας και μάλιστα με κλειστά τα βιβλιοπωλεία. Άνετα θα μπορούσε να διαβάσει κανείς σε αυτήν τη μικρή εκδοτική ιστορία κάποιο είδος μεταφυσικής φάρσας.
Β.Μ: Μικροδιήγημα, στίχοι ελεύθερης ποίησης, δημοσιογραφικό σχόλιο, πολιτική και κοινωνική κριτική; Πως θα χαρακτήριζες εν τέλει το συγκεκριμένο έργο του Φενεόν, το οποίο όπως τονίζεις στον πρόλογο, ο συγγραφέας του δεν το υπέγραψε ποτέ;
Για την ακρίβεια όλα αυτά που ανέφερες μαζί. Η μικρή έκταση των ιστοριών ακολουθεί τις τεχνολογικές εξελίξεις της εποχής, και αναφέρομαι συγκεκριμένα στην ανάπτυξη του τηλέγραφου που ήταν μια μικρή επανάσταση. Τα πρώτα καλώδια μάλιστα συνέδεαν άμεσα τις Βερσαλλίες με ορισμένα πρακτορεία τύπου και εφημερίδες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ένα άνευ ορίων άνοιγμα της αγοράς του τύπου και μια δραματική αλλαγή στην ταχύτητα και τη διάδοση της πληροφορίας. Η πιο τηλεγραφική από όλες τις εφημερίδες ήταν η Le Matin όπου δημοσιεύτηκε η ομώνυμη στήλη του ΦΦ, της οποίας το σλόγκαν είναι πολύ ενδεικτικό: Le Matin voit tout, sait tout, dit tout (Η Matin βλέπει τα πάντα, γνωρίζει τα πάντα, λέει τα πάντα).
Η κριτική σωστά έχει εντοπίσει μια χαϊκού αισθητική (και το japonisme άλλωστε ήταν πολύ της μόδας εκείνη την περίοδο) μαύρου χιούμορ και διαβρωτικής ειρωνείας θα προσέθετα. Στα ποιήματα χαϊκού όπως κι εδώ, υπάρχει μια ελλειπτικότητα και είναι δουλειά του αναγνώστη να καλύψει με τη φαντασία του τα κενά της ιστορίας. Απαιτείται δηλαδή η ενεργός συμμετοχή του.
Και αυτή ακριβώς είναι και η αξία αυτού του μικρού βιβλίου που κάνει δυσδιάκριτα τα όρια μεταξύ λογοτεχνίας και δημοσιογραφίας[15] και συμφιλιώνει τη μαζική τέχνη με τα ραφιναρίσματα που χαρακτηρίζουν τις μικροτεχνίες. Το μικροαφήγημα είναι μια μικρή ιστορία που στην ουσία αυτό που αφηγείται είναι μια μεταμόρφωση, μια μετατροπή δηλαδή από μια κατάσταση σε μιαν άλλη. Δείχνει σε ποιο βαθμό το καθημερινό υπόκειται σε λογοτεχνικές αλχημιστικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε ένα «εργαστήριο γραφής» και μεταστοιχειώνεται σε ένα κράμα με πολύ ξεχωριστές ιδιότητες.
Προσωπικά θα συνταχτώ με την άποψη του Μαλαρμέ όταν εκλήθη σα μάρτυρας υπεράσπισης στο δικαστήριο για τον Φενεόν, όπου μεταξύ άλλων ανέφερε ότι οι πραγματικές βόμβες που έβαζε ΦΦ ήταν τα γραπτά του[15] .
Β.Μ: Πόσο επίκαιρο μπορεί να είναι ένα τόσο αλλόκοτο έργο, το οποίο μας μεταφέρει τις ειδήσεις μια άλλης εποχής;
Αυτό το έργο δεν είναι αλλόκοτο ούτε με την έννοια του bizarre στη λογοτεχνία ούτε του grotesque. Αυτό που είναι πραγματικά αλλόκοτο είναι το πόσο επίκαιρο μπορεί να είναι σήμερα. Και σήμερα βιώνουμε μια άνευ προηγουμένου σε έκταση επανάσταση στη διάδοση της πληροφορίας με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, βρισκόμαστε επίσης σε μια παρατεταμένη οικονομική ύφεση και η πρόσφατη πανδημία, μεταξύ άλλων, κατέδειξε πόσο ευάλωτα είναι τα ιδανικά της ελευθερίας και της ισότητας και πόσο εύθραυστα είναι τα θεμέλια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Β.Μ: Αλήθεια τι προκλήσεις περιελάμβανε η μεταφραστική διαδικασία των Ιστοριών σε τρεις Γραμμές και η τριβή σου με τον Φελίξ Φενεόν; Τι σου μένει εν τέλει μελετώντας τη ζωή και το έργο του;
Είναι κοινός τόπος ότι κάθε μεταφραστικό πόνημα έχει προκλήσεις, από το εγχειρίδιο χρήσης ενός πλυντηρίου μέχρι την πιο πολύπλοκη φιλοσοφική θεωρία, ο μεταφραστής θα συναντά συνεχώς εμπόδια, είναι κάτι που μαθαίνει να ζει κανείς με αυτό. Ο στόχος κάθε φορά είναι να δημιουργήσει ένα παράλληλο γλωσσικό σύμπαν που να αντικατοπτρίζει όσο γίνεται περισσότερο το νόημα, το ύφος, τον ρυθμό και εν τέλει την αίσθηση στη γλώσσα που μεταφράζει.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο βρέθηκα αντιμέτωπη με μια ελάχιστη αφήγηση όπου δεν είχα περικείμενο για να επιβεβαιώσω το νόημα κάποιων λέξεων με μεγάλο μεταφραστικό εύρος και ακόμα είχα να αντιμετωπίσω μια πληθώρα πραγματολογικών στοιχείων που ρίχνουν φως σε αυτές τις συβιλλικές ιστορίες. Ξεκίνησα, για να πω την αλήθεια, να βάζω υποσημειώσεις που να δίνουν ιστορικές πληροφορίες, αλλά ο όγκος τους στο τέλος θα ξεπερνούσε και μάλιστα κατά πολύ το κυρίως σώμα του κειμένου.
Δεν ξέρω τι θα μείνει στον καθένα, στον καθένα μένουν διαφορετικά πράγματα, εμένα όμως από όλο αυτό το εγχείρημα μου έμεινε το ήθος του συγγραφέα και εννοώ αυτή τη θαυμαστή συνοχή μεταξύ των λέξεων και των πράξεών του. Μου έμεινε ακόμα μια, πώς να το πω…μια die laughing ανάγνωση του κόσμου, και, να το ομολογήσω κι αυτό, και μια μικρή ενοχή που μπαίνουμε κι εμείς στην χορεία αυτών που παρέβησαν την επιθυμία του να παραμείνει στο σκοτάδι. Μου αρέσει πολύ μια φράση που έγραψε ο Remy de Gourmont για τον ΦΦ στο Le IIme Livre des Masques (Δεύτερο Βιβλίο των Μασκών): «Ο κύριος Φενεόν», γράφει, «πήρε πολύ κατάκαρδα την θέση του πιστού στην ‘εκκλησία της σιωπής’ για την οποία μιλάει ο Γκαίτε, και στην οποία, εμείς, οι υπόλοιποι, συχνάζουμε πολύ λίγο».
Σημειώσεις:
[1] Οι πρώτοι που μίλησαν γι’ αυτό ήταν ο Peter Kropotkin, ο Paul Brousse και ο Malatesta το 1876 και ο πρώτος συμπεριέλαβε τον όρο τον Αύγουστο του 1878 στο πρόγραμμα του συνεδρίου των αναρχικών, βλ. John Merriman, The Dynamite Club: How a Bombing in Fin-de-Siècle Paris Ignited the Age of Modern Terror, Yale University Press, 2016, σ. 71.
[2] Για λεπτομέρειες της σύλληψης, εδώ: https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k528721x.texteImage.
[3] Στη λιθογραφία απεικονίζεται ο σατιρικός ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής, Laurent Tailhade, ο οποίος ήταν φιλικά πρσκείμενος προς τους αναρχικούς κύκλους. Κατά τη διάρκεια της έκρηξης βρισκόταν εκείνη την ώρα στο ξενοδοχείο. Η έκρηξη του κόστισε το ένα του μάτι. Ειρωνικά, λίγο καιρό νωρίτερα είχε σκανδαλίσει την παρισινή μπουρζουαζία με μια δήλωση που είχε κάνει σχετικά με μια άλλη αναρχική επίθεση λέγοντας χαρακτηριστικά: «Qu’importe la victime si le geste est beau!» (Τι σημασία έχει το θύμα όταν η χειρονομία [της βίαιης πράξης] είναι τόσο όμορφη!).
[4] John Merriman, ο.π. σ. 190.
[5] Julia Kristeva, La révolution du language poétique: L’ avant-garde à la fin du XIXe siècle: Lautréamont et Mallarmé, Éditions du Seuil, 1974, σ. 426
[6] Οι εκθέσεις που διοργανώθηκαν γι’ αυτόν από το 2019 έως το 2020:
Félix Féneon (1861-1944): Les Arts lointains, Musée-du-quai Branly-Jacques Chirac, Παρίσι, 28 Μαΐου-29 Σεπτεμβρίου 2019,
Félix Féneon: Les Temps nouveaux, de Seurat à Matisse, Musée de l’ Orangerie, Παρίσι, 16 Οκτωβρίου-27 Ιανουαρίου 2020,
Félix Féneon: The Anarchist and the Avant-Garde-From Signac to Matisse and Beyond, The Museum of Modern Art, Νέα Υόρκη, 22 Μαρτίου-25 Ιουλίου, 2020.
[7] https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/cb32724994w/date1920
[8] Για τη φυλακή Mazas στην οποία φυλακίστηκαν μεταξύ άλλων, εκτός από τον ΦΦ, ο Αρθούρος Ρεμπώ και ο Βικτώρ Ουγκώ, βλ. Luc Sante, The Other Paris, Farrar, Straus and Giroux, 2015, σ. 356-357.
[9] Gregory Shaya, “HOW TO MAKE AN ANARCHIST-TERRORIST: AN ESSAY ON THE POLITICAL IMAGINARY IN FIN-DE-SIÈCLE FRANCE”, Journal of Social History, τομ. 44, αρ. 2, 2010 και για τις αναρχικές επιθέσεις στο Παρίσι από το 1892-1894, βλ. σ. 521–543, JSTOR, www.jstor.org/stable/25790369. Accessed 11 Mar. 2021.
[10] Βλ. εδώ τα πρακτικά του παγκόσμιου εργατικού συνεδρίου: https://gallica.bnf.fr/ark:/12148/bpt6k852518/f1.item
[11] https://www.marxists.org/archive/lafargue/1886/05/decazeville.htm
[12] Danielle Tartakowsky, « 1er mai 1891 : la fusillade de Fourmies », Histoire par l’image [en ligne], consulté le 11 mars 2021. URL : http://histoire-image.org/fr/etudes/1er-mai-1891-fusillade-fourmies
[13]Αυτή η κρυψίνοια πρέπει να ήταν και θέμα χαρακτήρα του ΦΦ αλλά σίγουρα συνδέεται και με τα γλωσσικά αδιέξοδα των μοντερνιστικών αναζητήσεων αλλά και με τις πολιτικές του πεποιθήσεις, βλ. Jesse S. Cohn, “Anarchism as a Critique of Representation” και “Anarchism Beyond Representationalism and Antirepresentationalism”, στο Anarchism and the Crisis of Representation: Hermeneutics, Aesthetics, Politics, Selinsgrove: Susquehanna University Press, 2006, σ. 55-96.
[14] Guillaume Pinson, (2008). L’impossible panorama : l’histoire fragmentée du journal au XIXe siècle. Études françaises, 44 (3), 109–119. https://doi.org/10.7202/019535ar
[15] Για τον παραλληλισμό της λογοτεχνικής δραστηριότητας με την έκρηξη μιας βόμβας, βλ. Julia Kristeva, “Le livre comme un attentat”, ο.π., σ. 433-435.
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Μάρτης 2021
-Αφού ευχαριστήσω θερμά την Βίκυ Λιακοπούλου για την θέρμη, τον ζήλο, και την ενδελεχή έρευνά της ούτως ώστε να πραγματοποιηθεί η συνέντευξη, θέλω να παραθέσω δυο από τις αγαπημένες μου Ιστορίες σε τρεις Γραμμές.
«Ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς ήταν θορυβώδης στη Λοριάν αλλά δεν υπήρχε καμία κίνηση βίας που να χρησιμεύσει ως πρόσχημα για αστυνομική επέμβαση.»
«Χίλιοι εννιακόσιοι διαγωνιζόμενοι ψάρευαν χτες στον ποταμό Σερβ και δεκαπέντε χιλιάδες θεατές ενθάρρυναν το ψάρι να τσιμπήσει.»
Η Βίκυ Λιακοπούλου γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Έχει σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία και Θεατρικές Σπουδές στη Φιλοσοφική Αθηνών, έχει ένα μεταπτυχιακό στην Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και ένα δεύτερο στις Ψηφιακές Επιστήμες για τις Ανθρωπιστικές Σπουδές από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Κατά διαστήματα έχει διδάξει γαλλική γλωσσα και λογοτεχνία, θεατρική αγωγή και αρχαίο δράμα. Είναι μέλος της ελληνικής κριτικής επιτροπής στον διετή θεατρικό διαγωνισμό που οργανώνει το European Network for Drama in Translation και έχει κάνει μεταφράσεις για τις εκδόσεις Έρμα, Πλέθρον, Αιγόκερως. Ζει στα Εξάρχεια με τον σκύλο της τον Σούμπερτ, εργάζεται ως μεταφράστρια ενώ απασχολείται και στον χώρο των ψηφιακών ανθρωπιστικών σπουδών.