Υπόθεση Σκάλα | Βαρκλώνη 1978

dh

Υπόθεση Σκάλα | Βαρκλώνη 1978

του Χαβιέρ Κανιάδας Γασκόν

εκδόσεις Ισνάφι

μτφ. Άνχελ Πέρεθ Γονθάλεθ – Θεοφάνης Γεροδήμου

πρόλογος: Στέργιος Κατσαρός

 

 

ΑΠΟ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΡΑΝΚΟ ΣΤΟ ΣΥΜΦΩΝΟ ΤΗΣ ΜΟΝΚΛΟΑ

 

Στις 20 Νοεµβρίου του 1975, το µεσηµέρι, ο Κάρλος Άριας Ναβάρο7 ανακοίνωσε, µε δάκρυα στα µάτια, το θάνατο του δικτάτορα Φρανθίσκο Φράνκο Μπααµόντε, αλλά ήταν κοινό µυστικό ότι είχε πεθάνει κάποιες µέρες πριν, έπειτα από µήνες που ήταν άρρωστος στο κρεβάτι.

Η βασκική αυτονοµιστική οργάνωση ΕΤΑ8 είχε αφαιρέσει δύο χρόνια νωρίτερα τη ζωή του Λουίς Καρέρο Μπλάνκο, δεξιού χεριού του Φράνκο, αφήνοντας χωρίς ξεκάθαρο διάδοχο το καθεστώς του.

Η µετέπειτα ανακήρυξη του Κάρλος Άριας Ναβάρο ως πρωθυπουργού δε διασφάλιζε τη συνέχεια της φασιστικής δικτατορίας και τους τελευταίους µήνες της ζωής του δικτάτορα υπήρχε η επείγουσα ανάγκη διασφάλισης της συνέχισης όλων εκείνων των φασιστών πολιτικών που έβλεπαν τις πολιτικές τους καριέρες και την ευηµερούσα οικονοµική τους κατάσταση να κινδυνεύουν.

Έπρεπε δηλαδή να καθυστερήσει ο θάνατος του Φράνκο πάση θυσία. Παράλληλα αποκαθίσταται η βασιλεία στο πρόσωπο του ακόμη πολύ νέου Χουάν Κάρλος Α΄, ο οποίος ανεβαίνει στο θρόνο αφού ο πατέρας του, ο Χουάν ντε Μπορµπόν, που βρίσκεται εξόριστος στην Ευρώπη, είναι αντίθετος στο καθεστώς του Φράνκο.

Η µονόχρωµη και φασιστική κυβέρνηση µε επικεφαλής τον Κάρλος Άριας Ναβάρο υπόσχεται τη συνέχιση του φρανκισµού ακόµη και µετά την εγκαθίδρυση της βασιλείας.

Το 1976 ξεσπάει η «πετρελαϊκή κρίση», που δηµιουργεί χρέη στην πλειοψηφία των ισπανικών εταιρειών και κατά συνέπεια επιδεινώνει τις συνθήκες διαβίωσης των εργαζοµένων, οι οποίοι είχαν επιτύχει µεγάλες νίκες κατά τη διάρκεια των τελευταίων χρόνων του καθεστώτος του Φράνκο.

Ο πληθωρισµός και το εξωτερικό χρέος εκτοξεύονται στα ύψη. Μια χώρα µε σχεδόν µηδενικό ποσοστό ανεργίας βρίσκεται µέσα σε µία νύχτα στα τέλη του 1976 µε 900.000 ανέργους.

Η Τριµερής Επιτροπή υποχρεώνει την κυβέρνηση του Άριας Ναβάρο σε συγκράτηση δαπανών και σε άµεση αναδιάρθρωση των µισθών ως απαραίτητη προϋπόθεση για την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Όπως συµβαίνει σε κάθε οικονοµική κρίση που κατευθύνεται από οποιοδήποτε σύστηµα, µοναδικός χαµένος είναι η εργατική τάξη. Οι καπιταλιστές κλείνουν τις εταιρείες τους πριν δουν τα κέρδη τους να αρχίσουν να µειώνονται.

Αλλά εκείνα τα χρόνια η Ισπανοί εργάτες είχαν «ταξική συνείδηση».

Η «αριστερά» -ακόµη εξωκοινοβουλευτική- βρίσκεται µπροστά σε ένα µεγάλο δίληµµα: πολιτική ρήξη ή συναίνεση για τη µετάβαση προς τη δηµοκρατία;

Όλα τα κόµµατα της τότε αποκαλούµενης «ριζοσπαστικής αριστεράς» τάσσονται υπέρ της πολιτικής ρήξης.

Αλλά η κυβέρνηση, υποστηριζόµενη τόσο από την Τριµερή Επιτροπή, την ισπανική αστική τάξη και τα µεγάλα κόµµατα που κακώς αποκαλούνται της αριστεράς, κυρίως το PCE και το PSOE, όσο και από την πλειοψηφία των αυτονοµιστικών κοµµάτων, επιλέγουν τη «συναίνεση» ως το µοναδικό πιθανό τρόπο συµµετοχής στη διανοµή του πλούτου και στον έλεγχο µέρους της πολιτικής εξουσίας. Αυτό θα είναι εντέλει η επίσης κακώς αποκαλούµενη «µετάβαση προς τη δηµοκρατία».

Από την άλλη, οι τροµακτικές µνήµες του Εµφυλίου Πολέµου και των µαζικών φασιστικών δολοφονιών συνεχίζουν να θολώνουν το τοπίο.

Δεν πρόκειται όµως για µία απλή απόφαση που πρέπει να λάβουν τα πολιτικά κόµµατα. Το θέµα έχει να κάνει µε την απώλεια όλων των κεκτηµένων των εργατών, που στοίχησαν χρόνια φυλάκισης, τρόµου, θανάτων και εξορίας. Τα µεγάλα εργατικά συνδικάτα CCOO (υπό την καθοδήγηση του PCE) και UGT (υπό την καθοδήγηση του PSOE) αρχίζουν να διαπράττουν εκ προµελέτης προδοσία ενάντια στην εργατική τάξη.

Σκοπός τους είναι να πείσουν την εργατική τάξη πως πρέπει να αποδεχθεί τις νέες, αν και δυσµενείς, συνθήκες, που θα οδηγήσουν σε µία µεγάλη νίκη: «τη δηµοκρατία».

Οι κοµµουνιστές του PCE, που υπήρξαν πάντα φανατικοί υποστηρικτές της στρατηγικής του «δύο βήµατα πίσω, ένα µπροστά», σε αυτή την περίπτωση πρότειναν το «δέκα βήµατα πίσω, κανένα µπροστά».

Η εργατική τάξη της εποχής, αναστατωµένη από τις επαναλαµβανόµενες προδοσίες που είχαν διαπράξει τα συνδικάτα CCOO και UGT, αρχίζει να αποσπάται µαζικά από αυτά. Ένα µέρος ενσωµατώνεται στη CNT, αλλά η συντριπτική πλειοψηφία επιλέγει την αυτόνοµη πάλη. Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας του ’70 αρχίζουν οι καταλήψεις εργοστασίων και µε αυτόν τον τρόπο κολεκτιβοποιούνται συγκεκριµένα µέσα παραγωγής.

Οι απεργίες των εργαζοµένων στις εταιρείες που δεν αποδέχονται κολεκτιβοποίηση είναι χαρακτηριστικό της εποχής. Η εργατική τάξη δεν είναι διατεθειµένη να χάσει αυτά που µε τόσο µεγάλο κόστος έχει κατακτήσει. Χρόνια αργότερα θα χάσει τα πάντα, ακόµη και την ταξική συνείδηση, αλλά τώρα εγείρει µια άµεση σύγκρουση ενάντια στο κατεστηµένο της εξουσίας.

Η µάχη στους δρόµους είναι συνεχής, σχεδόν δεν περνάει εβδοµάδα χωρίς µια απεργία ή µια διαδήλωση. Οι επιθέσεις της αστυνοµίας, οι συλλήψεις και τα βασανιστήρια συνεχίζονται σε καθηµερινή βάση.

Ο Φράνκο έχει πεθάνει αλλά η αριστερά, που προσδοκεί να εισέλθει στο κοινοβούλιο και να φάει κι αυτή από την «πίτα της µεταβατικής περιόδου», επιτρέπει την αδιάκοπη άσκηση µιας δυσανάλογης καταστολής ενάντια σε οποιονδήποτε αµφισβητεί τα πολιτικά της συµφέροντα. Οι διαδηλωτές υπερασπίζονται τους εαυτούς τους από τις επιθέσεις της αστυνοµίας στήνοντας οδοφράγµατα και πετώντας πέτρες και βόµβες µολότοφ.

Το 1977 διεξάγονται οι πρώτες γενικές εκλογές µετά τον Εµφύλιο Πόλεµο. Οι εκλογές είναι στηµένες εκ των προτέρων έτσι ώστε να τις κερδίσει η δεξιά, η οποία αποτελεί συνέχεια του καθεστώτος του Φράνκο. Έτσι η UCD10 (Ένωση του ∆ηµοκρατικού Κέντρου) µε επικεφαλής τον πρώην φαλαγγίτη Αδόλφο Σουάρεθ ανέρχεται στην εξουσία.

Η συναίνεση µεταξύ της δεξιάς, του κεφαλαίου και της αριστεράς, που προσδοκεί να µπει στο κοινοβούλιο, ευνοεί από τη µία τη συνέχιση του φασισµού και από την άλλη την απώλεια όλων των εργασιακών και κοινωνικών κεκτηµένων των τελευταίων ετών.

Η καθηµερινή µάχη στους δρόµους, ευνοηµένη από τη νέα πολιτική της συνέχισης του παλαιού καθεστώτος, εντείνεται µέρα µε τη µέρα. Μια σηµαντική µερίδα της τότε αποκαλούµενης «άκρας αριστεράς» ριζοσπαστικοποιεί τη στάση της µε σκοπό να υπερασπίσει τα ως τότε κεκτηµένα και αµέσως ρίχνεται στην άµεση δράση και στον ένοπλο αγώνα, κάτι που δε θα αργήσει να χαρακτηριστεί -τόσο από τη δεξιά όσο και από τη ρεφορµιστική αριστερά- ως «τροµοκρατία».

Οι φασιστικές επιθέσεις είναι συνεχείς: η δολοφονία πέντε αριστερών δικηγόρων στην οδό Ατότσα της Μαδρίτης, η επίθεση ενάντια στο περιοδικό El Papus στη Βαρκελώνη, η δολοφονία της Γιολάντα Ροντρίγκεθ κατά τη διάρκεια µαθητικής πορείας στη Μαδρίτη. Σύµφωνα µε τις δηλώσεις που έκανε το Φεβρουάριο του 1978 ο υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης UCD, Ροδόλφο Μαρτίν Βίγια11, αυτές οι επιθέ- σεις δεν είχαν καµία σηµασία για την ασφάλεια του κράτους.

Η CNT και το Ελευθεριακό Κίνηµα συνεχώς κέρδιζαν έδαφος και κατέληξαν να αποτελούν το µοναδικό σηµείο στήριξης και υπεράσπισης των κεκτηµένων των εργατών, που λίγο θα κρατούσαν.

Η πρόθεση του κράτους, της δεξιάς, του κεφαλαίου και της ρεφορµιστικής αριστεράς ήταν να διαλύσουν µια για πάντα τους υποστηρικτές της αναρχίας. Προσπαθούσαν να πείσουν το λαό πως η πολιτική κατάσταση της Ισπανίας είχε αλλάξει. Ήταν φανερό όµως ότι κυβερνούσαν οι ίδιοι µε άλλο πρόσωπο.

Η κρίση, που είχε επιδεινωθεί µε τη θεαµατική αύξηση της τιµής του πετρελαίου, εκδηλώθηκε έντονα στην ισπανική κοινωνία κατά τη διάρκεια του 1977, δύο χρόνια µετά το θάνατο του Φράνκο. Τότε η οικονοµική κατάσταση της χώρας άρχισε να γίνεται πολιτικά εκρηκτική. Στο πρόβληµα της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου προστέθηκε το πρόβληµα της έλλειψης πετρελαίου. Σε δώδεκα µήνες, η τιµή του αργού αυξήθηκε από 1,62 σε 14 δολάρια το βαρέλι.

∆εδοµένου ότι η Ισπανία είναι µια χώρα που εισάγει πετρέλαιο, η αξία των εξαγωγών µπορούσε να καλύψει µόνο το 45% των αναγκών για εισαγωγές, γεγονός που προκαλούσε απώλεια της τάξης των 100 εκατοµµυρίων σε συνάλλαγµα καθηµερινά, συσσωρεύοντας ένα εξωτερικό χρέος 14 δισεκατοµµυρίων δολαρίων, δηλαδή πάνω από το τριπλάσιο των αποθεµάτων χρυσού και συναλλάγµατος της Τράπεζας της Ισπανίας.

Ο πληθωρισµός αυξήθηκε πάνω από 20% το 1976 και έφτασε στο 44% στα µέσα του 1977, σε σύγκριση µε 10% κατά µέσο όρο στις χώρες του Οργανισµού Οικονοµικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).

Το χρέος των εταιρειών ανήλθε σε εκατοντάδες δισεκατοµµύρια πεσέτες. Οι άνεργοι έφτασαν αρχικά τους 900.000, εκ των οποίων µόνο οι 300.000 έπαιρναν επίδοµα ανεργίας, και το 1978 συνέχισαν να αυξάνονται µέχρι να φτάσουν τα δύο εκατοµµύρια.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Ενρίκε Φουέντες Κιντάνα12, συντάκτης του κειµένου που αποτέλεσε πηγή έµπνευσης για το Σύµφωνο της Μονκλόα, παραφράζοντας έναν δηµοκρατικό πολιτικό του 1932 είπε «Ή οι δηµοκράτες θα νικήσουν την κρίση ή η κρίση θα νικήσει τη δηµοκρατία».

Τον Αύγουστο του 1977 η προσωρινή κυβέρνηση της UCD -πολιτικό κόµµα που είχε φτιαχτεί επί τούτου από τη ρεφορµιστική φράξια του φρανκισµού- υπό την προεδρία του πρώην φαλαγγίτη Αδόλφο Σουάρεθ είχε συνεχείς συναντήσεις µε τα συνδικάτα CCOO (του PCE) και UGT (του PSOE). Ο Αδόλφο Σουάρεθ παρότρυνε τα συνδικάτα να πείσουν τους εργαζόµενους να αποδεχτούν την πολιτική συγκράτησης των µισθών, µε σκοπό να κρατήσουν σε χαµηλά επίπεδα τον πληθωρισµό και να σώσουν τον θεσµό της βασιλείας και την πολιτική και συνδικαλιστική ολιγαρχία, της οποίας αποτελούσαν µέρος και οι ίδιοι. Το Σεπτέµβριο του ίδιου έτους ο Φουέντες Κιντάνα συζήτησε το κείµενό του µε την κυβέρνηση. Τον Οκτώβριο, µαζί µε τα υπόλοιπα πολιτικά κόµµατα και µετά από διάφορες διαβουλεύσεις, συντάχθηκε το τελικό κείµενο. Τελικά, στις 25 Οκτωβρίου οι αντιπρόσωποι των κύριων πολιτικών κοµµάτων – συµπεριλαµβανοµένων των Σαντιάγο Καρίγιο και Μανουέλ Φράγα- υπέγραψαν το Σύµφωνο της Μονκλόα, άµεσο πρόγονο του Συντάγµατος. Έπειτα από δύο µέρες, στις 27 Οκτωβρίου, το προαναφερόµενο Σύµφωνο υπερψηφίστηκε από το ισπανικό κοινοβούλιο.

Σε αυτή τη συγκυρία, η Επιτροπή της CNT Καταλονίας πήρε την πρωτοβουλία να προτείνει στις αντίστοιχες επιτροπές της UGT και των CCOO την έναρξη από κοινού ενός διαλόγου γύρω από το θέµα του Συµφώνου της Μονκλόα. Από αυτές τις συζητήσεις, που οι εκπρόσωποι των τριών καταλανικών συνδικάτων διεξήγαγαν το Σεπτέµβριο και τον Οκτώβριο του 1977, προέκυψε συµφωνία για κάλεσµα µιας διαδήλωσης ενάντια στο Σύµφωνο της Μονκλόα. Η διαδήλωση πραγµατοποιήθηκε στη Βαρκελώνη µε τη συµµετοχή 400.000 εργαζοµένων. Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία κοινή δράση του εργατικού κινήµατος στη διάρκεια της µετάβασης προς τη «δηµοκρατία» που στράφηκε ενάντια στις αποφάσεις που υπαγόρευε η Τριµερής Επιτροπή στην κυβέρνηση Σουάρεθ ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη µελλοντική είσοδο της Ισπανίας στην Κοινή Αγορά.

Ο σκοπός της διαδήλωσης ενάντια στο Σύµφωνο της Μονκλόα ήταν η παρεµπόδιση της συµφωνίας µεταξύ του κράτους και του συνόλου της αστικής τάξης. Μία συµφωνία που, επιβάλλοντας ένα πρόγραµµα σταθερότητας, θα έβαζε στο χέρι το ισπανικό εργατικό κίνηµα. ∆ηλαδή θα τους υποχρέωνε να χάσουν όλα τα κεκτηµένα των αγώνων κατά του φρανκισµού αναδιαρθρώνοντας τις εργασιακές σχέσεις. Η αστική τάξη γνώριζε ότι χωρίς τη συναίνεση του εργατικού κινήµατος η µετάβαση προς αυτό το «κελεπούρι» που ονοµαζόταν «δηµοκρατία» θα ήταν ανέφικτη.

Για το λόγο αυτό, το πρώτο πράγµα που συµφώνησαν οι «δηµοκράτες», συσπειρωµένοι γύρω από την κυβέρνηση διάδοχο του Φράνκο, ήταν να αποµονώσουν τη CNT έτσι ώστε οι ηγεσίες της UGT και των CCOO στην Καταλονία, που διαφωνούσαν µε την κεντρική γραµµή στη Μαδρίτη, να επιστρέψουν στο µαντρί της συναίνεσης. Το δεύτερο ήταν να τη διαλύσουν, χρησιµοποιώντας όλες τις κινητές µονάδες της πολιτικής αστυνοµίας (BPS) εναντίον της. Για να το πετύχουν, χρησιµοποίησαν έναν χαφιέ της ασφάλειας, τον Χοακίν Γκαµπίν, ο οποίος είχε διεισδύσει σε µια οµάδα της FAI στη Μούρθια, στην οποία παρέδωσε, έπειτα από εντολή της ίδιας της BPS, δύο βαλίτσες µε όπλα και εκρηκτικά, που προφανώς αποκαλύφθηκαν µετά από την αστυνοµία. Αυτό το γεγονός συνδέθηκε µε τις 54 συλλήψεις που έγιναν στη Βαρκελώνη στις 30 Ιανουαρίου του 1977 µε αφορµή µια συνάντηση της FAI, για να µπορέσουν να κατηγορήσουν τους συλληφθέντες για σύσταση τροµοκρατικής οργάνωσης.

 

 

Αντιγραφή από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

Στις 20 Νοεμβρίου του 1975 πεθαίνει από φυσικό αίτια ο Φράνκο και η Ισπανία μετά από 36 χρόνια δικτατορίας ετοιμάζεται να αλλάξει σελίδα. Η μετάβαση προς τη δημοκρατία θα συνδεθεί με το αίτημα της ένταξης της χώρας στην τότε Ε.Ο.Κ., την ατιμωρησία των χουντικών, τη νομιμοποίηση όλων των κομμάτων και των συνδικάτων, την ελευθεροτυπία και με σκληρά οικονομικά μέτρα που προτείνει η Τριμερής Επιτροπή (αύξηση φορολογίας, μείωση μισθών και συντάξεων, αναδιάρθρωση του δημοσίου, απελευθέρωση των απολύσεων κ.τ.λ.) Η δημοκρατία θέτει το ερώτημα της συναίνεσης ή της ρήξης.

Όλα τα κόμματα, τα μεγάλα συνδικάτα, ο στρατός και η κυβέρνηση καταλήγουν σε μια συμφωνία που θα ονομαστεί “Σύμφωνο της Μονκλόα”. Όσοι δε δέχονται τη συμφωνία (και είναι παρά πολλοί) οργανώνονται σε αυτόνομα συνδικάτα και κυρίως στη C.N.T. (αναρχοσυνδικαλιστές). Ενάντια στο “Σύμφωνο της Μονκλόα” την Κυριακή το πρωί της 15 Ιανουαρίου του 1978 το μεσημέρι μια ομάδα νεαρών αναρχικών οργανωμένων στη C.N.T. θα ρίξει έξι βόμβες μολότοφ στην είσοδο ενός πολυτελούς κέντρου διασκέδασης στη Βαρκελώνη, της Σκάλα. Το απόγευμα ο “γέρο-αναρχικός” πού τους προέτρεψε να φτιάξουν τις μολότοφ και τους επίδειξε το στόχο, θα εξαφανιστεί.

Το βράδυ από τα συντρίμμια της Σκάλα θα ανασυρθούν τέσσερις εργαζόμενοι νεκροί (εκ των οποίων οι δυο ήταν επίσης αναρχικοί και οργανωμένοι στη C.N.T.)
Το επόμενο πρωί η συναίνεση θα νικήσει -και το πολυνομοσχέδιο θα ψηφιστεί. Αυτή είναι η ιστορία του αναρχικού που έριξε τις μολότοφ.

 

 

 

Ολόκληρο το Αφιέρωμα στον Ισπανικό Εμφύλιο, στον παρακάτω σύνδεσμο:

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ