Αφορμή για την συνάντηση με τον Θωμά Μαστακούρη είναι η μετάφρασή του στο εμβληματικό βιβλίο του Τσάρλς Ν.Γ. Μπρόουνελ «Οι Ινδιάνικες φυλές της Βορείου και της Νοτίου Αμερικής» (εκδόσεις ΣΤΟΧΑΣΤΗΣ) . Κάνουμε λοιπόν ένα ταξίδι ίσως στην πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ιστορίας και σε έναν κόσμο που χάθηκε ανεπιστρεπτί.
Β.Μ: Ποιος είναι ο Τσάρλς Ν.Γ. Μπρόουνελ;
Ο Αμερικανός συγγραφέας Τσαρλς Ντε Γουλφ Μπρόουνελ έμεινε γνωστός περισσότερο ως καλλιτέχνης τοπιογράφος. Γεννήθηκε το 1822 από πολύ ευκατάστατους γονείς, στο Πρόβιντενς της Πολιτείας του Ροντ Άιλαντ των ΗΠΑ. Αρχικά σπούδασε νομική και έγινε δικηγόρος, αλλά σύντομα εγκατέλειψε το επάγγελμα, και αποφάσισε πως προτιμούσε την ζωγραφική, την συγγραφή, και τα ταξίδια. Έγραψε το βιβλίο του Οι Ινδιάνικες Φυλές της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, το 1853, και στη συνέχεια αφιερώθηκε αποκλειστικά στη ζωγραφική και στις περιηγήσεις που συνδύαζε με αυτήν. Ταξίδεψε σε όλες σχεδόν τις πολιτείες των ΗΠΑ, το Μεξικό και τη Νότια Αμερική, έμεινε επί χρόνια στην Κούβα, επισκέφτηκε πολλές χώρες της Ευρώπης, την Αίγυπτο και τη Τζαμάικα. Το 1865 παντρεύτηκε την Ενριέτα Νόουλτον Έιντζελ, και απέκτησε μαζί της τέσσερις γιους. Πέθανε πλήρης ημερών, το 1909.
Β.Μ: Τι θα διαβάσουν οι αναγνώστες στο σπουδαίο πόνημά του «Οι Ινδιάνικες φυλές τις Βορείου και της Νοτίου Αμερικής»;
Μια από τις πιο ολοκληρωμένες αναφορές, όχι μόνο της εποχής που γράφτηκε το έργο, αλλά και μέχρι σήμερα, σχετικά με όλες τις φυλές των γηγενών του Δυτικού Ημισφαιρίου, και της ιστορίας τους, από τον ερχομό των Ευρωπαίων μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα.
Β.Μ: Τι είναι αυτό που κάνει αυτό το έργο τόσο σπουδαίο;
Δεν είναι ένα πράγμα, αλλά πολλά: το γλαφυρό ύφος, που συχνά σε μεταφέρει στην καρδιά των γεγονότων μέσα από προσωπικές μαρτυρίες και αφηγήσεις και από τις δυο πλευρές (γηγενών και Ευρωπαίων), οι πλούσιες παραπομπές στις «αυθεντίες» της εποχής του συγγραφέα, ο δομημένος τρόπος παρουσίασης, που εξετάζει σε κάθε ξεχωριστή ενότητα όλες τις φυλές που κατοικούσαν σε έναν συγκεκριμένο σημείο της Βόρειας, της Κεντρικής ή της Νότιας Αμερικής, με την ιστορία, τα ήθη και τα έθιμά τους. Τέλος, η νηφαλιότητα του συγγραφέα, ενός καθαρού μυαλού που βρισκόταν πολύ μπροστά από τον μέσο Αμερικανό της εποχής του και μπορούσε να διακρίνει εύστοχα τα λάθη, τις αρετές και τα μειονεκτήματα και των δύο πλευρών.
Β.Μ: Ποιο είναι το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της εποχής, που γράφει το βιβλίο του ο Μπρόουνελ;
Ο Μπρόουνελ γράφει το έργο του σε μια εποχή καμπής για την ιστορία της Αμερικής, μα και ολόκληρου του κόσμου. Είναι τα μέσα του 19ουαιώνα, όταν η επιστήμη αρχίζει να παίρνει τη θέση της θρησκείας στα ζητήματα ερμηνείας του κόσμου, και η βιομηχανική παραγωγή παίρνει τη θέση της αγροτικής οικονομίας που επί δέκα χιλιάδες χρόνια αποτελούσε το θεμέλιο της ανθρώπινης κοινωνίας. Το 1859, λίγο πριν την εμπλουτισμένη έκδοση του βιβλίου του Μπρόουνελ, ο Δαρβίνος κυκλοφορούσε το ρηξικέλευθο έργο του Περί της Καταγωγής των Ειδών, και λίγο αργότερα ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος, με τη νίκη των Βορείων, θα έδινε τέλος στο δουλοκτητικό σύστημα. Η βιομηχανική επανάσταση εξαπλωνόταν. Ο παλιός κόσμος αργόσβηνε, αλλά μαζί του και οι παραδόσεις που είχαν κρατήσει την εθνική συνείδηση και τη φυλετική συνοχή των γηγενών Αμερικανών επί χιλιετίες.
Β.Μ: Τι σας έκανε περισσότερο εντύπωση στο βιβλίο αυτό και τι συναισθήματα αποκομίσατε τελειώνοντας τη μετάφραση;
Αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση είναι η νηφαλιότητα με την οποία ο συγγραφέας παραθέτει γεγονότα και καταστάσεις, όσο το δυνατόν πιο αμερόληπτα για έναν άνθρωπο της εποχής του. Το ενδιαφέρον μου για τις κουλτούρες των γηγενών της Αμερικής είναι μεγάλο και παλιό, και έτσι έχω προσθέσει εκατοντάδες πρωτότυπες διευκρινιστικές υποσημειώσεις στους πέντε τόμους του βιβλίου. Το συναίσθημα που αποκόμισα ολοκληρώνοντας την μετάφραση είναι μια βαθιά μελαγχολία για έναν κόσμο που χάθηκε ανεπιστρεπτί και που συνοψίζεται σε ένα ποίημα του Γουίλιαμ Κάλεν Μπράιαν που μετέφρασα έμμετρα για τις ανάγκες του βιβλίου:
«Μας αφανίζουν πράγματι· σαν χιόνι του Απριλίου
στη ζέστη του μεσημεριού, χανόμαστε και πάμε,
και έρχονται στο κατόπι μας καθώς εμείς τραβάμε,
προς τη μεριά που ακολουθεί η μέρα σαν τελειώνει –
Μέχρι που εκείνοι, όλοι τους, τη χώρα να γεμίσουν,
Και μέχρι εμείς να πέσουμε στη θάλασσα της Δύσης».
Β.Μ: Διακρίνετε σημάδια περισυλλογής της Ευρώπης για τα απίστευτα εγκλήματα της αποικιοκρατίας του παρελθόντος ή πιστεύετε ότι αποικιοκρατία θα υφίσταται όσο υπάρχει καπιταλιστικό σύστημα;
Φοβάμαι πως η εξάπλωση ισχυρότερων πολιτισμών εις βάρος πιο αδύναμων είναι ένα βαθιά ριζωμένο κομμάτι της ανθρώπινης –και ζωώδους – φύσης μας και δεν οφείλεται σε κανένα συγκεκριμένο πολιτικό σύστημα, αφού εμφανίζεται συστηματικά σε όλη την διάρκεια της ιστορίας μας και σε όλους τους πολιτισμούς (συμπεριλαμβανομένων και των ίδιων των γηγενών της Αμερικής). Νομίζω πάντως πως δεν πρέπει να βλέπουμε πάντοτε τους Ευρωπαίους ως τους διαβολικούς δυνάστες και τους γηγενείς ως αγγέλους που ζούσαν σε μια ιδανική κοινωνία, εναρμονισμένοι απόλυτα με την φύση. Οι περισσότερες φυλές των γηγενών Αμερικανών είχαν έθιμα που ο δυτικός πολιτισμός, όχι μόνον τότε αλλά, ακόμα περισσότερο, σήμερα, θεωρεί αποτρόπαια. Για παράδειγμα, οι Αζτέκοι, των οποίων την αυτοκρατορία πράγματι ξεθεμελίωσαν μια χούφτα Ισπανοί, θυσίαζαν κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες θύματα κάθε χρόνο στους θεούς τους, και οι Ισπανοί σίγουρα δεν θα τους νικούσαν αν δεν είχαν πάρει με το μέρος τους πάμπολλες υποταγμένες φυλές από τις οποίες αντλούσαν οι Αζτέκοι τα θύματά τους. Πολλές από τις φυλές της Βόρειας Αμερικής σκότωναν τους αιχμαλώτους τους – όχι μόνο Ευρωπαίους αλλά και ομόφυλούς τους – με φριχτά βασανιστήρια. Είναι βαθιά λυπηρό ότι η βία και η ωμότητα δεν κάνει διακρίσεις σε φυλές και σε χρώματα.
Β.Μ: Πως κρίνετε τον συνεχιζόμενο εκδοτικό οίστρο σε βιβλία «κατηγορώ» της Ευρωπαϊκής αποικιοκρατίας ανά τον κόσμο;
Οι Ευρωπαίοι κουβαλούν μέσα τους πολλές ενοχές, τις οποίες έχουν εμφυσήσει οι καινούριες αντιλήψεις περί ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων που άνθισαν μετά τον Διαφωτισμό, αλλά κυρίως μετά τα μέσα του εικοστού αιώνα. Οι καταπιεσμένοι λαοί, πάλι, που έχουν πλέον αποκτήσει την ανεξαρτησία τους, αναζητούν μια δικαίωση για τις πληγές του παρελθόντος. Όπως όμως φαίνεται και από το πόνημα του Τσαρλς Μπρόουνελ, και όπως προανέφερα, οι γηγενείς της Αμερικής δεν ήταν άγγελοι που συνάντησαν διαβόλους, αλλά απλώς (και αυτό από μια άποψη είναι πιο τραγικό) άνθρωποι που είχαν την μεγάλη ατυχία να βρεθούν αντιμέτωποι με κοινωνίες πολύ πιο οργανωμένες, τεχνολογικά προηγμένες και πολυπληθείς (και, ας μην το ξεχνάμε, με διαφορετικά αντισώματα), οι οποίες αποβιβάστηκαν στα εδάφη τους κουβαλώντας την δίψα για εύκολο κέρδος και την διάθεση επέκτασης, εδαφικής και ιδεολογικής που σχεδόν πάντα χαρακτηρίζει το είδος μας. Ας θυμόμαστε, όμως, ότι η ιστορία, πολλές φορές, έχει την τάση να επαναλαμβάνεται – με διαφορετικούς πρωταγωνιστές και θύματα.
Συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Φλεβάρης 2020