Scroll Top

Η ταξιδιωτική «λογοτεχνία» τού ΦΩΤΗ ΤΕΡΖΑΚΗ (μικρό αφιέρωμα)

exofiloterzakis

Ι.

Η αυλακιά του Ρεμπώ. Τρία ταξίδια

 

Ο Φώτης Τερζάκης γεννήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1959 στην Πάτρα. Είναι ευρύτερα γνωστός για το πλούσιο συγγραφικό του έργο. Στα πρώιμα γραπτά του βρίσκουμε ποιητικές απόπειρες, ενώ ακολουθεί μεγάλος αριθμός φιλοσοφικών και πολιτικών βιβλίων, δοκιμίων και κριτικών σε περιοδικά και εφημερίδες – όπως επίσης και πληθώρα μεταφράσεων σπουδαίων συγγραφέων και στοχαστών.

Εκείνο για το οποίο είναι ίσως λιγότερο γνωστός, όμως, είναι η ταξιδιωτική του πρόζα. Είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, δημοσιεύει το πρώτο του ταξιδιωτικό αφήγημα με τίτλο Η αυλακιά του Ρεμπώ. Τρία ταξίδια (εκδόσεις Πανοπτικόν, 2010). Μέσα στις σελίδες του κρύβεται μια υπόκωφη χαρά, ανάμικτη με τη φιλοπεριέργεια και την υπαρξιακή αγωνία που κατακλύζει τον ταξιδιώτη: Και όμως, το χλωμό είδος του ταξιδιώτη δεν έχει ακόμα εξαφανιστεί. Ωστόσο, από τη πρώτη κιόλας πρόταση ο συγγραφέας μάς καλωσορίζει στο ταξιδιωτικό του σύμπαν με μια φράση-κλειδί για την κατανόηση του έργου του: Η συντροφιά του ταξιδιώτη είναι ο θάνατος. Σε μια εποχή που η γη παραδόθηκε πληγωμένη στις ορδές των τουριστών, που οι πόλεις και οι γειτονιές μας είναι λιχουδιές στα αχόρταγα στόματα των πολυεθνικών founds και των real estates, ο Φώτης Τερζάκης μάς παραδίδει μια ωδή στις έννοιες ταξίδι, ανακάλυψη και ζωή. Ο ταξιδιώτης παίζει μια παρτίδα σκάκι συνεχώς με τον θάνατο.

Τρία ταξίδια, τρεις προορισμοί ζωής.

Από τη Νάπολη της σκληρής ομορφιάς στην Τοζέρ της Τυνησίας, μυρίζουμε τα βότανα και την αψιά μυρωδιά της ερήμου και ανακαλύπτουμε μια χώρα που γυρίζει την πλάτη της στη θάλασσα! Ο συγγραφέας αντικρίζει την έρημο της ψυχής του, μαζί του κι εμείς προσπαθούμε να πιαστούμε με τα νύχια από τον αέρα.

Ένας χειμαρρώδης μονόλογος (ή εσωτερικός μονόλογος) κατακλύζει τα δυο πρώτα κείμενα («Tozeur», «Ένας βράχος στη θάλασσα»), που αφηγείται ή εκμυστηρεύεται στον έτερο εγώ τού συγγραφέα αλλά και στον ακούραστο μοναχικό αναγνώστη. Το ταξίδι, δηλαδή η επαφή με τον θάνατο, δεν είναι παρά η αφορμή για τον Τερζάκη να νιώσει και να ανακαλύψει τα έγκατα της ψυχής του και να αποθέσει τον πιο μύχιο λόγο του στην καρδιά των ταξιδευτών του κόσμου.

Στο τρίτο και εκτενέστερο κείμενο καταβυθιζόμαστε στον άβατο τόπο τον οποίο μόλις διαβείς δεν θα βγεις ποτέ ο ίδιος: Αφρική! Το Κέρας της Αφρικής – Αιθιοπία, Υεμένη, Αντίς Αμπέμπα, Ερυθραία, Ερυθρά θάλασσα, Σουδάν, Τζιμπουτί. Αφηνόμαστε στην ρεαλιστική, λυρική και εικονοπλαστική γλώσσα του συγγραφέα να περιπλανηθούμε με τους ντόπιους, να γίνουμε ένα συνονθύλευμα σκόνης, βρομιάς και δυσωδίας στους λασπότοπους της Αφρικής, να ανακαλύψουμε μυστικά περάσματα για τις ατελείωτες ομορφιές της μαύρης ηπείρου, να ερωτευτούμε με τα μάτια του και το βλέμμα του, να δούμε πουλιά πρώτη φορά ιδωμένα, κροκόδειλους, ιπποπόταμους και ύαινες. Αντλούμε πολλές γνώσεις για την πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική, γεωπολιτική αλλά και ιστορική κατάσταση των χωρών αυτών, που μας βοηθούν στην περαιτέρω κατανόηση της ιστορικής θέσης που έχει η Αφρική σήμερα.

Κλείνοντας αυτό το βιβλίο με συντάραξε μια σκέψη: μπροστά μας ανοίγονται εκατομμύρια δρόμοι• αυτόν που τελικά θα επιλέξουμε, είναι εκείνος που φοβόμαστε περισσότερο.

 

ΙΙ.

Αντίδρομα στον ήλιο. Ασιατικές Ιχνογραφίες

 

Γιατί να ταξιδεύουμε;

«Τα ταξίδια είναι οι ίδιοι οι ταξιδιώτες. Αυτό που βλέπουμε [στα ταξίδια], δεν είναι αυτό που βλέπουμε αλλά αυτό που είμαστε» (Φερνάντο Πεσσόα).

Θα παραφράσω την αμέσως προηγούμενη φράση του Πεσσόα με μία του Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Στο θέατρο δεν πρέπει να βλέπουμε την ενσάρκωση ενός ρόλου από τον ηθοποιό αλλά την ματιά του πάνω σε αυτόν».

Δεύτερο μέρος λοιπόν, της άτυπης τριλογίας του Φώτη Τερζάκη με τίτλο Αντίδρομα στον ήλιο. Ασιατικές ιχνογραφίες (α΄ & β΄ τόμος, Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2025-16). Όπως και στην Αυλακιά του Ρεμπώ, ο συγγραφέας δεν γράφει έναν ταξιδιωτικό οδηγό αλλ’ αποτολμάει μια ταξιδιωτική περιπέτεια μέσα στη γραφή. Έχουμε μια υψηλή κειμενική ποιότητα, η οποία περνάει δεξιοτεχνικά από τα τοπία και τις πληροφορίες που μας δίνει ο συγγραφέας σε μια πολιτική, κοινωνική, ανθρωπολογική ανάλυση των χωρών που επισκέπτεται.

Εδώ έχουμε την άμεση προβολή στο χαρτί της ακαριαίας σκέψης και αίσθησής του, όπου το βίωμα, η επαγρύπνηση και η ετοιμότητα του νου του αποτελούν το μωσαϊκό των ταξιδιών των δύο αυτών τόμων. Το βίωμα φιλτράρεται μέσ’ από την ματιά του λόγιου στοχαστή και μας δίνει μια σειρά από ανατριχιαστικές αφηγήσεις για τις περιοχές του αγνώστου.

Χρόνια και χρόνια τώρα το καραβάνι διασχίζει την έρημο. Κι ωστόσο κανείς δεν το είδε. Απαντάμε μόνο τα ίχνη του στην άμμο και σιγουρευόμαστε μέσα μας πως υπήρξε εδώ, κάποιαν άλλη στιγμή πριν από μας, όπως τώρα υπάρχει κάπου αλλού, όπου δεν είμαστε ακόμα ούτε φτάνει το μάτι μας. Έτσι, λέγαν’ εδώ κάποτε, είναι ο Θεός· κι εμείς, ο κόσμος, τα ζωντανά και τα άψυχα είμαστε μόνο τα σημάδια του, όμοια με ίχνη καραβανιού στην πλανώμενη άμμο της ερήμου [σελ. 150, τόμος α΄]

Η αξία της επιτόπιας ματιάς (εν είδει έρευνας) φαίνεται στο γεγονός ότι μας βοηθά να βρούμε τον αληθινό κόσμο απεμπολώντας τον φανταστικό που κάνει υποφερτή την πραγματικότητα. Ο συγγραφέας-αφηγητής είναι πανταχού παρών, σε κάθε αράδα, λέξη, και παύση του κειμένου. Η βουτιά από το προσωπικό στο καθολικό και τανάπαλιν, είναι η συνεχής του προσπάθεια να καταλάβει τον κόσμο. Ο Τερζάκης γράφει για να ζήσει, γράφει γιατί δεν μπορεί αλλιώς.

Τρομαγμένος σχεδόν συνειδητοποίησα πως η έρημος ακυρώνει την ίδια τη γλώσσα. Συνειδητοποίησα ολοκληρωτικά και διαμιάς την τρομερή γοητεία της, τη μυητική κατάσταση που αντιπροσωπεύει για την ψυχή η οποία έχει αγκιστρωθεί στο δίχτυ της, το αδύνατο της επιστροφής στον κατοικημένο κόσμο. Όπως το μεγάλο νερό, ο ωκεανός, όπως και η ίδια η φλόγα που αναλώνει τις μορφές, η έρημος διαλύει το παιχνίδι των αντιθέτων, διαλύει τη γλώσσα και τη σκέψη, μέχρις εκείνο το ολόγιομο τίποτα που συνοψίζεται σ’ ένα ανεκλάλητο θαυμαστικό. Δέσμιος της ερήμου θα πει, αιχμάλωτος μιας ελευθερίας χωρίς διαφυγή [σελ. 125, τόμος α΄].

Το δίτομο αυτό έργο περιλαμβάνει τα ταξίδια: στον πρώτο τόμο, Τουρκία, Αραβικές χώρες, Ιράν Ινδία. Στον δεύτερο τόμο: χερσόνησος της Ινδοκίνας, Κίνα, Ιαπωνία, Ιμαλάια.

Επανέρχεται λοιπόν ξανά και ξανά το ερώτημα: γιατί ταξιδεύουμε; Μα μήπως για να ενωθούμε με τον κόσμο, ή ακόμη και για να ενώσουμε τα κομμάτια που μας απαρτίζουν, ή για να θυσιάσουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας; Νομίζω εδώ ταιριάζουν καλύτερα τα λόγια του συγγραφέα από την Αυλακιά του Ρεμπώ: Όλοι νομίζουν ότι αγαπώ τα ταξίδια∙ υπήρξε καιρός μάλιστα που το πίστεψα και εγώ. Η αλήθεια είναι ότι τα ταξίδια με σκοτώνουν. Δεν είναι ότι θέλησα την φυγή, δεν ήταν αυτό που πραγματικά λαχταρούσα: για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι ποτέ να ρωτήθηκα ούτε μου ζητήθηκε να διαλέξω… Καταδικάστηκα, είναι η λέξη, από παιδί να διασχίζω ανώφελα τους κόσμους οριζοντίως και καθέτως, κι άλλη τέχνη δεν έμαθα ποτέ: η ζωή μου έχει παγιδευτεί στα περάσματα, και το ήξερα από πάντα. Οπότε λοιπόν, ταξιδεύω∙ μαθητεύω στην κατακρήμνιση [σελ. 141, Αυλακιά του Ρεμπώ].

Αναρωτήθηκα πολλές διαβάζοντας αυτά τα κείμενα εάν έχει νόημα η παράθεση στοιχείων και πληροφοριών: ιστορικών, ανθρωπολογικών, για τη μορφολογία των τόπων, κλπ. Αυτή η επιλογή δείχνει αφενός τον σεβασμό προς τον τόπο, τις ιδιαιτερότητες και την θέση του στην παγκόσμια σκηνή, αφετέρου μια τέτοια μεταφόρτωση του ταξιδιού σε αφήγημα ωθεί στη δημιουργία/γέννηση μιας γραφής ιδιότυπης, υβριδικής, που μετατρέπει την ταξιδιωτική εντύπωση σε λογοτεχνία υψηλού επιπέδου χωρίς να παρακάμπτει το πληροφοριακό υλικό και την ευθεία του σύνδεση με τις ανυποχώρητες πραγματικότητες της ανθρώπινης ζωής και της μοίρας που είναι η γεωγραφία.

Προσπαθώντας συνεχώς να καταλάβω και να κατανοήσω γιατί κάποιος (πλην των προαναφερθέντων) να γράψει ταξιδιωτική λογοτεχνία, φτάνω εδώ στο συμπέρασμα ότι το κίνητρο του Τερζάκη σαν συγγραφέα συμπίπτει με εκείνο που τον κινητοποιεί να ταξιδεύει: ακόρεστη περιέργεια, τάση για φυγή, και δίψα για ζωή.

Τι νιώθεις λοιπόν όταν βρεθείς στη μέση της στέπας; Μιαν ακατάσχετη επιθυμία να καλπάσεις. Αυτό είναι το κλειδί της ψυχής των νομάδων του 50ού παραλλήλου. Αυτό είναι ίσως το μυστικό της ιστορικής καταιγίδας που γνώρισε ο δέκατος τρίτος αιώνας, του ανεμοστρόβιλου που διάλυσε ουσιαστικά την ισλαμική αυτοκρατορία και έσπειρε πρωτοφανή τρόμο στην Κεντρική Ευρώπη: η ξεγνοιασιά, η παιδική σχεδόν αθωότητα με την οποία η μάστιγα αυτή του Θεού αφάνιζε ζωές και ισοπέδωνε μνημεία του πολιτισμού […] δεν έχει ίσως άλλη εξήγηση από την ιδιοσυγκρασία του ανθρώπου της στέπας που βλέπει απλώς σαν εμπόδιο ό,τι ορθώνεται στον ορίζοντά του – την ανάγκη του να επαναφέρει τον κόσμο στην πρωτογενή, ανεμπόδιστη, απέραντη και ισόπεδη έκταση που ήταν ανέκαθεν η μοναδική του κατοικία [σελ. 55, τόμος β΄].

 

ΙΙΙ.

Εσπέριος πλους. Περάσματα στον Νέο Κόσμο

 

«Τα ταξίδια μάς κάνουν ταπεινούς. Συνειδητοποιούμε πόσο μικροσκοπικός είναι ο χώρος που καταλαμβάνουμε σ’ αυτόν τον κόσμο» (Γκυστάβ Φλωμπέρ).

Αυτό συνειδητοποίησα κι εγώ τελειώνοντας αυτή την άτυπη ταξιδιωτική τριλογία του Φώτη Τερζάκη, με το τρίτο βιβλίο της σειράς, Εσπέριος Πλους (Πανοπτικόν: Θεσσαλονίκη 2022).

Στο τρίτο αυτό ταξιδιωτικό του γραπτό έχουν συγκεντρωθεί όλες οι περιηγητικές καταγραφές από την αμερικανική ήπειρο – ή ίσως, θα μπορούσε να πει κάποιος, ένθεν και ένθεν του Ατλαντικού, δεδομένου ότι περιλαμβάνεται (ως συγγραφικό ορμητήριο) η Πορτογαλία. Η χώρα των φάντου (fado), με τα ζωγραφισμένα πλακάκια που είναι φτιαγμένη από όνειρα και εξωτικούς, φευγαλέους ίσκιους. Δοκιμάζουμε το περίφημο κρασί πόρτου (porto) και ανεβαίνουμε στους λόφους της Λισαβόνας για να δούμε τη σκουρόχρωμη θάλασσα να γλύφει αισθησιακά τις ακτές τής πιο ρομαντικά υγρής πρωτεύουσας της Ευρώπης. Περπατάμε στα ίδια σοκάκια που περπάτησε και ο υπάλληλος Πεσσόα και ανοίγουμε την πόρτα του σύμπαντος αναρωτώμενοι εάν οι αναμνήσεις μας είναι ψεύτικες ή πραγματικές… Από αυτή την αποβάθρα ξεκίνησαν οι μεγάλοι θαλασσοπόροι της εποχής για να ανακαλύψουν τον Νέο Κόσμο, από εδώ ξεκινά και ως αφετηρία ο Τερζάκης για το δικό του πέρασμα στον Νέο Κόσμο.

Πριν όμως περάσει στα τρίσβαθα της Λατινικής Αμερικής, επιχειρεί εν είδει παρέκβασης μια στάση στην Νέα Υόρκη, σε αυτό το μητροπολιτικό κέντρο που μιλιούνται περίπου 800 γλώσσες και κατοικείται από ένα μωσαϊκό ανθρώπων απ’ όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Παραθέτω τα ίδια τα λόγια του συγγραφέα (ξεσηκωμένα εδώ από τον Χένρυ Μίλλερ) για το downtown της Νέας Υόρκης: η ανυπολόγιστα μηχανοποιημένη, γυμνή, εχθρική, παγερή χωρίς καταφύγιο και εγκαρδιότητα της Νέας Υόρκης [σελ. 33]. Παίρνουμε εικόνες από το Χάρλεμ, το πανεπιστήμιο του Πρίστον, πληροφορίες γι’ αρκετούς συγγραφείς που ήρθαν εδώ κι έγραψαν κάποια από τα έργα τους, και φυσικά για την βία της Νέας Υόρκης και των ΗΠΑ: Έγκλημα είναι το άλλο όνομα της Αμερικής [σελ. 37].

Μετά το σύντομο αυτό πέρασμα, επιχειρείται η μεγάλη κατάβαση. Γινόμαστε μάρτυρες της αρρώστιας του ύψους και γνωρίζουμε αυτό που λέμε Μεξικό και πολιτισμοί των Αζτέκων και των Μάγια: Αν υπάρχει κάτι που μπορεί να ονομαστεί μεξικανικός πολιτισμός, αυτό που γεννήθηκε από έναν βιασμό, η πόλη του Μεξικού είναι μια μικρογραφία του. Είναι χρώμα και μουσική, υπερπληθυσμός και καυσαέριο, πάρκα και σκουπίδια, λαϊκό πανηγύρι και πολιτική βία, ταξικές αντιθέσεις αποικιακός ρομαντισμός και στυγνή εγκληματικότητα [σελ. 47].

Διαβάζω τα δυο εκτενέστερα κείμενα αυτού του τόμου, που αναφέρονται στα δυο πολυήμερα ταξίδια του Τερζάκη, με αρκετά χρόνια απόσταση μεταξύ τους («Τα φλαμίνγκο του Γιουκατάν», «Ανακόντα»), και πραγματικά βλέπω με τα μάτια του, περπατώ με τα πόδια του και να αισθάνομαι με τις αισθήσεις του.

Μεξικό και Άνδεις, Μάγια και Ίνκας, Αμαζόνιος, ζούγκλα, ιεροί χώροι, Μάτσου Πίτσου, Λίμα, Λα Πας… Διατρέχω εκστασιασμένος τις σελίδες του οδοιπορικού και νιώθω τις πλάτες μου να κουβαλούν το βάρος αιώνων σκλαβιάς, πόνου και δυστυχίας, αιματοχυσιών και καθυπόταξης ανθρώπων που απλά υπήρξαν σε αυτό το κομμάτι της γης αναλώσιμοι της μεγάλης μηχανής. «Πολιτισμός του αίματος».

Νιώθω να σκοντάφτω στον «πολιτισμό του νίτρου» και την έρημο Ατακάμα, σε ένα μέρος που δεν βρέχει ποτέ, και να με πιάνει ναυτία σε ένα νησάκι Τσούρο της λίμνης Τιτικάκα. Προσπαθώ μάταια και απεγνωσμένα να βάλω σε μια σειρά τις σκέψεις μου γράφοντας αυτές τις αράδες, αλλά η δύναμη των κειμένων αυτών δημιουργεί μια παραζάλη συναισθημάτων που παραλύει τον ειρμό των σκέψεών μου.

Για να μιλήσω λοιπόν πιο στείρα: ο Τερζάκης υιοθετεί αφενός μια αφαιρετική φόρμα μουσικής σύνθεσης όταν θέλει να περιγράψει τον εσωτερικό του κόσμο, με έναυσμα την πληθώρα των εξωτερικών εικόνων που δέχεται, αφετέρου επιχειρεί με την εμβρίθεια του δοκιμιογράφου και στοχαστή να πυκνώσει, σε μία συγχρονική ματιά, τούς μακρινούς χρονικούς ορίζοντες της ιστορίας, της αρχαιολογίας, της ανθρωπολογίας και της εθνογραφίας. Παρακάμπτει τη χρονική αλληλουχία συρράπτοντας σε έναν ενιαίο ιστό μνήμες ταξιδιών διάσπαρτων στον χρόνο που καλύπτουν ένα ανάπτυγμα σχεδόν 25ετίας (1995-2019): μικρογραφικές απεικονίσεις πόλεων (Λισαβόνα, Νέα Υόρκη, Παναμάς, Ρίου ντι Τζανέϊρου) παρεμβάλλονται ανάμεσα στα δύο (όπως αναφέραμε) εκτενή οδοιπορικά (στο Μεξικό και στις Άνδεις) που απαρτίζουν τον κορμό του βιβλίου.

Θέλω να ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου το Φώτη που ΜΕ ΠΗΡΕ συνοδοιπόρο στα ταξίδια του, σε χώρες και μέρη που γνωρίζω καλά πως η μόνη ευκαιρία να πάω είναι διαβάζοντας τα γραπτά του.

Είθε λοιπόν να ενωθούν οι λυγμοί μας . . .

Η νύχτα κρατάει πολύ, όπως φαίνεται… Δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα ελπίδα για τη Βραζιλία, δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα ελπίδα για τη Λατινική Αμερική και για την οικουμένη ολόκληρη∙ θέλω μόνο να ενώσω το δάκρυ μου, χρόνια συγκρατημένο στο φράγμα του στήθους, με το δάκρυ των Ινδιάνων, με το δάκρυ των ποταμών και των απανθρακωμένων εκτάσεων, καθώς επιστρέφω στον δικό μου κόσμο των απανθρακωμένων ελπίδων – κόσμο που μου γίνεται ολοένα και πιο εχθρικός, ολοένα και πιο ανυπόφορο μέρος για να ζήσω [σελ. 179].

 

 

Βαγγέλης Μπουμπάκης
Απρίλης 2023

ExtremeWays.gr

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ