Η Ρουφήχτρα
του Χοσέ Εουστάσιο Ριβέρα
εκδόσεις Στιγμός
μετάφραση Δήμητρα Παπαβασιλείου
. . . Εγώ ήμουν εργάτης, εγώ είμαι εργάτης του καουτσούκ! Έζησα σε λασπερούς τόπους, στη μοναξιά των δασών, με την ομάδα μου που τη θέριζε η μαλάρια, τρυπώντας το φλοιό κάποιων δέντρων που έχουν αίμα λευκό, όπως οι θεοί.
Χίλιες λεύγες μακριά απ’ το σπίτι όπου γεννήθηκα, καταράστηκα τις θύμησες, γιατί είναι όλες τους θλιβερές: εκείνη των γονιών, που γεράσαν μες στη φτώχεια, περιμένοντας βοήθεια από τον απόντα γιο· εκείνη των αδελφάδων, με την ώριμη ομορφιά, που χαμογελούν στις απογοητεύσεις, δίχως να κουνάει η τύχη τ’ αχείλι της, δίχως να τους φέρνει ο αδελφός το χρυσάφι που θα τις αποκαταστήσει!
Πολλές φορές, καρφώνοντας το τσεκούρι στον ζωντανό κορμό ένιωσα την επιθυμία να τιμωρήσω μ’ αυτό το ίδιο μου το χέρι, που έπιασε τα λεφτά χωρίς να τα κρατήσει· χέρι κακορίζικο, που δεν παράγει, που δεν κλέβει, που δε λυτρώνει, και που έχει διστάσει να μ’ ελευθερώσει από τη ζωή! Και να σκεφτεί κανείς πως τόσοι και τόσοι άνθρωποι σ’ ετούτο το δάσος υπομένουν το ίδιο μαρτύριο!
Ποιος να φταίει για τη δυσαρμονία ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ανικανοποίητη ψυχή; Γιατί μας δόθηκαν φτερά εκεί που δεν μπορούμε να πετάξουμε; Μητριά μας υπήρξε η πενία, και τύραννός μας, η φιλοδοξία! Ατενίζοντας τα ύψη σκοντάφταμε στη γη· υπακούοντας στις επιταγές της κοιλιάς μας αποτύχαμε στο πνεύμα. Η μετριότητα μας έδωσε να γευτούμε την απελπιστική της γεύση. Υπήρξαμε μονάχα οι ήρωες του μέσου όρου!
Εκείνος που κατάφερε να δει στα κλεφτά την ευτυχισμένη ζωή, δεν είχε με τι να την αγοράσει· εκείνος που αναζήτησε την αγαπημένη, βρήκε την περιφρόνηση· εκείνος που ονειρεύτηκε τη σύζυγο, συνάντησε την ερωμένη· εκείνος που προσπάθησε να σηκωθεί ψηλότερα, έπεσε νικημένος μπροστά στους αδιάφορους μεγιστάνες του πλούτου, το ίδιο απαθείς μ’ ετούτα τα δέντρα που μας κοιτάζουν να σβήνουμε από τον πυρετό και την πείνα, μέσα στις βδέλλες και τα σαρκοφάγα μυρμήγκια!
Θέλησα να ξεπεράσω τις ψευδαισθήσεις, αλλά μία άγνωστη δύναμη με πέταξε πέρα απ’ την πραγματικότητα! Πέρασα πάνω από την τύχη, σαν βέλος που χάνει το στόχο του, δίχως να μπορέσω να διορθώσω την ολέθρια πορεία μου, και δίχως άλλη μοίρα απ’ το να πέσω! Κι αυτό το ονόμαζαν μέλλον!
Απραγματοποίητα όνειρα, χαμένοι θρίαμβοι! Γιατί στοιχειώνετε τη μνήμη μου, λες και γυρεύετε να με ντροπιάσετε; Κοιτάξτε πού κατάντησε αυτός ο ονειροπόλος: να πληγώνει το ανυπεράσπιστο δέντρο για να κάνει πλουσιότερους εκείνους που δεν ονειρεύονται· να υπομένει ταπεινώσεις κι εξευτελισμούς με αντάλλαγμα ένα ξεροκόμματο κάθε βράδυ.
Σκλάβε, μη διαμαρτύρεσαι για την κούραση· αιχμάλωτε, μην παραπονιέσαι για τη φυλακή σου: αγνοείτε το βασανιστήριο του να περιπλανιέσαι δίχως δεσμά σε μια φυλακή όπως η ζούγκλα, που οι πράσινες θολωτές της αίθουσες έχουν για τάφρους πελώρια ποτάμια. Δε γνωρίζετε το μαρτύριο του μισοσκόταδου, με τον ήλιο να φωτίζει την αντίπερα όχθη, στην οποία δε θα καταφέρουμε ποτέ να περάσουμε! Η αλυσίδα που πληγώνει τους αστραγάλους σας είναι πιο σπλαχνική από τις βδέλλες ετούτων των βάλτων· ο δεσμοφύλακας που σας βασανίζει δεν είναι τόσο σκληρός όσο αυτά τα δέντρα, που μας παρακολουθούν αμίλητα!
Έχω τριακόσιους κορμούς στα μονοπάτια μου και κάνω εννιά μέρες για να τους τρυπήσω. Τους έχω καθαρίσει από τις λιάνες κι έχω ξεχορταριάσει το στρατί που οδηγεί στον καθένα. Διασχίζοντας την πανούργα στρατιά από δέντρα για να κόψω εκείνα που δεν κλαίνε, πιάνω τους άλλους εργάτες να κλέβουν το ξένο καουτσούκ. Παλεύουμε με δαγκωματιές και με τις ματσέτες, και το διεκδικούμενο γάλα πιτσιλίζεται με κόκκινες σταγόνες. Αλλά τι πειράζει ν’ αυξήσουν οι φλέβες μας το χυμό του δέντρου; Ο επιστάτης ζητά δέκα λίτρα τη μέρα και το μαστίγιο είναι τοκογλύφος που ποτέ δε συγχωρεί! . . .
——————————————————————————————
Διαβάζοντας κανείς το πιο πάνω απόσπασμα, αναρωτιέται αν προέρχεται από ένα έργο κοινωνικής καταγγελίας ή από υπαρξιακό μυθιστόρημα, καθώς το θέμα και η προβληματική μοιράζονται ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, ενώ οι περιγραφές και το όλο ύφος ταλαντεύονται αδιάκοπα ανάμεσα στον (ωμό) ρεαλισμό κι έναν ρομαντικής πνοής, έντονο λυρισμό, που παρασύρει τον αναγνώστη στην έξαρσή του σαν σε μια ιλιγγιώδη περιδίνηση, μια ρουφήχτρα…
…Και όλα αυτά γιατί ο Κολομβιανός κλασικός όσο και cult συγγραφέας Χοσέ Εουστάσιο Ριβέρα (José Eustasio Rivera, 1888-1928), με το μοναδικό του ολοκληρωμένο και σωζόμενο μυθιστόρημα Η ρουφήχτρα (La vorágine), του 1924, εκπροσώπησε στον μέγιστο βαθμό και συνέθεσε αριστουργηματικά όλα τα γνωρίσματα της αναδυόμενης, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, μοντερνιστικής λογοτεχνίας, αγγίζοντας την ποικιλομορφία, την έλλειψη στεγανών και την αέναη πρωτοτυπία του μεταμοντέρνου πριν από τον Μεταμοντερνισμό! Είναι εύγλωττο το γεγονός ότι η Ρουφήχτρα χαρακτηρίζεται –και προσεγγίζεται– τόσο ως «μυθιστόρημα της γης», όπως ονομάστηκε ένα ισπανοαμερικάνικο αφηγηματικό είδος, με πολλά στοιχεία κοινωνικής κριτικής, από το έργο αυτό του Ριβέρα και μετά (το οποίο εγκαινίασε, εξάλλου, το υποείδος του «μυθιστορήματος της ζούγκλας»), ή ως κατεξοχήν μυθιστόρημα κοινωνικής καταγγελίας, όσο και ως ψυχολογικό / υπαρξιακό μυθιστόρημα. Στην πραγματικότητα, το έργο δεν χωράει σε καμία μεμονωμένη κατηγορία, και οι πιο πάνω χαρακτηρισμοί ισχύουν μόνον ως αλληλοσυμπληρούμενοι.
Εκκινώντας από τον –ιδιαίτερα προσφιλή αλλά και με ιδιάζοντα, έντονα τοπικιστικό (με άρωμα αυτοχθονίας) χαρακτήρα στην ισπανόφωνη Αμερική– Ρομαντισμό, έσχατη (και ίσως ακραιφνή) έκφραση του οποίου αποτελεί η λογοτεχνία του Μοντερνισμού, με σαφείς επιρροές από τα ρεύματα του Αισθητισμού και της Παρακμής, ο Χοσέ Εουστάσιο Ριβέρα καθιστά τον ρεαλισμό απλό εργαλείο και όχι αυτοσκοπό, συνδυάζοντας και, συχνά, νοθεύοντάς τον (ή και υπονομεύοντάς τον!) με την υποκειμενική αντίληψη των πραγμάτων, έρχεται σε ρήξη με καθιερωμένες αξίες και αντιλήψεις και με την κοινώς αποδεκτή θεώρηση του ωραίου (εξυμνώντας εικόνες και σκηνές που προκαλούν το δέος ή και τη φρίκη), (δια)δηλώνει την αγάπη του για το πρωτογενές, το άμεσο και το εφήμερο… Διαβάζουμε χαρακτηριστικά –σχεδόν ακούμε, χάρη στον παθιασμένο τόνο του ήρωα-αφηγητή– στο απόσπασμα του μυθιστορήματος που έχει ονομαστεί από την κριτική «ωδή» ή «ικεσία στη ζούγκλα»: «[…] το πνεύμα μου συμφιλιώνεται μονάχα με το ασταθές και το πεπερασμένο, και χάρη σ’ αυτό υπομένει το βάρος της αιωνιότητάς σου. Έτσι, περισσότερο απ’ ό,τι τη βελανιδιά με τα ρωμαλέα κλαδιά, έμαθε ν’ αγαπά την εύθραυστη ορχιδέα, γιατί είναι εφήμερη όπως ο άνθρωπος και μαραίνεται όπως τ’ όνειρό του»· και πάλι το ατομικό ανάγεται στο συλλογικό, στην κοινή ανθρώπινη μοίρα (της πτώσης, της φθοράς και της ήττας), προδιαγεγραμμένη τόσο από οντολογικούς όσο και από κοινωνικούς παράγοντες και ιδωμένη, βέβαια, μέσα από το πρίσμα του spleen του fin de siècle, το οποίο λάτρεψαν οι επίγονοι του ισπανοαμερικάνικου Ρομαντισμού κι εκπρόσωποι του ισπανόφωνου Modernismo…
Η ποικιλία αυτή στη θεματική και το ύφος υπαγορεύεται, σε μεγάλο βαθμό, από τη διάρθρωση της πλοκής και τανάπαλιν: αντανακλάται σε αυτήν. Το μυθιστόρημα ξεκινά, σχεδόν παραπλανητικά σε μια εκ των υστέρων θέαση, με τον κεντρικό ήρωα και αφηγητή να έχει κλεφτεί με την καλή του και, κυνηγημένοι από από το νόμο και από την οικογένεια της κοπέλας, οι δυο τους να περιπλανιούνται στις αχανείς και σκληρές Πεδιάδες (Llanos) της Κολομβίας, μακριά από τον τόπο κατοικίας τους, την αστική κι εκλεπτυσμένη Μπογοτά. Εκείνος, ένας φέρελπις ποιητής, δημοφιλής στους λογοτεχνικούς κύκλους και στις ωραίες κυρίες της πρωτευούσης· εκείνη, μια άβγαλτη μεσοαστή, παιδούλα σχεδόν. Τίποτε δεν μαρτυρεί, μέχρι στιγμής, ότι η περιπλάνηση στην οποία ρίχνεται ο ήρωας θα γίνει αφορμή για να γνωρίσει όχι μόνο την τραχύτητα της υπαίθρου των Πεδιάδων αλλά και τον αφανή, στους πολλούς, κόσμο της ζούγκλας, αυτής της «πράσινης φυλακής», όπως τη χαρακτηρίζει, όπου άνθρωπος και φύση κολάζονται αμοιβαία και οι (λόγω θέσης ή επιτηδειότητας) πλουτοκράτες απομυζούν, βασανίζουν και θανατώνουν κατά βούλησιν τους άμοιρους εργάτες που συλλέγουν με ιδρώτα κι αίμα το πολύτιμο κόμμι, τρυπώντας και τσεκουρώνοντας τον κορμό των καουτσουκόδεντρων… Είναι αυτό το κομμάτι του μυθιστορήματος που προσλαμβάνει το χαρακτήρα πιστής μαρτυρίας, ντοκουμέντου σχεδόν, σχετικά με τη φρικαλέα εκμετάλλευση που υπέστησαν για δεκαετίες οι εργάτες του καουτσούκ στη ζούγκλα του Αμαζονίου – εκμετάλλευση που παραλληλίστηκε με τις κτηνωδίες του βασιλιά Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου στο Κονγκό. Εφαλτήριο για να τη γνωρίσει από κοντά ο ήρωας θα αποτελέσει η αποπλάνηση της αγαπημένης του από έναν αδίστακτο δουλέμπορο και μαστροπό και η μετατροπή του σε ορκισμένο εκδικητή… Η συνέχεια επί των σελίδων του βιβλίου.
Δήμητρα Παπαβασιλείου
Οκτώβρης 2021