Η μεταφράστρια Ισμήνη Κανσή αποχαιρετά τον Eduardo Galeano, ένα χρόνο μετά τον θάνατό του, με μια επιστολή της προς αυτόν.
Την επιστολή διαβάζει η Αγγελική Τσάκωνα υπεύθυνη επικοινωνίας και δημοσίων σχέσεων του Εκδοτικού Οργανισμού “ΠΑΠΥΡΟΣ”. (Το ηχητικό απόσπασμα είναι από το ιστορικό πλέον πρώτο μας Podcast)
Αγαπητέ Εδουάρδο,
Πάει ένας χρόνος που έφυγες και 37 από τότε που σε γνώρισα. Σε συνάντησα πριν ακόμα μάθω ποιος είσαι. Καθόσουνα λίγες θέσεις πιο πέρα από εμένα, περιμένοντας να μιλήσεις, κι εγώ, που είχα πάει κυρίως να ακούσω τον Χούλιο Κορτάσαρ, αγνοούσα ότι κάποτε θα μετέφραζα τα βιβλία σου. Από όλους εκείνους τους ομιλητές (εξόριστοι λατινοαμερικάνοι συγγραφείς) που είχαν έρθει να καταθέσουν την μαρτυρία τους στο δικαστήριο Μπέρτραντ Ράσελ στο Καράκας της Βενεζουέλας, εσύ ήσουνα εκείνος που περισσότερο μας γοήτευσε με την ομιλία του. Όσοι σε έχουν ακούσει, ξέρουν τι εξαιρετικός ρήτορας ήσουν. Θαύμασα την ετοιμότητά σου, και το αισιόδοξο μήνυμα που έστελνες. Είπες: εμείς οι εξόριστοι συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής, δεν θα πρέπει να κλαίμε και να γράφουμε μόνο για το μαρτυρικό παρελθόν μας, αντίθετα θα πρέπει να βρούμε τρόπους να εμψυχώσουμε όσους έμειναν πίσω και αυτή τη στιγμή υποφέρουν και αγωνίζονται, θα πρέπει να στείλουμε ένα μήνυμα αισιοδοξίας στους λαούς της Λατινικής Αμερικής και να τους πούμε ότι αργά ή γρήγορα θα νικήσουμε. Όταν θα επιστρέψουμε, στις βαλίτσες μας δεν θα πρέπει να φέρνουμε μόνο δάκρυα… Βγήκαμε όλοι από την αίθουσα με φτερά στους ώμους. Η Μάγδα Κοτζιά, από τις εκδόσεις Εξάντας, που έμελλε να πεθάνει την ίδια ακριβώς μέρα με σένα, στις 13 Απριλίου του 2015, και στην ίδια ακριβώς ηλικία, 74 ετών, δέχτηκε αμέσως να βγάλουμε το Μέρες και Νύχτες αγάπης και πολέμου, και ήταν η πρώτη που σε έκανε γνωστό στο ελληνικό κοινό.
Μου ζητάνε να μιλήσω για σένα, χωρίς να ξέρουν ότι μου είναι πολύ δύσκολο να το κάνω, δίχως να πέσω σε συναισθηματισμούς, γιατί εσύ, πέρα από τα γραπτά σου, είσαι κυρίως ο λόγος, και πώς να μιλήσω για την ευγλωττία σου, τη μεγαλοψυχία, το ήθος, την ακεραιότητα του χαρακτήρα σου, το χιούμορ σου, με τι λόγια, πού να τα βρω;
Ήσουνα ένας άνθρωπος απλός, σου άρεσε να περνάς απαρατήρητος, χωνόσουνα στις διαδηλώσεις, κι εκεί, όταν σε αναγνώριζαν, σχηματιζόταν ένα πηγαδάκι και συζητούσες με τον κόσμο. Δεν μιλούσες για τον εαυτό σου, δεν έλεγες ποτέ εγώ, εγώ, εγώ… Σου άρεσε να ακούς, έκανες πολλές ερωτήσεις, ενδιαφερόσουνα για τους πάντες, άκουγες, άκουγες, παρατηρούσες, και σημείωνες νοερά. Δεν ήθελες να είσαι το επίκεντρο, με όλα τα φώτα στραμμένα πάνω σου, απεχθανόσουνα τις γιορτές προς τιμή σου, γιατί δεν μπορούσες να απολαύσεις την παρέα των ανθρώπων, όμως η μοίρα το έφερε να γίνεις διάσημος. Είχες την ατυχία να χαρίσει ο Τσάβες το βιβλίο σου στον Ομπάμα, και λέω ατυχία, γιατί απ’ όλα σου τα βιβλία, ήταν εκείνο ακριβώς που δεν ήθελες να ξαναδιαβάσεις. Είχες πει: θα ήθελα αυτό το βιβλίο να το πάρει το Αρχαιολογικό Μουσείο και να το φυλάξει στα συρτάρια του. Εκεί ανήκει. Ισχυριζόσουνα πως το καλύτερό σου έργο είναι η Μνήμη της Φωτιάς. Το κοινό επέλεξε τους Καθρέφτες.
Εξορίστηκες από δύο χώρες. Δυο φορές είχες στήσει το σπιτικό σου, και τις δυο φορές αναγκάστηκες να φύγεις σε μια νύχτα για να γλιτώσεις τη ζωή σου. Άφησες πίσω τα πράγματα, τα βιβλία, τις συνήθειές σου. Όμως, όπως έλεγες και ο ίδιος, είχαν ήδη χαθεί τόσες ζωές, που ήταν αδύνατον να θρηνήσεις για πράγματα. Κι όμως, ποτέ δεν το έβαλες κάτω, δεν μεμψιμοιρούσες, δεν είχες κάνει λάβαρο τα βάσανά σου, μιλούσες για ελπίδα, μια θλιμμένη ελπίδα, είπαν κάποιοι, γιατί η ελπίδα σφυρηλατείται μέσα από πολλά βάσανα. Στη πρώτη σου εξορία γνώρισες την Ελένα. Η Ελένα είχε περάσει ανάλογες τρικυμίες με τις δικές σου. Με το πραξικόπημα της Αργεντινής το 1976, φύγατε και οι δυο εξόριστοι στην Ισπανία. Άφησες πάλι πίσω τη ζωή σου, τα βιβλία, τους συντρόφους, τον κόσμο σου, φίλους σκοτωμένους και φυλακισμένους. Πώς να δεθείς λοιπόν με τα πράγματα; Έδινες τόση λίγη σημασία στον υλικό κόσμο, και δινόσουνα ολόκληρος στους ανθρώπους και τις ιδέες. Θυμάμαι που έλεγες: με τα χρόνια, έχασα πολλά μαλλιά, αλλά καμία ιδέα. Κανένας συγγραφέας δεν τήρησε στη ζωή του τα πιστεύω του όσο εσύ.
Περιφρονούσες τα αξιώματα, και ποτέ δεν σε απασχόλησαν τα μεγάλα βραβεία, είχες άλλους σκοπούς στη ζωή, πολύ ανώτερους. Δεν μίλαγες πικρόχολα για κανένα. Δεν κατηγορούσες τους ανθρώπους για τις αδυναμίες τους, τους έβρισκες πάντα μια δικαιολογία. Αντίθετα, το είχες κάνει σκοπό της ζωής σου να καταγγέλλεις τους ισχυρούς και τους δυνάστες της ανθρωπότητας, την υποκρισία, την απληστία… Αγαπούσες τη σιωπή. Έλεγες: τη σιωπή πρέπει να διακόπτουν μόνο τα λόγια με νόημα. Οι μοναδικές λέξεις που αξίζει να υπάρχουν, είναι εκείνες που υπερέχουν της σιωπής. Και τα κενά ανάμεσα στις ιστορίες που γράφεις, είναι ακριβώς αυτές οι σιωπές, ώστε να πολλαπλασιάζεται το νόημα των λέξεων. Όταν διαβάζεις ένα κείμενο θέλεις να ξαποστάσεις, για να αφομοιώσεις καλύτερα εκείνο που μόλις διάβασες. Τα κείμενά σου είναι μικρές ιστορίες με πολύ περιεχόμενο. Η επιδίωξή σου: να λες πολλά με λίγα λόγια. Μια φορά είχες πει πως όταν ήσουν μικρός βαριόσουνα τις πυκνογραμμένες σελίδες, γι’ αυτό άρχισες να σχεδιάζεις σκίτσα, που έλεγαν ιστορίες χωρίς πολλά λόγια.
Αγαπούσες την τέχνη, την μουσική, και σε μάγευε η Ιστορία. Πατρίδα σου ήταν ολόκληρη η Λατινική Αμερική, ολόκληρος ο κόσμος. Το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός σου μας γοήτευαν. Ένα από τα ωραία σου: ο κουρέας με ταπεινώνει όταν με χρεώνει μισό κούρεμα. Κι ένα άλλο: αν τα μαλλιά ήταν τόσο σημαντικά, θα βρισκόντουσαν μέσα στο κεφάλι, όχι απ’ έξω.
Γιατί σας αρέσει ο Γκαλεάνο; ρωτώ. Μου απαντούν: γιατί τα λέει διαφορετικά. Αφηγείσαι ιστορίες της Ιστορίας, από την άλλη όχθη της επίσημης Ιστορίας. Η αφήγησή σου είναι ποιητική: είσαι ένας ποιητής της Ιστορίας. Μιλάς για τους ασήμαντους, τους αδικημένους, τους πολλούς. Συνήθιζες να λες: την Ιστορία βασικά την έγραψαν εκείνοι που δεν μπορούσαν να την γράψουν, χωρίς να ξέρουν ότι την έγραψαν. Και άλλοι έχουν μιλήσει για όλα αυτά, όμως δικός σου λόγος είναι μπαμ, μπαμ, μπαμ. Σφαίρες: απέριττος, λακωνικός, περιεκτικός. Όταν όλοι οι υπόλοιποι συγγραφείς της Λατινικής Αμερικής έγραφαν μέσα σε εκείνο που ονομάστηκε μαγικός ρεαλισμός, εσύ ξάφνιασες με το γράψιμό σου. Αγνοώντας τους περιορισμούς ενός συγκεκριμένου είδους γραφής, περνούσες τα σύνορα με άνεση και αξιοπρέπεια ανάμεσα στη δημοσιογραφία, το δοκίμιο, την λογοτεχνία, συνδυάζοντας την Ιστορία και την έρευνα, το συναίσθημα και την αισθητική. Κανείς δεν μιμήθηκε το ύφος σου. Θα μείνεις ο μοναδικός εκπρόσωπος του είδους σου. Έλεγες: δεν μπορούν να με κατατάξουν σε ένα είδος; θαυμάσια, έτσι νιώθω ελεύθερος, δεν με περιορίζουν σε τετραγωνάκι.
Στην Ελλάδα έχεις ένα σπίτι στην οδό Πανεπιστημίου, όπου είσαι προνομιούχος ένοικος. Στις εκδόσεις Πάπυρος, (εσύ και η Ελένα το προφέρατε παπίρο) στον Παπίρο λοιπόν, όλοι σε αγαπούν και σε θεωρούν δικό τους άνθρωπο. Το κτίριο είναι παλιό, από αυτά που σου αρέσουν. Έχει στην πρόσοψή του μια τεράστια αφίσα από το εξώφυλλο ενός βιβλίου σου, θα το αναγνωρίσεις. Ανέβα τις σκάλες, το πρώτο που θα δεις είναι τα βιβλία σου παραταγμένα στη σειρά. Ευθεία είναι το δωμάτιο της διεύθυνσης. Μπες μέσα και περίμενε. Όταν σε δουν, θα τρελαθούν όλοι από τη χαρά τους.
Ονειρεύομαι, προσπαθώ να σε αντιγράψω, το όνειρο τέλειωσε. Θα μας λείψεις. Τώρα που ο λόγος σου έπαψε, μας μένουν μοναδική παρηγοριά τα γραπτά σου.
Βέβαια, δεν ήταν λίγες οι φορές που με είχες “πρήξει”. Πώς εσύ, ένας άνθρωπος πάντα στο πλευρό των αδικημένων και των ασήμαντων, δεν σκέφτηκες πώς θα μεταφράζαμε εμείς, οι ταπεινοί μεταφραστές των «μικρών γλωσσών» τα περίφημα λογοπαίγνιά σου; Θέλω να με συγχωρέσεις που δεν κατάφερνα πάντα να βρω αυτό που θα περίμενες από μένα, και να παραβλέψεις τις αστοχίες μου. Άλλωστε η σκέψη σου, εσύ ο ίδιος, είσαστε πιο σημαντικοί, και αυτό νομίζω όλοι το έχουν καταλάβει. Εμείς οι μεταφραστές, είμαστε ένα φέρυ-μποτ γεμάτο λέξεις που πηγαινοέρχεται από την μια όχθη στην άλλη. Συχνά σε αυτά τα πηγαινέλα, οι λέξεις πέφτουν στο νερό και μουσκεύουν. Σε είχα ακούσει μια φορά να λες πόσο σχολαστικός είσαι με τις μεταφράσεις των βιβλίων σου, πόσο σε δυσαρεστούσε που στα γαλλικά ή στα αγγλικά αυτό το είχαν αποδώσει έτσι, κι έτρεμα ότι θα στραφείς προς το μέρος μου και θα μου πεις: «εσύ τη γλίτωσες, γιατί δεν ξέρω ελληνικά».
Τελειώνω, όπως εσύ άρχιζες τα βιβλία σου: αυτές οι λέξεις και η σκέψη μας είναι αφιερωμένες στην Ελένα Βιγιάγρα.
ΥΓ.: Θα κλείσω με δυο χαρούμενες αναμνήσεις.
Εγώ το είχα καταλάβει από την αρχή πόσο φεμινιστής ήσουν. Θυμάμαι πόσο σου άρεσε να παρατηρείς τους ανθρώπους γύρω σου, έκανες εύστοχα σχόλια για τους Έλληνες, και μου έρχεται στο νου εκείνη τη φορά σε ένα καφενείο στη Βουλιαγμένη, που δίπλα μας καθόταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι και η γυναίκα χειρονομούσε, μιλώντας σε έντονο ύφος. Εσύ την παρατηρούσες και γελούσες μ’ εκείνο το δίχως ήχο γέλιο σου, και στράφηκες να μου πεις: οι Ελληνίδες είναι γλωσσοκοπάνες. Μου αρέσουν.
Συχνά σου έκαναν αδιάκριτες ερωτήσεις για να σε παγιδέψουν, ίσως τις έκαναν καλοπροαίρετα, όπως για παράδειγμα τι γνώμη έχεις για την Κουβανική Επανάσταση (αυτό πια δεν έλειπε ποτέ από το μενού). Κι εσύ απαντούσες με ένα ανέκδοτο δικής σου εφεύρεσης, που έμοιαζε με τα σκιτσάκια που σκάρωνες στο περιοδικό σου. Δεν θυμάμαι ποια ακριβώς ερώτηση σου είχαν κάνει για το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, κι εσύ επανέλαβες το αστείο με τον μάγειρα. Ο μάγειρας ενός γνωστού ξενοδοχείου κάλεσε τα ζώα που επρόκειτο να μαγειρέψει (την κότα, την πάπια, το γουρουνάκι, τον λαγό, το μοσχαράκι) και τους είπε: Εδώ είμαστε μια δημοκρατική κουζίνα, μπορείτε να αποφασίσετε με τι τρόπο θέλετε να σας σφάξουμε. Τότε τα ζώα του είπαν, μα εμείς δεν θέλουμε να πεθάνουμε, και ο μάγειρας απάντησε: αυτό αποκλείεται, ξεχάστε το.
της Ισμήνης Κανσή
μεταφράστρια σχεδόν του συνόλου του έργου του Εδουάρδο Γκαλεάνο