Η καρδιά και άλλοι πικροί καρποί
του Ιγκνάθιο Αλδεκόα
εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ
συζήτηση με την μεταφράστρια
Ειρήνη Οικονόμου
Β.Μ.: Αλήθεια, ποιος είναι ο Ιγκνάθιο Αλδεκόα (Ingacio Aldecoa); Συστήστε μας αυτόν τον μάλλον άγνωστο στο ελληνικό κοινό ισπανό συγγραφέα!
Ο Αλδεκόα υπήρξε μεγάλος θαυμαστής του Robert Louis Stevenson. Του άρεσε να διηγείται πως, όταν ο Σκωτσέζος συγγραφέας πέθανε, οι ιθαγενείς του νησιού της Σαμόα έγραψαν στην επιτύμβια πλάκα του: «Ενθάδε κείται ο Τουσιτάλα, ο αφηγητής ιστοριών». Συμπλήρωνε λοιπόν ο Αλδεκόα για τον εαυτό του: «Έτσι θα ήθελα να με θυμούνται: Ιγκνάθιο Αλδεκόα, ο αφηγητής ιστοριών». Και πράγματι, έτσι έμεινε γνωστός, ως αφηγητής ιστοριών, αφού καταξιώθηκε κυρίως για τα υψηλής αισθητικής διηγήματά του.
Γεννήθηκε το 1925, στη Βιτόρια της Βασκίας. Σπούδασε φιλοσοφία και ανθρωπιστικές επιστήμες στη Σαλαμάνκα και τη Μαδρίτη, όπου γνωρίστηκε με άλλους συγγραφείς της γενιάς του, όπως τον Rafael Sánchez Ferlosio και την Carmen Martín Gaite. Τα πρώτα βιβλία που εξέδωσε ήταν δυο συλλογές ποιημάτων (Todavía la vida, 1947, και Libro de las algas, 1949). Ωστόσο, η φλέβα του διηγηματογράφου είχε ήδη φανεί: το 1948 δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα («La farándula de la media legua») και το 1953 το δεύτερο («Seguir de pobres»), το οποίο απέσπασε το βραβείο του περιοδικού Juventud.
Στα επόμενα χρόνια, θα ασχολούνται και με τη νουβέλα, αφού το 1954 εξέδωσε το El fulgor y la sangre, όπου ασχολείται με τη ζωή των ισπανών χωροφυλάκων, και για το οποίο έκανε επιτόπια έρευνα στα χωριά της Ισπανίας κατά τη διάρκεια ενός έτους. Το έργο θα αποτελούσε μέρος μιας τριλογίας, το δεύτερο μέρος της οποίας (Con el viento solano, 1956) αφιερώθηκε στους τσιγγάνους, ενώ το τρίτο, που δεν εκδόθηκε ποτέ, θα είχε ως θέμα τους ταυρομάχους. Δύο άλλες τριλογίες, οι οποίες επίσης δεν ολοκληρώθηκαν, είχαν στο επίκεντρό τους τη ζωή των ναυτικών και των μεταλλωρύχων.
Ήδη διαγράφονται τα θέματα και η μέθοδος του Αλδεκόα. Απλοί άνθρωποι, καθημερινοί, τους οποίους ο συγγραφέας γνωρίζει από κοντά και περιγράφει με ευαισθησία. Στη συνέχεια, η μικρή φόρμα κέρδισε τον συγγραφέα: εξέδωσε δώδεκα συλλογές διηγημάτων, όπου περιέχονται περίπου ενενήντα διηγήματα. Συγκεντρώθηκαν μετά τον θάνατό του σε δύο συλλογές Απάντων: Cuentos completos, Alianza 1971, επιμ. Alicia Bleiberg, και Cuentos completos (1949-1969), Alfaguarra 1995, επιμ. Rafael Conte.
Το πλούσιο έργο του διέκοψε πρόωρα ο θάνατος. Πέθανε το 1969 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 44 ετών.
Β.Μ.: Ποια η θεματολογία που επιλέγει και σε ποια εποχή γράφει τα έργα του;
Ο Αλδεκόα έζησε ως παιδί τον Ισπανικό Εμφύλιο του 1936 και, όπως τόσοι άλλοι, αναγκάστηκε να προσαρμοστεί αργότερα στη δικτατορία του Φράνκο. Τα κείμενά του είναι «κοινωνικά», αν και, για την εποχή στην οποία γράφτηκαν, θα μπορούσαν να θεωρηθούν «πολιτικά». Γραφεί για ανθρώπους φτωχούς, για εργάτες, ψαράδες, γεωργούς, άντρες και γυναίκες των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων, τους οποίους αντιμετωπίζει με ευαισθησία και, θα έλεγε κανείς, με θαυμασμό. Στις περιγραφές του, έχει την τάση να χρησιμοποιεί την ειδική ορολογία του κάθε επαγγέλματος, λεπτομέρειες που αφενός εισάγουν τον αναγνώστη στον κόσμο των ηρώων, ενώ, παράλληλα, δείχνουν τον σεβασμό του συγγραφέα προς τους ανθρώπους του μόχθου. Όπως έλεγε η γυναίκα του, η Josefina Aldecoa, πανεπιστήμιο του Αλδεκόα ήταν οι ταβέρνες, όπου συναντούσε και έπιανε κουβέντα με τους ανθρώπους που τον ενδιέφεραν. Άλλη πηγή έμπνευσης ήταν οι εσωτερικοί μετανάστες από τα διάφορα χωριά της Ισπανίας, που ζούσαν στις παραγκουπόλεις δίπλα στον ποταμό Μανθανάρες.
Τα θέματα του Αλδεκόα αντικατοπτρίζουν τη θλιβερή πραγματικότητα της μετεμφυλιακής Ισπανίας, τη φτώχεια, τις ανισότητες, τη δύσκολη ζωή των χαμηλών κοινωνικών τάξεων. «Θα ήθελα να απεικονίσω τον κόσμο με χαρούμενα χρώματα», έλεγε, «αλλά όσα με περιστοιχίζουν είναι μάλλον γκρίζα». Σε συστοιχία με τα θέματά του, ο συνήθης τόνος του Αλδεκόα είναι βαρύς, πεσιμιστικός, ωστόσο από τα διηγήματά του δεν λείπουν ευτράπελες νότες, που αλαφραίνουν κάπως το κλίμα. Είχε την ικανότητα να συλλαμβάνει την ομορφιά των ταπεινών –ακόμα και άσχημων– πραγμάτων, ή, όπως το έθετε ο ίδιος, να περιγράφει μια πραγματικότητα «ωμή και τρυφερή ταυτόχρονα». Αν και διεξοδική, γεμάτη ρεαλιστικές λεπτομέρειες, η γραφή του Αλδεκόα είναι λιτή, ενώ, από την άλλη, αποπνέει μια βαθιά ποιητικότητα, απότοκο της θητεία του στον έμμετρο λόγο. «Για να γίνεις καλός πεζογράφος», έλεγε με μετριοφροσύνη, «πρέπει να έχεις γίνει πρώτα μέτριος στιχοπλόκος».
Β.Μ.: Τι ρόλο διαδραμάτισε στα ισπανικά γράμματα, αλλά και όχι μόνο;
Ο Αλδεκόα συμμετείχε στη γενιά των νεορεαλιστών συγγραφέων της δεκαετίας του 1950, που την απαρτίζουν λογοτέχνες όπως η Ana María Matute, οι αδελφοί Luis και Juan Goytisolo, ο Rafael Sánchez Ferlosio, η Carmen Martín Gaite. Ο ρεαλισμός ήταν ο μόνος τρόπος αυτών των λογοτεχνών να ασκήσουν μια –έμμεση τουλάχιστον– κοινωνική κριτική, αποφεύγοντας παράλληλα την κρατική λογοκρισία. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους στιλίστες της ισπανόφωνης λογοτεχνίας, ένας βιρτουόζος της γραφής, ωστόσο ο πρώιμος θάνατός του δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση και καθιέρωση του έργου του• είναι ελάχιστα γνωστός έξω από την Ισπανία. Στην πραγματικότητα, η μετάφραση της μικρής συλλογής Η καρδιά και άλλοι πικροί καρποί (Ύψιλον, 2005), για την οποία γίνεται λόγος εδώ, συστήνει στο ελληνικό κοινό έναν σπουδαίο αλλά «δυσεύρετο» λογοτέχνη.
Β.Μ.: Πείτε μας δυο λόγια για τη συλλογή διηγημάτων Η καρδιά και άλλοι πικροί καρποί (εκδόσεις ΥΨΙΛΟΝ). Τι θα διαβάσουμε στο συγκεκριμένο βιβλίο;
Τα τέσσερα διηγήματα ανήκουν σε συλλογή που εξέδωσε ο Αλδεκόα το 1959, με τον αντίστοιχο ισπανικό τίτλο El corazón y otros frutos amargos. Είναι αρκετά αντιπροσωπευτικά, εφόσον δίνουν μια γεύση των προβληματισμών του και του συγγραφικού ύφους του.
Στο πρώτο διήγημα, που δίνει τον τίτλο στη συλλογή («Η καρδιά και άλλοι πικροί καρποί»), ένας εποχικός εργάτης φτάνει σε μια φυτεία για να προσφέρει την εργασία του. Εκεί γνωρίζει τη Μαρία. Όμως, πώς ερωτεύονται οι περιπλανώμενοι εργάτες, τόσο παροδικά και απροειδοποίητα όσο έρχονται και φεύγουν;
Στο δεύτερο διήγημα («Η μπαλάντα του Μανθανάρες»), που είναι ίσως και το πιο χαριτωμένο, παρακολουθούμε το βραδινό ραντεβουδάκι δύο ερωτευμένων. Εδώ ο Αλδεκόα εγκαταλείπει το γλυκόπικρο ύφος του και διαβάζουμε διαλόγους όπως ο ακόλουθος: «Γεια σου, Πιλάρ», «Γεια σου, Μανουέλ», «Πάμε, Πιλάρ;», «Πάμε, Μανουέλ», «Πάμε προς τον σταθμό, Πιλάρ;», «Πάμε όπου θες, Μανουέλ», «Πάμε να πιούμε ένα βερμούτ, Πιλάρ;», «Εγώ έναν καφέ με γάλα, Μανουέλ», «Εσύ, έναν καφέ με γάλα, Πιλάρ, κι εγώ…», «Εσύ ένα βερμούτ, Μανουέλ». Γιατί, όπως λέει ο συγγραφέας, στους ερωτευμένους αρέσει να επαναλαμβάνουν ο ένας το όνομα του άλλου…
Στο τρίτο διήγημα («Ο πιτσιρίκος της Μαδρίτης»), ο συγγραφέας περιγράφει την καθημερινότητα ενός μικρού αλητάκου, που διασκεδάζει κυνηγώντας γρύλλους, σαμιαμίδια και ποντίκια στα περίχωρα της Μαδρίτης. Τρέφεται με υπολείμματα από συσσίτιο, κοιμάται στην ύπαιθρο, αλλά βιώνει μια προσωπική, απέραντη ελευθερία.
Στο τέταρτο διήγημα («…κι εδώ λίγος καπνός…»), απεικονίζεται η φιλική σχέση ανάμεσα σε μια ηλικιωμένη, άρρωστη γυναίκα και ένα μικρό αγόρι, γείτονά της. Οι ιστορίες που του αφηγείται είναι ευεργετικές και για τους δύο, αφού απαλύνουν τη μοναξιά εκείνης και τροφοδοτούν τη φαντασία του μικρού. Ώσπου ο χρόνος, που τρέχει γρήγορα, θα αλλάξει αμετάβλητα τη σχέση.
Β.Μ.: Πόσο επίκαιρο είναι σήμερα το έργο του Αλδεκόα;
Πολύ επίκαιρο, παρότι τοποθετημένο στην Ισπανία του περασμένου αιώνα, ή μήπως έπαψαν να υπάρχουν εποχικοί εργάτες, ερωτευμένοι έφηβοι και μικρά αλητάκια;
Β.Μ.: Η μετάφραση του βιβλίου εκπονήθηκε σε εργαστήρι του μεταπτυχιακού προγράμματος «Μετάφραση-Μεταφρασεολογία» του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό την εποπτεία του Τάσου Δενέγρη. Τι θυμάστε από τη συγκεκριμένη διαδικασία; Τι κρατάτε;
Κρατώ τη μορφή του αείμνηστου Τάσου Δενέγρη, του εκπληκτικού αυτού ποιητή. Εκείνος διάλεξε τη συλλογή διηγημάτων του Αλδεκόα, χάρη σε εκείνον γνωρίσαμε τον υπέροχο αυτό ισπανό λογοτέχνη. Κρατώ επίσης τη συνεργασία μου με τις συμφοιτήτριές μου, την Ελίνα Χέλμη και την Τατιάνα Φραγκούλια, με τη δεύτερη εκ των οποίων εξακολουθούμε να είμαστε καλές φίλες. Κρατώ, τέλος, τη δημιουργικότητα, τον ενθουσιασμό για τη γλώσσα, την πίστη πως, με σκληρή δουλειά, μπορεί να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα – αισθήματα που δεν διδάσκονται, τα αναπνέει κανείς αν κάτσει δίπλα στους σωστούς ανθρώπους.
Β.Μ.: Πώς δουλέψατε τη μετάφραση αυτών των τεσσάρων διηγημάτων του Ιγκνάθιο Αλδεκόα;
Η μέθοδος ήταν απλή: καθεμία από εμάς μετέφραζε ένα εκτενές κομμάτι του εκάστοτε διηγήματος, και ύστερα συζητούσαμε τη μετάφραση στην τάξη, κάναμε παρατηρήσεις, εκφράζαμε διαφωνίες, δίναμε εναλλακτικές. Είναι ενδιαφέρουσα διαδικασία, ίσως ο καλύτερος τρόπος για να μεταφραστεί ένα κείμενο. Από την αυθόρμητη διατύπωση λύσεων (το λεγόμενο brain storming), προκύπτουν ιδέες• με τη «διαπραγμάτευση», οι λέξεις αποκτούν διαστάσεις που δεν έχουν στα λεξικά. Βέβαια, συχνά πυκνά μαλλιοτραβιόμασταν: «Όχι, έτσι πρέπει να το γράψουμε…», «Όχι, η τάδε λέξη έχει τις τάδε συνδηλώσεις…», «Όχι, αν το πούμε έτσι, τότε εννοούμε…». Όταν βλέπαμε ότι δεν συμφωνούμε, στρεφόμασταν στον Τάσο Δενέγρη, ο οποίος μας κοιτούσε ατάραχος: «Εσείς τι λέτε, κύριε Δενέγρη;». Και φυσικά, εκείνος έδινε την πιο εμπνευσμένη λύση, που ενίοτε δεν είχε καμία σχέση με όσα εμείς προτείναμε.
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Ιούνης 2023
Η Ειρήνη Οικονόμου σπούδασε Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και έκανε μεταπτυχιακό Κοινωνιολογίας στην Universidad Autónoma της Βαρκελώνης. Ακολούθως, έκανε μεταπτυχιακό Μετάφρασης και Μεταφρασεολογίας στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και στη συνέχεια μεταπτυχιακό και διδακτορικό Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ανακηρύχθηκε διδάκτωρ το 2020. Ασχολείται επαγγελματικά με τη μετάφραση και την επιμέλεια κειμένων. Έχει συνεργαστεί με εκδοτικούς οίκους όπως οι Εκδόσεις Πατάκη, οι Εκδόσεις Πόλις, οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης κ.ά. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.