Συνάντηση με τον Γιάννη Ζωγραφάκη…

4.JPG (Demo)

Με αφορμή την παράσταση «Οντισιόν για ένα Νεκρό» συνάντησα στο BlowUpτον Γιάννη Ζωγραφάκη όπου μιλήσαμε για την μαύρη κωμωδία της οποίας έχει γράψει το κείμενο αλλά και έχει σκηνοθετήσει.

Β.Μ.: Πες μας λίγα λόγια για την παράσταση «Οντισιόν για ένα νεκρό».

Γ.Ζ.: Η «Οντισιόν για έναν νεκρό» μπορεί να πει κανείς ότι χωρίζετε σε δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά την κοινωνία και την αδίστακτη πολλές φορές φύση του ανθρώπου όπου μπροστά στο κέρδος και στο προσωπικό του όφελος δεν διστάζει ακόμα και να εγκληματήσει. Αν δεις το έργο από αυτή την οπτική, θα μπορούσες να πεις ότι είναι μια κοινωνική σάτιρα.

Το δεύτερο σκέλος, αφορά ένα βαθύτερο πλαίσιο πραγμάτων που άπτονται περισσότερο των αφανών άρα και σκοτεινών κινήτρων που δημιουργούν τις «επιλογές» μας. Κίνητρα τα οποία τις περισσότερες φορές δεν τα γνωρίζουμε και δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε.

Για να πούμε και δυο λόγια για την υπόθεση. Πρόκειται για έναν σκηνοθέτη ο οποίος έχει μια εταιρία παραγωγής κινηματογραφικών ταινιών που πάει να φαλιρίσει. Τότε εμφανίζετε ένας εργολάβος κηδειών ο οποίος του παραγγέλνει ένα διαφημιστικό σποτ για το γραφείο κηδειών του αλλά στην συμφωνία υπάρχουν δυο όροι. Ο πρώτος είναι ότι ο πρωταγωνιστής ο οποίος θα κάνει τον νεκρό θα πρέπει να είναι ζωντανός, εφόσον ένας νεκρός δεν μπορεί να ερωτηθεί για την συμμετοχή του, άρα αυτό θα ήταν ανήθικο και ο δεύτερος είναι ότι ο ζωντανός που θα παίξει τον ρόλο, θα πρέπει να προσομοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο σε έναν νεκρό.

Όλοι οι ηθοποιοί που έχει ο σκηνοθέτης είναι πολύ ζωντανοί και δεν κάνουν για τον ρόλο, ώσπου εμφανίζετε από τύχη, ένας κατάλληλος υποψήφιος και εκεί αρχίζει η πλοκή της υπόθεσης.

 

Β.Μ.: Τι είναι αυτό που κάνει τόσο επίκαιρη την παράσταση;

Γ.Ζ.: Πιστεύω ότι πολλοί άνθρωποι στην καθημερινότητα τους και στην πορεία της ζωής τους, έχουν αντιμετωπίσει παρόμοιες καταστάσεις φυσικά σε διαφορετικές συνθήκες και με διαφορετικό τρόπο. Στην «Οντισιόν» οι ήρωες του έργου είναι τρεις διαφορετικοί άνθρωποι, προερχόμενοι από διαφορετικούς προσωπικούς κόσμους με τρεις διαφορετικές δηλητηριώδης ανάγκες ο κάθε ένας. Όταν αυτές οι ανάγκες συναντώνται μέσα στο αστικό περιβάλλον του έργου, δημιουργείτε ένα εκρηκτικό μίγμα.

Ο Πρώτος ήρωας ο Μίραμαξ, ο σκηνοθέτης του έργου θέλει να επιβιώσει με κάθε τρόπο. Η Σελίν η οποία έρχεται εκ μέρους του γραφείου κηδειών και γίνετε η καλλιτεχνική διευθύντρια του όλου εγχειρήματος θέλει το τέλειο «καλλιτεχνικό» αποτέλεσμα και είναι έτοιμη να θυσιάσει τα πάντα για να το πετύχει και τέλος ο Φάνης είναι ένας άνθρωπος που έχει απόλυτη ανάγκη να αισθανθεί κάπου χρήσιμος με οποιοδήποτε τρόπο. Όταν συναντώνται λοιπόν αυτοί οι άνθρωποι, ο ένας αρχίζει να εκμεταλλεύεται τις ανάγκες του άλλου με απρόοπτες συνέπειες. Στην κοινωνία που ζούμε συμβαίνει κάτι διαφορετικό από αυτό; Νομίζω όχι.

Β.Μ.: Ήταν δύσκολο να γράψεις ένα τόσο βαθύ κείμενο και να το προσαρμόσεις στη φόρμα μαύρης κωμωδίας;

Γ.Ζ.: Δεν θα το έλεγα δύσκολο. Αυτό που είχα στο μυαλό μου είναι να κρατήσω τις σωστές ισορροπίες και να αποφύγω τους συναισθηματισμούς. Είτε γράφεις κωμωδία, είτε δράμα τα συναισθήματα των θεατών διεγείρονται καλύτερα όταν το κείμενο είναι ξεκάθαρο χωρίς καμία συναισθηματική σάλτσα. Αυτό που αλλάζει στην κωμωδία με το δράμα πιστεύω ότι είναι ο σκοπός και αν δίνεις βάρος στα δραματικά στοιχεία του έργου ή όχι. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλές φορές οι κωμωδίες στηρίζονται σε εντελώς δραματικά γεγονότα.

Β.Μ.: Ποια ανάγκη σε οδήγησε να γράψεις το συγκεκριμένο σενάριο;

Γ.Ζ.: Γενικά πριν αρχίσω να γράφω κάτι, έχω στο μυαλό μου μια εικόνα βιδωμένη για κάποιο καιρό. Βλέπω κάποιους ανθρώπους σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον. Σιγά σιγά αυτοί αρχίζουν να κινούνται σε αυτόν τον ιδεατό χώρο και να δρουν και εγώ αυτό που κάνω είναι να καταγράφω την δράση και τα λόγια τους. Κάτι σαν γραμματέας που κρατάει τα πρακτικά κάποιων εργασιών ενός συνεδρίου.

Αν δεν το κάνω αυτό απλά το μυαλό μου βασανίζετε μέχρι να αρχίσω να γράφω. Τώρα για το συγκεκριμένο έργο μπορώ να σου πω ότι υπήρξαν αρκετά προσωπικά βιώματα σε δουλειές που έχω υπάρξει στο παρελθόν τα οποία ταιριάζουν πάρα πολύ με τις προθέσεις των ηρώων του συγκεκριμένου έργου και οι οποίες αποσυμβολίζονται μέσα από την ενσάρκωση αυτών των χαρακτήρων.

Β.Μ.: Πόσο δύσκολο ή εύκολο είναι να σκηνοθετείς ένα σενάριο δικό σου;

Γ.Ζ.: Πολύ καλή ερώτηση, ελπίζω και η απάντηση να είναι ανάλογη. Σκηνοθετώντας ένα δικό σου σενάριο ξεκινάς από το μηδέν. Δεν έχεις εμπειρία άλλων παραστάσεων που από αυτές θα μπορούσες να πάρεις στοιχεία. Από την άλλη σε ένα δικό σου έργο, έχεις πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το υπόβαθρο των χαρακτήρων. Γνωρίζεις καλύτερα τις προθέσεις των λόγων και των πράξεων των ηρώων σου, οπότε εκεί έχεις πολλά συν στο να μεταδώσεις στους ηθοποιούς αυτά τα στοιχεία, κάτι που θα κάνεις και στο έργο ενός άλλου συγγραφέα αλλά με διαφορετικό τρόπο.

Ας μην ξεχνάμε ότι ένα έργο που έχεις μόλις γράψει και το ανεβάζεις είναι ένα αδοκίμαστο έργο και πάντα έχεις την αμφιβολία της πρώτης πρεμιέρας. Ένα ήδη δοκιμασμένο και αναγνωρισμένο έργο που έχει χρόνια παρουσίας στην θεατρική σκηνή είναι αν θέλεις πιο «σίγουρο» άρα σου βγάζει αρκετό από το άγχος αυτό.
Οπότε μπορείς να πεις ότι το να σκηνοθετείς ένα δικό σου έργο, έχει κάποιες ευκολίες αλλά και κάποιες δυσκολίες σε σχέση με ένα ξένο έργο και απλά εφόσον μπορείς να το κάνεις το κάνεις δεχόμενος πάντα τις συνέπειες της απόφασης σου.

Β.Μ.: Ανταποκρίθηκε το τελικό αποτέλεσμα της παράστασης σε αυτό που είχες αρχικά στο μυαλό σου γράφοντας το σενάριο;

Γ.Ζ.: Ναι, ευτυχώς εκτός από το έργο, έχω να κάνω και με τρεις πολύ καλούς ηθοποιούς οι οποίοι κατάφεραν να μπουν έκαστος στον ρόλο του πολύ καλά με συνέπεια το τελικό αποτέλεσμα να είναι αυτό που θέλω. Ο Χρήστος Συρμακέζης, η Μικαέλα Κεφαλογιάννη και ο Πέτρος φαρσαράκης είναι οι χαρακτήρες που θα ήθελα να είναι μέσα στους ρόλους τους.

Β.Μ.: Ποια είναι η ομάδα «ΝΟΗΜΑ» και ποια ανάγκη σας ένωσε;

Γ.Ζ.:Η Ομάδα «ΝΟΗΜΑ» δημιουργήθηκε σχεδόν ένα χρόνο τώρα από την Μικαέλα Κεφαλογιάννη, τον Κωστή Μακάκη και εμένα και ο σκοπός που μας ένωσε είναι να έχουμε μια θεσμική βάση για να μπορούμε να παράγουμε κυρίως πρωτότυπα έργα, πολλές φορές πειραματικά. Κύριο κίνητρο μας είναι η δημιουργία πρωτότυπων και καινούργιων έργων και όχι η αναπαραγωγή κάποιων ήδη δοκιμασμένων συνταγών.

Β.Μ.: Και μια πιο προσωπική ερώτηση. Είναι βοηθητικό ή στέκεται τροχοπέδη το όνομα του πατέρα σου (Στέλιος Ζωγραφάκης) στην δουλειά σου στο θέατρο;

Γ.Ζ.: Ο Πατέρας μου είχε μια πολύ καλή πορεία στον παλιό Ελληνικό κινηματογράφο. Ξεκίνησε την καριέρα του ως βοηθός σκηνοθέτη στην ταινία «Λατέρνα φτώχια και φιλότιμο» μαζί με την Τζένη Καρέζη, υπήρξε βοηθός σκηνοθέτη και στην «Λατέρνα φτώχια και γαρίφαλο» όπως και σε άλλες. Έπειτα άρχισε να σκηνοθετεί δικές του ταινίες όπως η «Νταντά με το ζόρι» με την Γεωργία Βασιλειάδου και τον Μίμη Φωτόπουλο, τον «Αριστείδη και τα κορίτσια του» με τον Ορέστη Μακρή και τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Τόλη Βοσκόπουλο, τον «Δραπέτη» σε σενάριο και σκηνοθεσία του πατέρα μου με τον Σπύρο Φωκά, την Έλενα Ναθαναήλ και τον Μάνο Κατράκη και πολλές άλλες.

Μπορεί λοιπόν η πορεία του πατέρα μου να είναι μεγάλη στην ιστορία του κινηματογράφου, όμως ο ίδιος είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση αρκετά χρόνια πριν γεννηθώ εγώ, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει αυτή η λεγόμενη «σκιά» που θα μπορούσε να σταθεί σαν τροχοπέδη στην δική μου πορεία. Τουλάχιστον εγώ δεν την αισθάνομαι καθόλου.

Αυτό που θα μπορούσα να πω είναι ότι μάλλον κέρδος είχα, όχι από το όνομα του πατέρα μου αλλά από τον ίδιο, γιατί μου μετέδωσε κάποιες γνώσεις και πληροφορίες που με έχουν βοηθήσει στην δική μου πορεία. Δυστυχώς τον έχασα αρκετά νωρίς αλλά χαίρομαι που τον έζησα για όσο χρόνο κατάφερε να είναι κοντά μου.

 

Συγγραφή – σκηνοθεσία: Γιάννης Ζωγραφάκης
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί:
Χρήστος Συρμακέζης
Μικαέλα Κεφαλογιάννη
Πέτρος Φαρσαράκης
Βίντεο – Μοντάζ: Γιώργος Φωτεινάκης
Φωτογραφίες: Mάνος Πολιτάκης
Σκηνοθεσία Βίντεο: Γιάννης Ζωγραφάκης

 

συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
φωτογραφίες
Δημοσθένης Ζερβουδάκης
Δεκέμβρης 2019

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ