Scroll Top

Για τον Μύθο, τη Ρίζα και την Αγωνία | Σάββας Στρούμπος

skepseisapaisiodoxianthropologyterzakis1800

 

Γιατί έχουμε ανάγκη τον Μύθο; Γιατί χρειάζεται διαρκώς να επιστρέφουμε στους Μύθους και στις ρίζες τους για να προσανατολιστούμε στη ζωή και την τέχνη; Γιατί οι αρχαίοι τραγικοί ξεκινούν από τους Μύθους και την ακρότητά τους για να μελετήσουν και, εν τέλει, να εκφράσουν την αγωνία τους για την ανθρώπινη κατάστασης;

Ο Μύθος δεν είναι μυθολογία. Δεν αποτελείται από απλές ιστορίες ἡ παραμύθια με όμορφο ή δυσάρεστο τέλος. Γεννιέται από την αγωνιώδη ύπαρξη του ανθρώπου πάνω στη γη, από το βάρος του δυσεπίλυτου ανθρώπινου αινίγματος, από το συχνά ανυπόφορο ερώτημα «περί τίνος πρόκειται;». Ο άνθρωπος αλληλεπιδρά με τη Φύση, με την Πόλη και την Ιστορία. Πουθενά δεν βρίσκει σταθερές και ακλόνητες ρίζες ή και απαντήσεις απέναντι στον τρόμο που γεννάει το ίδιο το αίνιγμα της ύπαρξης. Δημιουργεί θεούς και θεότητες, θρησκείες, ιδεολογίες και άλλα αναλγητικά αυτού του τρόμου, και πάλι όμως, το Αδιέξοδο είναι εκεί, παρόν, επίμονα παρόν.

Τι συμβαίνει στη ρίζα του Μύθων. Έδαφός της αποτελούν οι πιο σκοτεινές πτυχές της ανθρωπινότητας, τα πιο μύχια σημεία, οι πιο ανομολόγητοι φόβοι, οι πιο απόκρυφες και έντονες επιθυμίες. Στην ανάπτυξη του Μύθου λειτουργεί η τριτοπροσωποίηση, ο άνθρωπος ποτέ δεν παρουσιάζει τον εαυτό του ως δρών πρόσωπο, πάντα εμφανίζεται ως ο άλλος ή ως το άλλο, και μάλιστα, σε ένα βαθύ, απόμακρο και ανεξερεύνητο παρελθόν. Γι’ αυτό και στους Μύθους υπάρχουν θεοί, θεότητες, στοιχεία της φύσης, ζώα και παράξενες, απόξενες ή και τελείως απρόσμενες μορφές ζωής που γεννάει η φαντασία. Ακριβώς αυτό: η φαντασία είναι η μήτρα των Μύθων. Η φαντασία είναι το κανάλι μέσα από το οποίο οάνθρωπος διοχετεύει την αγωνία του αλλά και τη δημιουργικότητά του, εφευρίσκοντας μορφές που εκφράζουν αυτή την αγωνία. Υπό ένα τέτοιο πρίσμα, η καλλιτεχνική δημιουργία ως ζωντανή διαδικασία, περιέχει πολλές περισσότερες διαστάσεις από την ψυχική ή πνευματική τέρψη, πόσο μάλλον από την πραγματοποίηση και την εμπορευματοποίηση που επιβάλλει η βιομηχανία του θεάματος. Στον πυρήνα της βρίσκεται η ανάγκη της διαπραγμάτευσης με τον τρόμο και τα σκοτάδια που γεννά η ύπαρξη του ανθρώπου πάνω στη γη. Δεν πρέπει να κλείνουμε την αναζήτησή μας σε κοινότοπες απόψεις, π.χ. ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη να «καταλάβει» το περί τίνος πρόκειται για να ησυχάσει κ.λπ. Ο άνθρωπος προσπαθεί να εξοικειωθεί με το Ανοίκειο, με αυτό που διαρκώς τον υπερβαίνει. Η επιστήμη μπορεί να εκλογικεύσει, μπορεί σε έναν βαθμό να δώσει κάποιες πρόσκαιρες απαντήσεις σε ζητήματα ή ερωτήματα που μας βασανίζουν, όταν όμως η διαδικασία φτάνει ως την επιστημονικοποίηση των πάντων, ως τη δικτατορία ενός τεχνοεπιστημονικού πολιτισμού, γεννιούνται τέρατα. Τότε ο άνθρωπος ωθείται στην πραγμοποίηση, χάνει την ψυχή και το πνεύμα του, τη φαντασία, την επιθυμία και τα συναισθήματά του. Άλλωστε, μετά τον τραγικό 20ο αιώνα των μεγάλων προσδοκιών, προδοσιών και καταστροφών, όπως και μετά τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα των κρίσεων, των μικροβίων και των περιβαλλοντικών καταστροφών, γίνεται φανερό ότι η βιοπολιτική αντίληψη που οδηγεί στην ιατρικοποίηση της ζωής, στην πολύμορφη πειθάρχηση του σώματος, στη φαρμακευτική καθήλωση και έλεγχο όλων των ζωτικών λειτουργιών και διαστάσεων της ανθρωπινότητας, είναι βαθύτατα επικίνδυνη.

Η καλλιτεχνική δημιουργία, η ίδια η τέχνη ως διαδικασία μορφοποίησης του φαντασιακού μυθικού υπεδάφους του ανθρώπινου ψυχισμού, βρίσκεται στον αντίποδα αυτής της τάσης. Ο καλλιτέχνης δημιουργός βυθίζεται στα σκοτεινά τοπία των μύχιων ερωτημάτων περί της ανθρώπινης κατάστασης. Εκεί φτάνει στην αυτο-εκμηδένιση του εγώ του, αφήνει να γκρεμιστούν όλες οι δικλείδες ασφαλείας και οι περιχαρακώσεις που τον οριοθετούν στα στενά όρια της κοινωνικής του ύπαρξης και συμπεριφοράς, στα αυστηρά όρια του κοινωνικού του σώματος, για να μπορέσει να καταδυθεί ολόγυμνος στον ωκεανό των άπειρων μορφών αυτής της αγωνίας που κινείται ελεύθερη στη ρίζα του Μύθου, κι έτσι να συνδεθεί με το συλλογικό στοιχείο της ανθρωπινότητας, διανύοντας αυτή τη διαδρομή από το βαθιά προσωπικό ως το βαθιά οικουμενικό, χωρίς όρους και όρια, χωρίς διαφόρων ειδών άμυνες ή δεύτερες σκέψεις.

Κάποια στιγμή η καταβύθιση αυτή αλλάζει κατεύθυνση. Το υλικό αντικρίζει το φως, αποκτά δομή, αρθρώνεται σε λόγο, χωρίς ποτέ να καταργείται το κοίταγμα στα έγκατα του ανθρώπινου ψυχισμού και στα μύχια της Φύσης. Τότε είναι πια ένα έργο τέχνης, και ίσως, μέσα από μια τέτοια διαδρομή να μπορούμε να κατανοήσουμε βαθύτερα τη χειραφετητική του αποστολή.

 

Για την Τραγική επίγνωση και τη Διονυσιακή σοφία

Γιατί οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ανάγκη το Διονυσιακό στοιχείο; Γιατί τους απασχόλησε τόσο η έλευση του Διόνυσου στον χώρο τους; Γιατί το Διονυσιακό στοιχείο είναι η μήτρα της Τραγωδίας; Με ποιον τρόπο μπορούμε να ορίσουμε τη Διονυσιακή σοφία;

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην αρχαία Τραγωδία βλέπουμε την άνευ όρων μελέτη του ανθρώπινου μέσα στον άνθρωπο στα ακραία όρια Φύσης, Ύπαρξης και Ιστορίας. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα από τις κοινωνικές, πνευματικές και ψυχικές ζυμώσεις που γεννούν την Αθηναϊκή Δημοκρατία τίθενται τα φοβερά ερωτήματα «Τι είναι ο άνθρωπος; Ποιος είναι ο άνθρωπος;». Οι αρχαίοι τραγικοί και μαζί τους οι πιο ευαίσθητοι Αθηναίοι πολίτες αντιλήφθηκαν το εξής: δεν μπορούμε να μιλήσουμε για συλλογική χειραφέτηση χωρίς την ατομική χειραφέτηση, δεν μπορούμε να φανταστούμε τον άνθρωπο μέσα στη Δημοκρατία ξεκομμένο από την κοινότητα αλλά και ξεριζωμένο από τις πιο μύχιες διαστάσεις της ύπαρξής του.

Η Διονυσιακή λατρεία αποτέλεσε το κανάλι γέννησης και ανάπτυξης αυτών των ιδεών. Ο Διονυσιακός άνθρωπος τολμά να βαδίσει προς την εκμηδένιση του εγώ του, ώστε, απογυμνωμένος από όρους, συμβάσεις και όρια, να καταφέρει να συναντηθεί με τον Άλλον, με τους Άλλους μέσα του και γύρω του, αλλά και με το Άλλο, με αυτό που τον υπερβαίνει. Ο ίδιος αυτός Διονυσιακός άνθρωπος έχει επίσης την τόλμη να κοιτάξει πίσω και μέσα, να συνδεθεί με την κίνηση της φαντασίας και της επιθυμίας, με τον χωροχρόνο των ονείρων, των επιθυμιών, των φόβων και των προσδοκιών του ίδιου και της κοινότητας στην οποία ανήκει. Ο Διονυσιακός άνθρωπος ενώνει και συνδέει τη Φύση με την Πόλη, τον Άνθρωπο με τη Φύση, τη Φύση και την Πόλη με το υπερβατικό στοιχείο, με τους Θεούς και τους Μύθους.

Ο Διονυσιακός άνθρωπος συνδέεται με τα μύχια της ψυχής και του σώματος, έχει πλήρη επίγνωση της θνητότητάς του, ενώ τίποτα το ανθρώπινο δεν του είναι ξένο. Η Φύση δεν είναι γι’ αυτόν υλικό προς χειραγώγηση, ο Άλλος δεν είναι εχθρός του, δεν περιμένει κανενός είδους λύτρωση από τη θνητότητά του, ούτε από την επώδυνη ύπαρξή του πάνω στη γη. Το ίδιο το αίνιγμα της ύπαρξης είναι την ίδια στιγμή η ερώτηση και η απάντηση. Από αυτή την άποψη, ο Διονυσιακός άνθρωπος δεν είναι ούτε αισιόδοξος», αφού αρνείται να θρέφει μάταιες ελπίδες, εκτός από τις πραγματικές ελπίδες που η ίδια η ζώσα πράξη του προτάσσει, ούτε και «απαισιόδοξος», αφού αρνείται να ακκίζεται με την ίδια του την απελπισία. Η απόγνωση είναι γι’ αυτόν εξεγερσιακό υλικό και όχι αφορμή για αυτοεγκλωβισμό, παθητικότητα και εσωστρέφεια. Ο Διονυσιακός άνθρωπος, με όλες τις αντιφάσεις και τα πάθη του, με όλα τα ανεξερεύνητα ψυχικά, πνευματικά και σωματικά του τοπία, με την επιθυμία να σπάει διαρκώς τη φυλακή του εγώ, τα δεσμά των αδιάρρηκτων και συμπαγών ταυτοτήτων, είναι η μήτρα της αρχαίας Τραγωδίας. Η τραγική σοφία γεννιέται από τα σπλάχνα του, γεμάτη αντιφάσεις, πάθη και αδιέξοδα. Η επαφή με τη σοφία αυτή ίσως να είναι το κλειδί προς την όποια χειραφέτηση, προς την όποια δυνατότητα να φανταστούμε έναν άλλο κόσμο, έναν νέο κόσμο.

 

Ο Κάφκα, ο Μπέκετ και οι μύθοι της νεωτερικότητας

Η εποχή μας είναι η εποχή του ζόφου. Υπάρχει κάποια πηγή από την οποία εκπορεύεται η ελπίδα; Όχι η ελπίδα ενός ανώφελου οπτιμισμού, αλλά αυτή η ζωντανή ελπίδα που την αισθανόμαστε, την αφουγκραζόμαστε με κάθε μας κύτταρο, η ελπίδα που δίνει προοπτική στη ζωή.

Είμαστε, ίσως, υποχρεωμένοι να στραφούμε στην Τέχνη ως συμπυκνωμένη έκφραση της αγωνίας για την ανθρώπινη κατάσταση, ως τόπο υλοποίησης πολιτικής σκέψης και πράξης και ως χρόνο ανάπτυξης φιλοσοφικού στοχασμού. Ας μην μας παραξενεύει που ένα έργο τέχνης μπορεί να πάει πέρα από τα όρια της ψυχαγωγίας ή και της διαπαιδαγώγησης και να αναπτύσσει το ρίζωμά του σε όλα τα παραπάνω τοπία. Η μέριμνα περί αισθητικής δεν είναι απλώς μια ωραιοποιητική στάση.

Για να αντιληφθούμε τη φύση αυτής της εποχής, αλλά και για να αισθανθούμε τη δυνατότητα της ανθρώπινης χειραφέτησης, χρειάζεται να αναζητήσουμε τους μύθους της νεωτερικότητας και, πιο συγκεκριμένα, του από κάθε άποψη τραγικού 20ού αιώνα. Στην κίνηση αυτή μπορούμε να αντιληφθούμε την ειδοποιό διαφορά στο έργο του Κάφκα και του Μπέκετ. Πρόκειται για δύο τελείως διαφορετικούς συγγραφείς. Ίσως ο Μπέκετ να είχε διαβάσει κάτι από τον Κάφκα, αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι απαραίτητα επηρεάστηκε από τον Εβραίο της Πράγας. Πιστεύω ότι των Κάφκα και στον Μπέκετ, με τελείως διαφορετικό τρόπο, εκφράζονται οι μύθοι της νεωτερικότητας.

Οι πολλαπλές εκφράσεις βιοπολιτικής καταπίεσης, ελέγχου και εγκλεισμού του ανθρώπου παρουσιάζονται εκτενώς στο έργο του Κάφκα, όπου το ζωντανό υποκείμενο ασφυκτιά στα γρανάζια γραφειοκρατικών μηχανισμών, κοινωνικών συμπεριφορών και πόλεων, όπου η οικογένεια και η κοινωνία αποτελούν ποικίλες μηχανές από-ανθρωποποίησης εαυτών και αλλήλων, ωθώντας τον να μεταμορφωθεί ως και σε τεράστιο απεχθές ζωύφιο για να επιβιώσει ή, αντίστροφα, έναν πίθηκο να αποκτήσει ανθρώπινα χαρακτηριστικά για να εκφράσει το τραύμα του βίαιου εξανθρωπισμού του, ή έναν άβουλο κατάδικο να πρέπει να υποστεί την εγγραφή από ένα παράξενο μηχάνημα πάνω στο πετσί του, του νόμου που υποτίθεται ότι παραβίασε. Αυτά και άλλα παράξενα συμβάντα, εικόνες, ζητήματα και συμπεριφορές, δεν αποκαλύπτουν απλώς έναν ιδιοφυή και ιδιοσυγκρασιακό συγγραφέα, αλλά έναν δημιουργό που βρήκε την τόλμη να μεταμορφωθεί ο ίδιος σε ανατόμο της φύσης της εποχής, να σκάψει ως τα βαθύτερά της ένστικτα και τελικά να δώσει λογοτεχνική μορφή στην κίνηση αυτή. Πρόκειται βέβαια για τον Φραντς Κάφκα.

Συνεχίζοντας σε αυτόν τον δρόμο, φτάνουμε στον Σάμιουελ Μπέκετ. Στο έργο του δεν υπάρχει εμφανές το πολιτικό στοιχείο, αν και αποτελεί πλέον κοινό τόπο ότι το Άουσβιτς υπήρξε γι’ αυτόν το θεμέλιο για να καθορίσει επί της ουσίας τη θεατρική γραφή στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα.

Τέσσερις άνθρωποι στη μέση του πουθενά, που περιμένουν για κάποιον ή για κάτι, κι αυτή η αναμονή, η πολλές φορές αγωνιώδης, ή πολλές φορές απελπισμένη ή και σαρκαστική, γίνεται αγωγός μελέτης της ανθρώπινης κατάστασης, ύπαρξης και συνύπαρξης πάνω στον πλανήτη. Τέσσερις άλλοι, κλεισμένοι σε ένα καταφύγιο λίγο πριν ή λίγο μετά το τέλος του κόσμου, μέσα από το σoκ που προξενεί η ίδια η επαφή με το πρωτογενές ερώτημα περί ανθρώπου, επιμένουν να παλεύουν για το ανθρώπινο μέσα στον άνθρωπο. Μια γυναίκα μέσης ηλικίας σε φλεγόμενο τοπίο, θαμμένη σε έναν τεράστιο αμμώδη λόφο, διεκδικεί το ύστατο δικαίωμα στη μνήμη, στην ανθρώπινη συνάντηση, παλεύει να κρατήσει τη σπίθα της ζωής αναμμένη ακόμα κι εκεί που έχουν καεί τα πάντα. Ένα στόμα σε ένα σκοτεινό τοπίο, σε κατάσταση λεκτικού καταρράκτη, αφηγείται ένα τραυματικό βίωμα… Και τόσα άλλα ανοίκεια και παράξενα συμβάντα.

Οι δύο αυτοί μεγάλοι συγγραφείς, με τρόπους διαφορετικούς, σε εποχές που τέμνονται από το Άουσβιτς, πραγματοποιούν το ταξίδι πίσω και μέσα, στον πυρήνα του ανθρώπινου αινίγματος, στη φύση αυτής της βαθιά τραγικής εποχής της νεωτερικότητας. Η τέχνη τους η ίδια είναι ένα ταξίδι, μια εναγώνια προειδοποίηση, ένας πολύχρωμος, πολυπρισματικός, αλλά και ραγισμένος καθρέφτης της οδυνηρής ανθρώπινης κατάστασης. Πώς αλλιώς να ονειρευτούμε, να ελπίσουμε, πώς να δράσουμε ή να εξεγερθούμε, πώς να αλλάξουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας μέσα σε αυτόν, χωρίς μια βαθιά επίγνωση του τοπίου μέσα στο οποίο ζούμε;

 

Η αισθητική από την πλευρά του μύθου

Ξεκινώντας από το μυθικό υπόστρωμα του υλικού δεν μπορούμε άμεσα να σκεφτόμαστε με όρους αισθητικής, καθώς δεν ξεκινάμε από το αποτέλεσμα, αλλά από τη σε βάθος αναμέτρηση με το υλικό καθεαυτό. Η ίδια αυτή η αναμέτρηση γεννάει μορφές έκφρασης, όχι απαραίτητα ιδανικές ή όμορφες με την τρέχουσα έννοια της ωραιότητας. Ίσως κακοτράχαλες, ίσως σκληρές και βίαιες, αλλά, οπωσδήποτε ζωντανές και παλλόμενες. Οι μορφές αυτές εκπορεύονται από τις ψυχικό υπόστρωμα αγωνίας για το ανθρώπινο ον και την ύπαρξή του πάνω στη γη, γεννιούνται με τον δικό τους αυτόνομο τρόπο, δεν υποτάσσονται σε καμία αισθητική νόρμα, σε καμία πρόθεση καλλιέπειας που βλέπουμε στις κυρίαρχες καλλιτεχνικές τάσεις, φέρουν μια εξεγερσιακή ενόρμηση, μια ιδιαίτερη κραυγή αγωνίας. Δεν μπορούμε να τις οργανώσουμε διανοητικά, δεν μπορούμε να τις υποτάξουμε στις δικές μας αισθητικές επιθυμίες. Ο καλλιτέχνης που επιχειρεί το ταξίδι στον πυρήνα του Μύθου γίνεται μήτρα και κανάλι αυτών των μορφών.

Αν θέλουμε να σκεφτόμαστε την πολιτική διάσταση του θεάτρου (και όχι απλώς το πολιτικό θέατρο), η σύνδεση με το μυθικό υπόστρωμα της αγωνίας είναι αναγκαία, γιατί το υλικό του Μύθου δεν αντλείται από αφηρημένες πηγές, προέρχεται σαφώς από αυτό που συντελείται γύρω μας και μέσα μας, από δυνάμεις που πολλές φορές μας υπερβαίνουν και προκαλούν όλο το φορτίο της οδύνης, της απόγνωσης, αλλά και της εξέγερσης.

 

 

Σάββας Στρούμπος

Ηθοποιός/Σκηνοθέτης

Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Πανοπτικόν τεύχος 30, Σεπτέμβρης 2024

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ