Φόβος
Καυτό Μυστικό
του Στέφαν Τσβάιχ
εκδόσεις Printa/Ροές
σειρά Micromega
συζήτηση με την επιμελήτρια
Εύη Μαυρομμάτη
Όταν έχουμε να κάνουμε με τόσο σπουδαίους, ευρύτατα διαδεδομένους και πολυγραφότατους συγγραφείς, είναι αρκετά δύσκολο να υπάρχει κάτι που αφορά αυτούς (και ειδικά στην εποχή του ιντερνέτ) που να μην το γνωρίζουμε! Άρα, σημασία κατ’ εμέ έχει να τον (ξανα)γνωρίσουμε μέσα από τα μάτια (ή τη ματιά) των ανθρώπων που έχουν καταπιαστεί με το έργο τους. Ποιος είναι, λοιπόν, για σένα ο Στέφαν Τσβάιχ;
Υπάρχει μία φωτογραφία του Τσβάιχ που τραβήχτηκε το 1938 στο Λονδίνο από τον φωτογράφο Marcel Sternberger. Απαθανατίζει τον συγγραφέα σε προφίλ, μέσα σε έναν ημιφωτισμένο χώρο, την ώρα που πάει να ανάψει το πούρο του με ένα φλεγόμενο σπίρτο. Στη συγκεκριμένη φωτογραφία γίνεται ένα υπέροχο παιχνίδι με το φως, τις σκιές και το σκοτάδι, και αυτό ακριβώς είναι για εμένα ο Στέφαν Τσβάιχ αλλά και το έργο του: ένα πλήθος πτυχών, κάποιες εκ των οποίων φωτίζονται επαρκώς, ενώ άλλες αιωρούνται σαν καπνός μες στις σκιές περιμένοντας να τις αποκρυπτογραφήσουμε.
Στέφαν Τσβάιχ
Ο Τσβάιχ δίχασε και εξακολουθεί να διχάζει κοινό και μελετητές. Από τη μία αγαπήθηκε όσο λίγοι συγγραφείς, από την άλλη τού ασκήθηκε τόσο δριμεία κριτική, που η θέση του στον κανόνα της γερμανόφωνης λογοτεχνίας ήταν και παραμένει αμφιλεγόμενη. Σίγουρα δεν συντάσσομαι με τη θέση των Hoffmannstahl, Kraus, Musil κ.ά., οι οποίοι κατέκριναν τα έργα του ως μη αυθεντικά και επιφανειακά, ούτε και με εκείνη της Άρεντ, η οποία, λόγω της απολιτικής στάσης του, τον κατηγορούσε πως ήταν κλεισμένος στον κρυστάλλινο πύργο του, με αποτέλεσμα να μη «ζει μέσα στον κόσμο, αλλά στην άκρη του». Νομίζω πως ο Τσβάιχ, κάτω από την αστραφτερή επιφάνεια των ανέσεων που του εξασφάλιζαν η οικονομική ευμάρειά του και η κοινωνική του θέση, ήταν ένας άνθρωπος που τυλιγόταν όλο και περισσότερο το σκοτάδι που σκέπαζε τον κόσμο του, ώσπου στο τέλος, το 1942, μην έχοντας καταφέρει να τα βρει με τον εξόριστο εαυτό του, τον κατάπιε. Και, λέγοντας «σκοτάδι», δεν εννοώ τόσο την απώλεια των ανέσεων και της βολής του, όσο την αυτοκαταστροφή της Ευρώπης και, μαζί μ’ αυτήν, την απώλεια της ελευθερίας του πνεύματος.
Ο Τσβάιχ, ήδη από τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, έθεσε τον εαυτό του στην υπηρεσία της ειρήνης και έγινε διά βίου υπέρμαχος του ανθρωπισμού, της ατομικής ελευθερίας και της ενότητας της Ευρώπης. Την πολιτική όχι απλώς δεν την έβλεπε ως μέσο προς την επίτευξη του στόχου του, αλλά τη θεωρούσε το αντίθετο της δικαιοσύνης και την απεχθανόταν, πιστεύοντας πως ο άνθρωπος των γραμμάτων που παίρνει πολιτική θέση καθυποτάσσει το πνεύμα του στο ζυγό της. Μόνο φτύνοντάς την μπορεί να σωθεί κανείς. Όσο για το ναζισμό, θεωρούσε πως ο φανατισμός και ο ριζοσπαστισμός του δεν γινόταν να καταπολεμηθεί με κάποιας άλλης μορφής φανατισμό ή ριζοσπαστισμό – χρειάζονταν άλλου είδους «όπλα». Δυστυχώς, κανένας δεν τον άκουσε. Ούτε πριν τον Πρώτο, ούτε και πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Προσωπικά, λοιπόν, στο πρόσωπο του Τσβάιχ δεν βλέπω κάποιον που πάσχει από «πολιτική άγνοια» ούτε κάποιον που αδιαφορεί για την τραγωδία που εκτυλίσσεται γύρω του, παρά έναν άνθρωπο που, έχοντας κατανοήσει βαθιά τις πολιτικές κινήσεις του καιρού του, είχε το θάρρος να ακολουθήσει τη δική του οδό διαμαρτυρίας χωρίς να παρεκκλίνει ποτέ, όσο ακριβό κι αν ήταν το τίμημα που κλήθηκε να πληρώσει. Είχε την ψυχραιμία και τη δύναμη να μη γίνει μέρος της συλλογικής ψευδαίσθησης και του συλλογικού μίσους, παρά να κάνει αυτό που ο ίδιος έκρινε ηθικά σωστό. Μπορεί να μη γλίτωσε την Ευρώπη από τη φρίκη, ωστόσο έζησε και πέθανε κι αυτός για μια ιδέα. Με τον τρόπο του, λοιπόν, ήταν ένας ήρωας. Δυστυχώς, όμως, αποτυχών.
Είναι κατά τη γνώμη σου τόσο επιδραστικός στα γερμανόφωνα (και όχι μόνο) γράμματα του μεσοπολέμου (αλλά και μετέπειτα) όσο λέγεται ή έχουμε μια τάση εξιδανίκευσης λόγω της μεγάλης χρονικής απόστασης από εκείνη την περίοδο;
Ο Τσβάιχ έφτασε στο απόγειο της καριέρας του τη δεκαετία του 1920, οπότε και συγκαταλεγόταν στους πιο διάσημους και πολυμεταφρασμένους συγγραφείς στον κόσμο. Το 1933 οι Ναζί έκαψαν τα βιβλία του και, κατά τη γνώμη μου, αυτή ήταν και η εποχή του πρώτου, του ψυχικού «θανάτου» του, καθώς άρχισε να βλέπει τον μέχρι τότε οικείο κόσμο του να γίνεται παρελθόν. Μετά το 1945, ο Τσβάιχ περιέπεσε σε λήθη, αλλά από τις αρχές του 2000 και εξής, πολλοί μεγάλοι εκδοτικοί οίκοι σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική τον επανενέταξαν στα εκδοτικά προγράμματά τους, ενώ κάποια από τα έργα του έγιναν ταινίες. Στην Ελλάδα, ωστόσο, ο Τσβάιχ δεν παρουσιάζει μακρόχρονη απουσία από τα εκδοτικά πράγματα: εμφανίζεται αρχικά τη δεκαετία του 1930 με τις μονογραφίες του, ενώ τη δεκαετία του 1940 αρχίζει να εκδίδεται και το λογοτεχνικό έργο του, αρχής γενομένης από το Αμόκ. Το μόνο κενό που παρατηρείται είναι μεταξύ 1973-1985, με μια αναλαμπή το 1980, οπότε και εκδόθηκαν έξι τίτλοι του[1]. Τέλος, υπάρχει μια χώρα που, από τη δεκαετία του 1920 μέχρι σήμερα, δεν έπαψε στιγμή να ασχολείται, να θαυμάζει και να επηρεάζεται από το έργο του Τσβάιχ: η Κίνα. Η περίπτωση της Κίνας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, διότι εκεί ο Τσβάιχ, ιδίως από τη δεκαετία του 1950 και μετά, έχει διαβαστεί με έναν τρόπο εντελώς διαφορετικό από αυτόν των Δυτικών.
Πρόσφατα, διάβασα τη μελέτη της Arnhilt Johanna Hoefle, China’s Stefan Zweig (University of Hawaii Press, 2017), η οποία πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο διαβάζεται ο Τσβάιχ στην Κίνα εδώ και έναν αιώνα. Καθίσταται σαφές ότι, εκεί, η ανάγνωση του Τσβάιχ επηρεάστηκε εν πολλοίς από τις επικρατούσες πολιτικές συνθήκες. Στην Κίνα του Μάο, για παράδειγμα, η οποία ήθελε μια λογοτεχνία που να υπηρετεί την κομμουνιστική επανάσταση, οι γυναίκες πρωταγωνίστριες του Τσβάιχ εκλήφθηκαν ως θύματα μιας μισογυνικής, υλιστικής και καταπιεστικής κοινωνίας, συγχρόνως όμως και ως το «όπλο» του συγγραφέα για να κατακρίνει τον ηθικό ξεπεσμό και τη ρηχή ζωή των λεγόμενων «πολιτισμένων κύκλων» – μία διάσταση στην οποία οι Ευρωπαίοι μελετητές δεν έχουν δώσει τη δέουσα προσοχή. Επιπλέον, το 1957, η δεύτερη έκδοση της Μεγάλης Σοβιετικής Εγκυκλοπαίδειας περιείχε λήμμα για τον Τσβάιχ, στο οποίο αναφερόταν ως ο «συγγραφέας που, παρά τα ελαττώματά του, ξεσκέπασε τα ψέματα και την υποκρισία της αστικής ηθικής». Έχουμε, λοιπόν, δύο άκρα: αυτό των δυτικών επικριτών του, που βλέπουν τον Τσβάιχ ως έναν βολεμένο, επιφανειακό και απολιτικό αστό, και εκείνο των Κινέζων και των Σοβιετικών. Ίσως η αλήθεια να κρύβεται κάπου στη μέση. Όπως και να ’χει, μήπως είναι ώρα να επαναξιολογήσουμε τον Τσβάιχ, έναν από τους πιο επιτυχημένους και πιο παρεξηγημένους συγγραφείς του 20ού αιώνα;
Δώσε μας λίγο το κλίμα της εποχής που γράφει. Τι θεματολογία επιλέγει για τα έργα του;
Ζει στη Βιέννη του Φραγκίσκου Ιωσήφ Α´, ο οποίος διαμόρφωσε ένα πρότυπο πολυπολιτισμικότητας, τη στιγμή που η υπόλοιπη Ευρώπη βυθιζόταν στον εθνικισμό. Η Βιέννη εκείνης της εποχής ήταν ένα συνονθύλευμα ανθρώπων, εθίμων και ιδεών που έρχονταν από παντού. Επιπλέον, ο Τσβάιχ άρχισε να ταξιδεύει και να γνωρίζει άλλες χώρες από πολύ μικρή ηλικία. Έτσι, τον διέκρινε ένας ενθουσιασμός απέναντι στο διαφορετικό και θεωρούσε πως ένας άνθρωπος γίνεται πλούσιος εκθέτοντας τον εαυτό του σε διαφορετικών ειδών άτομα και πολιτισμούς.
Πολλά από τα έργα του γράφτηκαν στη μαγεμένη από τις τέχνες και τη λογοτεχνία Βιέννη, αλλά και στους τόπους όπου αυτοεξορίστηκε μετά την άνοδο του ναζισμού. Δεν είναι τόσο γνωστός για τα ποιήματα και τα θεατρικά του –στα οποία συγκαταλέγεται και το αντιπολεμικό έργο Ιερεμίας (1917)– όσο για τα διηγήματα, τις νουβέλες, τις βιογραφίες του και, φυσικά, την αυτοβιογραφία του Ο κόσμος τού χθες (μτφρ. Αλεξία Καλανταρίδου – Τατιάνα Λιάνη, εκδ. Printa), η οποία, κατά τον Claudio Magris, συνιστά «την πιο διάσημη και δημοφιλή απεικόνιση» ενός κόσμου και μιας εποχής που είχαν γίνει πια παρελθόν.
Στα έργα του πρωταγωνιστούν συνήθως μεγαλοαστοί και μεγαλοαστές, το σκηνικό είναι κάποια πολυτελής τοποθεσία, ενώ σπάνια απουσιάζουν τα ψυχαναλυτικά στοιχεία. Εξάλλου, είναι γνωστή η προσωπική του σχέση με τον Φρόυντ. Η θεματολογία του περιστρέφεται συχνά γύρω από τις αδυναμίες, τη σκληρότητα και την ανηθικότητα των ανθρώπων, με τους χαρακτήρες του να φλέγονται από πάθος και να βασανίζονται από καταναγκασμούς, εμμονές κι ενοχές. Επιπλέον, σε κάποια από τα έργα του είναι εμφανές –άλλοτε λιγότερο κι άλλοτε περισσότερο–το εβραϊκό στοιχείο. Στη Μέθη της μεταμόρφωσης (μτφρ. Γιάννης Καλιφατίδης, εκδ. Πατάκη), για παράδειγμα, υπάρχει ένα απόσπασμα που υποδηλώνει ότι η χειραφέτηση των Εβραίων δεν σήμαινε και αποδοχή:
«Δε θέλει τίποτε να της θυμίζει ότι από τώρα και για πάντα κάποιοι άλλοι θα χαίρονται τούτα τα βουνά, τα γήπεδα και τα παιχνίδια, τα ξενοδοχεία και τα αστραφτερά δωμάτια, τις βροντερές χιονοστιβάδες και τα σιωπηλά δάση, δεν θέλει να σκέφτεται ότι όλα αυτά έχουν χαθεί παντοτινά για την ίδια. […] Το μόνο που θέλει είναι να φτάσει στον σταθμό, να φύγει, να φύγει μακριά. Να μη βλέπει και να μη θυμάται τίποτα πια».
Ανάλογα συναισθήματα ίσως να είχε και ο ίδιος ο Τσβάιχ όταν αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί, αφήνοντας πίσω του διά παντός τη γλωσσική και πολιτισμική του πατρίδα, χάνοντας κάθε αίσθημα ασφάλειας και ζώντας ως το τέλος φυλακισμένος σε μια γλώσσα μολυσμένη από τον ναζισμό.
Ποιο ή ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που διακρίνεις τα οποία τον καθιστούν ένα τόσο σπουδαίο συγγραφέα;
Νομίζω αυτά που διακρίνουν όλοι: οι ανατομικής ακρίβειας ψυχολογικές περιγραφές του, η μαεστρία της αφήγησής του –συχνά σε ενεστώτα χρόνο, πράγμα που χρειάζεται άκρως επιδέξια χέρια–, η ικανότητά του να συνθέτει χαρακτήρες που δύσκολα σε αφήνουν αδιάφορο και, φυσικά, οι εκπληκτικές ανατροπές του οι οποίες, στις περισσότερες των περιπτώσεων, είναι εντελώς απρόβλεπτες, με αποτέλεσμα να κρατάει την αγωνία σου αμείωτη.
Το στοιχείο εκείνο, όμως, που πραγματικά μ’ εντυπωσιάζει και κερδίζει τον θαυμασμό μου –όπως άλλωστε παθαίνω με όλους τους άντρες συγγραφείς που καταφέρνουν να κάνουν κάτι παρόμοιο με επιτυχία– είναι το ότι στα περισσότερα έργα του, κυρίως στις νουβέλες του, επιλέγει γυναίκες για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, οι οποίες μάλιστα σε πείθουν ως τέτοιες. Προφανώς, δεν χαρακτηρίστηκε τυχαία ως «ο ανατόμος της γυναικείας καρδιάς». Παρεμπιπτόντως, οι Κινέζοι έχουν δημιουργήσει ολόκληρη κατηγορία για τις γυναίκες πρωταγωνίστριες των έργων του, την οποία έχουν ονομάσει «γυναικείες μορφές αλά Τσβάιχ».
Τέλος, νομίζω πως έχει μεγάλη σημασία να διαβάζουμε τον Τσβάιχ έχοντας διαρκώς στο μυαλό μας τι ακριβώς υπερασπιζόταν αυτός ο άνθρωπος σε όλη του τη ζωή. Με αυτό κατά νου, θα μπορούσαμε ίσως να διαβάσουμε πολύ διαφορετικά την επιστροφή της Ιρένε (Φόβος) και της μητέρας του Έντγκαρ (Καυτό Μυστικό) στο «χρυσό κλουβί» τους.
Τι θα διαβάσουμε στον Φόβο, (μτφ. Κων/νος Κρίτσης) τι θέλει να πει με αυτό το έργο ο Τσβάιχ;
Στον Φόβο έχουμε την τριαντάχρονη Ιρένε, η οποία, οκτώ χρόνια νωρίτερα, έχει παντρευτεί τον πλούσιο μεγαλοδικηγόρο Φριτς, όχι βέβαια από έρωτα, αλλά ύστερα από παραίνεση των γονιών της, κι έχει αποκτήσει μαζί του δύο παιδιά. Ο όποιος ρομαντισμός υπήρχε στο γάμο της έχει πλέον μαραζώσει, κι εκείνη διψά να ζήσει –έστω για μια φορά στη ζωή της– το μεγάλο πάθος. Κάποια στιγμή, λοιπόν, στον μαλθακό και πληκτικό αστικό κόσμο της, «όπου οι άντρες τιμούν γεμάτοι σεβασμό την “ωραία κυρία” με χλιαρά αστεία και ασήμαντες φιλοφρονήσεις, χωρίς όμως να ποθούν πραγματικά τη γυναίκα που κρύβει μέσα της», εισβάλει ένας νεαρός πιανίστας, ο οποίος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αστική νοοτροπία της. Παρόλο που δεν είναι ερωτευμένη μαζί του, γοητεύεται από το ρομαντισμό και το πάθος του και αποφασίζει να του δοθεί.
Μέσα σε λίγο καιρό, «έχει βολέψει τον εραστή της πολύ νοικοκυρεμένα στη ζωή της», μετατρέποντάς τον κι αυτόν «απλώς σε μία ακόμη πηγή χλιαρής ευτυχίας». Η τάξη κι η ευτυχία, όμως, διαλύονται, όταν εμφανίζεται μια εκβιάστρια, η οποία της ζητά διαρκώς χρήματα, προκειμένου να μην αποκαλύψει στον Φριτς την απιστία της συζύγου του. Από εκεί και πέρα, εμείς παρακολουθούμε την πορεία του μαρτυρίου της Ιρένε που, ενίοτε, φτάνει στα όρια της τρέλας. Αρχίζει να χτίζεται μια όλο και πιο ανησυχητική –σχεδόν χιτσκοκική– ατμόσφαιρα, οι εσωτερικές πιέσεις πυκνώνουν όλο και περισσότερο και αναζητούν μια κάποια εκτόνωση, οδηγώντας την Ιρένε στα όρια της αυτοκτονίας. Η μονομανία της της ανοίγει τα μάτια και την κάνει να διαπιστώσει πως από τη ζωή της απουσιάζουν οι βαθιά αληθινές σχέσεις και πως οι ανέσεις τής στερούν τελικά την πραγματική ζωή. Η δική μου ανάγνωση, θέλει την Ιρένε να απελευθερώνεται στο τέλος από τη ρηχότητα της μετριοπαθούς ύπαρξής της.
Κατά τη γνώμη μου (και μετά την πρώτη ανάγνωση του έργου), πέρα από την ανάγνωση του φόβου και της ίντριγκας, υπάρχει και το στοιχείο (έντονο κατ’ εμέ) της πατριαρχικής οικογένειας! Δηλαδή: το κλασικό μοντέλο του άντρα που για τον τάδε ή το δείνα λόγο γνωρίζει ότι η γυναίκα του δεν είναι ψυχή τε και σώματι μαζί του και σκαρώνει έναν στυγνό συναισθηματικό, ψυχολογικό εκβιασμό, προκειμένου να την επαναφέρει στην τάξη του «Σπιτιού». Ποια η γνώμη σου;
Σε ένα πρώτο επίπεδο, θα λέγαμε πως, ναι, αυτή είναι η ανάγνωση. Υπάρχει όμως μια σειρά από «αλλά». Ας πιάσουμε πρώτα τον σύζυγο. Σε όλο το βιβλίο βλέπουμε έναν στιβαρό, σοβαρό, μετρημένο, αυστηρό, ενίοτε ψυχρό και απόμακρο άντρα. Αυτός είναι ο Φριτς μέσα από τα μάτια της Ιρένε που, όπως ομολογεί η ίδια, μετά από οκτώ χρόνια συμβίωσης, εξακολουθούσε να της είναι ξένος, καθώς «δεν είχε διερωτηθεί ποτέ για τον πραγματικό χαρακτήρα του». Λίγο πριν το τέλος του βιβλίου, όμως, οπότε και έχουν αποκαλυφθεί τα πάντα κι εκείνος κρατά στα χέρια του το τρεμάμενο κορμί της, βλέπουμε κάποιον που έχει κυριευτεί από τον φόβο μην τη χάσει, που τη φιλάει με πάθος και μανία, που της ζητάει διαρκώς «συγγνώμη» και που παραδέχεται ότι το έστησε όλο αυτό επειδή την ήθελε πίσω. Λέει, βέβαια, μεταξύ άλλων, πως την πίεσε «τόσο για χάρη των παιδιών και μόνο», εκεί όμως νομίζω πως μιλάει περισσότερο –με όση φωνή του έχει απομείνει– ο θιγμένος ανδρικός εγωισμός του, γιατί, κατά τα άλλα, καμία από τις τελικές αντιδράσεις του δεν συνάδει με τον σκληρό σύζυγο που προσλαμβάνει μια εκβιάστρια για να τιμωρήσει τη γυναίκα του διά του φόβου.
Νομίζω πως, στα χέρια του Τσβάιχ, η Ιρένε μεταμορφώνεται σε μια λεπίδα που σκίζει την αστραφτερή επιφάνεια του μεγαλοαστικού κόσμου εκείνης της εποχής και μας επιτρέπει να δούμε τη σκοτεινή του πλευρά. Οι δύο σύζυγοι, εγκλωβισμένοι στα πρότυπα που τους επέβαλλε η τάξη τους, δεν είχαν τολμήσει ποτέ να γνωριστούν σε βάθος, να ομολογήσουν ο ένας στον άλλον τα βαθύτερα θέλω τους, να σταθούν ο ένας απέναντι στον άλλον με όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες τους. Ίσως, λοιπόν, η Ιρένε, με το να διαταράξει την τακτοποιημένη ζωή τους, κατάφερε να ταρακουνήσει τον εαυτό της και τον Φριτς και στο εξής να είχαν την ευκαιρία να χτίσουν μια σχέση βαθύτερη και πιο ουσιαστική. Και ίσως ο Φριτς, έτσι δίκαιος όπως ήταν, να αναγνώρισε και τη δική του ανεπάρκεια ως συζύγου και να προσπάθησε στη συνέχεια της ζωής τους να την αντισταθμίσει.
Τι θα διαβάσουμε στο Καυτό Μυστικό (μτφ. Μαριάννα Αντονωπούλου & Ίρμχιλντ Στάινερ ) και τι κατά τη γνώμη σου ώθησε τον συγγραφέα να το γράψει;
Εδώ, κεντρικός ήρωας είναι ο Έντγκαρ, ένα δωδεκάχρονο αγόρι, το οποίο πηγαίνει σε ένα θέρετρο στις αυστριακές Άλπεις μόνο με τη μητέρα του, καθώς ο Εβραίος μεγαλοαστός πατέρας του (δικηγόρος κι αυτός) έχει μείνει πίσω στη Βιέννη για δουλειές. Εκεί, ο Έντγκαρ γνωρίζεται με έναν κατά συρροή γυναικοκατακτητή νεαρό βαρόνο, ο οποίος έχει βάλει στο μάτι τη μητέρα του και χρησιμοποιεί το παιδί για να την προσεγγίσει. Όταν το παιδί αντιλαμβάνεται το παιχνίδι που παίζει ο βαρόνος, η αγάπη και η φιλία που ένιωθε γι’ αυτόν μετατρέπονται σε μίσος και επιθυμία για εκδίκηση. Παρόμοια συναισθήματα νιώθει και για τη μητέρα του, όταν τη βλέπει να ανταποκρίνεται στο φλερτ του βαρόνου, κι έτσι ξεκινά η προσπάθεια του αγοριού αφενός να σαμποτάρει αυτή τη σχέση και αφετέρου να ανακαλύψει ποιο είναι το καυτό μυστικό που τόσα χρόνια οι μεγάλοι του έκρυβαν επιμελώς.
Νομίζω πως η ιστορία του Έντγκαρ, ο οποίος είναι και ο μοναδικός χαρακτήρας που φέρει όνομα, έχει να κάνει με την απώλεια της αθωότητας, με την αποκοπή από την παιδική πραγματικότητα και την απόπειρα μιας πρώτης γεύσης από τον κόσμο των ενηλίκων – έναν κόσμο ηδονής και πάθους, αλλά και έναν κόσμο πλασμένο κατά κύριο λόγο για να χωρά τις επιθυμίες των ανδρών. Ο μικρός Έντγκαρ θέλει απεγνωσμένα να καταλάβει αυτόν το φαινομενικά συναρπαστικό κόσμο, ανακαλύπτει όμως ότι ενέχει κινδύνους και αβεβαιότητες. Προς το τέλος του βιβλίου, αφού έχει καταφέρει να κρατήσει ασφαλές το ένοχο μυστικό της μητέρας από τον πατέρα του, το αγόρι βρίσκει και πάλι καταφύγιο στην ασφάλεια της παιδικής του ηλικίας, έχοντας πάψει πια να ανυπομονεί να γνωρίσει τη ζωή.
Εάν στον Φόβο μπορούμε να κατανοήσουμε λίγο έως πολύ το λόγο που το έγραψε ο Τσβάιχ αλλά και τον βαθύτερο συμβολισμό του έργου, στο Καυτό Μυστικό είναι τόσο πυκνά τα νοήματα και οι επιδιώξεις του συγγραφέα, που αφήνουν ένα σωρό σκοτεινά σημεία. Αλήθεια μετά την τριβή σου με το κείμενο τι γνώμη σχημάτισες;
Νομίζω πως ο Τσβάιχ, μέσα από κάθε έναν εκ των τριών κεντρικών χαρακτήρων του έργου, αγγίζει κι ένα διαφορετικό ζήτημα, όλα τους όμως πλέκονται αριστοτεχνικά σε μια εντυπωσιακά διεισδυτική αφήγηση γεμάτη ψυχικές μεταπτώσεις. Για τον Έντγκαρ μιλήσαμε παραπάνω. Έπειτα έχουμε τον νάρκισσο βαρόνο, έναν τύπο ανθρώπου ο οποίος αποφεύγει όσο το δυνατόν περισσότερο να μένει μόνος του, καθώς δεν επιθυμεί να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. Το μόνο που του δίνει ζωή και τον βγάζει απ’ την κατήφεια του είναι οι ερωτικές περιπέτειες, οι οποίες όμως δεν τον γεμίζουν συναισθηματικά, παρά τις αντιμετωπίζει ψυχρά και υπολογιστικά σαν παιχνίδι στρατηγικής. Επομένως, όπως και στην περίπτωση της Ιρένε στον Φόβο, ο Τσβάιχ θίγει εκ νέου το ζήτημα των ρηχών και επιφανειακών σχέσεων των αστών, καθώς και τη σκοπιμοθηρική ορθολογικότητα που χαρακτηρίζει την κοινωνική δράση του νεωτερικού υποκειμένου.
Τέλος, μέσα από τη μητέρα του Έντγκαρ, επιστρέφει σε ένα εξίσου προσφιλές θέμα του: στην εσωτερική σύγκρουση μιας γυναίκας ανάμεσα στον καθωσπρεπισμό που της επιβάλλει η τάξη της και την προσωπική της δίψα για έντονες συγκινήσεις. Ο εν λόγω χαρακτήρας είναι μια γυναίκα κοντά στα σαράντα, παντρεμένη με έναν ευκατάστατο μεγαλοαστό, η σχέση της με τον οποίο όμως, όπως αποκαλύπτει ο γιος της στο βαρόνο, δεν είναι και τόσο ρόδινη. Έτσι, διχάζεται ανάμεσα στην επιθυμία της για σταθερότητα κι ασφάλεια και στη συνειδητοποίηση ότι ο χρόνος της νεότητάς της τελειώνει και ίσως κάποτε μετανιώσει που εγκλωβίστηκε σε έναν άψυχο γάμο. Στην προτελευταία σελίδα του βιβλίου, μας αποκαλύπτεται ότι τούτη η σχεδόν μεσήλικη γυναίκα επιστρέφει μεν στο σπίτι της, εφεξής όμως ανήκει μόνο σ’ εκείνον, στο παιδί της, έχοντας απαρνηθεί την περιπέτεια και παραιτηθεί από όλες τις προσωπικές της επιθυμίες. Και, μάλιστα, είναι κι ευγνώμων γι’ αυτό.
Η διαφορά της μητέρας του Έντγκαρ με την Ιρένε είναι ότι η δική της «εξέγερση» δεν έγινε ποτέ γνωστή στον σύζυγό της. Κι έτσι, δεν τον έφερε ποτέ αντιμέτωπο με την ανεπάρκειά του ως ερωτικού συντρόφου. Αυτή η γυναίκα επέλεξε να υποταχτεί στο πρότυπο της θηλυκής παθητικότητας και να παραμείνει ένα εργαλείο παραγωγής στα χέρια του άντρα της. Για να είναι μητέρα του παιδιού της, έπρεπε να πάψει να είναι γυναίκα. Δεν ξέρω αν ο Τσβάιχ όντως θεωρούσε αυτό το φινάλε υποδειγματικό και ευτυχές, ίσως όμως να μην είναι τυχαίο που η τελευταία αντίδραση της μητέρας είναι τα «βουβά δάκρυα», ενώ της Ιρένε ένα «αχνό χαμόγελο».
Σχόλιο: Πάντως και οι δύο αυτές νουβέλες έχουν μια θεματική συγγένεια: τις ερωτικές περιπέτειες που έχουν οι γυναίκες. Στήνονται δηλαδή με τέτοιο τρόπο οι ιστορίες που η βάση τους είναι η ερωτική περιπέτεια της πρωταγωνίστριας. Δηλαδή αυτής της γυναίκας που εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία αναζητώντας το κάτι διαφορετικό σε ερωτικό και συναισθηματικό επίπεδο. Το αποτέλεσμα, και στις δυο περιπτώσεις, είναι να το μετανιώνει. Στον Φόβο χάρη στον σύζυγο και στο Καυτό Μυστικό χάρη στο παιδί. Πιστεύεις ότι είναι ένας τρόπος να αναγνώσουμε την πατριαρχία της εποχής, ή δεν περνάει καθόλου από το μυαλό του συγγραφέα το συγκεκριμένο ζήτημα; Το ρωτώ γιατί βλέπουμε ότι το μοτίβο: η γυναίκα αμαρτάνει (έστω κι αν φταίει ο άντρας), μετανιώνει και ξαναγυρίζει, ενώ ο άντρας είναι η «αθώα περιστερά». Δεν ξέρω ίσως το τραβάω από τα μαλλιά, ποια η γνώμη σου;
Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, ο Μαρξ και ο Ένγκελς περιγράφουν τον αστικό γάμο με τη φράση «η κοινοκτημοσύνη των παντρεμένων γυναικών». Οι παντρεμένοι αστοί, εκτός από το να πηγαίνουν με πόρνες, «βρίσκουν μιαν ιδιαίτερη ευχαρίστηση στο να ξελογιάζουν ο ένας τη γυναίκα του άλλου». Δεν ισχυρίζομαι ότι ο Τσβάιχ πατάει στο Μανιφέστο, όμως κρατώ κατά νου ότι έχει την τάση να μην κατακρίνει ευθέως την κοινωνία, παρά να παρουσιάζει περιπτώσεις ατόμων που αποκρυσταλλώνουν τα κοινωνικά προβλήματα. Διαβάζοντας αυτά τα δύο έργα, σχηματίζεται καθαρά στο μυαλό μου ένα ερώτημα, στο οποίο πιστεύω πως ο Τσβάιχ προσπαθεί να απαντήσει, αλλά με διαφορετικό τρόπο σε καθένα από αυτά: «Ναι στον γάμο, αλλά σε τι είδους γάμο;».
Ο αστικός γάμος ήταν ένα εργαλείο κοινωνικού ελέγχου και, συγχρόνως, αποτελούσε τη χρυσή τομή μεταξύ της αποχής από το σεξ (που θα μπορούσε να οδηγήσει σε νευρασθένειες) και την υπερβάλλουσα σεξουαλική δραστηριότητα (που συνδεόταν με την ανηθικότητα, τις ασθένειες κ.τ.λ.). Επιπλέον, η βάση του δεν ήταν τόσο ο έρωτας όσο το χρήμα, η οικογενειακή περιουσία. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι δυνατόν να μιλάει κανείς για ευτυχή έγγαμο βίο και μονογαμία; Η τελευταία θα μπορούσε να υπάρξει όπου θα υπήρχε και πραγματικός έρωτας.
Υποθέτω, λοιπόν, ότι η απιστία της Ιρένε και της μητέρας του Έντγκαρ αποτελεί μια πράξη εξέγερσης ενάντια σε μια κοινωνία έμφυλων ανισοτήτων και σε γάμους μέσα στους οποίους είναι δυστυχισμένες, βαθιά απεγνωσμένες και ανίκανες να εκπληρώσουν τις συναισθηματικές και τις σεξουαλικές τους ανάγκες με έναν κοινωνικά αποδεκτό τρόπο. Και ο Τσβάιχ, με τον τρόπο του, ξεσκεπάζει τη σάπια ηθική και την υποκρισία που οδηγεί τους ανθρώπους στην (αυτο)καταστροφή, προκρίνοντας μιαν άλλη βάση για τις ανθρώπινες σχέσεις: τον έρωτα και την αγάπη. Ή όπως το έβλεπε Ιρένε:
«Μέχρι τώρα είχε ζήσει μια δραστήρια κοινωνική ζωή, κινούμενη μέσα στην πολύβουη, φλύαρη κοινότητα των εύπορων κύκλων –στην πραγματικότητα είχε ζήσει αποκλειστικά και μόνο για λογαριασμό τους–, τώρα πια όμως, έχοντας φυλακιστεί για μία εβδομάδα μέσα στο ίδιο της το σπίτι, διαπίστωνε πως δεν τις έλειπαν καθόλου, δεν ένιωθε την παραμικρή στέρηση, παρά μόνο αηδία γι’ αυτές τις κενές ενασχολήσεις των αργόσχολων· άθελά της, αυτό το πρώτο έντονο συναίσθημα που είχε την τύχη να νιώσει έγινε το δικό της μέτρο σύγκρισης για τη ρηχότητα των προηγούμενων προτιμήσεών της, καθώς και για τη διαρκή αμέλειά της να δείχνει εμπράκτως την αγάπη της».
[1].Πολύ κατατοπιστική είναι και η μελέτη της Τατιάνας Λιάνη σχετικά με τη Μεταφραστική τύχη του Τσβάιχ στην Ελλάδα, η οποία είναι διαθέσιμη στον ακόλουθο σύνδεσμο: https://www.enl.auth.gr/translation/PDF/Liani.pdf .
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Φλεβάρης 2023
Η Εύη Μαυρομμάτη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Είναι απόφοιτη του Γερμανικού τμήματος του ΕΚΕΜΕΛ. Εργάζεται στο χώρο του βιβλίου ως μεταφράστρια και επιμελήτρια. Το 2014 ήταν υποψήφια για το Βραβείο Μετάφρασης Γερμανόφωνης Λογοτεχνίας Goethe Institut Athen. Έχει μεταφράσει ποιήματα της Else Lasker-Schüler, του Richard Εxner, του Georg Trakl και του Rainer Maria Rilke, διηγήματα των Gottfried Keller και E.T.A. Hoffmann, καθώς και δοκίμια των Siegmund Freud, Aby Warburg, Friedrich Nietzsche, Alice Miller και Isolde Charim. Επίσης, το 2018 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ροές η πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο “Όχι τα λόγια”, ενώ βρίσκεται υπό έκδοση από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν η δεύτερη δική της δουλειά, “Το όνειρο του Οιδίποδα. Μια τραγωδία εν κρανίω”.