Ποιο είναι το νόημα της ζωής;
*Eric Cantona, «What is the meaning of life?», 12/10/2019, The Players Tribune.
η μετάφραση έγινε από τον Έκτορα Καρβούνη
Το ποδόσφαιρο δίνει νόημα στην ζωή σου.
Το πιστεύω στα αλήθεια αυτό.
Αλλά η ζωή σου, η ιστορία σου, η ουσία σου, δίνουν επίσης νόημα στο ποδόσφαιρό σου.
Θα μιλήσω για κάποια πράγματα για τα οποία σχεδόν ποτέ δεν συζητώ. Νιώθω την ανάγκη να σας πω μια ιστορία η οποία με έκανε να είμαι αυτός που είμαι.
Συνέβη πριν καν γεννηθώ.
Πρέπει να πάμε πίσω στο 1939, κατά την διάρκεια του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου. Ο παππούς μου από την μεριά της μητέρας μου ήταν από την Βαρκελώνη, και πολέμησε ενάντια στον δικτάτορα Φράνκο μέχρι το πικρό τέλος. Στο τέλος του πολέμου ήταν καταζητούμενος, και είχε μονάχα λίγα λεπτά για να αποδράσει πριν οι εθνικιστές στρατιώτες κατακτήσουν την πόλη. Έπρεπε να διανύσει τα Πυρηναία βουνά με τα πόδια για να φτάσει στην Γαλλία, και δεν είχε καν την ευκαιρία για να αποχαιρετιστεί με τον πρέποντα τρόπο. Αυτό ήταν το τέλος. Ζωή ή θάνατος.
Πριν λοιπόν φύγει, πήγε να βρει την κοπέλα του και να την ρωτήσει, «είσαι έτοιμη να με ακολουθήσεις»;
Ήταν 28 χρονών. Αυτή 18. Έπρεπε να αφήσει πίσω την οικογένειά της, τους φίλους της, τα πάντα.
Αλλά είπε «ναι, φυσικά».
Αυτή ήταν η γιαγιά μου.
Το έσκασαν για τους προσφυγικούς καταυλισμούς στην Argelès-sur-Mer, στα παράκτια της Γαλλίας. Πάνω από 100.000 Ισπανοί πρόσφυγες έγιναν δεκτοί εκεί πέρα. Μπορείτε να φανταστείτε τι θα γινόταν αν οι Γάλλοι τους είχαν διώξει όλους από εκεί; Αντιθέτως τους έδειξαν συμπόνια, όπως η ανθρωπότητα πρέπει πάντοτε να δείχνει σε αυτούς που υποφέρουν. Οι γονείς των γονιών μου είχαν φτάσει δίχως να έχουν τίποτα μαζί τους. Έπρεπε να αρχίσουν τις ζωές τους από την αρχή χτίζοντας ένα φράγμα για την Saint-Étienne Cantalès. Αυτή είναι η ζωή των μεταναστών. Πας εκεί που πρέπει να πας. Κάνεις αυτό που πρέπει να κάνεις. Έτσι και πήγαν. Και έφτιαξαν μια ζωή για τους εαυτούς τους.
Η μητέρα μου γεννήθηκε εκεί λίγα χρόνια αργότερα και έπειτα η οικογένεια μεταφέρθηκε σταδιακά στην Μασσαλία.
Αυτή είναι η ιστορία του αίματός μου. Αυτή με έφτιαξε ως τον άνθρωπο που είμαι. Αλλά υπήρξε στο μυαλό μου σαν όνειρο. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες αυτών των θυσιών, μόνο ιστορίες. Δεν υπήρχε τίποτα από αυτήν την εποχή να αγγίξω, να δω. Το 2007 όμως, η διάσημη «Μεξικάνικη Βαλίτσα» του φωτογράφου Robert Capa βρέθηκε σε ένα σπίτι στην Πόλη του Μεξικό. Μέσα σε αυτήν υπήρχαν πάνω από 4,500 αρνητικά από όλον τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο τα οποία έλειπαν για πάνω από 60 χρόνια. Το πώς έφτασαν στο Μεξικό, είναι κάτι που δεν το ξέρει κανείς.
Ήμουν πολύ περίεργος, έτσι όταν έκαναν μια έκθεση των φωτογραφιών στην Νέα Υόρκη, πήγα με την γυναίκα μου.
Οι περισσότερες από τις φωτογραφίες ήταν απλώς πολύ μικρές αρνητικές. Χιλιάδες στον αριθμό. Έπρεπε να τις κοιτάς μέσα από μεγεθυντικό φακό. Αλλά και κάποιες από τις φωτογραφίες στο κέντρο της έκθεσης ήταν τεράστιες. Σχεδόν 3 μέτρα στο ύψος. Οι άνθρωποι στις φωτογραφίες είχαν το πραγματικό τους μέγεθος. Ένιωθες σαν να μπορείς να τους αγγίξεις απλώνοντας το χέρι σου.
Και τότε ήταν που είδα τον παππού μου.
Ήταν κάτι το απίστευτο, έτσι δεν είναι;
Κι όμως ήταν εκεί, ως νεαρός. Ήμουν πεπεισμένος ότι ήταν αυτός, αλλά δεν μπορούσα να είμαι και απόλυτα σίγουρος επειδή δεν τον είχα δει ποτέ σε τόσο μικρή ηλικία. Όταν επομένως η έκθεση μεταφέρθηκε στην Γαλλία κάποιους μήνες αργότερα, πήγα την μητέρα μου να την δει.
Και να τος πάλι εκεί, ως ένας νεαρός άνδρας.
«Είναι πράγματι αυτός», ρώτησα.
Και η μητέρα μου απάντησε «ναι, αυτός είναι. Είναι την στιγμή που το έσκασαν για τα βουνά.»
Ήταν απίστευτο.
Φανταστείτε εάν ο παππούς μου δεν τα είχε καταφέρει. Φανταστείτε εάν η γιαγιά μου δεν τον είχε ακολουθήσει. Ίσως τότε η μητέρα μου να μην είχε υπάρξει. Ίσως τότε εγώ να μην είχα υπάρξει. Ωστόσο, αυτό είναι μόνο η μισή πλευρά της ιστορίας. Υπάρχει ακόμα μία φωτογραφία που έπλασε την ζωή μου.
Οι γονείς του άλλου μου παππού ήταν επίσης μετανάστες. Ήρθαν στην Γαλλία από την Σαρδηνία για να ξεφύγουν από την φτώχεια το 1911. Τρία χρόνια αφότου έφτασαν, ο προπάππους μου κλήθηκε να υπηρετήσει στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο ήρθε σε τόση επαφή με καπνούς και αέρια ώστε να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του καπνίζοντας ευκάλυπτο για να μπορέσει να ανασάνει καλύτερα.
Ο γιος του, ο παππούς μου, πολέμησε για τους Γάλλους στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και όταν επέστρεψε έγινε οικοδόμος. Σταδιακά αποταμίευσε αρκετά λεφτά για να αγοράσει το δικό του κομμάτι γης στην βουνοκορφή της συνοικίας της Μασσαλίας όταν ο πατέρας μου ήταν έφηβος. Το κτήμα είχε μια μικρή σπηλιά. Έπρεπε να ζήσουν κάπου όσο ο παππού μου έχτιζε το σπίτι, έτσι τι έκαναν; Απλό. Έζησαν μέσα σε αυτήν την σπηλιά για δύο χρόνια. Το μόνο πράγμα το οποίο είχαν για να ζεσταίνουν την σπηλιά ήταν μια κουζίνα. Ακούγεται σαν ένας από αυτούς τους μύθους που σου λέει η οικογένειά σου για «τα παλιά χρόνια», αλλά υπάρχει πράγματι μια φωτογραφία από τον χειμώνα του 1956 με τον πατέρα μου και τους γονείς του μέσα στην σπηλιά, τυλιγμένους με κουβέρτες για να ζεσταθούν.
Ο παππούς μου έχτιζε την σπηλιά αυτή για χρόνια. Πρώτα, έφτιαξε μια εσοχή, μετά μια αυλή και μετά από πάν έφτιαξε ένα σπίτι για τους γονείς μου. Αυτό είναι το σπίτι στο οποίο μεγάλωσα. Αυτό κληρονόμησα. Αυτό είναι το αίμα μου. Μία από τις πρώτες μου αναμνήσεις είναι να κουβαλάω 10 σακιά με άμμο πάνω στον λόφο για το σπίτι το οποίο ακόμα τότε κατασκεύαζαν. Μονάχα αφού το έκανα αυτό επιτρεπόταν να πάω να παίξω ποδόσφαιρο. Κατά την διάρκεια της μέρας ο πατέρας μου δούλευε το σπίτι, και την νύχτα δούλευε ως νοσοκόμος σε ψυχιατρικό νοσοκομείο. Αλλά ακόμα και αυτό το μέρος της ιστορίας έχει ένα ιδιαίτερο νόημα.
Υπάρχει λόγος για τον οποίο ο πατέρας μου έγινε νοσοκόμος σε αυτό το συγκεκριμένο νοσοκομείο. Έγινε γιατί ο νονός του ήταν ασθενής εκεί. Το όνομά του ήταν Sauveur και ήταν ο αδερφός του πατέρα μου. Τον είχαν πάρει αιχμάλωτο για πέντε χρόνια κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και μετά από το τραύμα αυτής της εμπειρίας, κατέληξε να εισαχθεί στο νοσοκομείο Edouard Toulouse. Ο πατέρας μου ήταν τόσο πολύ δεμένος με τον Sauveur, όπου τον ενέπνευσε να γίνει νοσοκόμος σε ψυχιατρείο. Κατέληξε στην ίδια μονάδα με τον νονό του, και τον φρόντιζε κάθε βράδυ.
Αυτή είναι η οικογένειά μου. Αυτή είναι η ιστορία μου. Αυτή είναι η ψυχή μου. Έχω ζήσει σε όλον τον κόσμο. Για του λόγου του αληθές, μόλις πέρυσι αγόρασα μια αγροτική ιδιοκτησία στην Σαρδηνία για να επανασυνδεθώ με την ιστορία της οικογένειάς μου. Ωστόσο, θα αγαπώ πάντοτε με όλη μου την καρδιά την Μασσαλία καθώς με όλες τις αναμνήσεις της με έχει στιγματίσει. Θα είναι για πάντα η πόλη μου.
Όταν οι άνθρωποι με ρωτάνε γιατί έπαιζα ποδόσφαιρο με τον τρόπο που έπαιζα, αυτή είναι η απάντηση. Το ποδόσφαιρο δίνει νόημα στην ζωή, ναι. Αλλά και η ζωή δίνει νόημα στο ποδόσφαιρο. Σχεδόν ποτέ δεν συζητώ προσωπικές ιστορίες, ειδικά ιστορίες σχετικά με τον νονό του πατέρα μου. Είναι πολύ δύσκολο να μιλάω για αυτές. Όταν το κάνω, νιώθω σαν να μου μιλούν άγγελοι. Ωστόσο, μοιράζομαι αυτήν την ιστορία για έναν σημαντικό σκοπό.
Ζούμε σε εποχές εξαπλωμένης φτώχειας, πολέμου και μετανάστευσης. Υπάρχουν πολύ περισσότεροι άνθρωποι που δεν μπορούν να πληρώσουν για μια μπάλα ποδοσφαίρου από ανθρώπους που μπορούν να ξοδέψουν 200 ευρώ για να δουν ένα ματς στην Premier League, ή 400 ευρώ τον χρόνο για να τα βλέπουν από την τηλεόραση. Το ποδόσφαιρο είναι από τους μεγάλους δασκάλους της ζωής. Είναι από τις μεγάλες εμπνεύσεις της ζωής. Αλλά το τωρινό επιχειρηματικό μοντέλο αγνοεί τόσα πολλά πράγματα για τον κόσμο.
Οι φτωχές γειτονιές χρειάζονται το ποδόσφαιρο όσο και το ποδόσφαιρο χρειάζεται τις φτωχές γειτονιές. Χρειάζεται να στηρίξουμε ένα ποδόσφαιρο με μεγαλύτερη βιωσιμότητα, συμπερίληψη, ένα ποδόσφαιρο πιο θετικό και από μεριάς μου θα κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω σε αυτό. Γι’ αυτό συμμετέχω στο κίνημα Common Goal ως ο πρώτος τους μέντορας.
Η αποστολή του Common Goal είναι να μεταφέρει το 1% του κέρδους ολόκληρης της ποδοσφαιρικής κοινότητας σε ποδοσφαιρικές φιλανθρωπικές οργανώσεις βάσης, και πάνω από 60 ποδοσφαιριστές ήδη δέσμευσαν το 1% των μισθών τους. Το όμορφο της υπόθεσης είναι ότι είναι ποδοσφαιριστές από μεγάλα σωματεία, από μικρά, άντρες, γυναίκες, από πρωταθλήματα σε όλον τον κόσμο.
Το ποδόσφαιρο πρέπει να είναι για τους ανθρώπους. Αυτό δεν χρειάζεται να είναι μια ουτοπική ιδέα. Δεν υπάρχει κανένας λόγος που οι μεγαλύτεροι δρώντες του παιχνιδιού δεν μπορούν να συνεργαστούν και να υποστηρίξουν τις κοινωνικές πτυχές του ποδοσφαίρου. Όλοι εμείς, είτε είμαστε φτωχοί είτε πλούσιοι, μετανάστες οι 10ης γενιάς πολίτες, βρίσκουμε την ίδια απλή χαρά στο παιχνίδι του ποδοσφαίρου. Μιλάμε την ίδια γλώσσα. Νιώθουμε τα ίδια συναισθήματα.
Όλον τον καιρό, με ρωτάνε τις ίδιες ερωτήσεις σχετικά με την καριέρα μου.
«Πώς ήταν να παίζεις για τις United; Γιατί τα πήγαινες τόσο καλά;»
Οι άνθρωποι περιμένουν κάποια σύνθετη απάντηση. Θέλουν κάποιο μυστικό πιστεύω.
Αλλά η απάντηση είναι απλή. Ο Sir Alex Ferguson ήταν ο κορυφαίος σε ένα πράγμα· όποτε μπαίναμε στο γήπεδο για αγώνα, μετά από ώρες και ώρες δουλειάς μας επιτρεπόταν να είμαστε ελεύθεροι. Νιώθαμε απόλυτη ελευθερία να πηγαίνουμε όπου θέλουμε, να παίζουμε όπως θέλουμε.
Δεν θα μπορούσα να ανεχτώ το ποδόσφαιρο με άλλον τρόπο.
Τι είναι το ποδόσφαιρο εάν όχι ελευθερία;
Οπότε, παρακαλώ, επιτρέψτε μου να κάνω αυτήν την απλή ερώτηση σε αυτούς που ηγούνται το παγκόσμιο παιχνίδι – τους ποδοσφαιριστές, τους ατζέντες, τους χορηγούς, τις επιτροπές…
Τι είναι το ποδόσφαιρο εάν όχι ελευθερία;
Τι είναι η ζωή εάν όχι ελευθερία;
Ποιο είναι το νόημα στη ζωή;
Πιστεύω ότι μπορούμε όλοι να συμφωνήσουμε ότι μπορούμε να κάνουμε περισσότερα για την ανθρωπότητα.
Τώρα ξέρεις την ιστορία μου. Προέρχομαι από μια γενιά μεταναστών και επαναστατών και στρατιωτών και εργατών. Δεν είχαμε πάρα πολλά όταν ήμουν παιδί, αλλά για μένα, η αλήθεια της ζωής ήταν στο ότι εκστασιαζόμασταν με τα μικρά πράγματα.
Με ένα πικ-νικ ίσως με την οικογένειά μας. Τρία ζευγάρια κάλτσες τυλιγμένα σε μια μπάλα και δεμένα με ένα κορδόνι. Παίζαμε ποδόσφαιρο στον ήλιο. Μετά ξαπλώναμε στο γρασίδι.
Θαυμάζαμε τα πάντα και τίποτα.
Όταν αποσύρθηκα από το ποδόσφαιρο, 30 χρονών, ξέρετε τι έκανα; Ήταν πολύ ξεχωριστό αυτό για μένα. Πήγα να ζήσω στην πόλη από την οποία ο παππούς και η γιαγιά μου έπρεπε να δραπετεύσουν το 1939. Πήγα να ζήσω στην Βαρκελώνη.
επιμέλεια
Βαγγέλης Μπουμπάκης
20/11/2019