Εκείνη τη μέρα…
Λένε ότι με τα μουντιάλ μετρά κάποιος την ηλικία του. Από το πρώτο μουντιάλ που θα παρακολουθήσει πολλές φορές ερωτεύεται μια για πάντα το ποδόσφαιρο. Δεν ξέρω γιατί συμβαίνει αυτό. Ίσως γιατί αργεί μια τετραετία; Ίσως ακόμα, οι πολύχρωμες σημαίες, οι εθνικές ομάδες, ότι γίνεται σε μια χώρα; Δεν ξέρω. Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι.
Η λατρεία μου πάντως για το ποδόσφαιρο ξεκινά πολύ πριν από το πρώτο μουντιάλ που είδα. Δεν μπορώ να το εξηγήσω ακόμα και σήμερα. Η μάνα μου το απεχθάνεται, ο πατέρας μου απλά το παρακολουθεί, χωρίς φανατισμό, χωρίς να τρελαίνεται με μια συγκεκριμένη ομάδα. Απλά το παρακολουθεί. Το επισημαίνω γιατί δεν μπορώ να εξηγήσω την δική μου τρέλα για το ποδόσφαιρο. Και πόσο μάλλον για την ομάδα μου. Κλαίω, γελάω, εξτασιάζομαι, παθιάζομαι, στεναχωριέμαι, θυμώνω. Μπορώ να αραδιάσω ένα σωρό συναισθήματα. Ανώφελο. Αυτός που υποστηρίζει με πάθος μια ομάδα καταλαβαίνει. Ο οπαδός επίσης καταλαβαίνει. Οι λέξεις αδυνατούν να περιγράψουν το πως νιώθει. Ή ίσως είναι μια δικαιολογία της συγγραφικής μου ανικανότητας.
Όπως είδη υποψιάζεστε δεκάρα δεν μου καιγόταν για τις εθνικές ομάδες μέχρι το 1994. Ήμουν εννιά χρονών. Η μόνη ομάδα που με ενδιέφερε ήταν ο ΟΦΗ. Η μόνη φανέλα που φορούσα ήταν η ασπρόμαυρη.
Όλη την άνοιξη που προηγήθηκε του μουντιάλ, από τα ραδιόφωνα και τις τηλεοράσεις συνεχώς ακουγόταν: γεια σου Ελλάδα ποιος θεός δεν θαύμασε τα θαύματά σου!!!!
Προσπαθούσα να καταλάβω ποια θαύματα θαύμαζαν οι θεοί! Μάταια. Προσπαθούσε και ο πατέρας μου να μου εξηγήσει. Μάταια και πάλι.
–μα δεν καταλαβαίνεις! Προκρίθηκε η εθνική Ελλάδος στο μουντιάλ!
–ε, και;
–Θα παίξει στο μουντιάλ!
–και ποιο είναι το κατόρθωμα;
Προσπαθούσε να με πείσει ότι και εγώ υποστήριζα την εθνική, γιατί λέει, όλοι οι Έλληνες υποστηρίζουν την εθνική τους ομάδα.
–μα και εσύ είσαι εθνική Ελλάδος!
–ΟΧΙ! εγώ είμαι ΟΦΗ!
–ε, ναι, ΟΦΗ και εθνική!
–ε, όχι, ΟΦΗ και τέλος!
Δεν μπορούσα να καταλάβω. Εις μάτην προσπαθούσαν να με πείσουν.
Ήρθε το καλοκαίρι. Όπως κάθε καλοκαίρι έτσι και εκείνο έπαιρνα την μπάλα μου, φορούσα τη φανέλα μου – την γνωστή- και κατέβαινα στο δρόμο να αναπαραστήσω κάποιον αγώνα του ΟΦΗ της περασμένης χρονιάς!
Ξαφνικά με φωνάζει ο πατέρας μου να ανέβω στο σπίτι. Ξεκινάει ο αγώνας, μου λέει. Μετά από πολλή σκέψη και αφού ούτως ή άλλως, μπάλα θα έβλεπα, πήρα την απόφαση να ανέβω.
Ξεκινούσε το μουντιάλ. Η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε την Αργεντινή του 34χρονου Μαραντόνα. Μου ήρθε να βάλω τα γέλια! Ήταν αστείο που όλη μου η οικογένεια πίστευε πως έχουμε έστω και μια ελπίδα να μη διασυρθούμε! Θα βλέπαμε το παιχνίδι στο σπίτι του θείου μου. Στον αδερφό του πατέρα μου που έμενε δεύτερο όροφο, πάνω ακριβώς από το σπίτι μας. Μαζί μας θα ήταν και δυο φίλοι του. Την πεντάδα συμπληρώναμε ο πατέρας μου και εγώ. Ακόμα δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί υποστήριζαν με τόση ζέση την εθνική Ελλάδος. Ήταν κάτι τελείως ξένο για μένα που τους έβλεπα να φοράνε φανέλες με το εθνόσημο και να τραγουδάνε ένα ποίημα αντί για συνθήματα εμψύχωσης.
–γιατί υποστηρίζετε την Ελλάδα;
–γιατί είμαστε Έλληνες! (Όλοι με μια φωνή)
–και τι σχέση έχει το ποδόσφαιρο με αυτό;
Σιγή..
Το μόνο που γνώριζα για την εθνική ήταν ότι έπαιζαν δυο παίχτες του ΟΦΗ, ο Μαχλάς και ο Αλεξούδης!
Ξεκίνησε το ματς. Πριν συμπληρωθεί το δεύτερο λεπτό το σκορ ήταν 1-0. Έκρυψαν τη μπάλα και με ασύλληπτες κινήσεις που δεν τις προλάβαινε ούτε η κάμερα βρεθήκαν κυριολεκτικά με την μπάλα στα δίχτυα. Στα τριάντα τέσσερά του o Μαραντόνα κάνει κινήσεις εικοσάχρονου. Δεν μπορούν να τον πιάσουν τον κοιτούν αποσβολωμένοι πως ανακαλύπτει κάθε φορά και άλλη κίνηση για να μην τον σκοτώσουν. Τα τάκλιν που δέχεται είναι δολοφονικά. Μένω με το στόμα ανοιχτό, μαγεύομαι, ερωτεύομαι το μάγο της μπάλας. Δεν υπάρχει πια παιχνίδι για μένα. Σταματάει το ρολόι. Παγώνει ο χρόνος. Τον βλέπω. Μόνο Αυτόν. Με την μπάλα ή χωρίς αυτήν. Είναι ανάλαφρος σαν χορευτής του θεάτρου Μπολσόι. Με ένα άγγιγμα της μπάλας αφήνει ηλίθιους τους προσωπικούς του αντιπάλους. Στο τρίτο γκολ που πετυχαίνει η Αργεντινή κρύβουν ξανά την μπάλα σε δυο τετραγωνικά ο Ρεδόνδο, ο Μπατιστούτα και ο Μαραντόνα, με τον τελευταίο, από το ύψος της περιοχής να στέλνει την μπάλα στο δεξί γάμα του τερματοφύλακα της εθνικής Ελλάδος.
Αμέσως μετά πηγαίνει να πανηγυρίσει στην κάμερα του γηπέδου. Τα μάτια του γυάλιζαν. Φώναζε γκολλλλλ και τα σάλια του γέμισαν την κάμερα. Νόμιζα πως αφιέρωνε το γκολ σε μένα!
Ο πατέρας μου και οι υπόλοιποι θαμώνες άρχισαν να τον βρίζουν.
Εγώ βρισκόμουν σε εσωτερικό αναβρασμό. Ήταν σε έκσταση και το τελευταίο μου κύτταρο. Μου απηύθυναν το λόγο για πρώτη φορά συλλογιζόμενοι πως στεναχωρήθηκα με το διασυρμό της Ελλάδας.
–είδες τον αλήτη!
–είδατε το γκολ;
–με τα ναρκωτικά και εμείς κάνουμε παπάδες;
–Παπάδες μπορεί! Ποδόσφαιρο όμως δεν παίζετε!
Έκλαιγα από χαρά, από έξταση για το τρίτο γκολ του Ντιέγο, φωνάζοντας με όλη μου τη δύναμη ΓΚΟΛ και έφυγα από το σπίτι.
Εκείνη τη μέρα είδα το Θεό με τα μάτια μου. Κάθε φορά που ξεκινά το μουντιάλ περιμένω με την ίδια παιδική αθωότητα να τον αντικρίσω ξανά. Περιμένω να φοράει την ίδια φανέλα. Αυτή που φορούσε εκείνη τη μέρα…
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Απρίλης 2020
*Πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό HUMBA! τεύχος 39.