Αφορμή για τη συζήτηση με τον Γιάννη Χλιουνάκη είναι η έκδοση του δεύτερου βιβλίου του με τίτλο «Παράταιρη Επανάσταση-σημειώσεις για την κοινωνική σύγκρουση 1943-1945» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.
————————
Β.Μ:Γιατί Παράταιρη Επανάσταση;
Το ερώτημα, όπως εγώ το αντιλαμβάνομαι, αφορά τόσο το ουσιαστικό όσο και το επίθετο.
Πρώτα για το ουσιαστικό: Σε αντιπαράθεση με το κυρίαρχο αφήγημα, σύμφωνα με το οποίο στην Κατοχή οι Έλληνες στάθηκαν ενωμένοι απέναντι στους ξένους κατακτητές και τους ελάχιστους άθλιους συνεργάτες των, η άποψη του βιβλίου είναι ότι στην περίοδο αυτή, ιδιαίτερα από την άνοιξη του ’43 και μετά, στη χώρα ξεδιπλώνεται μια μεγάλη και βίαιη κοινωνική σύγκρουση που γρήγορα εκβάλλει σε επαναστατική κρίση. Πρόκειται, μετά το ρωσικό και τον ισπανικό για τον τρίτο μεγάλο επαναστατικό τρανταγμό του εικοστού αιώνα στη Ευρώπη∙ σε πόσες άραγε μεγάλες πόλεις της ηπείρου έγινε κάτι συγκρίσιμο με τα Δεκεμβριανά;
Όμως, περνώντας τώρα στο επίθετο, η Επανάσταση αυτή αποκλίνει, σε σημαντικά χαρακτηριστικά της, από την εικόνα που σκιαγραφεί η θεωρία. Το συμπαγές βιομηχανικό προλεταριάτο, η κύρια επαναστατική δύναμη σύμφωνα με τις προβλέψεις του «ορθόδοξου» μαρξισμού, δεν είναι βέβαια το επικρατέστερο στοιχείο μέσα στον εαμικό λαό. Ακόμη, η απαίτηση της αγροτικής μεταρρύθμιση, αυτός ο ισχυρός πυροδότης του ριζοσπαστισμού στο χωριό, δεν είναι παρούσα εδώ∙ η αδήριτη αναγκαιότητα της εγκατάστασης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων επέβαλε, από το 1923, την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών. Το ΕΑΜ δεν πρόβαλε ποτέ ένα πρόγραμμα κοινωνικού μετασχηματισμού και αυτός είναι, νομίζω, ο σημαντικότερος από τους λόγους για τους οποίους μπορούμε να χαρακτηρίσουμε αυτή την Επανάσταση παράταιρη.
Όμως βέβαια δεν πρόκειται για επανάσταση χωρίς αιτία. Η παταγώδης κατάρρευση του κράτους, με τη γερμανική εισβολή τον Απρίλη του 1941, οδήγησε στο σοβαρό κλονισμό όλων των εξουσιαστικών σχέσεων που κυβερνούν την «κανονικότητα» της ζωής. Άρα, καθώς η Απελευθέρωση γίνεται ορατή, το θέμα της ανασύστασης του κράτους αποκτά την ευρύτερη σημασία της παλινόρθωσης του παλιού καθεστώτος. Ο αστικός κόσμος, ξεπερνώντας γρήγορα τις παλιές αντιθέσεις του, θα βρεθεί ενωμένος την υπόθεση αυτή. Στους αντίποδες, για τον εαμικό λαό, που έχει κινητοποιηθεί και οργανωθεί, που κουβαλά μια καταθλιπτική εμπειρία, μια τέτοια παλινόρθωση είναι αδιανόητη αδικία. Ένα συγκεχυμένο και ακαθόριστο αλλά θερμό και παθιασμένο σύνολο από ελπίδες και προσδοκίες θα βρει την έκφρασή του με το σύνθημα ΛΑΟΚΡΑΤΙΑ!
Δυο στρατόπεδα λοιπόν και μια χώρα στην περιδίνηση του διπόλου Επανάσταση/Αντεπανάσταση.
Β.Μ: Τι θα διαβάσει και τι θα «μάθει» ο αναγνώστης στην Παράταιρη Επανάσταση;
Δεν είμαι ιστορικός και η Παράταιρη Επανάσταση δεν είναι βέβαια μια ιστορική μελέτη. Τα μικρά χρονολόγια που παρεμβάλλονται σε διάφορα σημεία του βιβλίου θέλουν μόνο να λειτουργήσουν σαν οδηγοί προσανατολισμού για τους λιγότερο κατατοπισμένους αναγνώστες. Το βιβλίο φιλοδοξεί να συμβάλλει στη συγκρότηση ενός ερμηνευτικού σχήματος, στη δημιουργία ενός «σημείου θέασης» του μεγαλόπρεπου και τραγικού σκηνικού Ένας στοχασμός για την Επανάσταση βασισμένος στην Ιστορία, είναι η Παράταιρη Επανάσταση.
Ανάμεσα λοιπόν σ’ εκείνα που θα «μάθει» ο αναγνώστης –είναι πολύ εύστοχη η τοποθέτηση των εισαγωγικών- θα ξεχώριζα, πέρα από τα βασικά που αναφέρθηκαν στην απάντηση της πρώτης ερώτησης, τρεις θέσεις που όλες έρχονται σε αντίθεση, μικρότερη είτε μεγαλύτερη, με παφιωμένα σχήματα και στερεοτυπίες που κυβερνούν την αριστερή σκέψη:
- Εστία της Επανάστασης είναι η μεγάλη πόλη και μάλιστα ο προσφυγικός συνοικισμός μέσα σ’ αυτή. Υπάρχουν βέβαια και παίζουν μεγάλο ρόλο το αντάρτικο και η Ελεύθερη Ελλάδα, μάλιστα εκεί η εσωτερική σύγκρουση είναι, ήδη στην Κατοχή, ακόμη βιαιότερη από όσο στην Αθήνα. Όμως στο ερώτημα γιατί μόνο στην Ελλάδα μέσα σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη είχαμε αυτή τη δραματική κλιμάκωση; η απάντηση, ανάμεσα στους πολλούς παράγοντες που έπαιξαν ρόλο πρέπει, νομίζω, να αναδείχνει τον κυρίαρχο. Πουθενά στην Ευρώπη δεν υπήρξε κάτι συγκρίσιμο με το 1922. Μέσα στους προσφυγικούς συνοικισμούς που σα στεφάνι περισφίγγουν το κέντρο της πόλης, για είκοσι ολόκληρα χρόνια καθημερινά φορτίζονται τεράστια συγκρουσιακά δυναμικά και διαμορφώνονται, με ένα ορισμένο τρόπο, οι κώδικες της αναγνώρισης και της αυτοαναγνώρισης των ανθρώπων. Στο έδαφος αυτό οι συνθήκες που διαμόρφωσαν η Κατοχή και η κατάρρευση του κράτους, ο λιμός του χειμώνα του ’41 – ’42, η οργάνωση και η πολιτική κινητοποίηση που πέτυχαν οι κομμουνιστές, δρομολόγησαν συγκλονιστικές εξελίξεις.
- Μια μόνιμη ροπή της αριστερής σκέψης είναι να αντιλαμβάνεται τα προβλήματα της εαμικής Επανάστασης περιορισμένα -κυρίως ή αποκλειστικά- στη στρατιωτική τους διάσταση. Συνοδευόμενη η τάση αυτή από μια φαντασιακή εικόνα για τη δύναμη και την επιχειρησιακή ικανότητα του ΕΛΑΣ, ενός αυτοσχέδιου αντάρτικου στρατού αγροτών, οδηγεί σε μια θεώρηση εντελώς παραπλανητικής σχετικά με τους όρους και τους συσχετισμούς της μεγάλης αναμέτρησης. Σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή το ΚΚΕ και το ΕΑΜ “τα είχαν όλα στο πιάτο” το καλοκαίρι του 1944 και θα μπορούσαν να είχαν «καθαρίσει» με μια ματ στρατιωτική κίνηση στο κέντρο της Αθήνας, όταν επιτέλους αποχώρησαν οι Γερμανοί. Όμως κάθε Επανάσταση είναι πάντα ένας πρώτης γραμμής πολιτικός αγώνας και η εαμική Επανάσταση αντιμετώπισε, σε όλες τις φάσεις της εκδίπλωσής της, σοβαρότατα πολιτικά προβλήματα που οξύνονται όσο αυτή βαδίζει προς την κορύφωσή της το Δεκέμβρη. Τα προβλήματα αυτά σχετίζονται τόσο με την εσωτερική κατάσταση, τον αγώνα για την επιβίωση και την ασφυκτική κατάσταση που δημιουργούν οι τρομερές γερμανικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις όσο και με τις ακατανόητες, για τους Έλληνες κομμουνιστές, διεθνείς συνθήκες, με τον Τσόρτσιλ να κάθεται δίπλα στο Στάλιν οριοθετώντας «σφαίρες επιρροής». Όλα αυτά δεν πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Επανάσταση στην Ελλάδα ήταν απαρχής καταδικασμένη. Πιστεύω, από θέση αρχής, ότι σε κάθε περίπτωση οι επαναστάτες θα μπορούσαν να έχουν αποφασίσει και δράσει διαφορετικά. Όμως τούτο δε μας απαλλάσσει από την προσπάθεια να κατανοούμε τις προϋποθέσεις τους και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οδηγήθηκαν στη μια ή την άλλη επιλογή.
- Η ηγεσία εκείνου του μεγάλου αγώνα, ο Σιάντος, ο Ιωαννίδης και οι άλλοι, έχει βέβαια καταπλακωθεί από το λίθο του αναθέματος, από το τρομακτικό ποιος φταίει; βγαλμένο από την ψυχή τόσων και τόσων αγωνιστών. Άποψη όμως του βιβλίου είναι ότι πρέπει να ξανασκεφτούμε τα σχετικά με την ευθύνη εκείνης της ηγεσίας. Ο στόχος δεν είναι βέβαια η δικαίωση της. Τα λάθη και τα «στραβά» είναι σίγουρα πολλά μεγάλα με πρώτα ανάμεσά τους την αδυναμία ολοκληρωμένης αναπροσαρμογής της πολιτικής τους, τη στιγμή που η κατάσταση άλλαζε ταχύτατα, την αδυναμία να συνδέσουν το «σήμερα» με το «αύριο», δίνοντας συγκεκριμένο περιεχόμενο στο σύνθημα της Λαοκρατίας. Τα λάθη όμως και οι αδυναμίες αυτές, δεν είναι «περιφερειακά» γνωρίσματα μιας στενόμυαλης και ανίκανης ηγεσίας αλλά ως χαρακτηριστικά του «πυρήνα» της κομμουνιστικής ταυτότητας, όπως αυτή διαμορφώνεται στο Μεσοπόλεμο, όταν πλέον η απελευθερωτική δυναμική της ρώσικης επανάστασης έχει εξαντληθεί, όταν στη Σοβιετική Ένωση έχουν παγιωθεί νέου τύπου εξουσιαστικές σχέσεις και ο έλεγχος των ανά τον κόσμο κομμουνιστικών κομμάτων, μέσω των μηχανισμών της Διεθνούς, έχει γίνει ασφυκτικός. Το ναυάγιο της ηγεσίας του ΚΚΕ, στην πιο μεγάλη στιγμή του, είναι μια από τις περισσότερο χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της αποτυχίας του ιστορικού κομμουνισμού και οι Έλληνες κομμουνιστές ηγέτες είναι πρόσωπα τραγικά, με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου.
Β.Μ: Τι σας ώθησε να γράψετε αυτό το βιβλίο;
Βλέπω ανθρώπους να δίνουν μάχες και να τις χάνουν έλεγε ο σημαντικός Βρετανός καλλιτέχνης, αγωνιστής και στοχαστής Ουίλιαμ Μόρις, μιλώντας για το «θέατρο της Ιστορίας» στα χρόνια του, στο 19ο αιώνα. Τι ζητάμε όμως εμείς σήμερα σ’ αυτό το θέατρο της ήττας;
Η συγκίνηση για τους ανθρώπους εκείνους, τις μαχήτριες και τους μαχητές του ΕΛΑΣ, τα κορίτσια και τα αγόρια της ΕΠΟΝ, για όλα αυτά που εκείνοι έκαναν, είναι βέβαια ένα ισχυρό κίνητρο, ίσως το πιο σημαντικό, αλλά από μόνη της δεν αρκεί. Πολύ λιγότερο θα μπορούσε να λειτουργήσει ως κίνητρο για μένα η επιθυμία να παρουσιάσω τα «διδάγματα της Ιστορίας». Είναι πολύ συζητήσιμο, νομίζω, το αν η Ιστορία «διδάσκει». Οι άνθρωποι για τους οποίους μιλά το βιβλίο ήταν πολύ διαφορετικοί από μας και οι επιλογές που είχαν δεν είναι αυτές μπροστά στις οποίες θα βρεθούν εκείνοι που στο μέλλον θα επιχειρήσουν «μεγάλά πράγματα». Τι μένει λοιπόν;
Για κάποιον που το ενδιαφέρον του είναι η επικοινωνία με τον κόσμο της ριζοσπαστικής, μαχόμενης Αριστεράς το μεγάλο θέμα είναι η αυτοσυνειδησία αυτού του χώρου, όχι το τι έγινε τότε αλλά το ποιοι είμαστε εμείς σήμερα. Στους καιρούς που ζούμε, το ζήτημα αυτό είναι ζωτικής σημασία για το παρόν και το μέλλον εκείνης της Αριστεράς στην οποία αναφέρθηκα. Αυτό το στόχο θέλει να υπηρετήσει και το βιβλίο μου που προηγήθηκε, το Ικάρια πτήση. Χρονικό της ρώσικης Επανάστασης. Θεωρώ την Παράταιρη Επανάσταση ως τη «φυσική συνέχεια» εκείνου του βιβλίου.
Βέβαια το άμεσο κίνητρο για να καταπιαστώ το έδωσε η πρόκληση της λεγόμενης ¨αναθεωρητικής Ιστορίας», με την πολύκροτη παρουσία στη δημόσια σφαίρα του ντουέτου Καλύβα – Μαραντζίδη και των ακολούθων τους.
Β.Μ: Που στοχεύσατε την έρευνά σας;
Ο στόχος μου, ήδη έχει αναφερθεί, αποτυπώνεται στον τίτλο του βιβλίου: η ανάδειξη της κοινωνικής σύγκρουσης, της δημιουργίας επαναστατικής κατάστασης εκείνα τα χρόνια. Βέβαια η αναφορά στον Πόλεμο και την Κατοχή παραπέμπει αυτόματα στο δίπολο Εθνική Αντίσταση/Δωσιλογισμός. Όμως και οι δύο αυτοί όροι, δάνειοι από την εμπειρία της δυτικής Ευρώπης, παρά το γεγονός ότι έχουν επικρατήσει και ενσωματωθεί στις δομές της ιστορικής μας συνείδησης, δεν αποδίδουν ακριβώς την κύρια πλευρά των όσων συμβαίνουν στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια.
Βέβαια δεν ήταν η πρώτη φορά κατά την οποία η κινητοποίηση των λαϊκών μαζών για την υπεράσπιση της πατρίδας εκβάλλει γρήγορα σε γενικευμένη κοινωνική – ταξική σύγκρουση. Το αρχέτυπο είναι η Παρισινή Κομμούνα και το Παρίσι του 1871 είναι διαρκώς παρών στην Αθήνα του 1944. Από την άλλη πλευρά -και σε αντίθεση με όσα συμβαίνουν π.χ. στη Γαλλία, την Ολλανδία ή το Βέλγιο, όπου ο Χίτλερ έχει αρκετούς φίλους και οπαδούς- στην Ελλάδα τέτοιοι άνθρωποι είναι ελάχιστοι. Το μεγάλο πλήθος εκείνων που είναι πρόθυμοι να πάρουν όπλα από τους Γερμανούς δε νοιάζονται για το Χίτλερ και τη Νέα Τάξη αλλά αγωνίζονται για την επόμενη μέρα, ενάντια στο ΕΑΜ και τη Λαοκρατία. Ο ελληνικός δωσιλογισμός δεν ισχυροποιείται το 1940-’41 αλλά το 1943-’44, όταν πλέον η έκβαση του πολέμου είναι για όλους δεδομένη. Το σχήμα Πατριώτες/Δωσίλογοι επισκιάζεται από τη σύγκρουση Επανάσταση/Αντεπανάσταση.
Τέλος, τη σύγκρουση των χρόνων 1943-’45 ακολουθεί ο μεγάλης κλίμακας Εμφύλιος Πόλεμος του 1946-’49. Το βιβλίο δεν αναφέρεται σε αυτόν. Το εύρος του θέματος υπερβαίνει τις δικές μου ερασιτεχνικές δυνατότητες, τη στιγμή που υπάρχουν πλέον λαμπρές και ενδελεχείς ιστορικές μελέτες, όπως αυτές των καθηγητών Γιώργου Μαργαρίτη και Πολυμέρη Βόγλη. Υπάρχει όμως και ένας ουσιαστικός λόγος για να διαχωρίσουμε τις δύο μεγάλες συγκρούσεις κι ας είναι η δεύτερη συνέχεια της πρώτης. Η πρώτη είναι το αποτέλεσμα μιας επαναστατικής διαδικασίας που την κινεί η Ελπίδα, ο κόσμος μετά τον πόλεμο θα είναι διαφορετικός, με περισσότερη ελευθερία και δικαιοσύνη. Τη δεύτερη την κινεί η Απελπισία των αγωνιστών που διαπιστώνουν ότι δεν έχουν τόπο να σταθούν στο μεταβαρκιζιανό καθεστώς της Λευκής Τρομοκρατίας. Η πρώτη είναι μια κοινωνική σύγκρουση, με εστία τη μεγάλη πόλη, η δεύτερη είναι μια σύγκρουση καθαρά στρατιωτικού χαρακτήρα από την οποία οι αγωνιστές της πόλης θα είναι, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, απόντες.
Β.Μ: Ποιο είναι το κυρίαρχο ευρωπαϊκό ρεύμα που κινούνται και οι Έλληνες αναθεωρητές ιστορικοί; Τι επιδιώκουν να αποδημήσουν και με ποιον τρόπο;
Θα ξεκινήσω λέγοντας ότι ο όρος «αναθεωρητική Ιστορία» δεν είναι καθόλου αθώος αλλά παραπλανητικός και κακόβουλος. Θεωρώ μεγάλος λάθος ότι οι αριστεροί ακαδημαϊκοί στοχαστές τον αποδέχτηκαν, έστω κι αν του απόδωσαν αρνητικό πρόσημο. Γιατί βέβαια το ζήτημα δεν είναι αν η Ιστορία αναθεωρείται ή πρέπει να αναθεωρείται. Πάντα συμβαίνει αυτό, αφού κάθε ματιά στο Παρελθόν καθοδηγείται από τις μέριμνες, τους προσανατολισμούς και τις επιλογές του Παρόντος. Όμως οι εκφραστές του ρεύματος αρέσκονται βέβαια να παρουσιάζονται ως ρηξικέλευθοι εικονοκλάστες και να χρεώνουν στους αντιπάλους των τη δογματική εμμονή σε «θέσφατα».
Το θέμα βέβαια είναι το μοτίβο το οποίο διέπει το συγκεκριμένο αναθεωρητικό εγχείρημα που ξεδιπλώνεται από τη δεκαετία του ’90, μέσα στο διανοητικό και πολιτικό κλίμα εκείνης της εποχής με πρωταγωνιστές τους Έρνστ Νόλτε και Φρανσουά Φυρέ. Σύμφωνα με αυτό για τα δεινά και τις τραγωδίες που σημαδεύουν τη νεότερη Ιστορία, παντού και πάντα, την πρώτη ευθύνη έχουν τα όνειρα και οι προσδοκίες των πληβειακών κοινωνικών στρωμάτων, τα σχέδια και η δράση των επαναστατών. Στη Γαλλία το 1793, στη Ρωσία το 1917, στην Ελλάδα το 1944 η ίδια ιστορία… Στη δική μας περίπτωση, κατά τους «αναθεωρητές» ιστορικούς, οι εαμικές ακρότητες, η «κόκκινη βία», τα ανομολόγητα σχέδια του ΚΚΕ για υφαρπαγή της εξουσίας ήταν ο βασικός παράγοντας που καθόρισε τις εξελίξεις..
Οι «αναθεωρητές» έχουν βέβαια στα χέρια τους αφθονία υλικού για να στηρίξουν τους ισχυρισμούς των. Εαμική βία, «υπερβασίες» σύμφωνα με την κομματική γλώσσα της εποχής υπήρξε πράγματι, και σε μεγάλη κλίμακα, το πρόβλημα είναι η στάθμισή του ρόλου της μέσα στην αλυσίδα των σχέσεων αιτίου – αιτιατού. Η επιλογή, για παράδειγμα, αυτού που προτιμά την «τάξη» των Γερμανών από την αυθαιρεσία του ΕΛΑΣ δεν μπορεί βέβαια να θεωρηθεί ως το υποχρεωτικό αποτέλεσμα της δεύτερης.
Οι «αναθεωρητές» δε σκοτίζονται βέβαια για τέτοιες «λεπτομέρειες» και εύκολα ξεπέφτουν σε μια ατέλειωτη επανάληψη αφόρητων κοινοτοπιών, όμως η οφειλόμενη απάντηση στην πρόκλησή τους συχνά, κατά τη γνώμη μου, αστοχεί. Αυτή θα έπρεπε να εστιάζει στο ότι οι άνθρωποι που βγήκαν στο ιστορικό προσκήνιο εκείνα τα χρόνια είχαν πολλούς και σοβαρότατους λόγους για να συγκρουστούν και να αλληλοσκοτωθούν, όποιοι κι αν ήταν οι σχεδιασμοί των Βρετανών ή του ΚΚΕ. Η εμφύλια σύγκρουση που σημάδεψε την τελευταία περίοδο της Κατοχής ήταν βέβαια μια τραγωδία, σε καμιά περίπτωση όμως δεν ήταν «ατύχημα» και «εκτροχιασμός».
Τέλος, δε θα έπρεπε να έχουμε ανάγκη την «αναθεωρητική» πρόκληση για να στοχαστούμε τα όσα σχετίζονται με την επαναστατική βία και την εξουσιαστική δυναμική. Εκείνοι που στο μέλλον θα αναλάβουν μεγάλα απελευθερωτικά εγχειρήματα, όσο διαφορετικές κι αν είναι οι συνθήκες τους από εκείνες των Ρώσων επαναστατών το 1917 ή των Ελλήνων το 1944, είναι σίγουρο ότι θα βρεθούν κι αυτοί αντιμέτωποι με το σκουλήκι στην καρδιά του φρούτου. Ας ελπίσουμε ότι θα έχουν τη σοφία και την τόλμη…
Β.Μ: Τι κενό καλύπτει στην ελληνική βιβλιογραφία η έκδοση του βιβλίου σας;
Θα επαναλάβω ότι δεν είμαι ιστορικός και το βιβλίο δεν είναι μια ακαδημαϊκή μελέτη. Τέτοιες υπάρχουν πλέον πολλές, αρκετές από τις οποίες είναι εξαιρετικές. Στηρίχθηκα σ’ αυτές για τη δική μου εργασία και δεν πιστεύω ότι η εργασία αυτή καλύπτει κάποιο βιβλιογραφικό κενό. Σίγουρα υπάρχει κάποιο κενό, στο οποίο φιλοδοξώ να παρέμβω αλλά αυτό είναι κενό σε μια ιδεολογικοπολιτική μάχη. Για το «κενό» αυτό παραπέμπω στις απαντήσεις στις δύο πρώτες ερωτήσεις σας.
Β.Μ: Πως πιστεύετε ότι μπορούμε να διασφαλίσουμε την ιστορική μνήμη, που κατά τη γνώμη μου είναι προαπαιτούμενο, για να μην έρθουμε ξανά σε μαύρες εποχές;
Λέει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν: Ακόμη και οι νεκροί δε θα ξεφύγουν από τον εχθρό, αν νικήσει. Η ιστορική μνήμη θα διαφυλαχθεί μόνο μέσα στη σφυρηλάτηση νέων δεσμών αλληλεγγύης και αγώνα, μέσα στην προετοιμασία των νέων απελευθερωτικών εγχειρημάτων. Ακριβώς σ’ εκείνους που, ψάχνοντας στα τυφλά, προετοιμάζουν αυτά τα εγχειρήματα θέλουν να μιλήσουν η Ικάρια πτήση και η Παράταιρη Επανάσταση.
Συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Μάρτης 2020
Ο Γιάννης Χλιουνάκης γεννήθηκε το 1959, στο Αμάρι Ρεθύμνου. Στα φοιτητικά του χρόνια εντάχθηκε στον χώρο της κομμουνιστικής Αριστεράς. Μετά το ’89 σπούδασε Μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και εργάστηκε στη Δημόσια Εκπαίδευση, στην Αμοργό. Σήμερα είναι διοικητικός υπάλληλος του υπουργείου Παιδείας.
Από τις εκδόσεις Τόπος κυκλοφορεί το βιβλίο του: Ικάρια πτήση: Χρονικό της ρωσικής επανάστασης (εκδόσεις Τόπος 2017).