Scroll Top

Συνάντηση με τον Κώστα Μπουρναζάκη…

1+-+%CE%91%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AE.jpg (Demo)

Η κυκλοφορία της νέας του ποιητικής συλλογής με τίτλο «Πρόσωπα και δοκιμασίες» (εκδόσεις «Ίκαρος», 2016) ήταν η αφορμή για να συναντηθούμε με τον Κώστα Μπουρναζάκη. Η συνομιλία μας τελικώς επεκτάθηκε και στα άλλα πεδία του πολύπτυχου έργου του.

Β.Μ: Διαβάζοντας την ποιητική σας συλλογή «Αρχιπέλαγος» («Ίκαρος», 1997), την ποιητική σύνθεση «Εννιά θαλασσινές μεταμορφώσεις» (γρ. 1990, δημ. 2016) και φτάνοντας στο πρόσφατο ποιητικό σας βιβλίο «Πρόσωπα και δοκιμασίες» («Ίκαρος», 2016), διαπιστώνω ότι στο έργο σας βασικό ρόλο διαδραματίζουν ο ήλιος, η θάλασσα, ο Έρωτας, ο Μύθος και η Ιστορία. Συνδετικό κρίκο όλων αυτών αποτελεί ο λόγος, η ελληνική γλώσσα. Τελικά αυτά τα στοιχεία πόσο σας επηρεάζουν αλλά και πόσο σημαντικά είναι στη ζωή σας;

Κ.Μ: Ο ήλιος, η θάλασσα, τα στοιχεία της φύσης, γενικότερα, από την αρχαιότητα εμφανίζονταν, υπερβαίνοντας την υλική τους υπόσταση, άλλοτε ως ποιητικές δυνάμεις κι άλλοτε ως θεϊκές παρουσίες. Δεν απώλεσαν ποτέ την ιερότητα και το δέος που προκαλεί η παρουσία τους, αρκεί στη θέα ή στο άγγιγμά τους, να σταθεί κάποιος με ανοιχτή αισθαντικότητα και καθαρό ψυχισμό. Έπειτα όλα ακολουθούν την παντοτινή πορεία. Ο Ρεμπώ συνέλαβε σωματοποιημένη αυτή τη διάσταση: «Λοιπόν ξαναβρέθηκε! / –Τι; –Η αιωνιότητα. / Είναι η θάλασσα αναμιγμένη με τον ήλιο». Στην ποίηση βέβαια τα φυσικά στοιχεία εγγράφονται με τις μυθικές, αισθησιακές, γλωσσικές, και μεταμορφωτικές ιδιότητες που τους προσδίδει ο δημιουργός. Υπό αυτούς τους ορίζοντες υπάρχουν και στις δικές μου δημιουργίες.

Όσο για τον Έρωτα – που δεν είναι μόνο η μυστηριακή έλξη των δύο φύλων, αλλά και διαρκής μαγνητισμός από το σύνολο των κοσμικών στοιχείων: αποτελεί συνειδητά κεντρικό πεδίο της ιδιοσυγκρασίας και των ποιημάτων μου. Με τον Μύθο και την Ιστορία τοποθετεί ο καθένας μας την ύπαρξή του στο κέντρο μιας μύχιας σχέσης με τον άνθρωπο και τον χρόνο, από τις επιλογές όμως που θα κάνει και από τις αποστάσεις που θα κρατήσει κι από το Μύθο κι απ’ την Ιστορία, αποκτά τελικώς την δική του πνευματική ταυτότητα.

Η ελληνική γλώσσα, και για μένα, αποτελεί ένα οργανικό σύνολο ιδανικών ρυθμών, ήχων, κι αισθήσεων. Τοποθετημένη σε κείμενα οικουμενικής σημασίας από τα χρόνια του Ομήρου ως τον προηγούμενο αιώνα, είναι για τον κάθε δημιουργό μια «χώρα» που μπορεί να ανακαλυφθεί. Να γίνει «πατρίδα», ή «εξορία», ή τόπος «προσωρινών διακοπών». Η διαδρομή και το αποτέλεσμα εξαρτώνται από απροσδιόριστους παράγοντες. Τίποτε δεν εγγυάται εξαρχής την κατάληξη και την διάρκεια μιας δημιουργικής προσπάθειας. Κι αν σκεφθούμε ότι στην ποίηση η συνύπαρξη δυο λέξεων δημιουργεί την έκλαμψη του λόγου, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι στον άνθρωπο που πιάνει την πένα, χρειάζεται (πέραν του γλωσσικού «χαρίσματος», της ρυθμικής αντίληψης, της μακρόχρονης εξοικείωσης με τα κείμενα μιας τρισχιλιόχρονης πνευματικής παράδοσης) και μια ικανότητα αρμονιών που έρχεται από τον άγνωστο εαυτό του.

Όλα τα προηγούμενα στοιχεία τοποθετούνται και στον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τη ζωή. Αντιμετωπίζω βέβαια, όπως όλοι μας, τον ζόφο της καθημερινότητας, της οικονομικής, κοινωνικής και πνευματικής εξουθένωσης που κυριαρχεί στον τόπο. Αλλά καθώς έχω απροσμέτρητο θαυμασμό και σεβασμό προς τη ζωή, κι εντατική προσήλωση στη στιγμή του κάθε μου βιώματος, σκέπτομαι πάντα και τα ανεκτίμητα προνόμια που έχομε. Ζούμε σε μια ελεύθερη περιοχή της γης, σε εκπάγλου ομορφιάς φυσικό περιβάλλον, μπορούμε να χαρούμε κάθε στιγμή μεγάλα και μικρά θαύματα. Δίπλα μας είναι τα κείμενα του Ομήρου, των Προσωκρατικών, του Πλάτωνος, του Αριστοτέλη, τα Ευαγγέλια, ο «Ερωτόκριτος», η «Ερωφίλη», οι δημιουργίες του Σολωμού, του Βιζυηνού, του Παπαδιαμάντη, του Καβάφη, του Σικελιανού, του Σεφέρη, του Ελύτη. Δύο βήματα από εμάς είναι η Κνωσός, οι Δελφοί, η Δωδώνη, ο ναός της Αφαίας, ο Ακροκόρινθος, ο Μυστράς. Αδιάκοπα φτάνει γύρω μας η ακτινοβολία των έργων τέχνης: από τις μινωικές τοιχογραφίες, τ’ αετώματα της Ολυμπίας, τον Ερμή του Πραξιτέλη, τις επιτύμβιες στήλες του Κεραμικού, τα γλυπτά της Βραυρωνίας Αρτέμιδας, ως τις βυζαντινές εικόνες, την ζωγραφική του Παρθένη, του Μαλέα, του Θεόφιλου, του Παπαλουκά, του Μόραλη, του Χατζηκυριάκου Γκίκα. Απ’ τα βουνά της Ηπείρου και της Κρήτης ως τα εκτυφλωτικά μεσημέρια των νησιών του Αιγαίου και του Ιονίου, ο αέρας περνάει πάντα από τα βότανα, τις ξερολιθιές, τ’ αγριολούλουδα, και πιάνει να χορεύει μέσα μας, ανόθευτος, χωρίς καμιά εκζήτηση. Δίπλα μας είναι κάθε στιγμή και τα μαγικά επιτεύγματα του ελληνικού τραγουδιού. Στην Ελλάδα, οι ορδές ξένων και ντόπιων βαρβάρων κατορθώνουν και σήμερα να δηλητηριάζουν την καθημερινότητά μας, όμως αδυνατούν να εμποδίσουν την φανέρωση του θαύματος. Πιθανώς ακούγονται απλοϊκά όλα τούτα, αποτελούν εντούτοις, μια διαρκώς υπαρκτή πραγματικότητα, με ανοιχτές δυνατότητες. Είναι βέβαια ζήτημα επιλογής: πώς θα βιώσει ο καθένας το σύντομο ταξίδι του κάτω απ’ το φως του ήλιου.

Β.Μ: Αναφέρεστε στο ποιητικό σας έργο στον Cernuda, την Pina Bausch, τον Goya, τον Vim Wenders αλλά και σε μέρη όπως η Ολυμπία, ο Μυστράς, οι Δελφοί, η Ελεύθερνα. Συνάμα, στο επίμετρο κάθε έργου σας αναφέρεστε αλλά και παραπέμπετε στις πηγές της έμπνευσής σας. Τελικά τι αποτελεί την κύρια πηγή έμπνευσης για τον Κώστα Μπουρναζάκη; Είναι κάτι που σας δίδεται «ουρανοκατέβατο»;

Κ.Μ: Οι μεγάλες μορφές της ευρωπαϊκής τέχνης, καθώς και οι τόποι της ελληνικής διάρκειας που αναφέρατε, και όλα τα ανάλογα στοιχεία που βρίσκονται στα ποιήματά μου, εγγράφηκαν μέσα μου ως πεδία πληρότητας του φαινομένου της ζωής και ως βαθύτερη ερμηνεία της πραγματικότητας. Στην ποίησή μου περνούν βέβαια μέσα από το φίλτρο των αισθήσεων, της συνείδησης, και του λόγου. Επομένως, υπάρχει σε όλα τούτα μια μετουσίωση και διαρκείς αλληλουχίες που ανταποκρίνονται στην προσωπική μου ματιά είτε στο μυστήριο της γλώσσας, η οποία δημιουργεί στις συνάψεις της περιοχές νέων νοηματικών και ρυθμικών συλλήψεων.

Επισυνάπτω ορισμένα γραμματολογικά ή πραγματολογικά στοιχεία στα ποιητικά βιβλία μου (συνήθης πρακτική εδώ και δεκαετίες σε πολλούς Έλληνες και ξένους δημιουργούς), τα οποία θεωρώ ότι χρειάζονται στον αναγνώστη που θα διαβάσει τα ποιήματά μου. Δεν είναι όμως ερμηνευτικά κλειδιά αλλά τα σημάδια μιας περιοχής που έχω διανύσει για να φτάσω στη σύνθεση των ποιημάτων αυτών.

Κάθε δημιουργός, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, επιδιώκει με το έργο του να χτίσει ένα κόσμο μέσα στο χάος των αισθημάτων, των πραγμάτων, και των πληροφοριών που τον περιβάλλουν. Ένα κόσμο που θα τον «προφυλάσσει» (αν μπορεί να ειπωθεί το ρήμα αυτό) από τους διαρκείς μετεωρισμούς του παροδικού χρόνου. Εκεί θα καταθέσει τις βαθύτερες πεποιθήσεις και την προσωπική του αλήθεια, που θα συνδέσει –όσο μπορεί– με τον «κοινό λόγο» (για να θυμηθώ τον Ηράκλειτο). Δηλαδή με τον συλλογικό μύθο. Ο οποίος εμπεριέχει: βιώματα και συναντήσεις με ήχους, χρώματα, μυρωδιές, γη και θάλασσες του γενέθλιου τόπου, ιστορικές μνήμες, αρχέτυπα του μακρινού παρελθόντος, έργα πολιτισμού (σε αυτά δεν υπάρχει και γεωγραφικό όριο), κι έναν ορίζοντα «γυρισμού» στη χώρα του φωτός και της ενότητας των πάντων.

Ως προς την τελική φράση του ερωτήματός σας: Όσο περνούν τα χρόνια πείθομαι ότι το έργο που γράφει ένας ποιητής υπήρχε μέσα του, στα βαθύτερα σημεία και στοιχεία του ψυχισμού του, κι έρχεται στο φως μέσω των κραδασμών της εμπειρίας, ρυθμικά διαμορφωμένο από μυστηριώδεις παρορμήσεις. Για τούτη τη μυστική διαδρομή ο Κάρλ Γιουνγκ ανέφερε: «το ασυνείδητο, με τον ενστικτώδη δυναμισμό του, αποτελεί την κεντρική πηγή της δημιουργικής παρόρμησης».

Β.Μ: Μιλήστε μας για τη φιλολογική επιμέλεια και τη μελέτη του έργου του Άγγελου Σικελιανού και τις εκδόσεις έργων του που παρουσιάσατε. Στο ενεργητικό σας είναι, επίσης, και εκδόσεις έργων των Παντελή Πρεβελάκη, Στυλιανού Αλεξίου, Ζήσιμου Λορεντζάτου και του Γιώργη Μανουσάκη. Τι σας παρακίνησε, ώστε να καταπιαστείτε με μια τόσο δύσκολη, κατά τα άλλα, διαδικασία;

Κ.Μ: Ο Σικελιανός δεν είναι απλώς μια από τις κορυφαίες προσωπικότητες της νεοελληνικής ποίησης, αλλά μια πνευματική μορφή με οικουμενικό όραμα, που συνέθεσε μοναδικά στο έργο του την ψυχική διαδρομή των βαθύτερων τάσεων και των επιτευγμάτων του Ελληνισμού, από τους Προσωκρατικούς, τους Ορφικούς και τον Πλωτίνο έως τον σύγχρονο λαϊκό πολιτισμό. Εκδοτικά, μ’ εκείνον, όταν ξεκίνησα τη δική μου προσπάθεια (που αποτελεί μια από τις βασικότερες σταθερές στην πορεία μου στα γράμματα), μόνον ο Γ. Π. Σαββίδης είχε ασχοληθεί με αγάπη, και φιλολογική υπευθυνότητα.

Εξέδωσα, υπομνηματισμένες, εκατοντάδες επιστολές του Λευκάδιου ποιητή, στα δίτομα «Γράμματα», («Ίκαρος», 2000) και στα «Γράμματα στην Εύα Πάλμερ Σικελιανού» («Ίκαρος», 2008), που, από κοινού με το βιβλίο μου «Χρονογραφία Άγγελου Σικελιανού (1884 -1951)» («Ίκαρος», 2006), αποτελούν, έκτοτε, ερμηνευτικά κλειδιά για το σύνολο του έργου και για την ζωή του Σικελιανού. Επίσης, παρουσίασα την πρώτη φιλολογικώς σχολιασμένη, (με ειδικές σημειώσεις, ερμηνεία της ποιητικής του δημιουργού, και με εκτενές γλωσσάριο), έκδοση ποιημάτων του Σικελιανού στον τόμο «Αντίδωρο» («Ίκαρος», 2003). Συνάμα με τη συμβολή των αλησμόνητων Γιάννη Μόραλη και Χρήστου Δάρρα, εξέδωσα σε βιβλιοφιλική έκδοση το «Μήτηρ Θεού» («Ιδεόγραμμα», 2003). Κι εν συνεχεία, την πρώτη διάλεξη που έκανε ο ποιητής με τίτλο «Κήρυγμα Ηρωισμού», («Ίκαρος», 2004), καθώς και τις «Συνεντεύξεις και συνομιλίες», («Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη», 2013), που έδωσε στη διάρκεια της ζωής του. Πλήθος άλλες εργασίες μου για τον ποιητή βρίσκονται σε δυο μεγάλα αφιερώματα του περιοδικού Νέα Εστία (2001 και 2005) σ’ εκείνον, ενώ άλλα έξι βιβλία μου για τον Σικελιανό είναι έτοιμα για το τυπογραφείο.

Η Κρήτη είχε το προνόμιο να δώσει στα ελληνικά γράμματα μοναδικές προσωπικότητες (εκτός από τον Καζαντζάκη). Εξέδωσα ένα ιδιαίτερο είδος ανθολογίας (που η κριτική επεσήμανε ότι δεν υπήρχε προηγουμένως στη Γραμματεία μας), επιλέγοντας σε μεγάλες ενότητες αποσπάσματα από όλες (τις πολλές) πλευρές σπουδαίων δημιουργών. Έχουν ήδη εκδοθεί η «Ανθολογία από το έργο του Παντελή Πρεβελάκη», («Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη», 2010) και η «Ανθολογία από το έργο του Γιώργη Μανουσάκη», («Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη», 2012), ενώ έχω έτοιμη και την «Ανθολογία από το έργο του Στυλιανού Αλεξίου». Επίσης, έχω επιμεληθεί φιλολογικώς και την έκδοση: Στυλιανός Αλεξίου & Ζήσιμος Λορεντζάτος, «Αλληλογραφία (1967-2003)» («Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη», 2010).

Όλα τούτα τα έργα πηγάζουν από τον θαυμασμό και την αγάπη μου στο έργο των δημιουργών αυτών. Απ’ την ανάγκη να γνωρίσουν περισσότεροι αναγνώστες, αθέατες ή παραγνωρισμένες όψεις της διαδρομής τους. Επίσης, από την σκέψη ότι πρέπει να δοθεί ξεχωριστή σημασία και σε μορφές που δεν έχουν ελκύσει, όσο τους άξιζε, κριτικούς και αναγνώστες. Η προσήλωση των μελετητών σε ορισμένους μόνο δημιουργούς, δεν επιτρέπει την ανάλογη προσέγγιση σε άλλους, σημαντικούς εκπροσώπους του λόγου, που κι εκείνοι με το έργο τους πλουτίζουν διαχρονικά τα ελληνικά γράμματα.

Β.Μ: Καταπιάνεστε και με τη δύσκολη εργασία της μετάφρασης ποιητών στα Ελληνικά. Σας βοηθά το γεγονός ότι είστε ήδη ποιητής; Πόσο καλή πρέπει να είναι η μετάφραση ούτως ώστε να μην διαβάζουμε άλλο ποίημα; Τελικά μήπως αυτό μερικές φορές είναι αναπόφευκτο;

Κ.Μ: Η ενασχόλησή μου με το έργο αγγλόφωνων, κυρίως, ποιητών (Keats, Shelley, Coleridge, W. B. Yeats, W. Stevens, W. H. Auden, D. Tomas – ορισμένων εξ αυτών έχω δημοσιεύσει δημιουργίες, άλλων θα τυπωθούν αργότερα), μαζί με την ποίηση Γάλλων, ισπανόφωνων και Ιταλών, ήταν μια πολύχρονη, ουσιαστική μαθητεία για μένα.
Το σημαντικό ποίημα, σε όποια γλώσσα κι αν γράφηκε, σε όποια χρονική περίοδο, βρίσκεται πάντα σε μια ιδανική διάταξη συμπύκνωσης, έντασης και αρμονίας των γλωσσικών του στοιχείων. Αυτή η αντικειμενικά οριστική μορφή λόγου πώς θα μπορούσε να περάσει σε ένα διαφορετικό κώδικα, σε μια άλλη γλώσσα, στην οποία η κάθε λέξη του πρωτοτύπου δεν αντιστοιχεί ούτε σε ρυθμό, ούτε σε αριθμό συλλαβών, ούτε σε νοηματική και βιωματική χροιά με λέξη της υπό μετάφραση γλώσσας; Νομίζω ότι στην απόδοση της ποίησης δεν υπάρχει άλλος τρόπος από τη δημιουργία μιας «έρρυθμης αναλογίας», δηλαδή μια εμπνευσμένη μορφή νέου κειμένου, διαμορφωμένου από την επάρκεια και την ευαισθησία του μεταφραστή, ο οποίος πρέπει να είναι αληθινός ποιητής. Το αποτέλεσμα οφείλει να είναι: ένα θελκτικό κείμενο, που διαβάζεται απρόσκοπτα, χωρίς να σκεπτόμαστε διαρκώς πώς να είναι αυτός ή εκείνος ο στίχος στο πρωτότυπο. Μάλιστα, με την πολύχρονη εμπειρία μας και στον ελεύθερο στίχο, ακόμη και οι ποιητές που χρησιμοποίησαν συγκεκριμένα προσωδιακά σχήματα, μπορούν να μεταφραστούν με ανανεωμένα γλωσσικά στοιχεία, τα οποία αντιστοιχούν σε μια σύγχρονη ποιητική αντίληψη, έτσι που να μην παρουσιάζονται πεπαλαιωμένοι και παρωχημένοι στίχοι γραμμένοι σε άλλους αιώνες.

Αποτελεί ψευδαίσθηση να θεωρεί κάποιος μεταφραστής ότι κάνει δήθεν πιστή απόδοση, χρησιμοποιώντας ομοιοκαταληξίες (δικές του βέβαια, αφού, λόγου χάρη, για δυο στίχους που τελειώνουν στο αρχικό ποίημα με ρίμες: night / light, αυτός, αναγκασμένος από τη νοηματική αλληλουχία, εφευρίσκει να ομοιοκαταληκτούν στη γλώσσα μας με τις λέξεις: πεθαίνει / ευλογημένη) ή να εξαναγκάζεται, επί παραδείγματι, τους 11 στίχους του πρωτοτύπου να τους μετατρέψει σε 15 στην ελληνική μετάφραση. Πρόκειται βέβαια κι εδώ για μια αναλογική μετάφραση, που ο δημιουργός της αυταπατάται ότι φτιάχνοντας ομοιοκαταληξίες και ισοσύλλαβους στίχους δεν «πρόδωσε» το αρχικό, ξενόγλωσσο κείμενο, ότι κράτησε το μετρικό του σχήμα, αφού το «εγκλώβισε» σε ένα δικό του. Σας ανέφερα τις σκέψεις αυτές σκεπτόμενος μια τάση επιστροφής σε παλαιότερες προσωδιακές μορφές που υπάρχει σε ορισμένους νεότερους ποιητές μας, και αγγίζει και το χώρο της μετάφρασης. Ασφαλώς είναι αναγκαίο να γνωρίζει σε βάθος, εκείνος που θέλει να γράψει ποίηση, όλους τους στιχουργικούς τρόπους και ρυθμούς, αλλά δεν χρειάζεται τώρα να επιστρέψουμε στα σονέτα και στο ποιητικό ύφος της δεκαετίας του 1920.

Πάντως, στον τομέα της μεταφρασμένης ποίησης, έχομε θαυμαστά αποτελέσματα στα ελληνικά γράμματα. Αναφέρω την «Ξανατονισμένη μουσική» του Παλαμά, τις μεταφράσεις του Καρυωτάκη, την «Έρημη χώρα» του Έλιοτ σε μετάφραση Σεφέρη, τον «Ματωμένο γάμο» και τον «Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας» του Λόρκα στην απόδοση του Νίκου Γκάτσου, τα «Μαλαισιακά τραγούδια» του Ιβάν Γκολ σε μετάφραση του Ε. Χ. Γονατά, τις «Εκλάμψεις» του Ρεμπώ στην μετάφραση του Ν. Α. Ασλάνογλου, τα «Σονέτα» του Σαίξπηρ στην μετάφραση του Στυλιανού Αλεξίου.

Β.Μ: Πόσο σημαντική είναι η τέχνη της τυπογραφίας (το αναφέρω επειδή γνωρίζω ότι ασχολείστε και με αυτό το κομμάτι, που σιγά-σιγά στις μέρες μας χάνεται), για να ενταχθεί ένα έργο τέχνης, όπως το ποίημα ή το δοκίμιο, σ’ ένα βιβλίο;

Κ.Μ: Πράγματι, μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα η τυπογραφική επάρκεια των βιβλίων μου. Η τυπογραφία είναι μια τέχνη με μακραίωνη παράδοση, με αυστηρούς κανόνες και με πολλά τεχνικά κι αισθητικά θέματα. Η επιλογή των γραμματοσειρών, των μεγεθών, των περιθωρίων, των κοσμημάτων, των χαρτιών εξωφύλλου και σώματος του βιβλίου, δεν είναι απλή υπόθεση. Απαιτείται γνώση της τέχνης αυτής, εμπειρία και καλαισθησία, για να πραγματοποιηθεί ένα τυπογραφικώς άρτιο αποτέλεσμα.

Ελάχιστοι συγγραφείς ή φιλόλογοι ήταν και είναι κάτοχοι αυτών των στοιχείων. Κι όμως δημιουργοί όπως ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Παντελής Πρεβελάκης, ο Ζήσιμος Λορεντζάτος, ο Δ. Π. Παπαδίτσας, ο Ε. Χ. Γονατάς, προετοίμαζαν το έργο τους και ταυτοχρόνως σχεδίαζαν την τυπογραφική μορφή που θα λάβει. Αυτό σημαίνει πολλή εργασία, από το ξεκίνημα της στοιχειοθεσίας ως την τελική διαμόρφωση του βιβλίου, και αμέτρητες παρουσίες στο τυπογραφείο. Υπήρχαν βέβαια στα χρόνια τους τυπογράφοι που μπορούσαν να ανταποκριθούν με ακρίβεια και μαεστρία στο «ιδεώδες» γι’ αυτούς βιβλίο, και οι οποίοι γνώριζαν σε βάθος τα μυστικά αυτής της τέχνης: οι Ταρουσόπουλοι, ο Σκαζίκης, ο Μυρτίδης, οι Κωνσταντινίδης-Μιχαλάς, ο Ζουμαδάκης, ο Μανουσαρίδης, το τυπογραφείο των «Κειμένων» του Φ. Βλάχου και της Γεωργίας Παπαγεωργίου (επιτρέψτε μου εδώ ως παρέκβαση και μια προσωπική αναφορά: με την κ. Γ. Παπαγεωργίου μας συνδέει εγκάρδια φιλία χρόνων, έχει επιμεληθεί όλα τα βιβλία μου στις εκδόσεις «Ίκαρος», και από τη συνεργασία μας αυτή έχω διδαχθεί πολλά και πολύτιμα για την τυπογραφία, που μαζί με τις διάφορες αισθητικές «ιδέες» μου, εφαρμόζω στα βιβλία που επιμελούμαι μόνος).

Πάντως, και στην εποχή μας υπάρχουν καλά τυπογραφεία (έχω τις καλύτερες εντυπώσεις από το «Ανάγραμμα», με το οποίο επανειλημμένως συνεργάστηκα), ενώ από ορισμένους εκδότες, όπως ο «Ίκαρος», η «Άγρα», η «Στιγμή», το «ΜΙΕΤ», η «Κίχλη», το «Ιδεόγραμμα» ως πέρυσι που πέθανε ο Χρήστος Δάρρας, το «Ροδακιό», ο «Γαβριηλίδης», προσφάτως οι «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης», η «Περισπωμένη», δίδεται πάντα βαρύτητα στην τυπογραφική μορφή των βιβλίων τους, επομένως σημασία και στην ανάδειξη των κειμένων που παρουσιάζουν. Ευτυχώς, επειδή όλο και περισσότεροι «συνάδελφοί» τους πλημμυρίζουν τα βιβλιοπωλεία με γραφιστικής βιασύνης και στοιχειώδους άγνοιας ακαλαίσθητες εκδόσεις.

Β.Μ: Εκτός από την ποίηση γράφετε και στίχους για τραγούδια. Ποια είναι η σχέση σας με αυτή την μορφή τέχνης; Με ποιο τρόπο δημιουργείτε τα τραγούδια σας; Πόσο δύσκολο είναι να προσαρμόζεται ένας στίχος μέσα στα στενά όρια μιας μελωδίας; Υπό προϋποθέσεις μπορεί να λειτουργήσει και σαν έμπνευση η μουσική;

Κ.Μ: Έχω βαθιά αγάπη για την τέχνη του τραγουδιού. Από πολύ νέος παρακολουθούσα, όχι μερικώς αλλά τη συνολική πορεία, των συνθετών, στιχουργών και ερμηνευτών που επέλεγα να ακούσω. Και για να παραμείνω στο ελληνικό τραγούδι: με το ίδιο ενδιαφέρον πρωτάκουσα, και συνεχίζω πάντα να χαίρομαι, τις δημιουργίες του Αττίκ, του Κ. Γιαννίδη, του Σογιούλ, του Βαμβακάρη, του Τσιτσάνη, των Χατζιδάκι-Γκάτσου, του Θεοδωράκη, και των σπουδαίων μεταγενέστερων, από τον Ξαρχάκο, τον Σαββόπουλο, τον Μαρκόπουλο, τον Κουγιουμτζή ως τον Μικρούτσικο, τον Κραουνάκη, τον Μαχαιρίτσα, τον Μάλαμα, τον Ορφέα Περίδη. Μουσικοί που είχαν στα χέρια τους έξοχους στίχους του Λ. Παπαδόπουλου, του Μάνου Ελευθερίου, του Δ. Χριστοδούλου, του Κ. Τριπολίτη, της Λ. Νικολακοπούλου, του Μ. Γκανά, του Ι. Σούση, του Οδ. Ιωάννου και άλλων σημαντικών προσώπων. Γνωρίζω κι εκτιμώ το σύνολο του έργου τους, όπως σας είπα. Κι αν σήμερα, χάρις στο «You Tube», είναι εύκολη η πρόσβαση στα πάντα, παλαιότερα χρειαζόταν ιδιαίτερη προσπάθεια για να αποκτηθεί αυτό το υλικό.

Η στιχουργική τέχνη είναι για μένα μια σοβαρή, αν και ερασιτεχνική, ασχολία. Άλλωστε, έκλεισε οριστικά ο κύκλος της «δισκογραφίας», όπως την ξέραμε, επομένως δεν θα ήταν εφικτή, η συστηματική στιχουργική εργασία ακόμη κι αν κάτι τέτοιο βρισκόταν στους στόχους μου. Έχω γράψει (και συνεχίζω να γράφω) τραγούδια για το εξαιρετικό συγκρότημα «Αρμός», ερμηνευμένα από τους ίδιους, αλλά και από γνωστούς τραγουδιστές (Μ. Κανά, Μ. Πασχαλίδη, Μπ. Στόκα, Ρ. Αντωνοπούλου, Κ. Λεγάκη).

Συνήθως γράφω ακούγοντας τη μουσική που πρόκειται να γίνει τραγούδι. Νομίζω ότι είναι ζήτημα τεχνικής (η γνώση των μετρικών κανόνων με στηρίζει σε αυτό) αλλά βέβαια το αποτέλεσμα εξαρτάται από το επαρκές γλωσσικό πεδίο που θα εμπνεύσει η μελωδία. Σίγουρα είναι πιο δύσκολη εργασία από τη γραφή στίχων που έπειτα θα πάρουν μουσική μορφή, όμως δεν είναι σπάνια πρακτική (ο Γκάτσος, λόγου χάρη, έγραψε σχεδόν το σύνολο των στίχων του, επάνω σε μουσικές που του έδιδαν οι συνθέτες).

Β.Μ: Οι Έλληνες είμαστε ένας λαός που η ποίηση εντυπώθηκε βαθιά μέσα στην καρδιά μας λόγω των συνθετών μας. Όμως τελικά οι Έλληνες διαβάζουν ποίηση;

Κ.Μ: Η μουσική ιδιοφυία του Μίκη Θεοδωράκη κατόρθωσε να δημιουργήσει, με τον λόγο μεγάλων Ελλήνων και ξένων ποιητών, ένα είδος τραγουδιού υψηλών απαιτήσεων, που είχε ευρύτατη αποδοχή στις δεκαετίες 1960 και 1970. Ο «Επιτάφιος» και η «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου, το «Άξιον Εστί» του Ελύτη, το «Πνευματικό Εμβατήριο» του Σικελιανού, οι «Μπαλάντες» του Μ. Αναγνωστάκη, το «Canto General» του Νερούδα, ήταν ορισμένα μόνο από τα επιτεύγματά του. Το δρόμο αυτό ακολούθησαν σημαντικοί συνθέτες (Γ. Μαρκόπουλος, Θ. Μικρούτσικος, Δ. Λάγιος, Λ. Θάνος και άλλοι) με εξαιρετικά αποτελέσματα. Τα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της εποχής, από κοινού με την αγάπη για τη μουσική και τον λόγο που είχε ο ελληνικός λαός, συνέτειναν στο ν’ αγαπηθούν αυτά τα ποιητικά έργα. Και για κάποια χρόνια, οδηγούσαν ένα τμήμα του μορφωμένου κοινού και στα βιβλιοπωλεία για ν’ αγοράσει βιβλία ποίησης ορισμένων γνωστών ποιητών.

Εντούτοις, η διαρκέστερη και γονιμότερη προσφορά αυτού του μουσικού κινήματος, νομίζω ότι ήταν η τομή που έγινε στον στίχο τον δημιουργημένο αποκλειστικώς για να γίνει τραγούδι. Καθώς το κοινό, εξοικειωμένο με τις δύσκολες νοηματικές αλληλουχίες της ποίησης, μπορούσε να δεχθεί και απαιτητικότερα στιχουργικά τραγούδια. Έτσι οι δισκογραφικές εταιρείες δεν δίσταζαν να παρουσιάζουν έργα όπως οι «Δροσουλίτες» του Γκάτσου (σε μουσική Χρ. Χάλαρη), οι δημιουργίες του Δ. Σαββόπουλου, των αδερφών Κατσιμίχα και άλλων.
Οι Έλληνες αυτά τα χρόνια, περισσότερο ακούν ποίηση (μελοποιημένη), καθώς και πολλά τραγούδια με στίχο που πλησιάζει την ποίηση (και σε αρκετές περιπτώσεις είναι), αλλά δεν αποτελούν αναγνώστες της ποίησης. Οι πωλήσεις βιβλίων ακόμη και γνωστών δημιουργών, όπως ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, η Κική Δημουλά (που και αυτές δεν υπερβαίνουν τις 3-5 χιλιάδες αντίτυπα ετησίως), δεν δείχνουν μια κοινωνία που διαβάζει ποίηση. Η απήχηση πάντως του ποιητικού λόγου είναι πολυσύνθετο φαινόμενο και δεν επαρκεί ο χρόνος μας σε τούτη τη συνομιλία, για να δούμε τις βαθύτερες αιτίες.

Β.Μ: Φαντάζομαι διαβάζετε τα βιβλία ομοτέχνων σας. Πώς βλέπετε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση;

Κ.Μ: Παρά το μη ευνοϊκό εκδοτικό, κριτικό, και αναγνωστικό περιβάλλον, συνεχίζεται στις μέρες μας η κυκλοφορία νέων ποιητικών συλλογών. Διαβάζω πολλές. Μέσα σε αυτά τα βιβλία υπάρχουν δημιουργοί εξαιρετικοί, καλοί, ή μέτριων δυνατοτήτων. Επιτρέψτε μου όμως να μην αναφέρω ονόματα. Το ουσιαστικό είναι ότι η ελληνική γλώσσα δοκιμάζεται και σήμερα στον ποιητικό λόγο και ότι υπάρχουν συνειδήσεις προσανατολισμένες στην ποίηση. Πιθανώς κάποια κείμενα από τούτα τα βιβλία να έχουν διάρκεια. Είναι νωρίς για ν’ αποτιμηθούν οριστικά. Πάντως, αν η γνώμη του W. B. Yeats ότι «χρειάζονται πενήντα χρόνια για να λειτουργήσουν τα όπλα ενός ποιητή», ίσχυε τον 20ό αιώνα, με τόσους κορυφαίους εκπροσώπους αυτού του λογοτεχνικού είδους, ο χρόνος δικαίωσης ενός ποιητικού έργου, στον δικό μας αιώνα, είναι μάλλον απροσδιόριστος. Αλλά αυτό δεν πρέπει να αποτρέπει από τη σύνθεση ποίησης εκείνον που αισθάνεται φορέας μιας ποιητικής αλήθειας η οποία πρέπει να καταγραφεί.

Η πορεία της ελληνικής ποίησης έχει μεγάλους και μικρούς σταθμούς. Για να μπορεί κάποιος να παρακολουθεί τον συνολικό της (και τον μόνο αυθεντικό) ορίζοντα δεν πρέπει να θέτει όρια, χρονικά, γλωσσικά, σχολών, τεχνοτροπιών και γενεών. Ο πλούτος της είναι ακριβώς αυτή διαφορετικότητα τόσων σπουδαίων ποιητικών φωνών μέσα στη διάρκεια των αιώνων. Εντούτοις, ένα από τα πιο παράδοξα φαινόμενα των τελευταίων δεκαετιών είναι η σμίκρυνση του πεδίου των «ποιητικών πατέρων». Οι περισσότεροι νέοι που γράφουν ποίηση, αυτές τις τρεις-τέσσερις τελευταίες δεκαετίες, έχουν οπτικό πεδίο μαθητείας με πέρας τους δημιουργούς της Γενιάς του 1930. Το πολύ να ενταχθούν εκεί και ο Καβάφης και ο Καρυωτάκης. Αυτή η στάση, αναμφίβολα, δημιουργεί ένα βαθύ χάσμα με τους δημιουργούς των προηγούμενων χρόνων, οι οποίοι είχαν διανύσει όλη την διαδρομή της ελληνικής και της ευρωπαϊκής ποίησης, και έφεραν γλωσσικά κοιτάσματα τρισχιλιόχρονης διαδρομής και ανάλογων βιωμάτων. Είναι, άλλωστε, κοινό μυστικό ότι οι κορυφαίοι Έλληνες ποιητές συνδύαζαν το χάρισμα του λόγου με την υψηλή φιλολογική επάρκεια, δηλαδή γνώριζαν σε βάθος τα γράμματα και τις τέχνες του Δυτικού κόσμου, από την αρχαιότητα ως την εποχή τους. (Κι ας φαίνεται κάπως ασύμβατη αυτή η φιλολογική ιδιότητα σ’ εκείνους που διέθεταν πηγαίο στίχο, όπως ο Β. Κορνάρος, ο Σολωμός, ο Σικελιανός κι ο Ελύτης).

Β.Μ: Κατά την δική σας γνώμη ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του δημιουργού, του καλλιτέχνη σε αυτή τη χρονική συγκυρία, όπου όλοι μιλούν για απουσία πνευματικών ανθρώπων; Τελικά μήπως σήμερα η Τέχνη, τα Γράμματα αποτελούν μια απατηλή πολυτέλεια;

Κ.Μ: Δεν πιστεύω ότι οι λεγόμενοι πνευματικοί άνθρωποι έχουν καμιά γενικότερη, ούτε καν μερική, επίδραση στην κοινωνία. Υπό προϋποθέσεις, επηρεάζουν μόνον εκείνους που είναι συγγενικού ψυχισμού και ανάλογης δεκτικότητας. Το ζήτημα δεν είναι σημερινό. Δεν συνδέεται με την κρίση. Ας σκεφθούμε ποια σημασία και ποια επιρροή είχαν, όχι μόνο για την τότε κοινωνία, αλλά και για τους περισσότερους της συντεχνίας και της συντροφιάς τους, θεμελιακές προσωπικότητες του νέου Ελληνισμού, όπως ο Παρθένης, ο Σικελιανός, ο Συκουτρής, ο Μπουζιάνης, ο Πικιώνης, ο Μητρόπουλος, ο Σκαλκώτας, ο Κόντογλου, και τόσες άλλες εφάμιλλες μορφές. Η απάντηση είναι: καμία.

Ο αληθινός δημιουργός δεν χρειάζεται να παίρνει ρόλους «διαφωτιστή». Έχει μόνο μια αποστολή: να κάνει ολοζωής την εργασία του, όσο γίνεται αρτιότερα, με την υψηλότερη δυνατή ποιότητα. Σίγουρα δεν θα είναι ποτέ αρεστός σε κάθε λογής κομματική αντίληψη. Δεν θα γίνει αποδεκτός από την κοινωνική μονομέρεια. Η ακτινοβολία κάθε αληθινού πνευματικού έργου κινείται εναντίον της μικροπολιτικής, του λαϊκισμού, της απαιδευσίας, της χαμηλής αισθητικής, του φανατισμού, των οικονομικών μεγεθών, των μυριάδων άχρηστων πληροφοριών που παρέχουν τα μέσα ενημέρωσης, της λυσσαλέας επιδίωξης καριέρας και κοινωνικής επικράτησης, και όλων των συναφών τάσεων. Η ανάδειξη των αιωνίων στοιχείων της ανθρώπινης ύπαρξης, η αναζήτηση σκοπού και νοήματος της ζωής, που κατατίθενται σ’ ένα πνευματικό ή καλλιτεχνικό έργο, γίνονται αντιληπτά από ελαχίστους, δρουν στη συνείδηση και την ευαισθησία ελαχίστων. Έτσι ήταν κι έτσι θα είναι πάντα. Ακόμη και σε περιπτώσεις που νομίζομε ότι ένα σύγχρονο πνευματικό γεγονός φτάνει στο ευρύ κοινό, αν κοιτάξομε καλύτερα, ανακαλύπτουμε ότι μετρημένοι άνθρωποι είχαν επικοινωνία με αυτό. Λόγοι διαφήμισης, περιέργειας, παρακίνησης φίλων, πολιτικής μόδας, και δεκάδες παρόμοιοι το έκαναν για κάποιο χρονικό διάστημα δημοφιλές.

Ασφαλώς, σε κοινωνίες με ουσιαστικούς αξιακούς κώδικες, μια προσωπικότητα με ξεχωριστές ικανότητες προσδίδει υπερηφάνεια, εγκαρδίωση και παραδειγματικούς ορίζοντες στους συνειδητούς πολίτες. Και δεν χρειάζεται οι προσωπικότητες αυτές να έχουν τον τίτλο του πνευματικού ανθρώπου. Αρκεί να προσφέρουν πραγματικά στον τομέα τους και στο σύνολο. Στην Ελλάδα, ακόμη και σε τούτα τα ζοφερά χρόνια, παραδόξως, έχομε εκλεκτές μορφές, με ανθρώπινη ποιότητα, υπευθυνότητα και ταλέντο. Άγνωστες στους πολλούς, αθέατες στην τηλεοπτική επικράτεια, που δίδουν εντούτοις ζωτικό ψυχικό οξυγόνο στην κοινωνία μας.

φωτογραφία
Σπύρος Μαστρογιαννάκης
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
φλεβάρης 2017

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ