Η Σκιά
εκδόσεις Οδυσσέας
συνάντηση με την
Αντιγόνη Χατζηανδρέου
Β.Μ: Ποιος είναι ο Μπενίτο Πέρεθ Γκαλδός και γιατί θεωρείται ένας εκ των κορυφαίων ισπανών συγγραφέων; Τι ρόλο διαδραμάτισε στα ισπανικά γράμματα και τι καινοτόμο φέρνει;
Ο Γαλδός (Benito Pérez Galdós, 1843-1920) ήταν λογοτέχνης, δραματουργός, χρονικογράφος και πολιτικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του ρεαλισμού του 19ου αιώνα και όχι μόνο στην Ισπανία σε σημείο που να θεωρείται από πολλούς ειδικούς και μελετητές του έργου του ως ο σημαντικότερος Ισπανός λογοτέχνης μετά τον Θερβάντες.
Άλλαξε εντελώς το τοπίο του ισπανικού μυθιστορήματος της εποχής, όταν εγκατέλειψε τον ρομαντισμό για χάρη του νατουραλισμού και έδωσε στην αφήγηση εκφραστικότητα και ψυχολογικό βάθος. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Max Aub, ο Γαλδός, όπως και ο Λόπε ντε Βέγα, πήρε το σκηνικό της κατώτερης τάξης και «με το βαθύ ρεαλιστικό ένστικτό του» του το επέστρεψε, όπως ο Θερβάντες, «μεταμορφωμένο καλλιτεχνικά.» Εξέδωσε 80 μυθιστορήματα όπου περιγράφει με εκπληκτικό ρεαλισμό την ισπανική πραγματικότητα.
Ήταν μέλος της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδημίας από το 1897, προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1912, αλλά εξαιτίας του αντικληρικαλισμού του αποκλείστηκε εξαιτίας των ενεργειών των μελών της συντηρητικής ισπανικής κοινωνίας που αντιπροσωπεύονταν από τον παραδοσιακό καθολικισμό.
Ασχολήθηκε ενεργά με την πολιτική, αν και ο ίδιος δεν θεωρούσε τον εαυτό του πολιτικό. Στην αρχή ασπάστηκε φιλελεύθερες ιδέες για να περάσει σε έναν μετριοπαθή ρεπουμπλικανισμό και τελικά να ασπαστεί τις σοσιαλιστικές ιδέες του Πάμπλο Ιγκλέσιας (μαρξιστή πολιτικού, ιδρυτή του Σοσιαλιστικού Ισπανικού Κόμματος –PSOE-) και εκλέχτηκε βουλευτής το 1907, 1910 και 1914. Για τις φιλελεύθερες ιδέες του κυνηγήθηκε άγρια από την Εκκλησία, έγινε ακόμα και στόχος βομβιστικών επιθέσεων.
Πέθανε τυφλός και σχεδόν φτωχός το 1920 στη Μαδρίτη. Δεν παντρεύτηκε ποτέ, αλλά απέκτησε μια κόρη εκτός γάμου. Διατήρησε μια μακροχρόνια σχέση με τη συγγραφέα Εμίλια Πάρδο Μπαθάν.
Β.Μ: Ποια η θεματολογία που επιλέγει, που εστιάζει στα έργα του και σε ποια εποχή τα γράφει;
Τα θέματά του τα αντλεί είτε από την καθημερινή ζωή των Ισπανών και τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του. Αυτό το βλέπουμε στο πρώτο έργο του La Fontanadeoro, που γράφτηκε το 1867-8 και όπου χρησιμοποιώντας ως σκηνικό το ομώνυμο (πραγματικό) καφέ όπου σύχναζαν φιλελεύθεροι καλλιτέχνες και διανοούμενοι, μπλέκει με δεξιοτεχνία ιστορικά γεγονότα της Φιλελεύθερης Τριετίας 1820-23 και πραγματικά πρόσωπα με γεγονότα από την προσωπική ζωή φανταστικών ηρώων, δημιουργημένων από τον ίδιο. Το 1873 αρχίζει να εκδίδει το σπουδαιότερο έργο του EpisodiosNacionales, ένα μνημειώδες χρονικό του 19ου αιώνα όπου αποτυπώνει την ιστορική μνήμη των Ισπανών μέσα από την προσωπική καθημερινή τους ζωή και τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τη μοίρα της χώρας. Το έργο ξεκινά με τη ναυμαχία του Τραφάλγκαρ και φτάνει μέχρι την παλινόρθωση της δυναστείας των Βουρβόνων στην Ισπανία. Αποτελείται από 46 επεισόδια χωρισμένα σε πέντε σειρές η καθεμία από τις οποίες περιλαμβάνει 10 μυθιστορήματα, εκτός από την τελευταία που δεν ολοκληρώθηκε. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι πρότυπό του ήταν η Ανθρώπινη Κωμωδία του Μπαλζάκ.
Η λογοτεχνική του παραγωγή μπαίνει σε μια δεύτερη φάση όταν μετά την έκδοση του έργου του Realidad, η ανάγνωση του έργου του Τολστόι, τον ωθεί να εγκαταλείψει τον νατουραλισμό και να στραφεί προς τον λογοτεχνικό μυστικισμό εκδίδοντας μεταξύ 1891 και 1897 δέκα νουβέλες, μεταξύ των οποίων τα Tristana (1892) και Nazarín (1895), που μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη από τον Λουίς Μπουνιουέλ. Οι νουβέλες αυτές ανήκουν στον κύκλο Σύγχρονες ισπανικές νουβέλες (τίτλο που έδωσε ο ίδιος στα έργα του που εκδόθηκαν μεταξύ 1881 και 1889 και που τα περισσότερα περιγράφουν τη ζωή στη Μαδρίτη το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα).
Σε αυτά τα έργα, ο συγγραφέας χωρίς να απαρνηθεί το προοδευτικό πνεύμα που χαρακτήριζε εκείνα της δεκαετίας του ’70 υποτάσσει τις ιδεολογίες στο ίδιο το υλικό. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, τα πρόσωπα, περίπλοκα και με βάθος, μετατρέπονται σε ανθρώπινα όντα και η μετάλλαξη, το θαύμα, συμβαίνουν διότι “ο λογοτέχνης παίρνει το υλικό του από το κοινό και το επιστρέφει αλλαγμένο καλλιτεχνικά” όπως είπε ο ίδιος ο Pérez Galdós στην ομιλία του όταν έγινε μέλος της Ακαδημίας.
Β.Μ: Πείτε μας δυο λόγια τη «Σκιά» αλλά και το κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο που το περιβάλλει; Τι κάνει το έργο τόσο σπουδαίο, κατά τη γνώμη μου και επίκαιρο;
Η Σκιά εκδόθηκε το 1871 και είχε προηγουμένως (από τον Νοέμβριο του 1870) εμφανιστεί σε συνέχειες στη λογοτεχνική και πολιτική επιθεώρηση Revista de España που διεύθυνε ο Luis Albareda και αργότερα ο ίδιος ο Γαλδός.
Παρά το ότι δεν είχε την ίδια αναγνώριση όπως τα ρεαλιστικά του έργα αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα της ισπανικής λογοτεχνίας του 19ου αιώνα. Ο αφηγητής λειτουργεί ως σύνδεσμος ή κριτής, ένα από τα τυπικά στοιχεία του φαντασιακού της εποχής και μαζί με τα άλλα χαρακτηριστικά της νουβέλας την τοποθετούν σε αυτό το είδος όπως το προσδιόρισε ο Τοντόροφ και άλλοι θεωρητικοί. Στο έργο υπάρχει αφθονία διαφορετικών τύπων διττότητας _αντικειμενικής και υποκειμενικής, σωματικής και ψυχολογικής- που εξηγούν γιατί η νουβέλα αντιπροσωπεύει τη μετάβαση από το τρομακτικό στο εσωτερικό φαντασιακό.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μέσα σε αυτές τις σελίδες υπάρχουν δυο νουβέλες: στην πρώτη έχουμε την ιστορία της διανοητικής αστάθειας του δόκτορα Ανσέλμο. Στη δεύτερη, άρρηκτα δεμένη με την πρώτη, που σκοπός της είναι να θέσει υπό έλεγχο την επίδραση που προκάλεσε στον αναγνώστη η πρώτη, τίθεται ένα αίνιγμα. Ο αφηγητής της πρώτης είναι ο Ανσέλμο. Αυτός της μυστηριώδους είναι ένας αφηγητής-πρωταγωιστής η φωνή του οποίου μερικές φορές παρεμβαίνει σε αυτή του συγγραφέα και τον κάνει να φαίνεται παντογνώστης.
Το ύφος του έργου είναι πλούσιο με πολλά υπονοούμενα. Μερικές φορές παραφορτωμένο, αλλά πάντα απολαυστικό με λαμπρές περιγραφές γεμάτες ζωή και ενέργεια παρά τη σχολαστικότητά τους. Αυτά που με τράβηξαν και με προκάλεσαν ή καλύτερα προσκάλεσαν να το μεταφράσω είναι και αυτά που θεωρώ ότι κάνουν αυτό το έργο ξεχωριστό.
Πρώτα απ’ όλα ο πρωταγωνιστής με την υπερβολική και αλλόκοτη ψυχοσύνθεσή του, ένα πρόσωπο γκροτέσκο αλλά την ίδια στιγμή άξιο συμπάθειας. Ο δόκτορας Ανσέλμο, είναι ένα άτομο με οργιώδη φαντασία που κατατρέχεται από ένα παρελθόν γεμάτο ζηλοτυπία. Οι εμμονές του εκφράζονται έτσι ώστε να διατηρούν το μυστήριο μέχρι το τέλος. Όλα όσα λέγονται διεγείρουν στην αρχή την περιέργεια του αναγνώστη και τον κάνουν να περιμένει μια λύση που καθυστερεί. Δεν είναι τυχαίο που μερικές φορές ο λόγος του Ανσέλμο μετατρέπεται μερικές φορές σε τραύλισμα αφού αυτό είναι χαρακτηριστικό εκείνου που προσπαθεί να εκφράσει αυτό που θα λέγαμε υποσυνείδητο, ενώ με τα μισόλογα ο δόκτορας προσπαθεί να φέρει στο φως τη διανοητική σύγχυση με την οποία παλεύει. Και ίσως το πιο ενδιαφέρον και περίεργο είναι ότι όταν όλα είναι πια ξεκάθαρα ή φαίνεται ότι είναι, το μυστήριο του Ανσέλμο και του παροξυσμού του εξακολουθεί με κάποιον τρόπο να λανθένει στη φαντασία του αναγνώστη.
Το φανταστικό στοιχείο, ο Πάρις: εύγλωττος, χαρισματικός διονυσιακός, θα έλεγα, με ενθουσίασε. Η αίσθηση του χιούμορ, μερικές φορές πολύ λεπτό, άλλες σαρδόνιο, βοηθά ώστε η υπόθεση να μην είναι τόσο υπερβολικά δραματική. Ο τρόπος που ο συγγραφέας εξερευνά το φαινόμενο της ζήλιας μέσα από μια οπτική φιλοσοφική και αφηρημένη. Η αμφισημία: οι αμφιβολίες του δόκτορα δεν επιβεβαιώνονται αλλά ούτε και διαψεύδονται και αυτός ο τρόπος αφήγησης οδηγεί σε μια δραματική κλιμάκωση, ενώ ταυτόχρονα προσδίδει μια έντονη πολυπλοκότητα στον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή. Και τέλος δεν παύουν να μας εκπλήσσουν οι αναφορές στη μυθολογία και τη λογοτεχνία, όχι τόσο στη διττότητα Πάρις-Αλέξανδρος που σε εμάς είναι οικείο, όσο στον πρωταγωνιστή που είναι μια παρωδία του Φάουστ του Γκαίτε και που το όνομά του παραπέμπει στον Elcelosoextremeño (Ο ζηλότυπος από την Εστρεμαδούρα) του Θερβάντες.
Το αίσθημα της ζήλιας υπήρχε και θα υπάρχει πάντα, είναι συνυφασμένο με την ανθρώπινη ύπαρξη. Μερικές φορές το ζηλότυπο άτομο ξεφεύγει από τα όρια, κάνει τη ζωή τη δική του και του συντρόφου του αφόρητη. Αρκετές φτάνει μέχρι και το έγκλημα. Ακόμα και στη σημερινή πολιτισμένη κοινωνία μας στις στήλες των εφημερίδων βρίσκουμε όχι λίγα «εγκλήματα πάθους».
συνέντευξη
Βαγγέλης Μπουμπάκης
Οκτώβρης 2020